Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (Συμεών Νέου Θεολόγου)


Image






Δεν χρειάζεται να δώση ο άνθρωπος άλλο τίποτε σάν αντάλλαγμα για την ψυχή του παρά το να γνωρίζη τον εαυτό του πως είναι μηδέν.

Και με αυτό θα προσφέρη στον Θεό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», η οποία είναι η μόνη θυσία που αρμόζει να προσφέρεται στο Θεό από κάθε ευσεβή άνθρωπο.

Και αυτήν μόνο την θυσία δεν πρόκειται να εξουδενώση ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τον άνθρωπο πως δεν έχει άλλο τίποτε δικό του να του προσφέρη σάν θυσία, καθώς λέγει και ο Δαυΐδ:


«Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα άν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».

Με αυτήν την θυσία και σώθηκαν και σώζονται και θα σωθούν βασιλείς, δυνάστες, ευγενείς, δυσγενείς, σοφοί, αμαθείς, πλούσιοι, φτωχοί, ζητιάνοι, άδικοι, πλεονέκτες, άνομοι, ασελγείς, φονιάδες και κάθε είδος αμαρτωλών.

Και το βάθος αυτής της θυσίας πρέπει να μετράται με το μέτρο των αμαρτημάτων’ δηλαδή κατά τις αμαρτίες που έκανε ο άνθρωπος, ανάλογη να έχη και την ταπείνωσι και την συντριβή.

Aλλά ακόμη και όσιοι και δίκαιοι και καθαροί τή καρδία και όλοι γενικά διά μέσου αυτής μόνο της θυσίας σώζονται.

Και η ελεημοσύνη και η πίστις και η φυγή του κόσμου και αυτός ο μεγάλος αγώνας του μαρτυρίου από τα κάρβουνα αυτής της θυσίας, δηλαδή της συντριβής, παίρνουν φωτιά.


Και αυτή είναι η θυσία στην οποία δεν βρίσκεται αμαρτία και η οποία νικά την φιλανθρωπία του Θεού.

Γι’ αυτήν την θυσία μόνο έρχονται οι αρρώστιες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα πταίσματα, τα πάθη τα ψυχικά και τα συνακόλουθα σωματικά’ για να προσφέρη αυτήν την θυσία στον Θεό κάθε θεοσεβής.

Διότι εκείνος που θα αποκτήση αυτήν την θυσία, την συντριβή και ταπείνωσι, δεν είναι δυνατόν να πέση από κανένα μέρος, γιατί βρίσκεται πιό κάτω από όλους.

Και ο Θεός δεν κατέβηκε στην γή και δεν ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου για τίποτε άλλο παρά μόνο, για να εμφυτεύση σε όσους πιστεύουν σ’ αυτόν «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην».


Αν υποθέσουμε ότι κάποιος σκορπίζει όλα του τα υπάρχοντα και τα δίνει σε πτωχούς και νηστεύει και αγρυπνεί και χαμευνεί και προσεύχεται στο Θεό νύκτα και μέρα, και δεν ζητήση από το Θεό να αποκτήση καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη (διότι «πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων»), αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ωφελήση καθόλου τον εαυτό του.

Πρέπει λοιπόν να επιζητούμε εκείνη και μόνο την οδό διά της οποίας εμφυτεύεται μέσα μας καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Γιατί νηστεύουμε την Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

Για πιο λόγο νηστεύουμε τις σαράντα αυτές ημέρες; Την παλαιά εποχή πολλοί πιστοί προσέρχονταν στα μυστήρια χωρίς καμιά προετοιμασία και μάλιστα κατά την εποχή που ο Χριστός τα συνέστησε. Αντιλαμβανόμενοι οι πατέρες την παρακαλούμενη βλάβη από την απροετοίμαστη προσέλευσι, αφού συγκεντρώθηκαν καθιέρωσαν σαράντα ημέρες νηστείας, προσευχών, ακροάσεως του θείου λόγου και συνάξεων, ώστε, αφού καθαρισθούμε όλοι μας με κάθε επιμέλεια και με προσευχές και με ελεημοσύνη και με νηστεία και με ολονύκτιες παρακλήσεις και με δάκρυα μετανοίας και με εξομολόγησι και με όλα τα άλλα, να προσέλθουμε έτσι στην Θεία Κοινωνία με καθαρή κατά το δυνατό συνείδηση.
Και ότι μ αὐτὸ κατώρθωσαν μεγάλα πράγματα, συνηθίζοντας μας με την συγκατάβασι αυτή στην νηστεία, γίνεται φανερό από το εξής: Αν εμείς όλο τον χρόνο επιμείμουμε να φωνάζουμε και να κηρύσσουμε την νηστεία, κανείς δεν προσέχει στα λόγια μας· αν όμως έλθη ο καιρός της νηστείας της Τεσσαρακοστής, τότε, χωρίς κανείς να προτρέπη ούτε και να συμβουλεύη και ο πιο νωθρός αφυπνίζεται και ακολουθεί την προτροπή και την συμβουλή, που επιβάλλει ο καιρός.

Περί της αγάπης του Χριστού (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

«Aρα λοιπὸν δὲν ἔχει δίκαιον νὰ μᾶς ἀποστρέφεται καὶ νὰ μᾶς τιμωρῇ, ὅταν εἰς ὅλα μᾶς παρέχει τὸν ἐαυτόν Του καὶ ἐμεῖς ἀντιδρῶμεν; Εἶναι εἰς τὸν καθένα ὁπωσδήποτε φανερόν. Διότι, ἐὰν θέλῃς νὰ καλλωπισθῇς, λέγει, στολίσου μὲ τὸν ἰδικόν μου καλλωπισμόν. Ἐὰν θέλῃς νὰ ὁπλισθῇς, ὁπλίσου μὲ ἰδικά μου ὅπλα. ἐὰν θέλῃς νὰ ἐνδυθῇς, φόρεσε τὸ ἰδικόν μου ἔνδυμα. ἐὰν θέλῃς νὰ τραφῇς, φᾶγε εἰς τὴν ἰδικήν μου τράπεζαν. ἐὰν θέλῃς νὰ ὁδοιπορήσῃς, ἀκολούθησε τὴν ἰδικήν μου ὁδόν. ἐὰν θέλῃς νὰ κληρονομήσῃς, κληρονόμησε τὴν ἰδικήν μου κληρονομίαν. ἐὰν θέλῃς νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν πατρίδα, ἔμπα εἰς τὴν πόλιν τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶμαι ἐγώ. ἐὰν θέλῃς νὰ κτίσῃς οἰκίαν, ἔλα εἰς τὰς ἰδικάς μου σκηνάς. Διότι ἐγὼ δι᾿ ὅσα δίδω δὲν ζητῶ ἀμοιβήν, ἀλλὰ ἐὰν θελήσῃς νὰ χρησιμοποιήσῃς ὅλα τὰ ἰδικά μου, διὰ τὴν πρᾶξιν σου αὐτὴν θὰ σοῦ ὀφείλω ἐπιπλέον καὶ ἀμοιβήν. Τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ ἰσάξιον πρὸς αὐτὴν τὴν γενναιοδωρίαν; Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τί τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ᾖλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις; Διατὶ ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾷ; Διατὶ κοπιάζεις διὰ τὸν κόσμο; Διατὶ ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ καταπονῆσαι εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Διατὶ λαναρίζεις τὴν φωτιά; Διατὶ πυγμαχεῖς εἰς τὸν ἀέρα; Διατὶ τρέχεις ἄδικα; Κάθε τέχνη δὲν ἔχει καὶ ἕνα σκοπόν; Εἰς τὸν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερόν. Δεῖξε μου καὶ σὺ τὸν σκοπὸν τῆς σπουδῆς εἰς τὴν ζωήν.»

Αναγκαιότερη από όλες τις αρετές (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου)

Δεν υπάρχει άλλη αρετή υψηλότερη και αναγκαιότερη από την ιερή Προσευχή. Και είναι υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές, διότι ενώ εκείνες, π.χ. το να νηστεύουμε, ν’ αγρυπνούμε, να κοιμόμαστε χάμω, να δινόμαστε στην ασκητική ζωή, να παρθενεύουμε, να κάνουμε ελεημοσύνες, και όλα τ’ άλλα καλά έργα που αποτελούν τη χρυσή γενιά, τον εναρμόνιο χορό και την ουρανόπλεχτη σειρά των θεοειδών αρετών, παρόλο ότι είναι θεϊκά γνωρίσματα, αναφαίρετο κτήμα και αθάνατο στόλισμα της κάθε ψυχής, ωστόσο δεν ενώνουν τον άνθρωπο με το Θεό. Όλ’ αυτά τον προετοιμάζουν και τον προωθούν γι’ αυτή την ένωση, μα δεν τον ενώνουν με το Θεό. Αυτό το κατορθώνει μονάχα η ιερή Προσευχή μόνο αυτή ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό, και το Θεό με τον άνθρωπο, κάνοντας τους δύο ένα πνεύμα· γιατί με την προσευχή γίνεται μια ένωση άμεση κ’ ένα σφιχτό δέσιμο του Κτί­στου με τα λογικά κτίσματα. Αυτό βροντοφωνάζει και ο μέγας εκείνος διδάσκαλος και πολύπειρος εργάτης της ιεράς προσευχής, ο μεγάλος ποιμήν και ιεράρχης της Θεσσαλονίκης και όλης της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η επικοινωνία που αποκτούμε διά των αρετών, κάνει τους ενάρετους ικανούς, λόγω της ομοιότητας, και τους προετοιμάζει να υποδεχτούν το Θεό, άλλα δεν τους ενώνει μαζί Του· η δύναμη της προσευχής όμως είν’ εκείνη που ιερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση του άνθρωπου προς τον Θεό και την ένωση μ’ Εκείνον, γιατί είναι ο σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη τους» (Λόγος περί Προσευχής, κεφ. α’).
Και από τούτη την ένωση του άνθρωπου με τον Θεό, την οποία κατορθώνει η ιερή Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ή μάλλον πόσες πηγές χαρισμάτων δεν πλημμυρίζουν τον άνθρωπο που είναι ενωμένος με τον Θεό; Από αυτή την ένωση αποκτούμε τη δύναμη να διακρίνουμε την αλήθεια απ’ το ψέμα· να βλέπουμε στο βάθος τα κρυμμένα μυστήρια της φύσεως· να προβλέπουμε και να προγινώσκουμε τα όσα θα συμβούν στο μέλλον ν’ αποχτούμε τη θεία έλλαμψη, δηλαδή εκείνο που ονομάζουν ενυπόστατο φωτισμό στην καρδιά. Έρχεται ο εξαίσιος έρως προς τον Θεό, που οδηγεί σ’ έκσταση όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας στην αρπαγή μας άνω, προς τον Κύριο· εκεί όπου υπάρχει η αποκάλυψη των αλάλητων μυστηρίων του Θεού. Μ’ ένα λόγο, «από την ένωση αυτή γεννιέται η πολυθρύλητη θέωση του ανθρώπου, που όλοι την ζητούν και την ποθούν, αλλά ελάχιστοι και πολύ σπάνια την απολαμβάνουν -«μόλις ένας από κάθε γενιά», κατά τον άγιο Ισαάκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «είναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο και δυσκολοαπόκτητο», κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεσ­σαλονίκης (Λόγος εις τον άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην). Αυτή η θέωση είναι το έσχατο τέλος και ο σκοπός για τον οποίο ζούμε, ο πρώτος και πιο υψηλός απ’ όλους τους σκοπούς που έβαλε ο Θεός, για τον όποιο υπάρχει από την αρχή των αιώνων έως τη συντέλεια, ο προαιώνιος Προορισμός και η Πρόγνωση, η έγχρονη δημιουργία της Κτίσεως, η δόση του φυσικού και του γραπτού Νόμου, η χάρη της Προφητείας, η ένσαρκος οικονομία του Λόγου του Θεού, η επιδημία του αγίου Πνεύματος.

Περί της πνευματικής τελειότητας (Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου)

Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από μας κερδίζει τη σωτηρία· με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τούς δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός, αν ο Κύριος δεν οικοδομήσει το σπίτι, η δε φυλάξει την πόλη, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες και μάταια κοπιάζουν οι οικοδόμοι.

2. Ερώτηση: Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, στο οποίο προτρέπει και καλεί ο Απόστολος τον καθένα να φτάσει;
 
Απόκριση: Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής. Αυτό είναι ο καθαρισμός και αγιασμός της καρδιάς πού γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση. Γιατί λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό», και: «Να γίνεστε και σεις τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατέρας σας». Και ο Δαβίδ λέει: «Είθε να γίνει η καρδιά μου άμεμπτη στην τήρηση των εντολών Σου, για να μην ντροπιαστώ», και πάλι: «Τότε μόνο δεν θα ντροπιαστώ, όταν εκπληρώνω όλες τις εντολές Σου». Επίσης σ΄ εκείνον πού ερωτά: «Ποιος είναι άξιος να ανέβει στο όρος του Κυρίου και να σταθεί στον άγιο τόπο Του;» αποκρίνεται: «Αυτός πού έχει αθώα χέρια και καθαρή καρδιά». Με τα λόγια αυτά υποδηλώνει την τέλεια αναίρεση της αμαρτίας πού επιτελείται με την πράξη και με τη διάνοια.

3. Το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζοντας ότι τα αφανή και κρυφά πάθη δύσκολα φεύγουν και είναι σαν ριζωμένα βαθιά στην ψυχή, μας δείχνει μέσω του Δαβίδ, με τι τρόπο να επιχειρούμε την κάθαρσή τους. Λέει αυτός δηλαδή: «Καθάρισέ με από τα κρυμμένα πάθη μου». Έτσι φανερώνει ότι θα το πετύχομε αυτό με πολλή δέηση και πίστη και με ολοκληρωτική στροφή προς το Θεό, μαζί με τη συνέργια του Πνεύματος. Παράλληλα, με το να αντιστεκόμαστε και εμείς στα πάθη και να φυλάγομε με κάθε τρόπο την καρδιά μας.

Λόγος περί πίστεως (Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου)

Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.
Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος». Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.
Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων. Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα). Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του. Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Αρχιμ. ΔημήτριοςΤζιαφάς Η θέωση ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου (4ο Μέρος)

Πλείστα όσα τα αγιογραφικά παραδείγματα μετανοίας, όπως ο προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ, ο βασιλεύς Μανασσής και οι Νινευϊτες στα παλαιοδιαθηκικά κείμενα και ο απόστολος Πέτρος, η αμαρτωλή πόρνη γυναίκα, ο συσταυρωθείς ληστής, ο αρχιτελώνης Ζακχαίος στα καινοδιαθηκικά. Γεμάτα είναι τα ιερά ευαγγέλια και με συγκινητικές προτροπές του ιδίου του Κυρίου για μετάνοια από την αρχή της επίγειας δράσης Του μέχρι της Αναλήψεως Του «Μετανοείτε». Αλλά και οι πατέρες της εκκλησίας, αρχαίοι και μεταγενέστεροι, στα προφητικά τους κηρύγματα και στα θεοφώτιστα συγγράμματά τους κάνουν λόγο για την θεόσδοτη και θεόπνευστη εντολή της μετανοίας, η οποία πρέπει να αποτελεί μία συνεχή ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που ποθεί την ένωση με το Θεό. Ο μετανοών βγαίνει από τα ασφυκτικά όρια του εγωισμού, φωτίζεται και παραδίδεται στον απέραντο χώρο της αγάπης του Θεού, αναγεννάται ηθικά και πνευματικά, ανακτά τη Θεία Χάρη. Είναι όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «μία επάνοδος δι’ ασκήσεως και πόνων προς τον Θεόν» και όπως αναφέρει ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος είναι «μία ατέλεστος τελειότης των τελείων» που αρμόζει «πάσιν, αμαρτωλοίς και δικαίοις πάντοτε τοις βουλομένοις σωτηρίαν τυχείν».
icones2
Πηγή:www.crestinortodox.ro
Με αυτές λοιπόν τις προϋποθέσεις, την ταπείνωση, την άσκηση, την αρετή, την προσευχή και τη μυστηριακή ζωή ο αγωνιζόμενος άνθρωπος λαμβάνει τις πρώτες εμπειρίες της θείας χάριτος και της θεώσεως, οι οποίες είναι ανάλογες με το επίπεδο καθάρσεως του καθενός. Όσο περισσότερο καθαρισθεί ο άνθρωπος από τα πάθη, τόσο ανώτερη εμπειρία λαμβάνει για να φθάσει στη θέα του Θεού κατά τον λόγο του Κυρίου «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Σταδιακά προχωρεί στα ανώτερα στάδια όπως είναι ο θείος φωτισμός, με τον οποίο φωτίζεται ο νούς και προσεγγίζει διαφορετικά τα πράγματα, τον κόσμο, τους ανθρώπους. Από τα δάκρυα της μετανοίας, περνά στα δάκρυα της αγάπης για τον Θεό και της βεβαιότητας για τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Αποκτά ο άνθρωπος μια απάθεια έξω από διαβλητά πάθη και εφάμαρτες αδυναμίες και παραμένει ειρηνικός και ατάραχος σε κάθε εξωτερική προσβολή και πρόκληση, απαλλαγμένος από υπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικά πάθη.
Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο της θεώσεως, το καλούμενο «θεωρία», κατά το οποίο ο άνθρωπος καθαρισμένος πλέον από πάθη φωτίζεται από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, ελλάμπεται και θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία του Θεού σημαίνει θέα του Θεού, σημαίνει θέωση. Το δε επόμενο στάδιο είναι η θέα του ακτίστου φωτός του Θεού, το οποίο μόνο ελάχιστοι και πολλοί προχωρημένοι στα στάδια της θεώσεως δύνανται να αντικρύσουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος καθώς προσευχόταν, λουζώταν αυτός και το κελλί του από το άκτιστο φως της θείας χάριτος καθώς και η πλειάδα των Νεομαρτύρων της πίστεως μας, οι οποίοι, όπως αναφέρει ο ιερός συναξαριστής, μετά τα φρικτά βασανιστήρια, τα άψυχα πλέον σώματα τους περιλούζονταν από θείο και αϋλο φως. Αυτή η χάρις του ακτίστου φωτός πηγάζει από τον Θεάνθρωπο Χριστό, εκχύνεται στην Παναγία Παρθένο και στους Αγίους και έρχεται και σε εμάς τους ταπεινούς με την ένωση μας με τον Θεό.

Για τη θεολογία των ιστορικών γεγονότων του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ


Προχωρώντας στη δημοσίευση της μελέτης του κ. Δ. Αβδελά, για τον τρόπο κατανόησης της θεολογίας του π. Γ. Φλωρόφσκυ από τη σύγχρονη θεολογία (προηγούμενη ανάρτηση: http://www.pemptousia.gr/?p=65988), παρουσιάζουμε τώρα τη θεολογική μέθοδο πρόσληψης του ιστορικού χρόνου στη σκέψη του αειμνήστου πατρός και τις συναφείς συζητήσεις που ανέκυψαν σχετικά με αυτήν. 
Πηγή:http://orthodoxhistory.org/
Πηγή:http://orthodoxhistory.org/
γ) Η θεολογία των ιστορικών γεγονότων.
Η έννοια του χρόνου είναι μια sine qua non διάσταση για την ορθή κατανόηση της φλωροφσκικού έργου. Για τον ρώσο θεολόγο ο χριστιανισμός είναι θρησκεία ιστορικών γεγονότων-μαρτυριών της αλήθειας[1] και υπό αυτή την έννοια είναι «η μόνη αληθινή θεολογία»[2]. Η ιστορική αυτή κατανόηση του χριστιανισμού, για τον Φλωρόφσκυ, έχει την αφετηρία της στην ερμηνεία του χαλκηδόνιου δόγματος και εδράζεται στην οικονομική συγκατάβαση του Λόγου μέσα στην έμπονη ανθρωπότητα. Ο D. Lattier παραπέμποντας στον R. Williams θεωρεί ότι στο άρθρο του Φλωρόφσκυ «Η δύσκολη θέση του χριστιανού ιστορικού» αντικατοπτρίζεται πλήρως η συστηματική έκθεση της νεοπατερικής σύνθεσης και κατ’ επέκταση της θεολογίας του[3].  Πράγματι, στο συγκεκριμένο κείμενο ο Φλωρόφσκυ υποστηρίζει ότι τα χριστολογικά γεγονότα είναι κατεξοχήν εσχατολογικά διότι: α) ολοκληρώνουν την απολύτρωση του ανθρώπινου γένους, β) εκπληρώνουν τη μεσσιανική προσδοκία του λαού του Θεού και γ) πληρώνουν τον χρόνο και προσδίδουν μια νέα νοηματοδότηση στη ζωή του ανθρώπου[4]. Η έγχρονη είσοδος του Θεού στην περιοχή του κτιστού  εγκαθιδρύει για τον Φλωρόφσκυ μια νέα ερμηνεία της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής έρχεται σε προσωπική επαφή με τα ιστορικά γεγονότα (υποκείμενα) αφού αυτά δεν θεωρούνται αντικειμενικές πηγές[5]. Τα ιστορικά γεγονότα είναι σύμβολα που παραπέμπουν σε ολοκληρωμένα (εφάπαξ) περιστατικά με σωτηριολογικό νόημα[6], εφόσον αυτά συνέβησαν πραγματικά.
Ειδικότερα, ο ρώσος διανοούμενος επιμένει στο γεγονός χριστολογικής ερμηνείας του δόγματος, εφόσον το δόγμα για τον ίδιο είναι ένα και λαμβάνει χώρα στο χώρο του κτιστού, και υποστηρίζει εμφατικά ότι «[η] εκκλησία αναγνωρίζει και ανακηρύσσει τις δογματικές εκδηλώσεις ως γεγονότα της ιστορίας. Η θεανδρία είναι ένα τέτοιο γεγονός και όχι απλώς ένα αξίωμα πίστης»[7]. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δόγμα και χρόνος συμπορεύονται σε μια αγαστή πορεία και το γλωσσικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην εκάστοτε εποχή είναι όχι μόνο καρπός της εμπειρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος, αλλά και όρος απαράβατος.
Για την καλύτερη προσέγγιση της θεολογίας των γεγονότων του Φλωρόφσκυ, βασική προϋπόθεση είναι η διευκρίνιση του όρου εγκαινιασθείσα εσχατολογία. Ο οξυδερκής θεολόγος διακρίνει μεταξύ του συμβολισμού και της μοναδικότητας[8], διαχωρίζοντας έτσι πλήρως την ορθόδοξη θεολογία από οποιαδήποτε νεοπλατωνικά στοιχεία. Έτσι αν για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ειδικότερα για τον νεοπλατωνισμό, η οντολογική αρχή των υπαρκτών υποκειμένων βρίσκεται σε μια πρωτολογική κατάσταση[9] για τη χριστιανική φιλοσοφία η οντολογία συμπίπτει με το πρόσωπο του Χριστού[10]. Ο Χριστός εγκαινιάζει τα έσχατα μέσα στην ιστορία (εγκαινιασθείσα εσχατολογία[11]) και προσδίδει νόημα σε αυτήν. Νόημα καθοριστικό που ανοίγεται στον ορίζοντα της εσχατολογικής τελείωσης και οπωσδήποτε όχι του συντελεσμένου χρόνου στο παρόν[12].

Η διαχρονικότητα του δόγματος κατά τον π. Γ. Φλωρόφσκυ


3 Μαΐου 2014
Συνεχίζοντας τη δημοσίευση των αποσπασμάτων της μελέτης του κ. Δ. Αβδελά, για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίσθηκε η θεολογία του π. Γ. Φλωρόφσκυ από τη σύγχρονη θεολογία (προηγούμενη ανάρτηση: www.pemptousia.gr/?p=67474), προχωρούμε σήμερα στη διαχρονική θεώρηση του δόγματος από τη σκέψη του αειμνήστου πατρός. 
Αφού λοιπόν έθεσα τις προϋποθέσεις της χριστιανικής φιλοσοφίας του Φλωρόφσκυ, στη συνέχεια θα αναλύσω τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος αρνείται τη σχετικιστική προσέγγιση στο δόγμα και στην ορθόδοξη παράδοση γενικότερα και υπερθεματίζει στη χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας ως σταθερής αξίας του ορθόδοξου δόγματος και όχι ως ουσιοκρατικής απόκλισης με ιδιότυπο μυστικισμό, όπως επιπόλαια χαρακτήρισε τον όρο χριστιανικός ελληνισμός ο Π. Καλαϊτζίδης.
 gf1
Β. Η διαχρονικότητα των δογματικών ορισμών και  η  πανχρονικότητα της ορθόδοξης παράδοσης κατά τον π. Γ. Φλωρόφσκυ.
α) Οι δογματικοί ορισμοί ως ολοκληρωμένα γεγονότα συνέργειας κτιστού και ακτίστου.
Θα πρέπει εξαρχής να σημειώσω, χωρίς να θέλω να φανώ κουραστικός στον αναγνώστη, ότι όταν ερμηνεύουμε τη θεολογία του Φλωρόφσκυ δεν πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη διδασκαλία που ξεχωρίζει από το παραδοσιακό πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας, επειδή προέρχεται από το πρόσωπο του μεγάλου αυτού θεολόγου. Αντίθετα, η φλωροφσκική θεολογία ενυποστασιάζεται συνεχώς στην ορθόδοξη πατερικότητα και αυτήν έχει ως μέτρο έκφρασης και σταθερότητας. Και ακριβώς επειδή ο ρώσος διανοούμενος μίλησε επισταμένα για την ανάγκη αυτής της πατερικής ενυποστασίας στη σύγχρονη θεολογία, ο ίδιος πρωτίστως φρόντισε να είναι ακόλουθος όχι μόνο του γράμματος αλλά και του πνεύματος των πατέρων.
Οι δογματικές προϋποθέσεις του Φλωρόφσκυ είναι οι προϋποθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας και με αυτές ως δογματική πυξίδα εποικοδομεί το έργο του. Οι θεμελιώδεις διακρίσεις του κτιστού και ακτίστου καθώς και η ενεργειακή (και όχι η ουσιαστική το τονίζω) μετοχή του πρώτου στο χώρο του δεύτερου είναι εκείνες που συντροφεύουν τη σκέψη του παραδοσιακού αυτού θεολόγου.
Ο χριστιανικός ελληνισμός του Φλωρόφσκυ ταυτίζεται όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος της μελέτης με το νέο επιστητό της χριστιανικής φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση με τη δογματική διδασκαλία των πατέρων της εκκλησίας. Οι γλωσσικές κορυφώσεις της ελληνικής φιλοσοφίας εμβαπτίζονται στην πηγή της αποκεκαλυμμένης αλήθειας και εξέρχονται πλέον με ανακαινισμένη μορφή για να εκφράσουν μια νέα εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Η διαλογική και ταυτόχρονα προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό προβάλλει, τηρουμένων των αναλογιών, την ενεργειακή σχέση του Έλληνος λόγου με τον Λόγο του ευαγγελίου, με αποτέλεσμα οι ελληνικές λέξεις να μεταμορφώνονται και να γίνονται διαχρονικές εκφράσεις της σχέσης κτιστού και ακτίστου[1].
Το κτιστό συνεργάζεται με το άκτιστο μετέχοντας γλωσσικά και αλλοιώνεται αγιοπνευματικά για να εκφράσει την νέα αποκεκαλυμμένη πραγματικότητα· η μεταβολή αυτή οπωσδήποτε δεν είναι παρά φύση και δεν σημαίνει ουσιαστική είσοδο του κτιστού στο χώρο του ακτίστου[2], πόσο μάλλον δε μετουσίωση με τη σχολαστική έννοια του όρου.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Διάλογος Ορθοδόξων & Καθολικών: βήματα ένωσης ή κίνδυνος έκπτωσης στο σύνηθες;


17 Ιουνίου 2014
Ζούμε τις τελευταίες μέρες έναν οργασμό διαχριστιανικών επαφών ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς. Μια έντονη κινητικότητα στην οποία κάποιοι ίστανται με θεμιτή ή όχι αισιοδοξία και φιλενωτική διάθεση, άλλοι με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα, έτεροι δε με ανησυχία, απολογητική επιθετικότητα και μία εν γένει αρνητικότητα, η οποία συνήθως αγγίζει τα όρια του φονταμενταλισμού. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται σε καμιά εκ των παραπάνω τάσεων, όσο στην πραγματική διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης.
papatriar2
Αν θα μπορούσαμε να δούμε εκπροσωπούμενες τις δύο ενάντιες τάσεις μέσα από επισκοπικές φωνές, θα βρίσκαμε αφενός στην αποσταλείσα στον Πάπα Ρώμης «επιστολιμαία διατριβή» κατά του καθολικισμού υπό των επισκόπων Κονίτσης και Πειραιώς τη «σκληρή και αυστηρή» γραμμή και αφετέρου στην πρόσφατη εγκύκλιο του Μεσογαίας τη διαλλακτικότερη και συνθετική τάση, η οποία ωστόσο αναλυόμενη δεν απέχει της εκπεμπόμενης ουσίας από την πρώτη επιστολή. Εν ολίγοις η στάση της ορθόδοξης συνείδησης έναντι των ρωμαιοκαθολικών, όπως αντικατοπτρίζεται στις εν λόγω επισκοπικές επίσημες ανακοινώσεις, είναι εν γένει αμυντική και πόρρω απέχουσα της οιασδήποτε υπεραισιόδοξης φιλενωτικής προοπτικής.
Και όλο τούτο, διότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους, για έτερες νοοτροπίες, για ξέχωρες και απομακρυσμένες στο διάβα των αιώνων ιστορικοπολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα ανθρώπινα παράγωγα των θρησκευτικών αυτών μεγεθών, αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού, του οποίου διατείνονται πως είναι φορείς τόσο πνευματικοί, όσο και ιστορικοί οι προκείμενες κοινότητες πιστών. Και η βαθύτερη τούτη ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η εν Χριστώ αγαπητική κοινωνία, πάνω στην πέτρα της Τριαδικής πίστεως και στο βίωμα της Χάρης της Πεντηκοστής.

Η έννοια του κάλλους στον Πλάτωνα


4 Ιουλίου 2014
Ενδιαφέρον είναι ότι ο Πλάτων μιλάει αλλού και για αμήχανον κάλλος της ψυχής(Μάρκος 2000,6). Η ψυχή δηλαδή έχει αντλήσει μια άρρητη και κρύφια περιουσία από τη θέα της ιδέας του αγαθού, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα  να διακοσμεί, να δημιουργεί «κόσμο», «αρμονία», «ευταξία»,  «ωραιότητα», «κάλλος» (Μάρκος ό.π.α.,5). Το κάλλος καλεί προς τον εαυτό του και γοητεύει, είναι δε το μοναδικό  των όντων του νοητού πεδίου, που είναι ορατό στον αισθητό κόσμο μέσω των φυσικών οφθαλμών (Μαρκοπούλου 2012,74 κ.εξ.).
Πηγή: http://epanosifi.blogspot.gr/
Πηγή: http://epanosifi.blogspot.gr/
Το νοητό κάλλος γεννά στην ψυχή τον έρωτα της θεωρίας, όχι πλέον του ενός μόνον ωραίου σώματος, αλλά του κάλλους εν γένει. Το κάλλος αυτό, ενώ εμφανίζεται το ίδιο σε όλα τα σώματα, είναι όμως κάτι διαφορετικό, προέρχεται από κάπου αλλού. Ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται το ορατό αισθητό  κάλλος του σώματος, αλλά το αόρατο ψυχικό. Η  ψυχή μέσω της θεωρίας αυτού του κάλλους (εδώ έχουμε και την πλωτινική άποψη), μετουσιώνεται σε μουσική-ερωτική ψυχή (ό.π.α.,77). Καλοποιεί η ψυχή τον εαυτό της(ό.π.α., 80), γίνεται θεωρός του κάλλους των ηθών και το αναζητεί όχι στα σώματα πλέον, αλλά στον ηθικό βίο και, το κυριότερο, δεν μένει θεωρός, αλλά γίνεται δημιουργός του κάλλους, γεννά τους καλούς λόγους μέσα της (ό.π.α.). Η ψυχή το ερωτεύεται, επειδή αναγνωρίζει σ’ αυτό το ίχνος, την εικόνα του νοητού κάλλους της ιδέας, από την οποία προέρχεται. Το νοητό κάλλος εγκαθιδρύεται  μάλιστα στην άμορφη ύλη μέσω της ψυχής.
O Πλάτων ανάγει και υποτάσσει την κάλλος στην καλοσύνη,  όπως ο Σωκράτης ανήγαγε το κάλλος στην αρετή. Ο ίδιος λέγει ότι το κάλλος  προβάλλει με το φως του πρώτο ανάμεσα στις ιδέες, αυτό θαμπώνει και μεθάει την ψυχή. Τότε η  ψυχή θεωρεί τις καθαρές ιδέες και συλλαμβάνει το κάλλος μέσα στον αισθητό κόσμο (Θεοδωρακόπουλος ό.π.α.,398). Η ιδέα  του κάλλους, απαλλαγμένη από κάθε τι υλικό και απτό, είναι ασώματη και άχρωμη και επουδενί δεν συγκρίνεται με το πιο τέλειο στην ομορφιά αισθητό. Ανώτερο του κάλλους  του σώματος είναι το κάλλος της ψυχής. Και η αρετή είναι κάλλος και αρμονία. Η δε ιδέα  του κάλλους περικλείεται από το αγαθό, ήτοι το ηθικώς τέλειο, αυτό διαθέτει το αμήχανον κάλλος.

Αμήχανον & άκτιστον κάλλος:Η ομορφιά στον Πλατωνισμό και Νεοπλατωνισμό


16 Ιουλίου 2014
Η καθαρή ιδέα του κάλλους δεν είναι φαινόμενο (όμορφο πλάσμα, αντικείμενο, δημιούργημα), όπως όλα, όσα μετέχουν σε αυτή, αλλά είναι ουσία. Από τη θέα των καθ έκαστον προχωράς  στην συνόραση της ομορφιάς, την κοινή σε όλα τα όμορφα σώματα. Προχωράς στην ομορφιά έργων και επιστημών και βεβαιώνεσαι για την ομορφιά της ψυχής. Αλλά πάλι έχεις φαινόμενα ομορφιάς, όχι την ίδια. Ωστόσο αυτή η θέα των φαινομένων είναι θέα εσωτερική, κάλλος πνευματικό, αλλά όχι το κάλλος αυτό καθαυτό. Το καθαυτό κάλλος είναι στην απολυτότητά του θείο και το θεάζεται η ψυχή με άλλο τρόπο, γιατί δεν παρουσιάζεται με συγκεκριμένη μορφή.
omplneopl1
Είναι μια ομορφιά, που είναι θεατή με το νου (ό.π.α.413), ο οποίος είναι συγγενής με το θείο, με την ιδέα του κάλλους. Η θέα είναι εδώ άμεση, δεν μεσολαβεί τίποτα μεταξύ νου και κάλλους. Έχει μυστηριακό χαρακτήρα και κατ΄ ουσίαν δεν είναι θέα, αλλά απόλυτη γνώση του απολύτου κάλλους. Αλλά εκείνο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ο τρόπος της θέασης. Το κάλλος γίνεται αντιληπτό με την «καθαρή» όραση, σε ατελή πάντως μορφή. Μπορεί να μη βλέπει κανείς την φρόνηση, αλλά ο οφθαλμός βλέπει το κάλλος . Όμως και αυτή η «πολυτελέστατη» δύναμη του οράν  και οράσθαι, η όραση, έχει μιαν αδυναμία, χρειάζεται το φως.
Το κάλλος είναι προϊόν θείας μανίας, όχι ικανότητας. Αιτία, στον Πλάτωνα, αυτού του κάλλους είναι συνεπώς ο Θεός. Ο καλλιτέχνης πρέπει να περάσει την ανθρώπινη γνώση και σπουδή για να δημιουργήσει κάτι που αγγίζει την αιωνιότητα, δηλαδή πρέπει να ενωθεί με τον Θεό, να ενθουσιασθεί (ό.π.α.,420). Γι΄ αυτό ο Πλάτων συνδυάζει την τέχνη με την θρησκεία. Εδώ λανθάνει η πεποίθηση ότι υπάρχει θεϊκή τάξη και αρμονία στον κόσμο. Η μεταφυσική αυτή αντίληψη θα διαποτίσει την τέχνη. Το έργο τέχνης πρέπει να εκφράζει το απόλυτο νόημα της ζωής, οπόταν η τέχνη συναρτάται με την μεταφυσική συνείδηση του δημιουργού (ό.π.α.).

Ο Σταυρός ως μέσον αγιασμού και μεταμόρφωσης του κόσμου


13 Σεπτεμβρίου 2012
Διά του σταυρού ο Χριστός αγίασε το σώμα του —κρίκο σύνδεσης με τον κόσμο. Απέκρουσε τους πειρασμούς που του έστελνε ο κόσμος, να γευθεί δηλαδή τις ηδονές, ικανοποιώντας υπέρμετρα τις ανάγκες του ή αποφεύγοντας τον πόνο και το θάνατο. Αν, κατά τον ίδιο τρόπο, απωθήσουμε τους πειρασμούς της αμαρτίας και υπομείνουμε καρτερικά τις οδύνες του θανάτου, η αγιότητα μπορεί να απλωθεί από το σώμα Του σε όλα τα σώματα και σε όλο τον κόσμο.
Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν λέει πως διά του σταυρού ο Χριστός εξήλθε της δημιουργίας, αλλά πως την αποκατέστησε σε παράδεισο- παράδεισο αρετής γι’ αυτούς που, από αγάπη σ’ Εκείνον, αποδέχονται το σταυρό Του. Συνεπώς ο σταυρός είναι η δύναμη του Χριστού, που, αν την προσλάβουμε, μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο στον παράδεισο. Γι’ αυτό το σκοπό ο Χριστός μένει μαζί μας έως της συντέλειας των αιώνων. Χωρίς αμφιβολία, ο πλήρης παράδεισος θα πραγματωθεί μόνο μετά την παγκόσμια ανάσταση.
Η δημιουργία μεταβλήθηκε σε πεδίο μάχης ανάμεσα στους ανθρώπους, εξαιτίας της απληστίας και των εγωιστικών παθών γενικά. Μπορεί όμως να αποκατασταθεί στην παραδεισιακή κατάσταση διά του σταυρού. Η ορθόδοξη Εκκλησία στη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, ψάλλει: «Εν Παραδείσω με το πριν ξύλον εγύμνωσεν, ούπερ τη γεύσει ο εχθρός εισφέρει νέκρωσιν· του Σταυρού δε το ξύλον, της ζωής το ένδυμα ανθρώποις φέρον, επάγη επί της γης και κόσμος όλος επλήσθη πάσης χαράς» (Κάθισμα εορτής). Δι’ αυτού ο παράδεισος ανοίχτηκε ξανά, γιατί η «στρεφόμενη ρομφαία» (Γεν. 3,24), που εμπόδιζε την είσοδο σ’ αυτόν, εξαιτίας της ανθρώπινης απληστίας, δεν μπορούσε πια να τον κρατήσει κλειστό. Γιατί τώρα ο Χριστός εισήλθε στον παράδεισο, αφού τον άνοιξε, φέρνοντας ως ένας άνθρωπος το ξύλο του σταυρού, διά του οποίου κατανίκησε την απληστία και προτίμησε την απάρνηση του εαυτού Του. Και θα εισέλθουν στον Παράδεισο όλοι όσοι θα πράξουν το ίδιο.

Λόγος στήν Παγκόσμιο Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού


14 Σεπτεμβρίου 2012
 Ἑορτάζουμε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καταφωτίζεται. Ἑορτάζουμε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλη ἡ οἰκουμένη φωταγωγεῖται καί γεμίζει μέ ἀκτίνες θεϊκῆς χαρᾶς. Ἑορτάζουμε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου τό σκοτάδι (τῆς ἁμαρτίας) διώχθηκε, καί ἦλθε τό φῶς (τῆς ἀρετῆς). Ἑορτάζουμε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὑψούμεθα πνευματικά μαζί μέ τόν Σταυρωθέντα Σωτήρα μας, ἀφήνοντας κάτω τή γῆ μέ τήν ἁμαρτία, γιά νά κερδίσουμε τά ἄνω ἀγαθά.

Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ὑψώνει μαζί του τήν ἀνθρωπότητα, πού λόγω τῆς ἁμαρτίας της, ἦταν πεσμένη κάτω. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ταπεινώνει τήν αὐθάδη ἔπαρση τῶν δαιμόνων. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ἡ ἐναντία δύναμη τοῦ πονηροῦ ὑποχωρεῖ καί ταπεινώνεται. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί συναθροίζεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκ­κλησίας. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί οἱ πόλεις ἑορτάζουν πανηγυρικά· οἱ δέ λαοί προσφέρουν χαρούμενοι τίς ἀναίμακτες θυσίες στόν Θεό. Διότι καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὑπόθεση μεγάλης χαρᾶς, καί ἀποδίωξη τῆς λύπης.
Ἀλλά καί τό νά βλέπει κανείς τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι! Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τό Σταυρό, γεμίζει ἀνδρεία καί διώχνει τή δειλία. Τόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ὁ Σταυρός! Καί αὐτός πού τόν κάνει κτῆμα του, θά ἔχει ἀποκτήσει ἕνα θησαυρό. Ἴσως νά νομίζετε ὅτι ὀνομάζω θησαυρό τό χρυσό, ἤ τά μαργαριτάρια, τούς βαρύτιμους ἰνδικούς λίθους, γιά τά ὁποῖα χαίρουν οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι, ἀσχολούμενοι μέ τά μικρά καί ἀνάξια λόγου πράγματα. Ἐγώ ὅμως ὀνομάζω θησαυρό –καί δίκαια– ἐκεῖνο τό ὡραιό­τατο καί πολύτιμο πράγμα καί ὄνομα ἐπάνω στό ὁποῖο καί μέ τό ὁποῖο ἐπιτεύχθηκε ὅλη ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Γιατί τά λέγω αὐτά; Ἐάν δέν ὑπῆρχε Σταυρός, δέν θά συντριβόταν ὁ θάνατος, δέν θά γυμνωνόταν ὁ ἅδης, δέν θά νεκρωνόταν τό πονηρό φίδι, ὁ διάβολος. Γι᾽ αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί τίμιο πράγμα ὁ Σταυρός. Μεγάλο, διότι πάρα πολλά ἀγαθά καί εὐεργεσίες ἔγιναν δι᾽ αὐτοῦ. Τόσο πολλά, καθόσο καί τά θαύματα καί τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ ὑπερνικοῦν κάθε δύναμη λόγου καί ἔκφρασης. Εἶναι τίμιο, ἐπίσης, διότι ὁ Σταυρός σημαίνει θεῖο Πάθος καί τρόπαιο. Πάθος, λόγω τοῦ ὅτι ὁ ἀπαθής Χριστός, ἑκούσια ὑπέστη σταυρικό θάνατο· τρόπαιο δέ, διότι ὁ διάβολος τραυματίσθηκε διά τοῦ Σταυροῦ, καί μαζί του νικήθηκε καί ὁ θάνατος. Συνετρίβησαν ἐπίσης οἱ πύλες τοῦ ἅδη, καί τέλος, ὁ Σταυρός ἔγινε γιά ὅλο τόν κόσμο κοινή σωτηρία.

Στην Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. (Λόγος Α΄)


17 Σεπτεμβρίου 2012
α΄. Εορτάζομε την πανήγυρι του Σταυρού, και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας καταφωτίζεται. Εορτάζομε την πανήγυρι του Σταυρού, και όλη η οικουμένη φωταγωγείται και γεμίζει με ακτίνες θεϊκής χαράς. Εορτάζομε την πανηγύρι του Σταυρού, διά του οποίου το σκοτάδι (της αμαρτίας) εδιώχθη, και ήλθε το φως (της αρετής). Εορτάζομε την πανηγύρι του Σταυρού, και υψούμεθα πνευματικώς μαζί με τον Σταυρωθέντα Σωτήρα μας, αφήνοντας κάτω την γη με την αμαρτία, δια να κερδίσουμε τα άνω αγαθά. Υψώνεται ο Σταυρός, και υψώνει μαζί του την ανθρωπότητα, που, λόγω της αμαρτίας της, ήταν πεσμένη κάτω. Υψώνεται ο Σταυρός, και ταπεινώνει την αυθάδη έπαρση των δαιμόνων. Υψώνεται ο Σταυρός, και η εναντία δύναμις του πονηρού υποχωρεί και ταπεινώνεται. Υψώνεται ο Σταυρός, και συναθροίζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας. Υψώνεται ο Σταυρός, και αι πόλεις εορτάζουν πανηγυρικώς· οι δε λαοί προσφέρουν χαρούμενοι τας αναιμάκτους θυσίας εις τον Θεόν. Διότι και μόνη η μνήμη του Σταυρού είναι υπόθεση μεγάλης χαράς, και αποδίωξη της λύπης.
β΄. Αλλά και το να βλέπη κανείς τον τύπον του Σταυρού, πόσον μεγάλο πράγμα είναι! Διότι εκείνος πού βλέπει τον Σταυρόν, γεμίζει ανδρεία και διώχνει την δειλία. Τόσο μεγάλο πράγμα είναι ο Σταυρός! Και αυτός πού θα τον κάνει κτήμα του, θα έχει αποκτήσει ένα θησαυρό. Ίσως να νομίζετε ότι ονομάζω θησαυρό τον χρυσόν, ή τα μαργαριτάρια, ή τούς βαρύτιμους Ινδικούς λίθους, δια τα οποία χαίρουν οι σαρκικοί άνθρωποι, ασχολούμενοι με τα μικρά και ανάξια λόγου πράγματα. Εγώ όμως ονομάζω θησαυρό —και δικαίως— εκείνο το ωραιότατο και πολύτιμο πράγμα και όνομα, επάνω στο οποίο και διά του οποίου επετεύχθη όλη η υπόθεση της σωτηρίας μας. Διότι εάν δεν υπήρχε ο Σταυρός, ο Χριστός δεν θα εσταυρώνετο. Εάν δεν υπήρχε ο Σταυρός, ο Χριστός —η αληθινή ζωή— δεν θα εκαρφώνετο επάνω εις το Ξύλον αυτό· και εάν δεν εκαρφώνετο δεν θα ανέβλυζον από την Πλευράν οι βρύσες της αφθαρσίας «αίμα και ύδωρ», τα οποία εστάθησαν καθάρσια όλου του κόσμου. Δεν θα εσχίζετο το χειρόγραφο της αμαρτίας, δεν θα είχαμε την πνευματική ελευθερία μας· ούτε θα απελαμβάναμε το «ξύλον της ζωής»· ο Παράδεισος δεν θα ανοιγόταν· η «στρεφόμενη φλογίνη ρομφαία» δεν θα άφηνε ελεύθερη την είσοδο προς την Εδέμ· ούτε ο Ληστής θα εισερχόταν εις τον Παράδεισο.
γ΄. Διατί τα λέγω αυτά; Εάν δεν ήτο ο Σταυρός, δεν θα ήρχετο ο Χριστός επί της γης· και εάν ο Χριστός δεν ήρχετο, δεν θα υπήρχε η Παρθένος. Και εάν δεν υπήρχε η Παρθένος, ούτε Γέννησις Χριστού δευτέρα θα υφίστατο. Δεν θα συνανεστρέφετο ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους· δεν θα υπήρχε τόκος, ούτε φάτνη, ούτε σπάργανα, ούτε οκταήμερος περιτομή, ούτε υποταγή εις τους γονείς Του, ούτε αύξησις ηλικίας, ούτε αύξησις σώματος, ούτε φανέρωσις Αυτού, ούτε βάπτισμα, ούτε θαύματα, ούτε ο προδότης Ιούδας, ούτε η δίκη του Πιλάτου, ούτε το θράσος των Ιουδαίων που ζητούσαν επιμόνως να σταυρώσουν τον Αθώον.
Και εάν δεν υπήρχε Σταυρός, δεν θα συνετρίβετο ο θάνατος, δεν θα εγυμνούτο ο άδης, δεν θα ενεκρώνετο το πονηρό φίδι, ο διάβολος. Δι’ αυτό είναι πολύ μεγάλο και τίμιο πράγμα ο Σταυρός. Μεγάλο, διότι πάρα πολλά αγαθά και ευεργεσίαι έγιναν δι’ αυτού. Τόσο πολλά, καθ’ όσον και τα θαύματα και τα Πάθη του Χριστού υπερνικούν κάθε δύναμι λόγου και εκφράσεως. Είναι τίμιον επίσης, διότι ο Σταυρός σημαίνει: Θείον Πάθος και τρόπαιον. Πάθος, λόγω του ότι ο απαθής Χριστός, εκουσίως υπέστη σταυρικόν θάνατον, τρόπαιον δε, διότι ο διάβολος ετραυματίσθη δια του Σταυρού, και μαζί του ενικήθη και ο θάνατος. Συνετρίβησαν επίσης αι πύλαι του άδου, και τέλος, ο Σταυρός έγινε δι’ όλον τον κόσμον κοινή σωτηρία.
δ΄. Ο Σταυρός είναι ελπίς των Χριστιανών, σωτήρ των απεγνωσμένων, λιμάνι γι’ αυτούς που ευρίσκονται σε δύσκολες βιωτικές περιστάσεις, ιατρός για τους ασθενείς· απομακρύνει τα πάθη, δίδει την υγεία, δίδει την ζωή στους πνευματικά νεκρούς, καθοδηγεί προς την ευσέβεια, αποστομώνει την βλασφημία.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (9)



Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (Τελευταίο). 



Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)  
 

Ο Νίτσε δεν το παραδέχεται, αλλά το έργο του το διαλαλεί στους τέσσερις ανέμους. Διαψεύδει την λύση στην οποία αρπάζεται, αποκαλύπτει τα κενά: «Πρέπει να επιμείνω στο όνειρο μου εάν δεν θέλω να πεθάνω» : τρομακτική εξομολόγηση, καθότι ό,τι ονόμαζε μέχρι τότε διαλυμένο ερείπιο θα μπορούσε να είχε γίνει η σωτηρία του και εκείνη η προσκόλλησή του σ’ ένα αδύνατο όνειρο είναι αντιθέτως αυτό που θα τον οδηγήσει στην καταστροφή. Αυτός που χάρη στην απαίτηση ειλικρίνειας πλησιάζει τις πιο λεπτές ψυχές, κατέληξε να θρέψει ένα ύποπτο ενδιαφέρον για την ιδέα του «Ιερού ψέματος». Αυτός που με τόση λεπτότητα μυρίστηκε τις ασυνείδητες υποκρισίες και με τόση σκληρότητα τις καταδίκασε, έγινε στο τέλος, όχι ο άνθρωπος με την μάσκα, αλλά ο άνθρωπος της μάσκας, σχεδόν ο θεωρητικός τής ψευδαισθήσεως, την οποία χαΐδεψε και έθρεψε, ο θαυμαστής μίας υποκρισίας τής οποίας, κατά βάθος, γνωρίζει την φύση της πολύ καλά. 
Προσποιήθηκε ότι δημιούργησε αυτό που δεν μπορούσε να εμποδίσει την επιβολή του. (Αυτό το σημείο παρουσιάζεται με διαύγεια από την Λού Σαλομέ: ...αλλά το βάθος όλης της αναπαραστάσεως αποτελείται από την σκέψη πώς ο κόσμος είναι μία ψευδαίσθηση τού ανθρώπου, που την δημιουργεί ο ίδιος και πώς στην θεότητά του, δηλαδή στην ενότητα της ουσίας του με τον πλούτο της ζωής, γνωρίζει πώς εξαρτάται από αυτόν και από την δημιουργική θέληση…) Επέστρεψε λοιπόν μ’αυτόν τον τρόπο στον ψευδαισθησιασμό της πρώτης του περιόδου, όταν ήταν θαυμαστής τού Σοπενάουερ. [Αυτή είναι η κίνηση της Δύσεως που δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη. Που την υποδούλωσε στον Ινδουισμό. Τα αισθητήρια που μας δίνουν τα φαινόμενα, γεννούν την ψευδαίσθηση. Ο κόσμος των αισθητηρίων είναι μία ψευδαίσθηση. Και με την ψευδαίσθηση αυτή αποκήρυξαν την Ελληνική στάση απέναντι στα αισθητήρια, πού ήταν ότι τα φαινόμενα απατούν, ελέγχονται δεν καταργούνται καί νομιμοποίησαν την διαχείριση των πληροφοριών των αισθητηρίων από την φαντασία, κάτι που απαγόρευε η αρχαία φιλοσοφία, προκειμένου να καταλήγουν στον Νού]. Όπως και η Γέννηση της Τραγωδίας, ο Ζαρατούστρα είναι ένα έργο «Βαγκνεριανό». Αυτό το ποίημα με το οποίο θέλησε να κοροϊδέψει το Ευαγγέλιο, είναι παρόλες τις όμορφες στιγμές του, θεατρικό, σε απελπιστικό βαθμό. Γίνεται αισθητή μία δίψα για καθαρότητα και αυθεντικότητα, αλλά ταυτοχρόνως και κάτι φουσκωμένο και κάτι ψευδομεγαλοπρεπές που αποκαλύπτει την παραχάραξη. Και την ίδια στιγμή που λυπάται τον Πασκάλ σαν ένα θύμα του Χριστιανισμού, ο Νίτσε βρίσκεται πολύ κοντά να αποδειχθεί θύμα του αντιχριστιανικού ονείρου - τού ψεύδους του. Και η Λού Σαλομέ δεν είναι η μόνη που ταράζεται διαβάζοντας αυτές τις γραμμές από το «πέραν του καλού και του κακού». Και ποιος ξέρει πώς μέχρι σήμερα, σε όλα τα μεγάλα γεγονότα δεν επαληθεύθηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα: πώς το πλήθος λάτρευσε έναν Θεό-και πώς ο «Θεός αυτός δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ένα φτωχό θύμα προς θυσία» . 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (8)



Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)  
Είναι ο άνθρωπος της μνησικακίας μ’έναν τρόπο ακόμη πιο γενικό, «ήταν ο πιο αδύναμος από τους ανθρώπους». Και σ’αυτό ακριβώς το σημείο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιες ψυχολογικές παρατηρήσεις, αφήνοντας τον λόγο στον Henri-L. Mieville

Μπορούμε χωρίς να εκτεθούμε και τόσο πολύ, να αποδώσουμε έναν ρόλο αρκετά σημαντικό στην σκέψη του Νίτσε, στην υπόγεια δραστηριότητα προβληματικών αισθημάτων που δεν «λύθηκαν» ποτέ, για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα της ψυχαναλύσεως. Αυτά τα κόμπλεξ, επιβαρυμένα από την ασθένεια, ήταν συγκεκριμένα κόμπλεξ κατωτερότητος απέναντι στην ζωή. Την εποχή των σχέσεων του με τον Βάγκνερ αυτή η πιεστική φιλία με την πιο τυραννική ιδιοφυΐα, η συναισθηματική ήττα που τον καταδικάζει, ο ανομολόγητος και χωρίς ανταπόκριση έρωτας του για την Cosima, την γυναίκα του Βάγκνερ, ενίσχυσαν αυτές τις αρρωστημένες τάσεις. Σ’αυτό πρέπει να προσθέσουμε την μικρή επιτυχία της δραστηριότητός του σαν καθηγητού, στην Βασιλεία και αργότερα στην ταπείνωση που θα προκαλέσει η ολοκληρωτική αδιαφορία του κοινού στην έκδοση των βιβλίων του. Εξαιρουμένων λίγων φίλων του, κανένας δεν θα τον τιμήσει με την προσοχή του. Η ύπαρξη αυτών των συνδρόμων στο υποσυνείδητό του και η επίδραση τους στην σκέψη του, πιστοποιούνται από όλη την εξέλιξη του ποιητού τού Ζαρατούστρα και ιδιαιτέρως από την παθητική βία -συγκρατημένης κατ’αρχάς και στην συνέχεια ελεύθερης να ξεσπάσει- του υπερτονισμένου του ατομικισμού. Αλλά όσο η σκέψη μας συνεχίζει να καθορίζεται, είτε λιγότερο είτε περισσότερο, από υποψίες άμυνας από την επιθυμία συμπληρωματικών ικανοποιήσεων και από την εξέγερση ενάντια σε παλιές καταπιέσεις, δεν είναι ελεύθερη, ακόμη και αν η γλώσσα μας είναι η πιο αποστασιοποιημένη ή η πιο τολμηρή με την επαναστατική σημασία της. Ο δρόμος του είναι ήδη καθορισμένος από τις επιρροές εναντίον των οποίων αντιδρά. Και αυτές οι αναλύσεις συνδυάζονται τέλεια και με την κρίση που εξέφρασε ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. 
Απελπισμένος και τρελλός, για να αμυνθεί απέναντι στον εαυτό του καταράστηκε αυτό που αγαπούσε περισσότερο. Αδυνατώντας να γίνει Χριστός, εξύβρισε τον Χριστό. Και φουσκωμένος από τον εαυτό του θέλησε να γίνει άπειρος και ονειρεύτηκε την αιώνια επιστροφή, μικρόψυχος, στρατιωτάκος της αθανασίας. Και γεμάτος αυτολύπηση, εξοστράκισε κάθε καλωσύνη… Εκείνο είναι ένα δόγμα για αδύναμους ανθρώπους, όχι για δυνατούς που είναι πράγματι δυνατοί (Το τραγικό νόημα της ζωής). 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (7)




Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
«Δεν υπάρχει η ανάγκη κανενός για να ανασκευασθούν οι σκέψεις αυτού, του στοχαστού: ασχολείται μ’αυτό, αυτός ο ίδιος». Αυτός ο ίδιος, πράγματι, μας προειδοποιεί χωρίς να το θέλει, με χίλιους τρόπους, για τον ψευδαισθησιακό χαρακτήρα της εκστάσεως του. Φτωχέ Νίτσε. Φτωχέ μεγάλε άνθρωπε. Τόσο βαθειά ανθρώπινος, που αγαπούσε τόσο την καθαρότητα-θύμα όμως της ομίχλης των ψευδολογιών που επικρατούσαν γύρω του. Ποθούσε το καθολικό ΝΑΙ. Ήθελε να πειστεί πώς το είχε προφέρει επιτέλους, στην απλοϊκότητα μίας επανακτημένης παιδικότητος. «Amor fati: ας είναι αυτή από εδώ και πέρα η αγάπη μου…Θέλω μόνον να είμαι, από δώ και πέρα, ένας που λέει ναι (χαρούμενη επιστήμη) «Αθωότης είναι η παιδικότης και λήθη, μία νέα αρχή…μία πρώτη κίνηση, ένας ιερός λόγος, το ναι». Και όμως πόσο μακριά ήταν. Χωρίς να εισέλθουμε σε μία εξέταση ψυχιατρικής τάξεως, θα μας φτάσει να προσέξουμε μερικά γεγονότα, περισσότερο από ξεκάθαρα, για να το αντιληφθούμε. Δεν έχουμε την πρόθεση να φέρουμε στην πρώτη γραμμή την ιδιωτική ζωή τού στοχαστού, προκειμένου να ερμηνεύσουμε, αρχίζοντας από αυτή την επιφάνεια τις αβύσσους της μεγαλοφυούς ψυχής. Δεν μπορούμε όμως να ξεχάσουμε πώς οι απαιτήσεις του Νίτσε οδηγούν πέρα από τις απαιτήσεις ενός απλού στοχαστού. Μας προσκαλεί σε μία ανανεωμένη ύπαρξη, της οποίας πιστεύει πώς είναι ο προφήτης και η παραδειγματική μορφή. Για να τον συλλάβουμε εις βάθος, όπως το επιθυμεί και ο ίδιος, πρέπει να τον συλλάβουμε σαν υπαρκτό. Με άλλα λόγια, ο στοχαστής Νίτσε των τελευταίων του χρόνων είναι σε στενή σχέση εξαρτήσεως από τον μυστικιστή Νίτσε. Στην αυθεντικότητα αυτού εξαρτάται η αξία εκείνου.

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (6)


Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)

Ο Λάϊμπνιτς, προσπαθώντας να ανατρέψει την έννοια του σοφού του Σπινόζα και της ευτυχίας, έγραφε: " Ο Σπινόζα φαντάζεται πώς ξεκινώντας από την ημέρα κατά την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει πώς τα γεγονότα είναι το προϊόν της ανάγκης, το πνεύμα του βρίσκεται αμέσως επαρκώς στερεωμένο. Παρ'όλα αυτά λόγω αυτής ακριβώς της υποχρεώσεως, δεν ευχαριστεί πλέον την καρδιά του ασθενούς και αυτός δεν αισθάνεται λυτρωμένος από το δικό του κακό". Μ' αυτόν τον τρόπο όμως δεν διείσδυσε βαθειά στην σκέψη του φιλοσόφου και έτσι δεν υπήρξε δυσκολία να αποδειχθεί πώς μία τέτοια ανασκευή έμενε απλώς στην επιφάνεια. Στην πραγματικότητα όταν ο σοφός του Σπινόζα ανυψώνεται μέχρι να θεωρήσει την καθολική Ανάγκη, δεν το επιτυγχάνει μέσω μίας συνηθισμένης επιστήμης, η οποία εκτός των άλλων θα τον άφηνε στην μίζερη κατάστασή του: χάρη σε μία αρετή ενός συγκεκριμένου είδους διαισθήσεως, δεν είναι πλέον ο "ασθενής", για τον οποίο συνεχίζει να μιλά ο Λάϊμπνιτζ. Το όν που δέχεται την γνώση του τρίτου βαθμού -εάν αυτή δεν είναι ψεύτικη- δεν είναι πλέον καθεαυτό ένα από τα άπειρα στοιχεία από τα οποία συνίσταται η natura naturata (η δημιουργημένη Φύσις) : Μετέχει στην natura naturans (στην δημιουργό Φύση).

          Όπως φαίνεται είναι μία ανάλογη ιδέα με του Νίτσε. Από την μία στην άλλη, όμως, υπάρχει μία διαφορά, η οποία εξασφαλίζει την απομάκρυνση ακόμη περισσότερο από την πρώτη, από την ανασκευή του Λάϊμπνιτς: Βεβαίως δεν αναφερόμαστε στον χαρακτήρα του Πάθους, τόσο αντίθετο με την απρόσωπη ειρήνη, για να μην πούμε την ψυχρότητα, μίας σκέψης η οποία προοδεύει με τον γεωμετρικό κανόνα. Ότι, κάτω από εκείνη την φαινομενική ψυχρότητα, έκαιγε ίσως μία φλόγα, είχε γίνει κατανοητό ήδη. Ο Σπινόζα ήταν "μεθυσμένος του Θεού, εκστασιασμένος" . Στον Νίτσε όμως δεν υπάρχει ίχνος της Natura naturans. Καμμία Θεότης, καμμία αντικειμενική ουσία, καμμία αιώνια ιδέα. Τίποτε που να μοιάζει μ 'έναν πλατωνικό κόσμο. Επομένως και καμία οντολογία. Όσο αυστηρή και άκαμπτη μπορεί να είναι γι' αυτούς που την υπομένουν η ανάγκη που γεννιέται από την Μοίρα (Fatum), είναι καθαρή τυχαιότης, καθότι είναι καθαρή επινόηση: παιχνίδι των κύβων, θεία φαντασία, χορός στο κέντρο ενός άδειου ουρανού… Και όταν ο Ζαρατούστρα ανακαλύπτει πώς συμπίπτει με μία τέτοια αρχή, ανακαλύπτει μάλλον, πώς δέν υπήρχε καμμία ανώτερη αρχή στην οποία ήταν απαραίτητο να αναφέρεται: ο νόμος του κόσμου είναι στην ολότητα του, κάθε στιγμή, μία παραγωγή της προαιρέσεως του. Νίκησε κάθε πνεύμα της βαρύτητος. Είναι καθ'αυτός αιώνιος και όχι λόγω συμμετοχής. Ή καλύτερα γίνεται αιώνιος. Κάθε αξία προέρχεται από την Βούλησή του.  Όλη του η γνώση είναι δημιουργική. 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (5)


Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)

          Σε μία σελίδα του νέου του βιβλίου στον Νίτσε, που διορθώνει κάπως το προηγούμενο δοκίμιο του, ο Daniel Halevy προσπαθεί να το καθορίσει. Σ'αυτό βρίσκει, δεμένη σ'έναν μύθο αρχαίο, μία νέα μεταφυσική:

          "Όλα επιστρέφουν, έλεγαν οι αρχαίοι, στους οποίους δεν ήταν οικεία ακόμη η έννοια της αιωνιότητος. Όλα επιστρέφουν ασταμάτητα γράφει ο Νίτσε. Είναι σαν να λέει: αιωνίως. Την ίδια στιγμή που υπάρχει επιστροφή, υπάρχει αιώνια επιστροφή. Αυτή είναι η έκφραση που θα χρησιμοποιεί πάντοτε, και σ'αυτή την έκφραση τονίζεται το Αιώνιο. Η χρήση του Εβραϊκού όρου, αγνώστου στους Έλληνες ανανεώνει τον πρωτόγονο μύθο. Από εποχή σε εποχή, ανακοίνωναν οι Έλληνες, ή ανθρωπότης θα υφίσταται κάποιες επιστροφές. Ο Νίτσε μιλά με διαφορετικό τρόπο: Κάθε στιγμή που ζούμε, προορισμένη να επιστρέψει άπειρες φορές, φέρει το ίχνος της αιωνιότητος, αυτή η ίδια είναι ένας Αιών".

          Εάν δεν την προεκτείνουμε πάρα πολύ, αυτή η ανάλυση φαίνεται σωστή, αλλά είναι ακόμη ανεπαρκής. Είναι αλήθεια πώς ο Νίτσε έχει μίαν ιδέα της αιωνιότητος που δεν υπήρχε σ'εκείνη την μορφή, ανάμεσα στους αρχαίους, όπως είναι επίσης είναι αλήθεια πώς η ένωση την οποία συλλαμβάνει, ανάμεσα στο γίγνεσθαι και την αιωνιότητα, έχει τον τόνο στον δεύτερο όρο:

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (4)


Henri de Lubac

Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)

Εδώ αναδύεται μία ολόκληρη σειρά ερωτήσεων, που στρατοί ολόκληροι σχολιαστών δεν κουράστηκαν να συλλέγουν εδώ και πενήντα χρόνια. Πώς μπόρεσε να πιστέψει ο Νίτσε στην καινοφάνεια της ανακαλύψεώς του; Πώς μπόρεσε να βρει μία πηγή ενθουσιασμού σε μία σκέψη που είναι τουλάχιστον απογοητευτική; Πώς και δεν είδε, αυτός που ήταν τόσο οξύνους, τις τόσες αντιφάσεις; Και πώς δεν είδε τουλάχιστον, πώς το ιδεώδες του υπερανθρώπου του, ενσαρκωμένο στον Ζαρατούστρα, ήταν σε αντίφαση με την πίστη του στην Αιώνια Επιστροφή;

          Είναι βέβαιο πώς εάν υπήρχε μία ιδέα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί "φθαρμένη", ήταν ακριβώς αυτή. Ήταν μία ιδέα που μπορούσες να συναντήσεις παντού. Δεν μπορεί να μην την είχε συναντήσει ο Νίτσε στους στοχαστές της αρχαίας Ελλάδος που την είχαν λατρεύσει από τους πρώτους: ένας Αναξίμανδρος, ένας Ηράκλειτος, ακόμη και ένας Πυθαγόρας. Ο Λουκρήτιος την ύμνησε τόσο πολύ που αποτέλεσε το θεμέλιο της Στωϊκής κοσμολογίας. Στην Ινδία βρισκόταν παντού και ο αναγνώστης του Deusseu και του Oldenberg το γνώριζε καλά. Δεν την είχε διαβάσει στον Γκαίτε; Την είχε διαβάσει στον Guyau. Τελευταίως μάλιστα είχε βρει ακόμη και μία επιστημονική δικαίωση στην νέα της δυναμική έκδοση από τον Vogt, ο οποίος εξηγούσε ολόκληρο το σύμπαν βασιζόμενος στην επ'άπειρον εναλλαγή της διαλύσεως και της συμπυκνώσεως. Πώς να παρακάμψουμε λοιπόν τον Henri Bois, ο οποίος στα 1881-1883, μιλούσε ήδη για ένα φαινόμενο παραμνησίας ή κρυπνομνησίας; Πώς να μην επαναλάβουμε μαζί με τον π.Sertillanges: "Εκείνο το πυρακτωμένο μυαλό καίει τις αναμνήσεις; Αμέσως μόλις ξαφνιάζεται από ένα καινούργιο κύμα της εσωτερικής φλόγας;"

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (3)

Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (3)


Υπάρχει όμως καί ένας άλλος λόγος πού εξηγεί τήν σιωπή του : τού λείπει τό θάρρος. Στήν χαρούμενη επιστήμη, μιά απλή συνέχεια τής ροδαυγής, τήν οποία ολοκληρώνει στήν Γενεύη καί στήν Μεσσήνη, ανάμεσα στόν Οκτώβριο τού 1881 καί τόν Απρίλιο τού 1882, πρός τό τέλος, εισάγει μιά πονηρή υπόνοια μέ μιά φανταστική έκφραση, σάν νά μήν μπορούσε νά πεί περισσότερα. Ο αναγνώστης ούτως ή άλλως δέν θά αντιλαμβανόταν τό μέγεθός της. Τόν αύγουστο τού 1882 λοιπόν, έναν χρόνο μετά από τό συμβάν, θά εξομολογηθεί στήν Λού Σαλομέ, χωρίς νά λείπει ξανά ο πόνος καί τό μυστήριο : «Μού τό εμπιστεύτηκε σάν ένα μυστικό, σάν κάτι μπροστά στό οποίο η επιβεβαίωσή του καί η επαλήθευσή του πάγωνε τόν λόγο. Μιλούσε μέ χαμηλή φωνή, καί μέ όλα τά σημάδια τού πιό βαθειού τρόμου». Τό γιατί τού πράγματος θά τό καταλάβουμε σέ λίγο. Η σκέψη πού ορθώθηκε μπροστά του, «σάν ένα άστρο», δέν είναι απλή. Αντικείμενο πανικού, εκτός από χαράς ή καλύτερα καί τά δύο. Άστραψε γιά νά φωτίσει ή γιά νά κεραυνοβολήσει; Τώρα κλαίει καί τήν ίδια στιγμή τρέμει. Αυτή η αποκάλυψη, τρομακτική καί υπέροχη, αυτή η διφορούμενη σκέψη, κλείνεται σέ δύο λέξεις : Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. 
Αρχές τού αυγούστου 1881 στο Sils Maria, σέ 6.500 πόδια πάνω από τήν θάλασσα καί πολύ πιό ψηλά πάνω από όλα τά ανθρώπινα πράγματα. Ο ήλιος τής γνώσεως λάμπει εκ νέου τό μεσημέρι : καί τό φίδι τής αιωνιότητος  βοστρυχώνει (σπειροειδώς κινήται) στό φώς του ... (ιδού ο άνθρωπος). 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (2)

Henri de Lubac
 
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)

Στό βιβλίο στό οποίο κατέγραψε τίς αναμνήσεις της γιά τον γερμανό φιλόσοφο, η Lou Andreas-Salome (πηγή εμπνεύσεως και τού Φρόϋντ, η νέα Σαλώμη τής στροφής τής Δύσεως προς τόν αθεϊσμό. Ζήτησε καί έλαβε τήν κεφαλή τού Κυρίου), αφηγείται πώς ο Νίτσε, το 1882 όταν είχε τελειώσει τό γράψιμο τής «Χαρούμενης επιστήμης», «πίστευε πώς είχε φθάσει στίς όχθες ενός ξένου κόσμου, χωρίς όνομα ακόμη, εκπληκτικό, από τον οποίο είναι γνωστό μόνον πως βρίσκεται πέρα από ο,τιδήποτε μπορεί νά συζητηθεί καί νά καταστραφεί από τήν σκέψη. Μιά πλατειά θάλασσα, φαινομενικώς χωρίς οχθες, ανάμεσα σ’αυτόν καί σέ κάθε δυνατότητα μιάς ανανεωμένης διανοητικής κριτικής – πέρα από κάθε κριτική. Πίστευε πώς είχε βρεί σταθερή γή, θεμέλιο». Μιά τέτοια συμπεριφορά δέν ήταν εντελώς καινούρια, αλλά την βρίσκουμε ήδη κάποιους μήνες νωρίτερα, παρούσα, όταν ο Νίτσε αισθάνεται πώς τόν τελευταίο καιρό είναι πλέον ένας νέος άνθρωπος. Είχε εισέλθει σέ ένα άλλο σύμπαν. Όσον αφορά δέ τό βαθύ του είναι, αισθάνεται νά έχει διαρρήξει κάθε δεσμό μέ τούς ζωντανούς. «Άς αφήσουμε επιτέλους τόν κύριο Νίτσε νά φύγει.... άς αδιαφορήσουμε».  Δέν είναι πλέον ο καθηγητής μέ την ασταθή υγεία, πλούσιος σέ πρωτότυπες ιδέες, τίς οποίες γνώρισαν οι φίλοι του στίς διάφορες διαμονές του. Δέν είναι πλέον ένας συγγραφέας, ένας φιλόσοφος, ένας κριτικός. Δέν είναι πλέον ο μαθητής τών γάλλων ηθικολόγων, ή κάποιου δασκάλου, όποιου κι άν είναι αυτός. Ο ρομαντισμός στήν Βασιλεία κάι ο θετικισμός πού ακολούθησε δέν ξεπεράστηκαν απλώς, μεταμορφούμενοι, όπως συμβαίνει στή διάρκεια κάθε διανοητικής εξελίξεως.

Ο ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ (1)

Ο ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ (1)

Ο Μυστικισμός είναι η χαρά και η λύπη της ανθρωπότητος. Η πηγή της θρησκείας και της φιλοσοφίας, της ποιήσεως και του γραπτού λόγου. Το άφατο και το αιώνιο που καταλήγει στον πολιτισμό. Η Μυστική εμπειρία είναι το ΟΛΟΝ, το ανθρώπινο πνεύμα, ο λόγος. ΤΟ ΕΝΑ. Το οποίο καταλήγει να εκφραστεί δημιουργώντας το φαινόμενο του πολιτισμού. Είναι όμως και η ΕΝΟΤΗΣ, η μυστική συμμετοχή, η Ουσία, που μέσω του συναισθήματος καταλήγει να εξωτερικευθεί στην κουλτούρα με απόγειό της την θρησκεία. Η θρησκεία και η θεότης είναι τρόποι ζωής οι οποίοι οργανώνουν την ανθρώπινη ζωή μέσα στην Φύση, στην καρδιά της Φύσεως. Ο ΘΕΟΣ, το ΕΝΑ, είναι πέραν της Φύσεως, είναι η πηγή της ζωής, το κέντρο του Σύμπαντος. Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία ένωσε τα δύο φαινόμενα. Ιδιαιτέρως με την φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ο οποίος πέτυχε για πάντα αυτό που μάταια προσπαθεί (ο σύγχρονος Φυσικός) με τις εξισώσεις, χωρίς τον άνθρωπο, να ενώσει τις δύο μεγάλες θεωρίες της μοντέρνας Φυσικής Επιστήμης, τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο. Η ένωση των δύο αυτών αντιθέτων, μέσω της τεχνολογίας, αυτή η τεχνολογική ένωση που οραματίζεται ο Φυσικός, θα είναι η εποχή του Αντιχρίστου. Διότι δεν θα περιέχει και δεν θα μπορεί να συμπεριλάβει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος της εποχής αυτής θα είναι αναγκαίως τεχνολογικός, ένα Ρομπότ.

Με κέντρο τον άνθρωπο, μας παρεδόθη αυτή η ένωση με την Φιλοσοφία του Πλάτωνος, με το ξεκίνημα της Φιλοσοφίας. Είναι οι δύο αρχές της Φιλοσοφίας του. Συμβολικά τις ονόμασε το Ένα και το Δύο.

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ - Henri de Lubac

Ο Μυστικισμός είναι η χαρά και η λύπη της ανθρωπότητος. Η πηγή της θρησκείας και της φιλοσοφίας, της ποιήσεως και του γραπτού λόγου. Το άφατο και το αιώνιο που καταλήγει στον πολιτισμό. Η Μυστική εμπειρία είναι το ΟΛΟΝ, το ανθρώπινο πνεύμα, ο λόγος. ΤΟ ΕΝΑ. Το οποίο καταλήγει να εκφραστεί δημιουργώντας το φαινόμενο του πολιτισμού. Είναι όμως και η ΕΝΟΤΗΣ, η μυστική συμμετοχή, η Ουσία, που μέσω του συναισθήματος καταλήγει να εξωτερικευθεί στην κουλτούρα με απόγειό της την θρησκεία. Η θρησκεία και η θεότης είναι τρόποι ζωής οι οποίοι οργανώνουν την ανθρώπινη ζωή μέσα στην Φύση, στην καρδιά της Φύσεως. Ο ΘΕΟΣ, το ΕΝΑ, είναι πέραν της Φύσεως, είναι η πηγή της ζωής, το κέντρο του Σύμπαντος. Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία ένωσε τα δύο φαινόμενα. Ιδιαιτέρως με την φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ο οποίος πέτυχε για πάντα αυτό που μάταια προσπαθεί (ο σύγχρονος Φυσικός) με τις εξισώσεις, χωρίς τον άνθρωπο, να ενώσει τις δύο μεγάλες θεωρίες της μοντέρνας Φυσικής Επιστήμης, τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο. Η ένωση των δύο αυτών αντιθέτων, μέσω της τεχνολογίας, αυτή η τεχνολογική ένωση που οραματίζεται ο Φυσικός, θα είναι η εποχή του Αντιχρίστου. Διότι δεν θα περιέχει και δεν θα μπορεί να συμπεριλάβει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος της εποχής αυτής θα είναι αναγκαίως τεχνολογικός, ένα Ρομπότ.

Με κέντρο τον άνθρωπο, μας παρεδόθη αυτή η ένωση με την Φιλοσοφία του Πλάτωνος, με το ξεκίνημα της Φιλοσοφίας. Είναι οι δύο αρχές της Φιλοσοφίας του. Συμβολικά τις ονόμασε το Ένα και το Δύο.

Ο άνθρωπος όμως δημιουργήθηκε, όπως μας περιγράφει η μυθολογία μας, με το πυρ που έκλεψε από τους θεούς ο Προμηθέας. Το πυρ το οποίο μαγειρεύει την τροφή μας, τις πληροφορίες των αισθητηρίων μας, που μεταλλάσσει την Φύση σε ανθρωπότητα. Στον πολιτισμό.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι και μόνον αυτοί, με την έμπνευση των προσωκρατικών βρήκαν την πηγή της Φωτιάς, πέρα από τους θεούς του πολιτισμού και της κουλτούρας. Αυτό το πυρ είναι η υπερβατικότης, το πνεύμα ζωής που φύσηξε ο θεός στον άνθρωπο, το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, το αυτεξούσιο της πατερικής παραδόσεως ή το μέτρο της φιλοσοφίας και της ηθικής.

Εκεί όμως, στο κέντρο της μεγαλειώδους αυτής πηγής, που είναι άπειρος και αιώνιος, η ανθρωπότης συνάντησε και το κέντρο της αμαρτίας, τον καρπό του καλού και του κακού. Το Μυστήριο του θανάτου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατοικήσει μόνιμα στο κέντρο της ζωής. Διότι εκεί βρίσκεται το κέντρο του Νόμου, του κανόνος και ταυτόχρονα το κέντρο της πλάνης. Η αίσθηση της θειότητος. Ο μυστικός επανέρχεται από το ύψος του ΕΝΟΣ, σαν Ένας, σαν θεός που δικαίως θα επιβάλλει τον Νόμο στους πολλούς. ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Η οποία απεδείχθη στους αιώνες ανέφικτη, ανεφάρμοστη, η πηγή της Ιστορίας, η αρχή της πτώσεως. Βεβαίως η σοφία του Πλάτωνος τον οδήγησε στην Φιλανθρωπία των ΝΟΜΩΝ, αλλά και στην φθορά. Με μεγάλη πίκρα η ανθρωπότης ανακάλυψε πως και η Φιλανθρωπία φθείρεται, οδεύει προς τον θάνατο και πως ακόμη και η ιδανική ανθρώπινη Φιλάνθρωπη πολιτεία έχει την ανάγκη αναγεννήσεως, ανανεώσεως, επιστροφής στην πηγή της ζωής. Αυτός ο αέναος κύκλος είναι η Ιστορία, η διαιώνιση της ζωής.