Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία

Λίγα περί της πλάνης του απόλυτου προορισμού.
Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία.

Η κατανόηση της θεολογίας του ι. Αυγουστίνου που επέδρασε «[…] όχι μόνο στην διδασκαλία της Δ. Εκκλησίας, αλλά και στον ευρύτερο πνευματικό βίο του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως […]», έχει άμεση σχέση «[…] με τις αφετηριακές προϋποθέσεις της θεολογίας του». (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 566). Στο έργο του «Εξομολογήσεις», ο Αυγουστίνος περιγράφει την μεταστροφή του στον χριστιανισμό μετά από μια πολυτάραχη κοσμική ζωή.
Η βάση της θεολογίας του επομένως ξεκινά με την προσωπική «[…] εμπειρική βίωση της αγωνίας και του αγώνα για την αλήθεια και τη λύτρωση» (σελ. 566). Ωστόσο, ενώ άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο αντιμετωπίζοντας τους σχισματικούς Δονατιστές και τους αιρετικούς Πελαγιανιστές, η θεολογία του παρουσίασε και πολλά εσφαλμένα σημεία.

Αυτό οφείλεται στο ότι «[…] ο ι. Αυγουστίνος δεν γνώριζε επαρκώς την ελληνική γλώσσα […]», με αποτέλεσμα ότι «[…] δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει τη θεολογική παράδοση των μεγάλων πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων της Ανατολής […] Η περιορισμένη γνώση της εκκλησιαστικής παραδόσεως εξηγεί τόσο τη κριτική στάση του έναντι των προγενέστερων Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως λχ του Κυπριανού, όσο και την άνεση να προβάλλει νέες διδασκαλίες, όπως λχ τη διδασκαλία για τον απόλυτο προορισμό […]» (σελ. 566).


Το αποτέλεσμα ήταν ότι «[…] κινήθηκε πέρα από τα καθιερωμένα όρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως […]» (σελ. 567). Έτσι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Δονατιστές, οι οποίοι συνέδεαν τα Μυστήρια της Εκκλησίας με τον ηθικό βίο του τελούντος, αλλά και τους Πελαγιανιστές που αρνούνταν τον κληρονομικό χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος, που έχει να κάνει με την διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως, ώστε ο άνθρωπος (κατά την άποψή τους) έχοντας από τον Θεό όλες τις δυνάμεις για την επίτευξη της σωτηρίας του, να μπορεί από μόνος του να σωθεί, έχοντας την Θεία Χάρη σε δευτερεύουσα θέση, έπεσε στην πλάνη του «προορισμού». Κατέληξε να θεωρεί «[…] ότι η παροχή της θείας χάριτος ως δωρεάς του Θεού είναι ακαταγώνιστη από την ανθρώπινη θέληση, η οποία δεν μπορεί και να απορρίψει τη θεία αυτή δωρεά» (σελ. 567).

Ο ι. Αυγουστίνος μίλησε για προορισμό στην σωτηρία, ενώ ο Καλβίνος, αιώνες αργότερα, προχώρησε περισσότερο στο να διδάξει ότι υπάρχει προορισμός και για την απώλεια, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι απόψεις του Αυγουστίνου για τον προορισμό ήταν κατάλοιπα της Μανιχαϊστικής αιρέσεως, από την οποία πέρασε κάποιο διάστημα της ζωής του. Ο Β. Στεφανίδης, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, συμπληρώνει: «Επί εννεαετίαν είχε διατελέσει κατηχούμενος των Μανιχαίων, οι οποίοι ηρνούντο την ελευθέραν θέλησιν του ανθρώπου (Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις)» (σελ. 249).


Οι συνέπειες της διδασκαλίας του απόλυτου προορισμού για την σωτηρία στο εκκλησιολογικό κομμάτι.

Μια από τις βασικές αρχές στην θεολογία του ι. Αυγουστίνου είναι και η ακόλουθη: «[…] Ο ι. Αυγουστίνος δέχτηκε ότι η παροχή της θείας χάριτος προηγείται και κατά τινά τρόπο είναι ανεξάρτητη από τη λήψη του Αγίου Πνεύματος» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 568), πράγμα αντίθετο από την διδασκαλία της Εκκλησίας τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση που «[…] προέβαλε τη χορήγηση της θείας χάριτος ως αποκλειστικό έργο του Αγίου Πνεύματος» (σελ. 568). Αυτό όμως άνοιγε διάπλατα την πόρτα στο να θεωρήσουμε ότι η παροχή της θείας χάρης δεν έχει να κάνει με την κανονικότητα της Εκκλησίας, εφόσον άλλο ήταν η θεία χάρη και άλλο η λήψη του Αγίου Πνεύματος, στην σκέψη του Αυγουστίνου. 

Επόμενο ήταν λοιπόν, ότι «[…] οι βαπτιζόμενοι έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας λαμβάνουν εγκύρως (valide) το βάπτισμα, αλλά κατέχουν τη θεία χάρη δυνάμει μόνο και όχι ενεργεία […] το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών είναι μεν έγκυρο, γιατί σε αυτό παρέχεται άμεσα από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά ανενεργό και παράνομο, γιατί τελέστηκε έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας. Το βάπτισμα αυτό αποκτά τη νομιμότητα (licite) και την αποτελεσματικότητα (effectus) του βαπτίσματος της Εκκλησίας μόνον όταν ο βαπτισμένος εγκαταλείψει την αίρεση ή το σχίσμα και εισέλθει στους κόλπους της» (σελ. 569- 570). Αυτά, ασφαλώς έρχονται σε αντίθεση με την διδασκαλία της Εκκλησίας που βρίσκει τον εκφραστή της στο πρόσωπο του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, ο οποίος έζησε νωρίτερα.

Ο ι. Αυγουστίνος, με τις παραπάνω θέσεις του, ήρθε «[…] σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούς ή και σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη […]» (σελ. 569). Ο Κυπριανός Καρθαγένης είχε διακρίνει ότι άλλο πράγμα είναι η πηγή της χάριτος, δηλαδή το έργο του Χριστού, και άλλο πράγμα η παροχή αυτής της χάρης, που χορηγείται δια των αγίων Μυστηρίων, κάτι που δεν είχε κάνει ο Αυγουστίνος. Εφόσον, κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη μπορεί να έρθει (ΚΑΙ) έξω από τα όρια της κανονικής Εκκλησίας με την αποδοχή του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών και των σχισματικών, αυτό ανοίγει τον δρόμο ώστε και οι εκτός Εκκλησίας να ισχυρίζονται «χριστιανικότητα». Και όντως, έτσι έγινε αιώνες αργότερα· «Οι Εκκλησιολογικές συνέπειες τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την Προτεσταντική μεταρρύθμιση […]» (σελ. 570).

Η Εκκλησιολογία του Αυγουστίνου, η βάση για την θεωρία της «αόρατης εκκλησίας» των Προτεσταντών, παραλλαγμένη.

«Η Εκκλησιολογία του ι. Αυγουστίνου, με κριτήριο τη σχέση της θείας χάριτος προς το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας, θα μπορούσε να παρασταθεί με τρεις ομόκεντρους εμπεριεχόμενους κύκλους. Ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αληθινή Εκκλησία, στην οποία όχι μόνο παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά και ενεργεί εν Αγίω Πνεύματι. Ο εξωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αίρεση ή το σχίσμα, στα οποία παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά δεν ενεργεί την εν Αγίω Πνεύματι σωτηρία, γι’ αυτό και τα μυστήρια είναι μεν υποστατά και έγκυρα, αλλά ανενεργά. Ο εξώτατος κύκλος ταυτίζεται με το χώρο, στον οποίο η υπάρχουσα για όλους τους ανθρώπους πηγή της σωτηρίας ούτε παρέχει ούτε ενεργεί τη θεία χάρη. Βεβαίως, ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται από μεν τους Ρωμαιοκαθολικούς με την Εκκλησία τους, από δε τους Προτεστάντες με την αόρατη Εκκλησία. Κατά την Προτεσταντική θεολογία, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες ή ομολογίες αποτελούν τμήματα του εξώτερου κύκλου, στον οποίο όμως, αντίθετα προς την διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου, παρέχεται και ενεργεί η θεία χάρη» (σελ. 571).

Στο θεολογικό σύστημα του Αυγουστίνου, επόμενο είναι να χωράει και η πλανεμένη διδασκαλία του «προορισμού». Κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη που απορρέει από το λυτρωτικό έργο του Χριστού «[…] παρέχεται μόνο στους εκλεκτούς του Θεού, ο οποίος έτσι διαχωρίζει τους προορισμένους για την αιώνια σωτηρία και έχει καθορίσει τον αριθμό των εκλεκτών. Ο απόλυτος προορισμός γίνεται ευθέως από τον Θεό, παρά το γεγονός ότι η παροχή και η ενέργεια της θείας χάριτος συνδέεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο απόλυτος όμως προορισμός είναι προορισμός για τη σωτηρία, ενώ ο Θεός δεν προορίζει ευθέως και τους μη σωζομένους για τη απώλεια. Τους αφήνει να συρθούν μόνοι τους στην καταδίκη της απώλειας» (σελ. 571). Αυτό. όπως θα δούμε, έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του Προτεστάντη Ι. Καλβίνου, ο οποίος μίλησε για προορισμό ακόμα και για τον χαμό!

Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, από όπου και παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα, γράφει συμπερασματικά: «[…] τα κανονικά όρια της Εκκλησίας γίνονται αδιόρατα, γι’ αυτό και η Προτεσταντική διδασκαλία για την «αόρατη Εκκλησία» θεμελιώνεται κυρίως στην διδασκαλία αυτή του ι. Αυγουστίνου […] ο απόλυτος προορισμός ενισχύει την άμεση και προσωπική επικοινωνία με τον Θεό και αποδυναμώνει τα ενδιάμεσα αισθητά μέσα (κλήρο, μυστήρια κα)» (σελ. 572). Ακόμα, ο Β. Στεφανίδης αναφέρει σχετικά: «Η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί του απολύτου προορισμού προεκάλεσεν έριδας, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον διετηρήθη και μεταβιβάσθη εις τας προτεσταντικάς εκκλησίας, κυρίως εις τον Καλβινισμόν […] συμφώνως προς τον απόλυτον προορισμόν, ο Αυγουστίνος εδέχετο την Εκκλησίαν ως σύνολον των προορισμένων εις σωτηρίαν, ως κοινωνίαν των επί της γης και εν τοις ουρανοίς αγίων, η οποία φυσικά, είναι αόρατος» (Εκκλ. Ιστορία, σελ. 338).


Ιωάννης Καλβίνος, γαλ. Jean Calvin, 
πραγματικό όνομα Jehan Cauvin, 
(10 Ιουλίου 1509- 27 Μαΐου 1564)


Ο απόλυτος προορισμός του αιρεσιάρχη Ι. Καλβίνου.

Ο Β. Στεφανίδης γράφει: «[…] οι τρεις μεταρρυθμισταί εδέχθησαν τον απόλυτον προορισμόν, αλλά ο Λούθηρος παραμέρισεν αυτόν, ενώ ο Ζβίγγλιος και μάλιστα ο Καλβίνος διετήρησαν αυτόν. Ο Καλβίνος εδέχετο την αυστηράν μορφήν του απολύτου προορισμού» (σελ. 604).

Έτσι, αναφέρεται από ετερόδοξη πηγή· «Την καρδιά της Καλβινιστικής θεολογίας αποτελεί η διδασκαλία του απολύτου προορισμού, που βασίζεται στην απόλυτη μεγαλειότητα του Θεού και στο «λογικό» συμπέρασμα ότι «ο Θεός όρισε ορισμένους για την αιώνια ζωή και άλλους για αιώνια κατάκριση, όπως έγραψε ο Καλβίνος […] αβίαστη έρευνα (ακαδημαϊκή και μη) ξεκαθάρισε σήμερα, όπως και στο παρελθόν με απόλυτη βεβαιότητα, ότι αυτή η διδασκαλία δεν είχε θέση στη διδασκαλία της πρώτης Ελληνόφωνης Χριστιανικής εκκλησίας […] το δόγμα της «ελευθέρας θελήσεως» φαίνεται ότι ήταν γενικώς αποδεκτό στην πρώτη Εκκλησία» (Παγκόσμια Πεντηκοστή, πρώτος τόμος, σελ. 251- 252).



Η Ορθόδοξη θέση για την συνέργια του Θεού 
και του ανθρώπου για την σωτηρία.

Η Ορθόδοξη πίστη διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στην χάρη του Θεού και την ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου (το αυτεξούσιο).
Πριν περάσουμε σε Πατερικές αναφορές ενδεικτικά, οφείλουμε να γράψουμε τι αναφέρει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος στην τρίτη έκδοση της «Ομολογίας της Ορθοδόξου Πίστεως», όπως την παραθέτει ο καθηγητής Ι. Καρμίρης.

Αναφέρει στον τρίτο όρο· «Πιστεύομεν τον άκρως αγαθόν Θεόν εξ αιδίου ους εξελέξατο εις δόξαν προορίσαι, ους δ’ αυ απεδοκίμασεν εις κατάκρισιν παραχωρήσαι· ουχ ότι δε τούτους ούτως ηβουλήθη δικαιώσαι, τούτους δε αναιτίως παραχωρήσαι και κατακρίναι· ανοίκειον γαρ τούτο τω Πατρί των όλων και απροσωπολήπτη και θέλοντι πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν Θεώ· αλλ’ ότι τούτους μεν προειδότα καλώς τω αυτεξουσίω χρησομένους, προορίσαι ως αγαθός και πολυέλεος, τούτους δε κακώς, κατακρίναι ως δίκαιος […] Το δε λέγειν τους παμμιάρους αιρετικούς (ως κείται εν τώδε τω κεφαλαίω) τον Θεόν προορίζει ή κατακρίνειν μηδαμώς εις τα έργα αποβλέποντα των προοριζομένων ή κατακρινομένων, βέβηλον και ανόσιον οίδαμεν […] Αποστρεφόμεθα δε τους τα τοιαύτα και λέγοντας και φρονούντας, και χείρους αυτούς των επ’ ασεβεία διαβεβοημένων είναι ομολογούμεν». (Περιοδικό ‘’Θεολογία’’, τόμος Κ 1949, τεύχος 3, σελ. 465- 467, από τον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος).

Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, γράφει στον Λέανδρο·
«Η ανθρώπινη φύση, θαυμάσιε, είναι βέβαια επιδεκτική του κακού, όμως δεν κατέχει τα κακά από την φύση της, αλλά τα αποκτά με τη δική της θέληση, και έχει ως αποτέλεσμα να χάνει τα καλά» (Επιστολή 271, ΕΠΕ 1).

Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης αναφέρει·
«[…] ως αυτεξούσιος ο άνθρωπος έχων το θέλειν και το μη θέλειν, δυνατός ων εν αμφοτέροις» (ΒΕΠΕΣ 5, 376).

Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών διδάσκει ότι εάν ο άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα της επιλογής, δεν θα υπήρχε λόγος να επιβραβευτεί ή να κατακριθεί.
«[…] Αλλά επειδή οι πάντες της αυτής εισί φύσεως, δυνάμενοι τε κατασχείν και πράξαι το αγαθόν, και δυνάμενοι πάλιν αποβαλείν αυτό, και μη ποιήσαι […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156), δηλαδή όλοι έχουμε ίδια φύση, μπορώντας να πράξουμε το αγαθό ή να μην το πράξουμε, εν πλήρη ελευθερία. Ενώ συνεχίζει, «[…] το αυτεξούσιον επιδείκνυσι του ανθρώπου, και το συμβουλευτικόν του Θεού […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει ότι ο Θεός τίμησε τον άνθρωπο «[…] με το αυτεξούσιον, δια να ανήκει το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει […] του δίνει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου […]»
(Λόγος εις τα Θεοφάνεια, ΕΠΕ 5).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει·
«Για αυτό δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους η απόγνωσις, αν και ο Πονηρός την υποβάλλει με ποικίλους τρόπους, όχι μόνο σε εκείνους που ζουν αδιάφορα, αλλά μερικές φορές και στους αγωνιστάς. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός μετανοίας, το γεγονός και μόνο ότι ζει ακόμη ο αυτός που αμάρτησε για αυτόν που θέλει να επιστρέψει προς τον Θεό εγγυάται την από αυτόν υποδοχή. Διότι με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο […]»
(Προς μοναχή Ξένη, περί παθών και αρετής, ΕΠΕ 8, σελ. 365).

Ο ιερός Χρυσόστομος· «Η ανθρώπινη φύσις είναι κάπως ράθυμος και αποκλίνει προς την καταστροφήν, όχι από την φυσική της κατασκευήν, αλλά από την προαιρετικήν ραθυμίαν της. Δι’ αυτό έχει ανάγκην συνεχούς υπομνήσεως» (Ομιλία, ΙΗ εις το Κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13, σελ. 251).

Σε άλλη σημείο, διερωτάται· «Ποιος είναι ο δημιουργός της αργίας; Ποιος άλλος είναι εκτός από την ραθυμία της θελήσεώς μας;» (Ομιλία ΛΣΤ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 105).

Σε άλλο σημείο, μιλάει ακόμα πιο καθαρά για την ισορροπία μεταξύ της χάριτος του Θεού και της δικής μας προαιρέσεως: «Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, αλλά έχει ανάγκην της άνωθεν χάριτος. Και με όλον τον λόγον Του δι’ αυτό φροντίζει, να αποδείξει δηλαδή ότι αυτή η πίστις χρειάζεται γενναίαν ψυχήν, η οποία να προσελκύεται από τον Θεόν. Αλλά ίσως ερωτήσει κάποιος· Εάν κάθε τι που σου δίδει ο Πατήρ, έρχεται προς Εσέ και όσους ημπορέσει να ελκύσει και κανείς δεν ημπορεί να έλθει εις Εσέ, εάν δεν του έχει δοθεί άνωθεν, πρέπει να απαλλαγούν από κάθε κατηγορίαν και από κάθε αμαρτίαν εκείνοι, εις τους οποίους δεν δίδει ο Πατήρ. Αυτά είναι ψιλά λόγια και προφάσεις. Διότι χρειαζόμεθα βεβαίως και την ιδικήν μας θέλησιν (κείμενο: προαιρέσεως). Διότι και η διδασκαλία και η πίστις είναι απόδειξις θελήσεως (κείμενο: προαιρέσεως). Εδώ λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε άλλον, «Εκείνο το οποίο Μου δίδει ο Πατήρ», παρά ότι· Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, ούτε έργον των ανθρωπίνων συλλογισμών, αλλά χρειάζεται και η άνωθεν αποκάλυψις και η ευσεβής ψυχή που δέχεται την αποκάλυψιν’’» (Ομιλία ΜΕ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 307).

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Αλλά πιο σωστό είναι να σκεπτόμαστε τούτο· το ότι δηλαδή το αγαθό είναι δώρο του Θεού. Και αυτό είναι η ελευθερία και η αυτεξουσιότητα, που με την κατάχρηση εκ μέρους των ανθρώπων έγινε το όργανο για την αμαρτία» (Β’ Ομιλία «Εις τον Εκκλησιαστή», Π. Μπρούσαλη, σελ. 59).

Ο Μ. Βασίλειος· «Έπειτα, αν ακόμη και εις τας πράξεις της κακίας και της αρετής τα αίτια δεν ευρίσκωνται εις την προαίρεσίν μας, αλλά είναι αναπόφευκτα γεγονότα που οφείλονται εις την μοίραν μας, τότε περιττοί και οι νομοθέται που νομοθετούν τι πρέπει να κάνωμεν και τι να μη κάνωμεν, περιττοί και οι δικασταί που τιμούν την αρετήν και τιμωρούν την πονηρίαν […] ούτε η δικαιοσύνη θα βραβεύεται, ούτε η αμαρτία θα τιμωρείται, αφού οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε κατά την προαίρεσίν των» (Εξαήμερος, ΣΤ λόγος, ΕΠΕ 4, σελ. 241).

Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος το ότι στην αποστολική εποχή δεν υπήρχε «βιομηχανία θαυμάτων», αλλά ο Θεός ενεργούσε όταν Εκείνος ήθελε δια των αποστόλων, το αιτιολογεί για να φανεί το αυτεξούσιο των ανθρώπων. Όπως εξηγεί:

«Όλα αυτά γίνονταν για κάποιο σκοπό, το να κάνουν δηλαδή σε μερικές περιπτώσεις θαύματα και σε μερικές άλλες να φαίνονται ότι είναι ανίσχυροι, για να γίνει με τον τρόπο αυτό φανερή η πίστη των απίστων και των πιστών, και για να δοκιμασθεί και να φανερωθεί η ελεύθερη βούληση (κείμενο: το αυτεξούσιον), αν βέβαια δεν σκανδαλίζονται μερικοί από το γεγονός αυτό της αδυναμίας των αποστόλων. Διότι εάν πραγματοποιούσαν όλα όσα ήθελαν οι απόστολοι, με κάποιο εξαναγκασμό, εξ αιτίας των θαυμάτων θα φύτευαν μέσα στους ανθρώπους τη θεοσέβεια, και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να φανεί η ελευθερία της βούλησης (κείμενο: το αυτεξούσιον), ούτε η πίστη και η απιστία· διότι ο Χριστιανισμός είναι «λίθος πάνω στον οποίο σκοντάφτουν οι άπιστοι, και πέτρα από την οποία γκρεμίζονται’’» (Ομιλία ΚΣΤ, τόμος 7, σελ. 407).

Για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αναφέρει·
«Η σοφία του Θεού, που είναι άπειρη και ακατάληπτη, προσφέρει τις δωρεές της Θείας Χάριτος με ανερμήνευτο και ανεξιχνίαστο τρόπο στο ανθρώπινο γένος, για να δοκιμάσει με πολλούς τρόπους την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, ώστε να φανούν όλοι όσοι αγαπούν τον Κύριο με όλη τους την καρδιά και υπομένουν κάθε κίνδυνο και κάθε κόπο για το Θεό» (Ομιλία ΚΘ, τόμος 7, σελ. 469).

Για την συνέργια Θεού και ανθρώπου στην σωτηρία, αναφέρει·
«Όταν πάλι προσφέρουμε την ελεύθερη θέλησή μας, τότε όλο το έργο που αυτός πραγματοποιεί το αποδίδει σε μας […] πιστεύουμε ότι ο Ίδιος μας συγκεντρώνει κοντά Του· από εμάς ζητάει μόνο την ελεύθερη θέληση. Πως όμως θα δείξουμε τη θέλησή μας, παρά μόνο με τον προσωπικό μας κόπο;»
(Ομιλία ΛΖ, τόμος 7, σελ. 543).

Ο Άγιος Νείλος, γράφοντας επί παραδείγματι για τον λογισμό της φιλαργυρίας που δημιουργείται ενώ κάποιος βλέπει χρυσό, δεν καταλογίζει την ευθύνη ούτε στο υλικό του χρυσού, ούτε στον λογισμό αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου που δέχτηκε τον λογισμό αυτό.

«Έστω ότι από τον εχθρό σου στάλθηκε ο λογισμός της φιλαργυρίας. Αυτόν τον λογισμό λοιπόν διαίρεσέ τον στον νου που τον δέχτηκε, και στη σκέψη του χρυσού, και στον ίδιο τον χρυσό, και στο πάθος της φιλαργυρίας. Και τότε ρώτησε, ποιο από αυτά είναι αμαρτία. Ποιο από τα δύο· ο νους; Και πως αυτός είναι εικόνα του Θεού; Μήπως η σκέψη του χρυσού; Και αυτό ποιος λογικός θα το έλεγε; Μήπως ο ίδιος ο χρυσός είναι αμαρτία; Τότε γιατί έγινε; Μένει λοιπόν αυτό που δεν είναι πράγμα υπαρκτό στην ουσία, ούτε σκέψη κάποιου πράγματος, ούτε ασώματος, αλλά κάποια μισάνθρωπη ηδονή, η οποία γεννιέται από το αυτεξούσιο και αναγκάζει το νου να χρησιμοποιεί κακώς τα κτίσματα του Θεού, την οποία ηδονή ο νόμος του Θεού μας έχει διδάξει να την κόβουμε»
(Κεφάλαια περί πονηρών λογισμών, τόμος 11 Β, σελ. 365).

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων·
«Δεν θα ανεχθούμε τους κακούς ερμηνευτές του χωρίου· «από αυτό γνωρίζουμε τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του διαβόλου», που δέχονται πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που από την φύση τους είναι σωσμένοι ή καταδικασμένοι. Διότι ούτε ερχόμαστε αναγκαστικά σ’ αυτήν την υιοθεσία, αλλά γιατί το θέλουμε, ούτε ο Ιούδας ήταν εκ φύσεως γέννημα του διαβόλου και της απώλειας. Αν ήταν έτσι, δεν θα έδιωχνε στην αρχή, με το Όνομα του Ιησού Χριστού, τους δαίμονες, αφού «ο Σατανάς δεν βγάζει Σατανά», ούτε πάλι ο Παύλος θα γινόταν από διώκτης Απόστολος. Αλλά η υιοθεσία εξαρτάται από τη θέλησή μας, όπως είπε και ο Ιωάννης, «Όσοι τον δέχτηκαν τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού, σε αυτούς, δηλαδή, που πιστεύουν στο Όνομά Του». Όχι, λοιπόν, πριν από την πίστη, αλλά με την πίστη, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, αξιώθηκαν να γίνουν παιδιά του Θεού» (Κατήχηση Ζ, Ά τόμος Γ. Μαυρομάτη, σελ. 201).

Ο προορισμός από μόνος του, δεν είχε ποτέ καμία θέση στην διδασκαλία της Εκκλησίας. Όχι μόνο δεν είναι χριστιανική πίστη, αλλά έχει ειδωλολατρικές καταβολές, όπως είδαμε. «Ους προεγνω και προωρισεν συμμορφους της εικόνος του υιού αυτού εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοις ους δε προωρισεν τούτους και εκάλεσεν και ους εκάλεσεν τούτους και εδικαιωσεν ους δε εδικαίωσεν τούτους και εδόξασεν» (Ρωμαίους, η 29). Δηλαδή, ο Θεός πρώτα προγνωρίζει και μετά προορίζει, και πάλι με βάση την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Απλά, επειδή είναι εκτός χρόνου ο Θεός, γνωρίζει τα πάντα, χωρίς όμως να παραβιάζει το αυτεξούσιο.

«Ο δε των όλων Θεός πόρρωθεν οίδεν άπαντα ως Θεός. Ου μη ανάγκην επάγει τω δείνι εις κατόρθωσιν αρετής, τω δείνι δε εις εργασίαν κακίας» (Θεοδώρητος).

«Προγινώσκει τους αξίους της κλήσεως, ειθ’ ούτω προορίζει…Προορισμόν εννόει το αμετάθετον του Θεού αγαθόν θέλημα» (Θεοφύλακτος).

Μελέτη: Στυλιανός Μπαφίτης
Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou



exprotestant.blogspot.gr

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

"Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως"

Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;

(π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν - Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο - Ἐτήσιος Ἐκκλησιαστικὸς Κύκλος»)

Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μία προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη τῆς τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση της Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ του σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.

Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.
Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ᾿ αὐτὸ τὸ φόνο.
Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ του παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του. Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μᾶς κάποιος Πιλάτος;
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγή τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι᾿ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ᾿ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ του κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.
Αὐτὸ μας μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιὰ μᾶς, ἢ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο, καλὸ ἢ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἢ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἢ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποῦ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.
------------------------------------------------------------

Ευαγγελική περικοπή Γ΄ Κυριακής των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)

 
Κατά Μάρκον  η´ 34 - 38 και θ΄ 1
(Η΄)34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.

(Θ΄)1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Ερμηνευτική απόδοση υπό Ι.Θ. Κολιτσάρα
(Η΄)34 Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”.
(Θ΄)1 Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”. 
------------------------------------------------
πηγή: saint

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

στην τύχη... (για τον γέροντα Παΐσιο)




 


...ανοίγω το βιβλιαράκι με τις επιστολές του γέροντα Παΐσιου...


Σελ. 108
«Όσοι σκέφτονται τους μεγάλους σταυρούς των δικαίων,
Ποτέ δεν στενοχωριούνται για τις δικές τους μικρές δοκιμασίες,
Γιατί  ενώ έσφαλαν περισσότερο στη ζωή τους εν τούτοις όμως υποφέρουν λιγότερο απ' τους δικαίους!»

Πού καιρός να  ασχοληθούμε με τους δικαίους!, σκέφτομαι,
και να  συγκρίνουμε τους σταυρούς μας!
Κι όμως φοβάμαι πως αν καταφέρουμε να  δούμε και να  μετρήσουμε τους δικούς μας θα  βγούνε πάμπολλοι!
Την πρώτη θέση κατέχοντας
οι  φτιαγμένοι  απ' τα ίδια μας τα χέρια και τα μυαλά!!
Είναι οι σταυροί του άγχους στο μάταιο κυνήγι για πρωτιές, για πιο πολλά, για πιο άνετα, για πιο γρήγορα, για πιο..., για πιο...
Για πιο απ' ο, τι  είμαστε, απ' ο, τι  που έχουμε...
Είναι οι σταυροί που μας φορτώνει η νομιζόμενη ανεπάρκειά μας...
Γιατί,
θεωρούμε πως δεν έχουμε γεννηθεί το ίδιο επαρκείς με τον γέροντα Παΐσιο
στο να  εργαστούμε
για να  δούμε  τον πραγματικό μας εαυτό
και για να  μας αποκαλυφθεί η  πραγματική ζωή.

Και καλύπτουμε την «έλλειψη»
αρπάζοντας την  ύλη, ρουφώντας δύναμη ο ένας απ' τον άλλον,
πασχίζοντας για  εφήμερη δόξα και ασφάλεια...

Αυτοί οι σταυροί
μας οδηγούν σε πρώιμο θάνατο (από καρδιακές προσβολές ή εγκεφαλικά)...
αυτοί οι σταυροί
μας μπήγουν μες στη γη πριν ακόμα πεθάνουμε...



350--paisios-IMG_1023 copy.JPG


.......................
ο γέροντας
εδίδασκε
με τη σιωπή του,
με το παράδειγμά του,
(όπως κάποιος που τον άκουσε να  λέει το ...γνωστό μας «Πάτερ ημών» με τρόπο  που καταλάβαινες πως υπήρχε κι άλλο πρόσωπο απέναντί του),
με το χιούμορ του
δείχνοντάς μας
τον εγκλωβισμό μας σε καταστάσεις, θεωρίες και δραστηριότητες
που είναι για γέλια και για κλάματα!

Υποψιάζοντάς μας
πόσο μακριά νυχτωμένοι είμαστε από την πραγματικότητα
εμείς οι ξερόλες, οι προχωρημένοι, οι πολιτισμένοι, οι δυνατοί...  



IMG_4779 (Large).jpg

Πέρσι που πρωτοβρέθηκα στον  τάφο του
αισθάνθηκα πως κάτω απ' το χώμα βρίσκεται
ένας δικός μου άνθρωπος...

μακάρι το ίδιο να  με έχει κι αυτός εμένα...



IMG_4780 (Large) copy.jpg      IMG_4781 (Large) copy.jpg



(εκοιμήθη στις  12-07-1994. 
Αν και, όσο ζούσε απόλαυσε πνευματικά δώρα,
η έξοδός του απ' αυτή τη ζωή έγινε μέσα από αβάσταχτους πόνους... )

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

«Μύρον εκκενωθέν».


Μαρτυρία Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου
«Επισκέφθηκα ως διάκος για πρώτη φορά τον π. Παΐσιο το 1976 μαζί με άλλον γνωστό μου διάκο. Τότε ήταν στον “Τίμιο Σταυρό”. Χτυπήσαμε και περιμέναμε με αγωνία. Είχα ακούσει διάφορα πράγματα για τον Γέροντα και ήθελα πολύ να τον γνωρίσω.
»Ήρθε να μας ανοίξη. Ήταν αδύνατος, τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Ήταν χειμώνας. Στην συνομιλία μας ήταν πολύ ευδιάθετος, μας έλεγε διάφορα αστεία. Να πω την αλήθεια απογοητεύτηκα, διότι είπα μέσα μου: «Αυτός εΐναι ο μεγάλος άγιος, ο θαυματουργός πού λένε»; Μέσα μου είχα διαφορετική εικόνα περί των Αγίων. Τίποτα δεν μας είπε, μόνο αστεία μας έλεγε και μας τάϊζε λουκούμια και άλλα.
«Φεύγοντας, εκεί στο συρματόπλεγμα πριν τον αποχαιρετήσουμε, του λέμε: «Γέροντα, πέστε μας κάτι πνευματικό». Μας άπαντα: «Τι να σας πώ, βρέ παιδιά; Να κάνετε πολλές μετάνοιες». Ρωτάμε: «Πόσες μετάνοιες να κάνουμε»; Δεν απάντησε, αλλά άλλαξε η όψη του και φάνηκε διαφορετικός και εκείνη την ώρα ευωδίασε όλος ο τόπος πάρα πολύ έντονα. Τόση πολλή ευωδία! Όλα εύωδίαζαν! ο αέρας, οι πέτρες, τα δέντρα, τα πάντα.
»Ο Γέροντας μας είπε βιαστικά: «Γρήγορα, γρήγορα, άντε πάτε, πάτε».
»Τον χαιρετήσαμε και χωρίς να πούμε τίποτε αισθανθήκαμε μια μεγάλη χαρά μέσα μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Δεν ξέρω τί πάθαμε. Ευωδία και μεγάλη χαρά. Προχωρούσαμε έτσι τρέχοντας και γελώντας και η ευωδία μας ακολουθούσε μέχρι πού περάσαμε το Μπουραζέρι.
»Ενώ πριν από λίγο τα δικά μου συναισθήματα ήταν ακριβώς αντίθετα, μετά από αυτό το γεγονός αισθάνθηκα μεγάλη ευλάβεια προς τον Γέροντα».
Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 256-261, Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος, 2004