Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης,


Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης
Αναμφισβήτητα ο πραγματικός διοργανωτής των μοναστικών κοινοβίων στον Άθω υπήρξε ο Όσιος Αθανάσιος.  Με μελανά χρώματα περιγράφεται στον βίο του ή κατάσταση των ασκητών στο Άγιον Όρος, όταν έφθασε εκεί ο όσιος.  Δεν ασχολούνταν οι μοναχοί με την καλλιέργεια της γης, ούτε είχαν αχθοφόρα ζώα αλλά «καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων και οροφήν αυταίς εκ χόρτων συμφορηθείσαν επισχεδιάσαντες...».  Μοναδική τροφή των ασκητών ήταν οι άγριοι καρποί των δέντρων.  Ο Αθανάσιος όμως πίστευε ότι μέσα στους διαρκείς κινδύνους από τους Σαρακηνούς πειρατές του Χάνδακα και την ανασφάλεια, που αισθάνονταν oι αναχωρητές στους υποτυπώδεις οικισμούς τους μέσα σε ψαθοκαλύβες, δεν ήταν δυνατό να μεθοδευτεί η σκληρή συστηματική άσκηση των κοινοβίων της Ανατολής, την οποία είχε ο ίδιος διδαχθεί από τον πνευματικό του πατέρα Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά της Βιθυνίας.
Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Αβραάμιος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα από εύπορους γονείς.  Όταν γεννήθηκε είχε πεθάνει ο πατέρας του και γρήγορα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του.  Την ανατροφή του ανέλαβε μια συγγενής της μητέρας του.  Ο Αβραάμιος προοριζόταν για το διδασκαλικό στάδιο.  Όταν όμως, σε μια επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Βυζαντινός στρατηγός Ζεφινεζέρ τον παρουσίασε στον φημισμένο για τις αρετές του ηγούμενο της Μονής του Κυμινά Μιχαήλ Μαλέινο, ο Αβραάμιος αισθάνθηκε πως ο προορισμός του ήταν άλλος.  Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά και με τον ανιψιό του Μιχαήλ, τον στρατηγό των Ανατολικών Νικηφόρο Φώκα (Ρ. Lemerle, La vie ancienne de S. Athanase l'Athonite, composee du debut du Χle siecle par Athanase de Lavra, Le Millenaire du Mont Athos).  Ο Μιχαήλ Μαλέινος είχε γεννηθεί τo 894 και είχε καρεί μοναχός το 912.  Τη Μονή του Κυμινά, στα βουνά της Βιθυνίας, είχε ιδρύσει το 925 (L. Petit, Vie et office de Michel de Μαleinote, Bibliotheque Hagiographique orientale 1903). Ο Αβραάμιος ακολούθησε τον Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανάσιος.  Μέσα στα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στα βουνά της Βιθυνίας φθάνει στην κορυφή της μοναχικής άσκησης «προς το μέγα της ησυχίας στάδιον» και καταφεύγει τελικά «εν ιδιαζοντί τίνι και ησυχαστικώ τόπω», όχι μακριά από τη Μονή Κυκλησή.  Την εποχή αυτή επισκέπτεται τον θείο του Μιχαήλ ο στρατηγός των Ανατολικών Νικηφόρος Φωκάς, μαζί με τον αδελφό του μάγιστρο Λέοντα, που αργότερα έλαβε τον τίτλο του «κουροπαλάτη».  H ομολογία του Μιχαήλ Μαλέινου, σύμφωνα με την οποία έδωσε στον Αθανάσιο «την της χάριτος διαδοχήν», έχει προκαλέσει διαταραχή (ανάμεσα στους μοναχούς, στη σκήτη της μετανοίας του.  Ο Αθανάσιος φεύγει για το Όρος, όπου ασκητεύει άγνωστος και μόνος.  Εκεί πληροφορείται ότι ο μάγιστρος Λέων έχει λάβει τον τίτλο του «Μαγίστρου των Σχολών της Δύσεως».  Φοβάται μήπως αποκαλυφθεί, γι' αύτο αλλάζει όνομα από Αθανάσιος σε Βαρνάβας και πηγαίνει να κρυφτεί στην περιοχή του Ζυγού, κοντά σε γέροντα ασκητή, προσποιούμενος τον αγράμματο δόκιμο.  Ο Νικηφορος Φωκάς, που στο μεταξύ έχει πάρει «την αρχήν απάσης Ανατολής», προσπαθεί να ανακαλύψει τον Αθανάσιο.  Υποπτεύεται ότι κρύβεται στον Άθω και γράφει στον «Κριτή του Θέματος της Θεσσαλονίκης».  Αυτός, με τη σειρά του, απευθύνεται στον Πρώτο του Αγίου Όρους Στέφανο, ο οποίος, ύστερα από περιπέτειες, ανακαλύπτει τον Αθανάσιο-Βαρνάβα κατά την ετήσια σύναξη στο Πρωτάτο.

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)


Ένας μεγάλος διδάσκαλος του Γένους
και ένας φλογερός ζηλωτής της ορθοδόξου παραδόσεως

Μέσα στη χορεία των μεγάλων πνευματικών αναστημάτων της Ορθοδοξίας εξέχουσα θέση κατέχει ο εν Χίῳ οσιακώς κοιμηθείς στις 24 Ιουνίου 1813 Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος αναδείχθηκε διαπρεπής θεολόγος, φωτεινός διδάσκαλος του Γένους, ακαταπόνητος εθναπόστολος, στερρός υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, απαρέγκλιτος φρουρός και θεματοφύλακας της ορθοδόξου παραδόσεως, πολυγραφότατος συγγραφέας, ηγετικό στέλεχος του φιλοκαλικού κινήματος, ιδρυτής και σχολάρχης της περιωνύμου Μεγάλης Σχολής της Χίου.
Ο γενναίος και ακαταπόνητος αυτός αγωνιστής και ακοίμητος φρουρός των ορθοδόξων δογμάτων της αμωμήτου πίστεώς μας γεννήθηκε το 1721 στο χωριό Κώστος (ή Κόστος) της Πάρου, γεγονός που δικαιολογεί την επωνυμία « Πάριος», με την οποία έμεινε γνωστός στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αφού το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος. Είχε άλλα τρία αδέλφια, αλλά ο Αθανάσιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του εκ Σίφνου καταγομένου πατρός του, ο οποίος ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος, η δε μητέρα του ήταν από την Πάρο. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στη γενέτειρα του, την Πάρο, ενώ σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες φοίτησε στη Σχολή του Παναγίου Τάφου στη Σίφνο, αλλά και στη Σχολή του Γένους στην Άνδρο με δαπάνες της Μονής του Αγίου Αντωνίου Κεφάλου της Πάρου. Η επιθυμία του για περαιτέρω μόρφωση τον οδήγησε το 1745 στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην ιδρυθείσα το 1733 περιώνυμη Ευαγγελική Σχολή, στην οποία δίδασκαν ο ιδρυτής της, μοναχός Ιερόθεος Δενδρινός και ο Χρύσανθος Καραβίας που κατάγονταν και οι δύο από την Ιθάκη. Μετά από την εξαετή του φοίτηση αναχωρεί το 1751 για το Άγιο Όρος, όπου φοιτά στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, την οποία διηύθυνε ο μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ενώ το 1753 ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο εκ Κερκύρας ιεροδιάκονος Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος ονομάσθηκε «ο νέος Αριστοτέλης της Ελλάδος». Από τον Ευγένιο Βούλγαρη ο Αθανάσιος διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τις ξένες γλώσσες για να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί και να μεταφράζει τα ξένα συγγράμματα. Παράλληλα η μεγάλη του δίψα για ολοένα και περισσότερες γνώσεις τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη της Σχολής, αλλά και σε άλλες αγιορείτικες βιβλιοθήκες, όπου μελετούσε ακατάπαυστα την ελληνική ιστορία, την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άριστες επιδόσεις του στην Αθωνιάδα Σχολή εντυπωσίασαν τον Ευγένιο Βούλγαρη σε τέτοιο βαθμό, ώστε με την προτροπή του χειροτονήθηκε ο Αθανάσιος διάκονος, ενώ διετέλεσε και καθηγητής της Σχολής. Η πνευματική κατάρτιση του Αθανασίου του Παρίου και η φήμη που απέκτησε, παρακίνησε τους Θεσσαλονικείς να του ζητήσουν να αναλάβει τη διεύθυνση του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν η Σχολή του Γένους για την πόλη. Ο Αθανάσιος αρχικά αρνήθηκε την πρόταση, αλλά ύστερα από την επιμονή του Ευγένιου Βούλγαρη και των Θεσσαλονικέων ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής για δύο έτη (1758 -1760), όπου εργάσθηκε ως άριστος διδάσκαλος με καλλίκαρπη δράση. Παράλληλα διηκόνησε με ιδιαίτερο ζήλο το Ιερό Θυσιαστήριο, κηρύττοντας ανελλιπώς τον Θείο Λόγο και καθοδηγώντας πνευματικά το υπόδουλο Γένος.

Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας


Στίς 25 Ἰανουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας θά ἑορτάσει τήν μνήμη ἑνός μεγάλου Πατέρα καί οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Της, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ μέγας αὐτός Τριαδικός Θεολόγος καί Ἱεράρχης γεννήθηκε στήν Ἀριανζό, ἕνα μικρό χωριό τῆς Καππαδοκίας κοντά στή κωμόπολη Ναζιανζό, τό 329 μ.Χ.
Ἤδη, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία φανέρωσε τά σπάνια χαρίσματά του. Τό γεγονός αὐτό σέ συνδυασμό μέ τήν εὔπορη οἰκονομική κατάσταση τῶν γονέων του τόν βοήθησε νά σπουδάσει στά καλύτερα σχολεῖα καί πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς του καί νά ἀποκτήσει εὐρύτατη κλασική καί θεολογική μόρφωση.
Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν τοῦ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, βαπτίστηκε Χριστιανός, καί στή συνέχεια μετέβη στό ἀσκητήριο τοῦ φίλου καί συμμαθητοῦ του, Μεγάλου Βασιλείου, στόν Πόντο γιά περισσότερη ἄσκηση στή πνευματική ζωή. Μετά ὅμως ἀπό τίς θερμές παρακλήσεις τῆς οἰκογενείας του, γυρίζει πίσω καί κατατάσσεται στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Στά τέλη τοῦ 361, ἄν καί χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ξαναφεύγει πάλι στήν ἔρημο, προκειμένου νά προσευχηθεῖ καί νά δυναμώσει πνευματικά, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ὑποχρεώσεις καί στό δύσκολο ἔργο τοῦ κληρικοῦ.
Ὅταν πλέον ἐπιστρέφει, ὥριμος πιά, ὑπηρετεῖ τό λαό ὡς ἱερέας καί ἀπό τό 372 ὡς ἐπίσκοπος τῆς ἄσημης κωμόπολης τῶν Σασίμων, βοηθώντας τούς φτωχούς, τούς ἀρρώστους καί τούς ἐμπερίστατους συνανθρώπους του. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, τό 374, ἐπωμίστηκε πρόσκαιρα τήν εὐθύνη ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς. Ὅταν ὅμως διαπίστωσε ὅτι οἱ συμπατριῶτες του δέν φρόντιζαν νά ἐκλεγεῖ νέος ἐπίσκοπος, ἔφυγε γιά τήν Σελεύκεια, ὅπου ἐγκαταστάθηκε γιά τέσσερα χρόνια στό ναό τῆς Ἁγ. Θέκλας, πραγματοποιώντας τό ὄνειρό του γιά μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ἡσυχία καί θεωρία.

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,


ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 18ο, στίχοι 18 ἕως 27, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 28-11-2010.

Τό ἀφετηριακό ἐρώτημα τό ὁποῖο ὑποβάλλει αὐτός ὁ ἄρχων στόν Χριστό εἶναι ἐρώτημα πανανθρώπινο καί διαχρονικό. Τό ἀκούσατε καί τό ξέρετε πολύ καλά: «Τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή». Ἀλλά αὐτό τό γενικό ἐρώτημα ἔτσι μόνο του δέν λέει τίποτε, γιατί μπορεῖ κάποιος νά τό ἀπαντήσει φιλοσοφικά, νά τό ἀπαντήσει μέ λογισμικά συστήματα ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά πρέπει νά τό ἀκουμπήσει χριστιανικά τε καί ὀρθόδοξα αὐτό τό ἐρώτημα καί νά βρεῖ τά βαθύτατα ἐρείσματά του γιά νά γίνει καί μιά βιωματική πραγματικότητα.
Νά μποῦμε στήν ἀνάλυση τῆς πορείας, ἀλλά νά ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα -ἄς τό πῶ ἔτσι- σάν κατήχηση, γιά νά μείνει στή μνήμη τοῦ λαοῦ. «Ποιά εἶναι ἡ διαχρονικότητα, ἀπό πότε ἀρχίζει ἡ αἰωνιότητα;» εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα καί τό δεύτερο: «σέ ποιά ἐμβέλεια βιώνεται πάνω μου καί ποῦ ἀλλοῦ πιάνει;» καί μετά: «ποιός ὁ τρόπος;». Θά ἀπαντήσω ὅπως εἶπα κατηχητικά στά δύο πρῶτα ἐρωτήματα, «ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλεια;». Ἡ αἰωνιότητα εἶναι αἰωνιότητα, ἀλλά ἀπό ποῦ ἀρχίζει; Ὁ Χριστός δίνει μιά σαφέστατη ἀπάντηση, γιατί ἀπαντάει μέ τά πρῶτα λόγια «οὐ κλέψεις, οὐ μοιχεύσεις» - ἀπό τώρα. Νά λοιπόν μιά πεντακάθαρη ἀπάντηση: Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό τώρα. Αὐτό δέν κουβεντιάζεται, θεολογικά. Δίνεται ἔτσι ἁπλά δοσμένη ἡ ἀπάντηση ἀπό τόν Χριστό. Ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλειά του; Ἀκουμπάει τόν νοῦ μου, τή διάνοιά μου, τά προσωπικά μου, τά ἀτομικά μου, ἤ ἀκουμπάει καί τίς κοινωνικές δομές; Καί πάλι ἡ ἀπάντηση δίνεται μέ πολύ λιτό τρόπο ἀπό τόν Χριστό, ὅταν λέει: «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δῶσε τοῖς πτωχοῖς». Ἀκουμπάει ἄρα καί τό κοινωνικό θέμα. Βλέπετε, τό λέω σάν κατήχηση γιά νά συλλαμβάνουμε ἁπλές ἀπαντήσεις ἀπό τά λιτά καί συγκλονιστικά βαθιά λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα νά πᾶμε στήν οὐσία τοῦ θέματος. Αὐτά ἦταν τά εἰσαγωγικά σημεῖα πού εἶπα νά τά ξέρετε σάν κατήχηση. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά μπορῶ νά κληρονομήσω τήν αἰώνια Βασιλεία; Ὁ Χριστός ἀκολουθεῖ ἕνα δρόμο, καί πάλι ἁπλό καί λιτό, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε ὅλη ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἐκφράσεις τῆς σωτηριολογίας της ἤ στόν δρόμο τῆς νηπτικῆς θεολογίας τῆς καθάρσεως. Νά ἀκολουθήσουμε λοιπόν τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ γιατί εἶναι δρόμος μας, ὁ ὁποῖος πιάνει, ὅπως εἶπα, καί τό πρόσωπό μας καί τά κοινωνικά δεδομένα μετά ἀπό τό πρόσωπό μας.
Ξεκινάει πρῶτα-πρῶτα ὁ Χριστός ἀπό μερικές προτάσεις τοῦ Δεκαλόγου: «Οὐ μοιχεύσῃς, οὐ κλέψῃς, οὐ φονεύσῃς». Πρῶτα-πρῶτα ξεκινάει ἀπό τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ἀνθρωπίνων πραγμάτων πού τά ἀντιμετωπίζεις λανθασμένα. Τό «οὐ μοιχεύσῃς» σημαίνει μιά διαστρέβλωση μιᾶς ἀνθρώπινης λειτουργίας, ὅπου μιά ἀνθρώπινη λειτουργία διαστρεβλώνεται καί λειτουργεῖ σάν ἀνάγκη πού καταστρέφει τό πρόσωπό σου. Ἄρα ξεκινάει ὁ Χριστός ἀπό τίς προσωπικές στάσεις καθάρσεως πάνω στά προσωπικά μας πάθη πού προέρχονται ἀπό λανθασμένη ἀντιμετώπιση λεγομένων λανθασμένων ἀναγκῶν. Ἀκόμη καί τό «οὐ κλέψῃς»: μιά λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. Ἡ πείνα εἶναι ἕνα δεδομένο ἀνάγκης, ἀλλά [ἡ κλεψιά εἶναι] λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας.

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,


ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 17-2-2006.

Νά δοῦμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας.

Α. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στή δική μας ἁγιογραφία ἀπεικονίζεται ὡς ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη, ὡς Κάθοδος στόν Ἅδη, γιατί τό γεγονός τό λειτουργικό τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, λειτουργεῖται ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό. Πῆρε ἀνθρώπινη μορφή καί μόνος Του δέχεται θάνατο, πού σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει στό θάνατο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] καί ἡ ψυχή Του καί τό σῶμα Του ἦταν ἑνωμένα ὑποστατικά μέ τή θεία φύση [Του]· αὐτό πού δέν συμβαίνει μέ μᾶς, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό. Ἐκεῖνος εἶναι Ἐκεῖνος ὅπου συγκρατεῖ τή συνάφεια ψυχῆς καί σώματος. Δηλαδή, ἄν πάρω [στό χέρι μου] δυό μολύβια, [καί ὑποθέσω] τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή καί τό ἄλλο εἶναι τό σῶμα, αὐτά εἶναι μαζί γιατί τά συγκρατεῖ καί τά δύο τό χέρι μου. Ἄν αὐτή ἡ ἑνότητα, πού λέγεται ἄνθρωπος ἐδῶ στό συμβολισμό μέ τά μολύβια, θελήσει οἰκείᾳ βουλήσει καί οἰκείῳ θελήματι νά φύγει ἀπό τό χέρι μου -εἶναι ἐλεύθερη νά τό κάνει- τότε θά διαλυθοῦν. Σημαίνει [ὅτι] ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο καί κρατοῦσε στά χέρια Του αὐτή τήν ἑνότητα. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ὁδηγεῖ στό θάνατο, πού σημαίνει [ὅτι] ὁ θάνατος [εἶναι ἡ] διάσταση ψυχῆς καί σώματος.
Στό Χριστό συμβαίνει τό ἴδιο γεγονός· ἔχει σῶμα καί ψυχή, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι στόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή. Τά συγκρατεῖ Ἐκεῖνος, ἀλλά ἐδῶ δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φύγει ἀπό τόν ἑαυτό Του. Ἡ μόνη περίπτωση εἶναι ἡ παρέμβαση ἡ ἐξωτερική ἑνός φόνου [πού ἔγινε μέ τήν σταύρωσή Του]. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, χωρίζεται μέν ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί τά δύο παραμένουν ὑποστατικά, μέ τό χέρι μου πού συμβολίζει [στό παράδειγμά μας] τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] ὁ θάνατος εἶναι ἄλλου εἴδους θάνατος, ὅτι ὑπάρχει [μέν] διάσταση ψυχῆς-σώματος, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀνάσταση, γιατί αὐτά δέν ἔφυγαν μακριά ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό.
Αὐτό συμβαίνει καί σέ μᾶς. Ζώντας κοντά στήν Ἐκκλησία ἑνώνουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα, σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, μέ τό Θεό καί ἔτσι τό προσωρινό μας διάβα μέσα ἀπό τό θάνατο, κατά ἄκρα φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος εἶναι ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγήσει στό τέλος στήν ἕνωση, ἐπειδή θά εἴμαστε ἑνωμένοι· καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μέ τόν Χριστό. Βλέπετε, ἡ ψυχή πάει κοντά στό Χριστό καί εἶναι ἁγία ψυχή, προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί τά σώματα, παρόλο πού εἶναι νεκρά σώματα καί διαλύονται, εἶναι ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ σώματος ἑνωμένα μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό βλέπετε τά σώματα τῶν ἁγίων λειψάνων βρύουν ἰάματα καί ἀναβλύζουν ἰάσεις καί ἀναβρύζουν εὐωδίες. Τί συμβαίνει πάνω σέ αὐτά τά ὑπολείμματα τοῦ σώματος, πάνω σέ ἐλάχιστα τμήματα ἀπό ὀστᾶ; Συμβαίνει ἡ Xάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά ἔχουν καί ἄλλο χρῶμα καί νά βγάζουν ἰάματα καί νά ὑπάρχουν οἱ μυροβλύσεις.
Ἄρα λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τήν κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα διάσταση ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὄχι τή διάσταση ἀπό τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, ἡ νίκη πάνω στό θάνατο συμβαίνει ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πηγαίνει ὅπου πήγαιναν ὅλες οἱ ψυχές, στόν Ἅδη, ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί [γι᾿ αὐτό] νικιέται ὁ θάνατος, νικιέται ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος αὐτό δέν τό προσέμενε. Δέν εἶχε προσμονή ἤ προσδοκία ὅτι θά μποροῦσε κάποιος ἄνθρωπος νά τόν νικήσει. Γι᾽ αὐτό εἶχε πάντοτε ἀμφιβολία ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί γι᾽ αὐτό ἔσπρωξε τά πράγματα γιά νά Τόν δολοφονήσει. Πείστηκε σέ ἕνα σημεῖο πού δέν εἶναι Θεός κι ἐδῶ νικήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη.
Βέβαια, ἄλλη ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη καί ἄλλη ἡ Ἀνάσταση, πού γίνεται τριήμερος. Προσέξτε, τριήμερος, ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες - τριήμερος. Προσέξτε, «τριήμερος ἀνέστη», ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, γιατί τίς μέρες τίς μετρᾶμε, ὅταν μετρᾶμε, π.χ., ἄν ἕνα παιδί γεννήθηκε χθές, σήμερα εἶναι δύο ἡμερῶν. Ἡ πρώτη μέρα μετράει ὡς μέρα. Ὅταν διαβάζουμε τήν εὐχή τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν μετρᾶμε σαραντισμό, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ἄρα τριήμερος ἀνέστη: Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη». Ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τά μέτρα τά ὡρολογιακά, ἀλλά τριήμερος ἀνέστη. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο πολύ αὐτή ἡ διάρκεια, ἀλλά τό μετρᾶμε ὡς τριήμερος, «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη».
Ἔτσι λοιπόν, [σ᾿ αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη], ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς νίκης πάνω στόν Ἅδη ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ μας πάνω στό Σταυρό καί μετά, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἔχουμε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἄν διαβάσετε τίς ὑποσημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό Πηδάλιο, λέει ὅτι εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα. Καί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι οἱ ἁγιογράφοι δέν πρέπει νά ἀπεικονίζουν τά γεγονότα μέ ἕνα γεγονός. Εἶναι πράγματι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἐπέλεξε τό δεύτερο γεγονός νά μήν τό ἀπεικονίζει -τό γεγονός τῆς ἐξόδου μέσα ἀπό τόν τάφο- καί ἐπέλεξε συλλογικά, συνοπτικά, γενικῶς τήν Ἀνάσταση νά τήν ἀπεικονίζει ἀπό τά προοίμιά της, γιατί ἀνάσταση σημαίνει νίκη πάνω στό θάνατο, δέν σημαίνει ἔξοδος ἁπλῶς ἀπό μιά δυσκολία. Ὑπάρχουν πολλοί Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς νά διαβάσετε, πού αὐτό τό γεγονός ἀλλιῶς τό πιάνουν, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο. Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη.
Παρόλο πού στή θεολογία τῶν χρωμάτων εἴμαστε πιό ἐφεκτικοί, δηλαδή πιό συγκαταβατικοί, σέ προσβάσεις πού κάνουν οἱ ἁγιογράφοι, στό σκίτσο καί στίς μορφές δέν κάνουμε συγκατάβαση, δέν ἀλλάζουμε τή θεολογία τῆς εἰκόνας πού παίζεται πάνω στό σκίτσο. Οἱ ἁγιογράφοι μπορεῖ νά «παίξουν» μέ τά χρώματα. Ἄλλοι ἁγιογράφοι μπορεῖ νά κάνουν τόν Χριστό μέ ἄλλο χρῶμα ἐνδύματος, [γιά παράδειγμα] νά κατέβει μέ λευκά ἐνδύματα. Δέν στεκόμαστε τόσο πολύ. Βάζει, ὅμως, ἕνα ἔνδυμα γιατί κατεβαίνει «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς»· «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς... καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Προσέξτε, «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν τάφῳ σωματικῶς, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος»- ἦταν παντοῦ. Ἀλλά ἐν Ἅδου εἶναι «μετά ψυχῆς», ἄρα ὁ Χριστός [στόν Ἅδη εἶναι] μετά ψυχῆς. Ἄρα σωστή ἡ ἀντιμετώπιση [τοῦ ἁγιογράφου] πού βάζει ἕνα χρῶμα ρούχου, [ἐπάνω στόν Χριστό].
Κατεβαίνει [ὁ Χριστός] στόν Ἅδη καί συντρίβει τάς πύλας τοῦ Ἅδου. Σταυροειδῶς εἶναι οἱ πύλες, σταυροειδῶς, διά τοῦ σταυροῦ. Οἱ πύλες συνετρίβησαν καί διά τοῦ σταυροῦ συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδου.
Ὅταν πρίν ἀπό λίγα χρόνια κάναμε τήν ἐπέκτασή του ναοῦ, ζήτησα οἱ ξύλινες πόρτες πού εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, νά γίνουν ἀπό αὐτές τίς παρομοιώσεις, πού συμβολίζει καί ἡ ἁγιογραφία [τῆς εἰκόνας τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ μας στόν Ἅδη]. Συμβολισμοί εἶναι αὐτοί, ὅταν μπαίνεις στήν ἐκκλησία, νά θυμᾶσαι τή νίκη πάνω στόν Ἅδη· ποιοί τό θυμοῦνται αὐτό δηλαδή... τρελαμένοι εἶναι κι ἐδῶ... ἀλλά δέν πειράζει, ἄς τό ἀφήσουμε κι αὐτό. Ὁ κόσμος μπαίνει, βγαίνει ἐκεῖ πέρα μέσα. Κάποια διεργασία πολύ βαθιά γίνεται, ἀλλά θαρρεῖς καί μερικές φορές πού δέν ἔπιασες τίποτε. Τρελοί μπαίνουν, τρελοί βγαίνουν, τρελοί... Μακάρι νά βγοῦν τρελοί, τρελοί ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ νά βγοῦν.
Αὐτό λοιπόν συμβολίζουμε, ἔστω μέ τά ξύλα, μέ τίς πόρτες, μέ ὅλα τά ἤθη. [Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος] γιατί δέν βάζουμε μιά πόρτα μεταλλική, νά εἷναι σάν ἕνα κάστρο; Κάτι συμβολίζει μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, κάτι συμβολίζει, μέ ὅλα αὐτά τά μεγέθη· [συμβολίζει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη].
Καί ὁ Χριστός κατεβαίνει [στόν Ἅδη] καί προσλαμβάνει τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Γίνεται μιά πρόσληψη. Ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γίνονται πιά ἅγιοι. Ἀναφέρονται τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Προπατόρων, πού εἶναι πρίν τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε τό Συναξάρι καί ἀναφέρονται ἐπί 15 λεπτά στό Συναξάρι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Τάδε, ὅλων τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων... Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρονται ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά εἶναι ἅγιοι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, [σύμφωνα] μέ τά βιογραφικά δεδομένα, ἔχουν κάποια μετάνοια μετά καί: «Ἐκάθισαν, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Θά τό ἀκούσουμε καί σάν τροπάριο τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι μαζί ἐξέρχονται. Ἐξέρχεται καί ὁ Πρόδρομος, διότι κι αὐτός ἦταν στόν Ἅδη, ἀκόμη καί ὁ Προφητάναξ Δαυίδ. [Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας] ὑπάρχουν κάποιοι παῖδες, κάτι κλειδιά, κάτι ἀντικείμενα, μέ τά ὁποῖα ἐδένοντο. Καμιά φορά κάτω ὑπάρχει καί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραμένει κάτω. Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν βγῆκαν ὅλοι ὅμως. Δέν σημαίνει πού ἦταν γιά ὅλους νίκη πάνω στόν Ἅδη, [κι αὐτό] γιατί δέν τό ἤθελαν. Καί ἄρα παρόλο πού ὁ Χριστός κατεβαίνει καί παρόλο πού ὁ Πρόδρομος προανήγγειλε στόν Ἅδη τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἦταν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅδη, μερικοί δέν βγῆκαν· καί αὐτή εἶναι ἡ κόλαση: Νά ζήσεις τήν ἀκατάληπτη συγκατάβαση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μή θέλεις νά βγεῖς· γι᾽ αὐτό σέ ἄλλες εἰκόνες ἀπεικονίζεται καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια.
Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι ὁ Χριστός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»· εἶναι [ἀπό] τά γεγονότα μετά τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά καί αὐτό [τό γεγονός] προσεγγίζεται ὡς γεγονός ἀναστάσιμο.
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἔξοδο ἀπό τούς τάφους, τούς δικαίους καί τό Χριστό· καί ὁ Χριστός παραμένει νά κρατάει, τό εἰλητάριο. Ἄλλες φορές μέ τό [δεξί] χέρι εὐλογοῦσε καί τώρα αὐτή ἡ εὐλογία γίνεται πρόσληψη. Καί πάνω σέ αὐτή τήν κίνηση -τρομερή κίνηση αὐτή ἡ πρόσληψη- λειτουργεῖ ἡ θεολογία πού παίρνει ἔκφραση, λογική καί γραφική ἔκφραση, μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Εἶναι ρητό τῆς Ἐκκλησίας, καθοριστικό δηλαδή, πῶς [γιά παράδειγμα] πάνω ἀπ᾽ τά νοσοκομεῖα βάζουν ρητά τοῦ Ἱπποκράτη... Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ χειρός, εἶναι αὐτή ἡ πρόσληψη.
Κακή ἀπομίμηση εἶναι αὐτό πού ἔγινε [στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστολικοῦ Παλατιοῦ, τῆς ἐπίσημης κατοικίας τοῦ Πάπα, στήν πόλη τοῦ Βατικανοῦ] τήν Καπέλα Σιξτίνα, πού ὑπάρχει [ζωγραφισμένος] ἐκεῖ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀγγίζει τόν Ἀδάμ μέ τό δάχτυλο. Ἁπλῶς τόν ἀγγίζει νά τοῦ δώσει ζωή μέ ἕναν τρόπο, ἔτσι, «σέ ἀγγίζω». Πολύ ὄμορφη εἰκόνα εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού θέλουμε νά φανερώσουμε [μέ τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία]. Ἐδῶ γίνεται μιά πρόσληψη, ἁρπάζει τόν Ἀδάμ ὁλόκληρο νά τόν βγάλει διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Προσλαμβάνει τόν Ἀδάμ γιά νά τόν θεραπεύσει καί τό χέρι πιά τῆς εὐλογίας γίνεται χέρι προσλήψεως καί ταυτόχρονα [στό ἄλλο χέρι] παραμένει τό εἰλητάριο, μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται. Ἔχει τήν ἐξουσία ὁ Χριστός νά κάνει ὅ,τι κάνει. Παίρνει τήν εὐλογία, νά τό πῶ ἔτσι, νά τό κάνει.

Β. ΤΟ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ

[Έπίσης] μιά ἄλλη ἀπεικόνιση [τῆς Ἀναστάσεως] εἶναι τό κενοτάφιο. Ἔρχονται αἱ μυροφόροι «λίαν πρωΐ, μύρα φέρουσαι». [Εἰκονίζονται] τά μυροδοχεῖα, ὁ τάφος εἶναι κενός, ὑπάρχουν μόνο τά σουδάρια περιτετυλιγμένα καί τά ἐντοπίζει σέ ἕναν τόπο, δηλαδή τό τονίζει τό εὐαγγέλιο, βλέπουν τά σουδάρια, τά σάβανα μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἦταν περιτυλιγμένος, ὅπως λέει τό εὐαγγέλιο, σέ ἕναν τόπο. Ἦταν τακτοποιημένα! Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο γεγονός, φαίνεται δευτερεῦον καί εἶναι πολύ σπουδαῖο γεγονός. Δηλαδή ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος ἄνοιξε τήν ταφόπετρα, καί ὁ ἄγγελος πού παρίστατο ἐκεῖ, ἄς τό ποῦμε ἔτσι -ὁ Χριστός τά κάνει ὅλα, οἱ ἄγγελοι διακονοῦν- μεριμνοῦν ἀκόμη καί γι᾿ αὐτό τό ἀνθρώπινο ἀντικείμενο, τό σουδάριο, νά εἶναι τακτοποιημένο, ὅτι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά τάξη. Περιτυλιγμένο, λέει, εἰς ἕναν τόπο. Ἦταν βαλμένο σέ ἕναν τόπο, τό βρῆκαν περιτετυλιγμένο, ὄχι [δηλαδή] τό πέταξε ὁ Χριστός καί βγῆκε, ὅπως ὅταν ξυπνάει κάποιος τό πρωί, βγάζει, πετάει τά νυχτικά του καί φεύγει, γρήγορα νά βγῶ, νά πάρω ἀέρα, ξέρω ᾽γώ.
Ὅλα ἔχουν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία. Οὔτε μετά τή Λειτουργία λές: Ἐπιτέλους φεύγουμε, τά πετᾶμε ὅλα καί φεύγουμε ἔξω. Καμιά φορά τελειώνει ἡ Λειτουργία καί βρισκόμαστε σά νά εἴμαστε σέ ἕνα χῶρο πού ἔγινε μάχη ἐκεῖ πέρα. Χαρτιά, μολύβια, σκουπίδια, ἀντίδωρα, πρόσφορα... ἕνα τρελό πράγμα. Λέω, τί γίνεται ἐδῶ πέρα; Ὁ λαός πῶς φεύγει ἔτσι, σάν τρελός; Πάει ἔξω... Τί νά κάνει ἔξω; Τρελάθηκε, τά πέταξε ὅλα καί φεύγει; Νά πετάξεις τά πάθη σου πρέπει, ἔτσι καμιά φορά... Ὅλα πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένα καί ἐγώ ἄν δέν δῶ τό ναό τακτοποιημένο δέν μπορῶ νά βγῶ ἀπό τό ναό, νά ποῦμε ἄντε, αὔριο τό πρωί, ξέρω ᾽γώ. Δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα. Ὅλα πρέπει νά ἔχουν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος τάξεως καί μάλιστα οὐρανίου τάξεως· καί λειτουργοῦμε τά πράγματα ὡς οὐράνιο τάξη καί αὐτή τήν τάξη τή μεταφέρουμε στούς χώρους μας, στόν τόπο πού ζοῦμε δηλαδή, στό ὁποιοδήποτε ἁπλό οἴκημα ἔχουμε. Ὅλα νά ἔχουν οὐράνια τάξη, μιά ἁπλότητα καί μιά οὐράνια τάξη. Αὐτά εἶναι πολύ σπουδαῖα πράγματα. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε savoir vivre, ἀλλά ἔχουμε μιά μίμηση, μιά πρόσληψη τῆς οὐρανίου τάξεως στά πράγματα τά ἀνθρώπινα.
[Καί σέ αὐτή τήν εἰκόνα τοῦ κενοταφίου εἰκονίζεται] ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς διακονεῖ καί πάλι τήν Ἀνάσταση, μέ τό γνωστό ραβδί, τό ὁποῖο ὑπάρχει καί στήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, νά λέει «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται».

Αὐτά γιά τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι καθοριστικό γεγονός γιά τή ζωή μας καί, προσέξτε, ἡ Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε νά ἀπεικονίσει τό Χριστό πού ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο, γιατί εἶναι ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἀναλύει μονομερῶς τά γεγονότα τοῦ θριάμβου. Ὁ θρίαμβος ἔχει ἕνα προηγούμενο. Ὁ θρίαμβος εἶναι ἀκριβῶς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς συγκαταβάσεώς Του. Ἄν δέν περάσω ἀπό τή συγκατάβαση, δέν μπορῶ νά πάω στή νίκη. Ἔγινε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, δέν τό εἶδε κανείς, ἡ κάθοδος στόν Ἅδη ἀναφέρεται ἀπό τόν Πέτρο. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος σέ μιά ἀπό τίς καθολικές ἐπιστολές του, προσέξτε, ἀναφέρετε [στό γεγονός τῆς καθόδου στόν Ἅδη], ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια καί αὐτό τό ἁγιογράφημα ἀναφέρεται. Τήν Ἀνάσταση τήν ἀκούσαμε, ἀλλά δέν τήν εἶδε κανείς πῶς ἔγινε, πῶς βγῆκε ὁ Χριστός· καί ἡ Ἐκκλησία προτιμᾶ νά μήν τήν ἁγιογραφήσει, [γιά] νά [μήν] κάνει ἁπλῶς μιά θριαμβολογία. Ἡ Ἐκκλησία μπαίνει στά κατανυκτικά γεγονότα.
Λοιπόν συμφωνῶ ἀπόλυτα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, πού λέει εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἁγιογραφοῦμε μόνο αὐτή τήν παράσταση. Δέν χρειάζεται νά ἁγιογραφήσουμε [τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας] καί μέ τήν ἄλλη ἀπεικόνιση, γιατί θά ἦταν μόνο ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία σκέπτεται πάντα κατανυκτικά καί θέλει νά προβάλλει στό λαό της τόν σταυρό καί τήν κάθοδο, ὄχι ἁπλῶς τόν θρίαμβο, γιατί ὁ λαός θά μείνει στόν θρίαμβο καί θά θέλει μονάχα θρίαμβο. Πόσοι περιμένουν πῶς καί πῶς νά γίνει ἡ Ἀνάσταση, νά φᾶνε κρέας. Ἐλεύθερα πιά τώρα μποροῦν νά ἁμαρτήσουν! Ἄν εἶναι δυνατόν! Γιατί σέ ὅλη τή Σαρακοστή δέν ἔκαναν ἁμαρτίες καί θέλουν νά ἁμαρτήσουν μετά τό Πάσχα. Εἶναι τρελά αὐτά τά πράγματα.
Καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα φοβερό τυπικό, νά ξέρετε ὅτι [σύμφωνα μέ] τό τυπικό, θά ἀρχίσω νά τό ἐφαρμόζω μοῦ φαίνεται, τό Πηδάλιο τό λέει, ὄχι ἐπειδή εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά τήν ἑβδομάδα τή Διακαινήσιμη, μετά τό Πάσχα, γάμοι ἀπαγορεύεται νά γίνουν. Ὄχι γιά τό ἁμαρτωλό τῆς ἱστορίας· γιά νά μή χαθεῖ μέσα στό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, [γιά] νά [μή] μποῦνε ἄλλα γεγονότα πολύ ὄμορφα καί σπουδαῖα. Μέσα ἐκεῖ δέν χωράει καμία ἄλλη ἀνάσταση· καί ἀπαγορεύονται οἱ γάμοι τή Διακαινήσιμη. Καί ἐπειδή τό διάβασα, τό ξαναδιάβασα, λέω τί κάνω ὥς τώρα; Τή Σαρακοστή δέν γίνεται γάμος, θά πεῖ κάποιος. Ἄρα γιατί νά μή γίνεται τήν Ἀνάσταση; Μά δέν εἶναι θέμα ἁμαρτίας. Εἶναι θέμα ἐγκρατείας, ἀσκήσεως καί λαμπροφόρου ἀντιμετωπίσεως τῶν λαμπροφόρων γεγονότων, πιά ὅλα λαμπρύνονται, δέν μπορεῖ ἄλλη λαμπρότητα νά γίνει, εἶναι μιά ἄλλη θεολογία αὐτή. Θά τό ἐφαρμόσω, μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο μές στή Διακαινήσιμο, ἔτσι; Ἀρχίζουμε ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ γάμους. Τό σταυρό σας δηλαδή...
Κοιτάξτε, εἶναι γεγονός σταυρικό [ὁ γάμος]. Εἶναι κι ἄλλη θεολογία, εἶναι σταυρός. Πῶς μέσα στήν Ἀνάσταση [νά] λέω «σταυρέ», «σταυρέ»; Δύσκολο πράγμα. Ἄν δεῖτε τήν Ἀκολουθία, μιλάει γιά σταυρό. Ἔλεγα προχθές σέ κάποια, μά τί λές [ὅτι εἶναι] ὁ γάμος παιδάκι μου; Τί σοῦ ἔλεγα; Ἀνέφερα τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο καί τήν Ἑλένη, πού βρῆκαν τόν Τίμιο Σταυρό. Γιατί τό εἴπαμε ἐκεῖ πέρα, μές στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου; Τί δουλειά εἶχαν; Γιατί βρῆκαν τόν Τίμιο Σταυρό κι ἐσύ τώρα πού παντρεύεσαι βρῆκες τόν τίμιο σταυρό, νά σταυρωθεῖς. Τί μοῦ γκρινιάζεις τώρα; Ἔτσι; Ἄρα μήν στεναχωρήσω τόν κόσμο, ἄν ἀκούει τήν Ἀκολουθία τοῦ Γάμου μέσα στήν Ἀνάσταση καί τοῦ λέω «σταυρός, σταυρός!». Νά περάσει καί μετά νά ἀρχίσουμε νά σκεφτόμαστε σιγά-σιγά τόν σταυρό μας. Καί αὐτό καλό δέν εἶναι; Μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο στή Διακαινήσιμη· θά μαλώσουμε.
Αὐτά. Τί μέ κοιτάζετε παράξενα; Ὅταν μιλήσω γιά γάμους γουρλώνουν τά μάτια σας, δέν ξέρω γιατί...



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρώτηση: Γιατί καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι ἀπεικονίζονται μέ δύο ροῦχα, ἐνῶ τά δύο ροῦχα δείχνουν τίς δύο φύσεις τοῦ [Χριστοῦ];
Ἀπάντηση: Μεταλλαγές στά δευτερεύοντα στοιχεῖα δεχόμασθε. Στά δογματικά στοιχεῖα ὅμως δέν δεχόμασθε. Ποτέ δέν κάναμε θεολογία τῶν δύο ρούχων σέ αὐτούς. Καί [οἱ] ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν ψυχή καί σῶμα ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια, ἄν τό πάρεις ἔτσι, ἀλλά δέν στεκόμαστε ἐκεῖ, [στό] ἄν ἔχει ἕνα ροῦχο μόνο. Κάνουμε μιά δογματική θεολογία προβάλλοντας τό διπλοῦν τῆς φύσης τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα, στόν χρωματισμό καί στά δευτερεύοντα στοιχεῖα, ὅπως τά ροῦχα, δέν στεκόμαστε τόσο αὐστηρά σέ ἕνα θεολογικό κοίταγμα, ὅσο στό σκίτσο. [Αὐτό] μᾶς ἐνδιαφέρει πολύ. Τό κοίταγμα τοῦ σκίτσου εἶναι. Ἡ θεολογία τῶν χρωμάτων παίζει κάπου ἀλλοῦ: πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ κατανυκτικότητα τῶν χρωμάτων. Μήν εἶναι προβαλλόμενα, μήν εἶναι διαφημιζόμενα, μήν εἶναι προκλητικά χρώματα. Θά μάθουμε ὅτι ἀποφεύγονται τά κόκκινα, τά ὁποῖα εἶναι προκλητικά καί ὅτι ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τό κιννάβαρι ὡς κόκκινο, ἤ τό χοντροκόκκινο καί ὄχι τό κόκκινο καδμίου, πού εἶναι χημικό χρῶμα καί εἶναι σκληρό, λαμπροφόρο, προκλητικό, διαφημιστικό κόκκινο. Ὑπάρχει μιά ἄλλη, μυστική θεολογία καί γιά τά χρώματα.

Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μερικές φορές ἀπεικονίζεται καί ὁ διάβολος δεμένος χειροπόδαρα.
Ἀπάντηση: Δέν εἶναι ὁ διάβολος. Εἶναι «ὁ ἁμαρτωλός» καί συμβολίζει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς πού δέν δέχθηκαν νά σηκωθοῦν. Ὁ διάβολος εἶναι ἀποφευκτέο νά ἀπεικονίζεται.

Ἐρώτηση: Γιατί ἔχει κέρατα, ὅμως.
Ἀπάντηση: Κακῶς. Δέν ἔχουμε τέτοια εἰκόνα. Αὐτά παρεισέφρησαν μεταγενέστερα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι δεμένοι κάτω, γιατί μένουν στήν κόλαση οἰκειοθελῶς. Ἐμεῖς τό διάβολο δέν τόν ἁγιογραφοῦμε. Ὑπάρχουν παραστάσεις τέτοιες, ἀλλά ἐμεῖς δέν τίς κάνουμε. Εἶναι μεταγενέστερες εἴσοδοι, πιό ἀνθρωποπαθεῖς, κατά τά μέτρα τοῦ ἁγιογράφου, πού δέν ξέρει βαθιά τά θεολογικά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐρώτηση: Ὁπότε καί αὐτή ἡ εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἤ αὐτή ἡ εἰκόνα πού ἀναχωροῦν οἱ ψυχές καί εἶναι οἱ διάβολοι καί τούς τραβᾶνε;
Ἀπάντηση: Αὐτό δέν εἶναι κἄν εἰκόνα. Εἶναι μιά ζωγραφιά πού εἰκονίζει τήν «Κλίμακα». Δέν εἶναι εἰκόνα, δέν τό βάζουμε δηλαδή τήν ἡμέρα τοῦ Ἰωάννη τῆς Κλίμακας στό προσκυνητάρι. Βάζουμε τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας, δέν βάζουμε τήν «Κλίμακα». Βλέπετε, ἔχουμε εἰκόνα ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀσώτου. Δέν τήν βάζουμε. Εἶναι συμβολική εἰκόνα, δέν εἶναι ὑπαρκτά πρόσωπα. Ἄρα δέν τή βάζουμε στό προσκυνητάρι.

Ἐρώτηση: Κάπου ἔχω διαβάσει ὅτι δέν τά ἄφησε ἐκεῖ μέ τάξη τά σάβανά Του δίπλα στόν τάφο, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀπάντηση γιά τούς ἐπικριτές, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι κάποιοι μπῆκαν μέσα καί ἅρπαξαν τό σῶμα καί ἔφυγαν.
Ἀπάντηση: Καμία ἀντίρρηση, ἀλλά κοίταξε, θά ᾽λεγε, «βρέθηκαν τά σουδάρια», [ἐνῶ] λέει πῶς ἦταν καί ποῦ ἦταν τά σουδάρια, δέν λέει πού βρέθηκαν ἁπλῶς. Περιτετυλιγμένα, εἰς τόπον ἕνα, ὄχι ἀφημένα ὁπουδήποτε. Ναί στήν παρουσία ἀλλά καί πῶς εἶναι, λέει. Εἶναι αὐτό πού λές, ναί, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι καί κάτι ἄλλο πέρα ἀπό αὐτό πού λές.

Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τά σουδάρια φαίνονται ὅτι εἶναι τυλιγμένα σέ σχῆμα σώματος;
Ἀπάντηση: Ναι. Συμβολισμός· ἐδῶ: «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται» ὁ Χριστός, ἀλλά εἶναι κενά τά σουδάρια. Δέν εἶναι αὐτό τό περιτυλιγμένο, κάνει ἄλλη θεολογία [στή συγκεκριμένη εἰκόνα]. Κοιτάξτε, ἡ θεολογία κάνει προσβάσεις καί προσλαμβάνει θεολογικά τά πράγματα. Δέν τυλίγει τό σουδάριο νά τό βάλει στήν ἄκρη. Αὐτό λέει ἡ Γραφή. Εἶναι ἄδειο τό σουδάριο, αὐτό θέλει νά δηλώσει. Γιατί ἄν ἔβαζε μόνο τό σουδάριο [τό περιτετυλιγμένο], θά ἔλεγε κάποιος «δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐκεῖ πέρα μέσα». Ὑπῆρξε καί ἔφυγε. Εἶναι ἄλλη ἡ θεολογική πρόσβαση. Δέν εἶναι ρεαλιστική ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι θεολογική. Αὐτό πού λές ἐσύ εἶναι γραφικό ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει ρεαλιστικό. Πιάστε μερικές «κεραῖες» τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας.

Ἐρώτηση: Ὁ Θεός-Πατέρας δέν ἀπεικονίζεται, αὐτές οἱ εἰκόνες ὅμως ὑπάρχουν γύρω μας.
Ἀπάντηση: Γιά ἐμένα κακῶς ὑπάρχουν. Δέν τίς λέω αἱρετικές, ἀλλά δέν ἔχουμε τέτοια θεολογία. Ἡ παράδοσή μας ποτέ δέν ἔκανε τέτοια εἰκόνα. Ἀφοῦ δέν ἔκανε, γιατί νά τήν κάνω ἐγώ; Εἶναι καθαρά δάνεια ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία καί ἁγιογραφία. Αὐτή ἡ ἱστορία πῶς ἔγινε τήν ξέρουμε πολύ καλά. Ἡ Ρωσία εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες εἰκόνες, ρωμαιοκαθολικές δηλαδή.

Ἐρώτηση: Πῶς ἀναγνωρίζουν οἱ ψυχές τόν Χριστό;
Ἀπάντηση: Μά ἀφοῦ εἶναι ὁ Κτίστης, ὁ Κύριος, πῶς δέν τόν [ἀναγνωρίζουν]; Ὅλοι τόν ἀναγνωρίζουν τόν Χριστό.

Ἐρώτηση: Τόν γνωρίζουν δηλαδή καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἐν Χριστῷ;
Ἀπάντηση: Ἔ, βέβαια. Οἱ πάντες! Ὅλοι θά Τόν δοῦν καί ὅλοι... καί ὁ διάβολος θά Τόν γνωρίσει πού εἶναι ἡ ἀκραία ἀποστασία. Πόσω μᾶλλον οἱ ἄλλοι πού δέν εἶναι διάβολοι.

Ἐρώτηση: Εἶναι ἀποστασία, ἀλλά ἦταν πρίν ἄγγελος. Δηλαδή ἔχει γνώση Χριστοῦ.
Ἀπάντηση: Μά καί ἐμεῖς ἔχουμε. Εἴμαστε εἰκόνα δική Του, ἔ; Ἁπλῶς ἀμαυρώθηκε ὁ νοῦς μας. Ὅλοι Τόν ἀναγνωρίζουν καί ὅλοι θά Τόν δοῦν. Τό θέμα εἶναι πῶς Τόν δέχονται. Τό θέμα δέν εἶναι ἄν Τόν βλέπω - θά Τόν δοῦμε ὅλοι. Ὅλοι. Πῶς θά Τόν δεχθοῦμε ἔχει σημασία, ἄν ἔχουμε ἑτοιμάσει ἀκριβῶς τίς αἰσθήσεις μας γιά νά Τόν δεχθοῦμε.

Ἐρώτηση: Βλέπουμε στήν προηγούμενη εἰκόνα τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Στόν Ἅδη εἴχανε πάει ὅλοι πρίν τήν Ἀνάσταση;
Ἀπάντηση: Οἱ πάντες. Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι. Βλέπετε, ἦταν ὁ Δαυίδ ἐκεῖ πέρα. Ὁ Δαυίδ συμβολίζει ὅλους τούς προφῆτες. Οἱ πάντες! Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωυσῆς, οἱ πάντες! Οἱ πάντες ἦταν στόν Ἅδη.

Ἐρώτηση: Ἐπάνω στήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη, ὅσοι εἶναι ἀπό τήν μία μεριά ἔχουν τόν στέφανο τῶν ἁγίων, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν ἔχουν.
Ἀπάντηση: Γιατί, κοίταξε, ἀπό τήν μία πλευρά ὑπάρχουν μορφές ἤδη ἀναγνωρισμένων ἁγίων. Εἶναι ὁ Δαυίδ, εἶναι ὁ Πρόδρομος πού εἶναι ἤδη ἀναγνωρισμένοι ἅγιοι. Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχουν μορφές ἀγνώστων ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν δηλαδή ὅλοι, οἱ πάντες, πού δέχτηκαν νά βγοῦν ἀπό τόν Ἅδη. Ἄγνωστοι, ἀνώνυμοι, γνωστοί καί ἐπώνυμοι... «Πᾶς» θέλει νά πεῖ οἱ πάντες!



Ὄνειρα ὀνειροπόλου ρεαλιστοῦ μή φαντασιόπληκτου ἀντιρομαντικοῦ.π. Στρατηγοπουλου



Δέν εἶμαι ρομαντικός. Δέν εἶμαι καθόλου ρομαντικός. Δέν μ᾽ ἀρέσει νά φαντάζομαι. Τά νηπτικά κείμενα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀφήνουν καί πολλά περιθώρια γιά τή φαντασία. Μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ δρόμους πλάνης. Οὔτε καί τά ὄνειρα μποροῦν νά στηρίξουν τό ρεαλισμό τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς.
Ὅλα αὐτά δέ μ᾽ ἐμποδίζουν νά σχεδιάζω στό νοῦ μου τό ἐπιθυμητό μέλλον τῆς Ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς. Ἐπειδή ὅμως ἡ λέξη «σχεδιασμός» ἔχει φθαρεῖ κάτω ἀπό τή φόρτιση τῶν τεχνολογικῶν ἀναπτυξιακῶν προγραμμάτων, ἐπιτρέψτε μου νά χρησιμοποιῶ τή λέξη «ὄνειρο» καί τή λέξη «ὀνειροπόλος» στή θέση τῶν τεχνοκρατικῶν ὅρων «σχέδιο» καί «προγραμματισμός».
Μπορῶ τώρα, πλέον, νά ἀναπτύξω, λιτά, τά ἱεραποστολικά μου ὀνειροπολήματα.

Ὄνειρο α᾽: «Οἱ ἐργάται τοῦ θερισμοῦ».
Ὀνειρεύομαι, στά πιό συγκρατημένα ὀνειροπολήματά μου, τήν ἔνταξη εἴκοσι κληρικῶν, στό ἔργο τοῦ ἱεραποστολικοῦ θερισμοῦ στά ἔθνη.
Αὐτό τό εἴκοσι, πρίν νά τό πῶ τό μελέτησα πολύ· εἶναι ὁ ὁριακός ἀριθμός πού θ᾽ἀλλάξει ἄρδην τόν ἱεραποστολικό χάρτη τῆς Ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς. Μπορεῖ νά φαίνονται ὀλίγοι συγκρινόμενοι μέ τά μεγέθη τῆς παγκόσμιας κοινότητας. Κι ὅμως εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς ἀποστόλους καί εἶναι ἀρκετοί γιά μιά οὐσιαστική τομή στήν ἱεραποστολή, ἀρκεῖ νά πληροῦν μιά προϋπόθεση. Νά κάνουν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία κι ὄχι στό θέλημά τους καί νά δεχθοῦν νά ἐκπαιδευθοῦν γιά νά γνωρίσουν τή σάρκα τῶν τόπων, πού θά διακονήσουν.
Ἐμεῖς ἀναλαμβάνουμε τό δεύτερο σκέλος.
Ἐκεῖνοι, οἱ εἴκοσι, τή διάθεση γιά τό πρῶτο σκέλος.

Ὄνειρο β᾽: «Τ᾽ ἀνοικτά παράθυρα στόν κόσμο».
Τό ἀνοικτό παράθυρο στέλνει πάντα ἕνα μήνυμα: Προετοιμάζει γιά τήν κατάλληλη ἔνδυση πού χρειάζεται στήν ἐπικείμενη ἔξοδο. Ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία ἀπαραίτητη γιά τήν περίπτωση. Ὀνειρεύομαι κάποιοι ν᾽ ἀφιερώσουν χρόνο σπουδῶν καί εἰδικοτήτων σέ καταξιωμένους τομεῖς, ὅπως ἡ ἀφρικανολογία, ἡ ἀσιολογία, ἡ λατινοαμερικανολογία καί ἡ τριτοκοσμική γλωσσολογία.
Μερικά χρόνια σπουδῶν στούς ἴδιους τόπους θά ἰσχυροποιήσει τή γνώση στά μετόπισθεν.

Ὄνειρο γ᾽: «Ἡ ἐνότητα καί ὁ συντονισμός τῶν ἐλεύθερων σκοπευτῶν».
Ὀνειρεύομαι, κι ἄς στενοχωροῦνται μερικοί, τήν ἑνότητα ὅλων τῶν ἐλευθέρων σκοπευτῶν τῶν ἱεραποστολικῶν συλλόγων, συλλογίσκων, σωματείων, ὀργανισμῶν, κέντρων, ἀποκέντρων, συνεργῶν, συμπαραστατῶν, φίλων καί ἀκροβολιστῶν σέ μιά κοινή προοπτική, σέ ἕνα κοινό ἔργο.
Ὀνειρεύομαι νά μήν ὑπάρχει ἡ ἰδιωτική προβολή τοῦ ἔργου, ἀλλά ἡ ταπεινή προσφορά τῶν πάντων χωρίς ἀπαίτηση γιά ἀναγνώριση. Ἡ ἱεραποστολή θά προχωρήσει μόνο ὅταν δεχτοῦμε νά ὑπηρετήσουμε ἀνώνυμα τόν ἕνα σκοπό κι ὄχι ἐπώνυμα τούς δικούς μας σκοπούς.

Ὄνειρο δ᾽: «Ἡ ἱεραποστολή τῆς σιωπῆς».
Ὀνειρεύομαι τή μεταφύτευση τοῦ ἡσυχασμοῦ καί τοῦ κοινοβιατισμοῦ ὀρθοδόξων μοναστηριῶν στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς.
Ὀνειρεύομαι νά ὑπάρχουν δείγματα τοῦ μοναστικοῦ κάλλους στίς χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου.
Ὀνειρεύομαι νά μεταβοῦν ἐκεῖ καί νά διδάξουν τήν ἀσκητική σιωπή.
Ὀνειρεύομαι νά μεταβοῦν ἐκεῖ καί τίποτε ἄλλο. Μόνο νά μεταβοῦν καί νά σωπαίνουν ἀσκητικά.

Ὄνειρο ε᾽: «Οἱ γιατροί τῆς Ἱεραποστολῆς».
Ὀνειρεύομαι νά βρισκόμαστε παρόντες σέ τόπους δυστυχίας, πόνου, ἐπιδημιῶν καί ἀνθρώπινης τραγωδίας. Κι αὐτό ὄχι γιά ν᾽ ἀντιγράψουμε ἤ ἀντιπαραταχθοῦμε σέ παράλληλες θετικές διεθνεῖς προσπάθειες.
Ὀνειρεύομαι νά ὑπάρχουμε στούς χώρους τοῦ πόνου, ἐπειδή δέ μπορῶ ν᾽ ἀνεχθῶ ν᾽ ἀπουσιάζουμε.

Ὄνειρο στ᾽: «Διορθόδοξοι συλλογισμοί».
Ὀνειρεύομαι τή σύσταση διορθόδοξου ὀργάνου γιά τήν ἱεραποστολή. Μόνο μέσα ἀπό τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας στά μικρο - καί μακρο - μεγέθη της μποροῦμε νά ἐλπίζουμε.

Ὄνειρο ζ᾽: «Ὀρθόδοξη παιδεία».
Ὀνειρεύομαι τή μετάβαση τῆς Ὀρθόδοξης πανεπιστημιακῆς κοινότητας γιά πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, στούς χώρους τῆς ἱεραποστολῆς, γιά τήν καλλιέργεια τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στούς τόπους. Τό ἑλλαδικό ἀνθρώπινο δυναμικό εἶναι καί πλούσιο καί καταρτισμένο. Προσφορά μερικῶν ἑβδομάδων σέ ὀρθόδοξα παιδαγωγικά κέντρα στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς θά ζυμώσει τή θεολογία στούς τόπους. Τό ζύμωμα στούς τόπους εἶναι πολύ πιό οὐσιαστικό ἀπό τή γνωστή μορφή τῶν σπουδῶν τῶν ξένων στήν Ἑλλάδα.

Ὄνειρο η᾽: «Τά ὄνειρά μου νά μήν μείνουν ὄνειρα».
Καί πιστέψτε με πώς στό βάθος τῆς καρδιᾶς μου εἶμαι βέβαιος πώς δέν ὀνειρεύομαι.

† π.Κ.Σ.
Πηγή: Πάντα τά ἔθνη. Τριμηνιαῖο ἱεραποστολικό περιοδικό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔτος ΙΘ᾽, τεῦχος 76, Ὀκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 2000, σελίδα 3.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Τό νόημα τῆς ζωῆς............(Anthony Bloom -Metropolitan of Sourozh).




(Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε συνέντευξη μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρὸζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας δημοσιεύουμε πιό κάτω)



Τ.Ο.:Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ σας καμιὰ συγκεκριμένη στιγμὴ μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτὸ ἔγινε σὲ διάφορα στάδια. Μέχρι τὰ μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καὶ ἐπιθετικὰ ἀντιεκκλησιαστικός. Δὲν γνώριζα τὸ Θεό, δὲν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτὸν καὶ μισοῦσα καθετὶ σχετικὸ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καὶ ὅλα αὐτά, παρὰ τὰ «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τὰ δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωὴ μας ἦταν πολὺ δύσκολη. Δὲν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ἐγὼ ἤμουνα ἐσωτερικὸς σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρό, βίαιο θὰ ἔλεγα. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη καὶ αὐτὸ ἦταν μία πραγματικὴ εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι, σὲ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νὰ βρεῖ μιά τέλεια εὐτυχία, καὶ ὅμως αὐτὸ συνέβαινε. Τότε γιὰ πρώτη φορά, μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νὰ πῶ πώς, πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι ποὺ μὲ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μὲ ἔστειλαν σὲ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα ποὺ θὰ ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπό μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη ποὺ τὴν σκορποῦσε στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγάπη του δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ ἂν εἴμαστε καλοί, καὶ δὲν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νὰ μᾶς ἀγαπάει χωρὶς προϋποθέσεις. Ποτὲ πρὶν στὴ ζωή μου δὲν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους ποὺ μ’ ἀγαποῦσαν στὸ σπίτι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δὲν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν προσπάθησα νὰ δώσω καμιὰ ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλὰ βρῆκα σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ μὲ προβλημάτιζε καὶ ταυτόχρονά μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πιὰ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μὲ μία ἀγάπη ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Δηλαδὴ μοιραζόταν μαζί μας τὴ θεία ἀγάπη. Ἤ, ἂν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ πλατιά, μὲ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπὸ τὸν πόνο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ πάντα μέσα στὴν ἴδια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχα.


Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετὰ ἀπὸ αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στὸ σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικὸς καὶ ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ζώντας μὲ τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τὴν πλήρη εὐτυχία, ἀλλὰ τότε συνέβηκε κάτι τὸ τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικὰ ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἂν δὲν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δὲν μποροῦσα, λοιπόν, νὰ δεχτῶ μία ἄσκοπη εὐτυχία. Γιὰ νὰ ξεπεράσεις τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ὑποφέρεις τὰ βάσανα ἀποβλέπεις σὲ κάτι ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σὲ κάτι, γι’ αὐτὸ ἡ εὐτυχία μοῦ φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πὼς ἔπρεπε νὰ δώσω στὸν ἑαυτό μου μία προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νὰ ἀνακαλύψει ἂν ἡ ζωὴ εἶχε ἡ ὄχι κάποιο νόημα. Ἂν στὸ διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νὰ μὴ συνεχίσω νὰ ζῶ, νὰ αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καὶ πῶς βγήκατε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νὰ ψάχνω γιὰ κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπὸ κεῖνο ποὺ μποροῦσα νὰ βρῶ μέσα στὶς σκοπιμότητες. Τὸ νὰ σπουδάζει κανεὶς νὰ γίνει χρήσιμος στὴ ζωὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σὲ ἄμεσους σκοποὺς καὶ ξαφνικὰ ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν ἄδεια, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τὸ δραματικὸ καὶ καθετὶ γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρὸ καὶ ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καὶ τίποτε στὸν ὁρίζοντα, νόημα δὲν φάνηκε πουθενά! Μία μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στὸ Παρίσι- ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήσει. Ἔλα καὶ σὺ στὴ συγκέντρωση». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ τὸν ἀκούσω. Δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετὰ ἔξυπνα τὸ θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του.

«Μὴν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιὰ μιά τυπικὴ παρουσία». Ἔ! μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴ νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στὴν ὁμιλία καὶ ἔμεινα μέχρι τὸ τέλος. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις ποὺ μὲ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικὰ ἀπ’ ὅτι ἐγὼ πίστευα, ποὺ ἤθελα βαθύτατα νὰ τὰ ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐλέγξω ἂν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴ μητέρα μου ἂν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δώσει. Ἤθελα πολὺ νὰ διαπιστώσω ἂν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὴν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δὲν περίμενα τίποτα καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομότερο. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω ἄδικα τὸ χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῷ διάβαζα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου καὶ πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτὲ ἕως τώρα δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει.


Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν Παρουσία του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι καθετὶ ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καὶ αὐτό, γιατί τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Τὴν ἱστορία πρέπει νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔμαθα ἀπὸ προσωπικὸ γεγονός.

Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σὰν μία ἱστορία τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ μένα, ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέρισε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτὴ ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία πού εἴχατε, παρέμεινε σὲ ὅλη σας τὴ ζωή; Δὲν ὑπῆρξε κάποια ἐποχὴ πού νὰ ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι μερικὰ πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικὰ δὲν πῆρα σὲ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλὰ ἔχοντας ζήσει αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιὰ βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει γιὰ μένα πίστη. Ἀπὸ τὴ μία, δηλαδή, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ἔτσι ποὺ νὰ ἔχει μέσα του σύγχυση καὶ περιπλοκές, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως νὰ διερωτᾶται μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Νὰ ἔχεις, δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀμφιβολίας ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ ρωτᾷς, νὰ ἀνακαλύπτεις ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ θέλεις διαρκῶς νὰ ἐρευνᾷς.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος Μπλοὺμ

Ὁ Μητροπολίτης τοῦ Σουρόζ, Ἀντώνιος Μπλούμ, γεννήθηκε στὴ Λωζάνη τῆς Ἐλβετίας στὶς 19 Ἰουνίου 1914. Τὰ παιδικά του χρόνια τὰ πέρασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Περσία. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν μέλος τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διπλωματικοῦ Σώματος τῆς Ρωσίας. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀδελφή τοῦ σκηνοθέτη Ἀλεξάνδρου Σκριάμπιν.

Ἡ οἰκογένεια του ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Περσία στὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης καὶ ἦρθε στὸ Παρίσι ὅπου ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος σπούδασε. Πῆρε τὸ πτυχίο τῆς Φυσικῆς, τῆς Χημείας καὶ τῆς Βιολογίας. Κατόπιν ἔγινε διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ.

Στὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ὑπηρέτησε σὰν ἀξιωματικὸς στὸ Γαλλικὸ στρατὸ μέχρι τὴν πτώση τῆς Γαλλίας. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε σὰν χειρουργὸς σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο τοῦ Παρισιοῦ καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση.


Τὸ 1943 ἐκάρει μοναχός, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐξασκοῦσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ γιατροῦ στὸ Παρίσι. Τὸ 1948 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τὸ 1949 πῆγε στὴν Ἀγγλία σὰν Ὀρθόδοξος Ἐφημέριος τοῦ Συνδέσμου: «Ἅγιος Ἀλβανὸς καὶ Ἅγιος Σέργιος». Τὸ 1950 διορίστηκε ἐφημέριος στὴν Ὀρθόδοξη ἐνορία τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου στὸ Λονδίνο. Τὸ 1958 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ τὸ 1962 Ἀρχιεπίσκοπος ἀναλαμβάνοντας τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὴν Ἰρλανδία. Τὸ 1963 ὁρίσθηκε Ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ τὸ 1966 πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ Μητροπολίτου.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος πῆρε ἐνεργὸ μέρος τόσο στὶς διεκκλησιαστικὲς ὅσο καὶ στὶς Οἰκουμενικὲς δραστηριότητες. Ἦταν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961 καὶ στὴ Γενεύη τὸ 1966.

(Σημ. Ἐκοιμήθη τό 2003)

http://dosambr.wordpress.com

Φώς Χριστού φαίνει πάσι» και «Κατενθυνθήτω» στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων




 
 
«Φώς Χριστού φαίνει πάσι» και «Κατενθυνθήτω»
στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων


Παναγιώτη Ι. Σκάλτση

       Από τα ωραιότερα στοιχεία της Προηγιασμένης, χαρακτηριστικά της Λειτουργίας αυτής ως εσπερινής σύναξης, είναι ο σταυροειδής φωτισμός - ευλογία1 του λαού με τη σχετική εκφώνηση «φώς Χριστού φαίνει πάσι», και η ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...»2 μετά από τα αναγνώσματα.

Το πρώτο λέγεται από τον ιερέα μαζί με το «Σοφία ορθοί»3 μετά το Παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα από τη Γένεση, το δεύτερο προκείμενο πού ακολουθεί, και το Κέλευσον πού λέει ο αναγνώστης.4 Τότε ο ιερέας κρατώντας θυμιατό στο δεξί χέρι και λαμπάδα, μανουάλιον μετά κηρού, στο αριστερό, στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και φωτίζει σταυροειδώς το λαό, λέγοντας το «Σοφία-ορθοί». Κατόπιν σφραγίζει σταυροειδώς πάλι το λαό, λέγοντας το «φως Χριστού φαίνει πασι».5

Για τη λειτουργική και θεολογική σημασία αυτής της ευλογίας έχουν εκφρασθεί διάφορες απόψεις. Κατά μίαν ερμηνεία το «φως Χριστού»... αναφέρεται στα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, των οποίων οι συγγραφείς φωτίσθηκαν και εμπνεύσθηκαν από το φως του Χριστού. Επομένως, πρέπει να σχετισθούν με το αληθινό φως της θεογνωσίας πού πηγάζει από το Χριστό και να ερμηνευθούν στην προοπτική του ευαγγελικού φωτός.6

Ο Σμέμαν μιλά για την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού7, και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δικαιολογεί την ένταξη της εν λόγω φράσης μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων ως εξής• "Η μεν Γένεσις τα απαρχής διηγείται, την δημιουργίαν των όντων και την έκπτωσιν τού Αδάμ. Η Παροιμία δε αινιγματωδώς τα περί τού Υιού τού Θεού εκδιδάσκει και τοις δι' αυτού υιοθετηθείσι παραινεί, ώσπερ υιοίς, και Σοφίαν αυτόν τον Υιόν ονομάζει και οίκον οικοδομήσαι εαυτή λέγει, το πανάγιον αυτού σώμα, ... και φώς εστί τα άνω και τα κάτω φωτίζων".8

Το αισθητό, λοιπόν, φώς πού ευλογείται και ανάπτεται την ώρα αυτή γίνεται τύπος του Χριστού, της Σοφίας του Θεού, για την οποίαν αινιγματωδώς κάνουν λόγο οι Παροιμίες•9 "τι δε τύπον του αληθινού φωτός Ιησού Χριστού σημαίνει τούτο το φώς".10

Ορισμένοι επίσης συνδέουν "το φώς Χριστού" με τους κατηχουμένους και κυρίως τους φωτιζόμενους, οι οποίοι από τα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προετοιμάζονταν για το βάπτισμα πού γινόταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το φώς του Χριστού φαίνει πάσι, και περισσότερο στους φωτιζόμενους,11 των οποίων μάλιστα σε μία ευχή ζητείται ο καταυγασμός της διάνοιάς των.12 Το φώς του βαπτίσματος, ενσωματώνοντας τους κατηχουμένους στο Χριστό, θα ανοίξει το νου τους στην κατανόηση των ρημάτων Του.13

Ο συσχετισμός αυτός όμως, σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, είναι εντελώς εξωτερικός• Στην εσπερινή σύναξι δεν παρίσταντο μόνον οι κατηχούμενοι και οι φωτιζόμενοι, αλλά και οι πιστοί. Το φώς Χριστού εξ άλλου λέγεται σ' όλες τις Προηγιασμένες και προ της Τετάρτης της Μεσονηστισίμου εβδομάδος ημέρες, κατά τις οποίες δεν παρίστατο η τάξις των φωτιζόμενων, γιατί δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί. Αλλά και κατά τον Γ αιώνα, οπότε για πρώτη φορά απαντά το «φώς Χριστού..» στην Προηγιασμένη14, οι διακρίσεις των τάξεων των κατηχουμένων είχαν πιά ατονήσει.15
Οι ρίζες επομένως της λειτουργικής αυτής πράξης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού, και οπωσδήποτε στο αρχαϊκότατο έθος, κατά το οποίο η υποδοχή του φωτός, το άναμμα των λύχνων στην εσπερινή σύναξη της Εκκλησίας συνοδευόταν με ύμνους, ευλογίες και επευφημίες.
Για τη συνήθεια αύτη μιλούν σαφέστατα ο Τερτυλλιανός,16 ο Ιππόλυτος Ρώμης17 κ.ά.18 Χαρακτηριστική βεβαίως είναι η μαρτυρία του Μεγάλου Βασιλείου, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες μας υποδέχονταν την χάριν τον εσπερινού φωτός όχι σιωπηλά, αλλά με ευχαριστία και με σχετικό ύμνο, την αρχαίαν φωνήν, το γνωστό δηλαδή τροπάριο του Εσπερινού, φως ιλαρόν, πού το έλεγε ο λαός.19
Ανάλογη επευφημία κατά την υποδοχή και ευλογία του εσπερινού φωτός είναι και το «φως Χριστού φαίνει πάσι», πού διασώθηκε στην Προηγιασμένη ως κατάλοιπο της αρχαίας εσπερινής λατρευτικής πράξης. Είναι ένα είδος αναδίπλωσης του επιλυχνίου ύμνου «φως ιλαρόν...»20
Κατά παλαιά συνήθεια το «φως Χριστού...», φράση πού τον τέταρτο-πέμπτο αιώνα τη βρίσκουμε χαραγμένη ολόκληρη ή συντετμημένη σε λυχνίες21, το έλεγε ο διάκονος, ο οποίος μετέφερε και την αναμμένη λυχνία στην εσπερινή σύναξη του Ναού.22 Ήταν κατά κάποιον τρόπο σύνθημα για το άναμμα των φώτων, τα οποία μέχρι την ανάγνωση των Παροιμιών στην Προηγιασμένη ήσαν κλειστά.23
Από το φως Χριστού... άρχιζε ουσιαστικά και το έργο του νεωκόρου. Αυτό φαίνεται και από ορισμένες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες το «Κέλευσον» δεν το έλεγε ο αναγνώστης, αλλά ο κανδηλάπτης, ζητώντας τρόπον τινά την άδεια να επιτελέσει το υπούργημά του.24

Τον αρχαίο τρόπο ανάμματος, μεταφοράς από το διάκονο και ευλογίας του εσπερινού φωτός στη λειτουργία των Προηγιασμένων, μας τον διασώζουν τόσο τα λειτουργικά χειρόγραφα, όσο και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Κατ αυτόν η σταυροειδής σφράγιση και ευλογία του λαού δε γινόταν από το ιερό βήμα, αλλα από το μέσον του Ναού.

Εκεί κατέληγε ο διάκονος εν πομπή, μετά την ευλογία του φωτός πού ζητούσε από τον ιερέα,25 κρατών την λαμπάδα και το θυμιατήριον και προπορευόμενων των αναγνωστών... Και πληρωθείσης της Γενέσεως, φαίνεται ευθύς μετά των φώτων, τας βασιλικάς πύλας εισιών, ανισταμένων απάντων. Ος και εις το μέσον στας του Ναού, ποιείται σταυρού τύπον τω θυμιατηρίω εκφώνως λέγων «Σοφία ορθοί. Φώς Χριστού φαίνει πάσι.» Και εις το άγιον βήμα εισέρχεται.26
Η εισόδευση του διακόνου στο μέσον του Ναού, κατά τη μαρτυρία του Τυπικού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του ιγ' αιώνα, δε γινόταν μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων, αλλα αμέσως μετά από αυτά. Και εις το τέλος των δύο αναγνωσμάτων λαμβάνει ο διάκονος το μανουάλιον και εισοδεύει λέγων το «φώς Χριστού φαίνει πάσι. Και ευθέως λέγει ο διάκονος Σοφία» και ο πρεσβύτερος «Ειρήνη πάσι» και ο ψάλτης το «Κατευθυνθήτω».27 Αυτή ήταν και η αρχική θέση του «φώς Χριστού...», πού σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με τα αναγνώσματα, αλλα με το «Κατευθυνθήτω». Η μετάθεσίς του μεταξύ των αναγνωσμάτων έγινε αργότερα, προφανώς για να δοθή χρόνος για το άναμμα των φώτων του Ναού, ώστε κατά το «Κατευθυνθήτω» να είναι ο Ναός φωταγωγημένος.28
Από το σημείο μάλιστα αυτό αλλάζει και το κλίμα της όλης ακολουθίας και εισερχόμαστε στο κύριο μέρος της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πού είναι η Θεία Κοινωνία. Το αξιοπαρατήρητο δε, πού εδώ μας ενδιαφέρει, είναι η επανάληψη του «Κατευθυνθήτω», δευτέρου στίχου του 140ου ψαλμού, και η κατανυκτική ψαλμωδία του έξι φορές από τον ιερέα και τους χορούς29, ενώ ο ιερέας θυμιά την Αγία Τράπεζα.30
Ο τρόπος ψαλμωδίας του, ως εφύμνιο δηλαδή μετά από κάθε στίχο και συγκεκριμένα τους 1, 3 και 4 του ψαλμού, με «Δόξα... Και νυν...» και με επανάληψη του μελωδικότερα στο τέλος ως περισσή31, μοιάζει με την ψαλμωδία των αντιφώνων του ασματικού τυπικού.32 Φαίνεται έτσι η σύνδεσή του με τον ασματικό εσπερινό, με τον οποιον αρχικά ήταν συνδεδεμένη η Προηγιασμένη στις ενορίες.33

Η όλη του επίσης δομή μοιάζει με αυτήν των προκειμένων. Ένας στίχος προτάσσεται του ψαλμού (πρόκειται) και προψάλλεται, ενώ υποψάλλεται ύστερα κατά τη στιχολογία του ψαλμού ολοκλήρου ή ορισμένων στίχων αυτού.34
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το «Κατευθυνθήτω» αντιστοιχεί προς το προ του Αποστόλου προκείμενο ή το προ του Ευαγγελίου Αλληλουϊάριο35 και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως «Κοινωνικό» πού ψαλλόταν σε μια εποχή πού η λειτουργία των Προηγιασμένων ήταν στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της.36 Άλλωστε αυτό δείχνει και το γεγονός ότι στα χειρόγραφα του «Κατευθυνθήτω» προηγείτο το «Σοφία» ή το «Πρόσχωμεν» ή το «Σοφία-ορθοί». «Πρόσχωμεν. Ειρήνη πάσι», όπως συμβαίνει ακριβώς και στα προκείμενα. Ευαγγελικό ανάγνωσμα έχουμε στις Προηγιασμένες της Μεγάλης Εβδομάδος, καθώς επίσης Απόστολο και Ευαγγέλιο έχουμε στις μνήμες των εορταζομένων αγίων.37

Από την εξέταση της ιστορικής εξέλιξης και της λειτουργικής σχέσης της αρχαίας επευφημίας «φως Χριστού φαίνει πάσι» και του ψαλμικού στίχου «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» με την Προηγιασμένη, είδαμε ότι είναι διπλά και συμπορεύονται στην ακολουθία αυτή.
Έχουμε έτσι μία ευλογία του εσπερινού φωτός στο «φως Ιλαρόν...» και μία στο «φως Χριστού...». Έχουμε επίσης προσφορά θυμιάματος στους ψαλμούς του λυχνικού (140 κλπ.) και στο «Κατευθυνθήτω», πού όπως αναφέραμε ψάλλεται ασματικά ως προκείμενο των αναγνωσμάτων.

Το φαινόμενο αυτό εκφράζει ασφαλώς μία πανάρχαια παράδοση. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι πολύ πιθανόν να προέρχονται από μία παμπάλαια λειτουργική παράδοση και υπήρχαν μαζί σε ένα τύπο παλαιού λυχνικού, πού δεν σώθηκε παρά μόνο μερικώς στην Προηγιασμένη.38
Μέσα στο κατανυκτικό πάντως κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πού είναι ενταγμένη και η Προηγιασμένη, το «φώς Χριστού φαίνει πάσι» ανυψώνει το νου μας από το κτιστό φώς του κόσμου στο ιλαρό και άκτιστο φώς του Σωτήρα μας, καθόσον μάλιστα «το φώς το αληθινόν ημίν τοίς εν σκότει καθημένοις διά σαρκός έλαμψεν Ιησούς Χριστός, και του φωτός της χάριτος αυτού την οικουμένην επλήρωσε».39
Το δε «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» απαλύνει και μεταμορφώνει τις καρδιές μας ως ένας από τους ωραιότερους ύμνους μετανοίας, πού μας εισάγει στο δεύτερο μέρος της Προηγιασμένης40, ως «τι φάρμακον σωτήριον και αμαρτημάτων καθάρσιον»41 κατά την περίοδο της πορείας και προετοιμασίας μας για το Άγιον Πάσχα και την Ανάσταση.

Σημειώσεις
1. Δ. Ν. Μωραΐτου, Η λειτουργία των Προηγιασμένων (Παράρτημα της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη 1955, σ. 80.
2. Ψαλμ. 140, 2.
3. Παλαιότερα λεγόταν από το διάκονο ή το Σοφία ορθοί από το διάκονο ως παρακέλευση για τον καθορισμό της στάσης του λαού, και το φώς Χριστού... από τον ιερέα. Βλ. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων (Κείμενα Λειτουργικής, 8). Θεσσαλονίκη 21978, σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήναι 1982, σ. 206.
4. Ι. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, π.π., σ. 197.
5. Ι. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 77.
6. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, τ. Β, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1989, σ. 217.
7. A. Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή πορεία προς το Πάσχα, Μετάφρ. από τα Αγγλικά: Ελένη Γκανούρη, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1984, σ. 87.
8. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 BC.
9. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
10. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 C.
11. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95.
12. Ευχή υπέρ των προς το άγιον φώτισμα empeπιζομένων Έπίφανον, δέσποτα, το πρόσωπον σου έπί τους προς το φώτισμα βύτρβπιζομένους....
13. A. Schmemann, π.π, σ. 95.
14. Κώδικες Πάτμου 266, Τ. Σταύρου 40. Βλ. J. Mateos, Le Typicon de la Grande Église, Tom. I (Orientalia Christiana Analecta, 165), Roma 1962, σ. 246.
15. Ί. Μ. Φουντούλη, Απάντησες..., τ. Β, σ. 217.
16. Απολογία 1, 39.
17. G. Dix, The Apostolic Tradition of St. Hippolytus of Rome, London: S.P.C.K. 1937, σ. 50-51.
18. Ν. Ουσπένσκυ, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Ιστορία και πράξη, Μετάφρ., Σχόλια Μ. Πρωτ/ρου Δημ. Βακάρου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 59-65.
19. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, PG 32, 205. Για τον ύμνο αυτό βλ. Άλ. Σ. Κορακίδου, Αρχαίοι ύμνοι: 1. Η Επιλύχνιος Ευχαριστία φως ιλαρόν αγίας δόξης..., Αθήναι 1979.
20. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
21. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 218-219. N. D. Uspensky, π.π., σ. 61-62.
22. Για τη συνήθεια να μεταφέρει ο διάκονος τη λυχνία στην εσπερινή σύναξη, βλ. I. E. Rahmani, Testamentum Domini nostri Jesu Christi, Mainz 1899, σ. 2, 11. Horner, The statutes of the Apostles of Canones Ecclesiastici, London 1904, σ. 159161. N. D. Uspensky, π.π., σ. 61-62.
23. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΒ. PG 155, 653Β: Ουδέ φώτα ανάπτονται άχρι και της παροιμίας εν τη Προηγιασμένη λειτουργία.
24. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220.
25. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 CD: Διακόνου συλλειτουργούντος ιερεί, προσέρχεται αυτώ ούτος η τω αρχιερεί λετουργούντι. Και λαμπάδα ανάπτων, προ του εξελθείν, φησίν Ευλόγησον, δέσποτα, το φως. Και ο αρχιερεύς ή ο ιερεύς, ευλογών το φως, φησίν Ότι συ ει ο φωτισμός ημών, Χριστέ ο Θεός ημών, πάντοτε. Και ούτω προ της Παροιμίας εξέρχεται ο διάκονος.
26. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ,PG 155, 657 A. Βλ. καί Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 89. N. D. Uspensky, π.π., σ. 6263. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 15. Του ιδίου, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 219.
27. J. Mateos, π.π., σ. 246.
28. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220-221.
29. Η συνήθεια αυτή είναι νεότερη και μαρτυρείται από το ΙΣΤ αιώνα. Μέχρι την εποχή εκείνη το Κατευθυνθήτω ψαλλόταν από το λαό. Γι αυτό και στις πηγές μαρτυρείται ότι ο ψάλτης κατήρχετο του Κατευθυνθήτω. Βλ. Π. Ν. Τρ6μπέλα, Αι τρείς Λειτουργίαι..., σ. 206. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 80.
30. Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 21984, σ. 53. N. D. Uspensky, π.π σ. 56-57. Κατά την ψαλμωδία του Κατευθυνθήτω ... γίνονται τρεις μεγάλες μετάvοιες ή κατά μίαν άλλη παράδοση οι πιστοί γονατίζουν. Βλ. Π. Ρομπότου, Λειτουργική, εν Αθήναις 1869, σ. 257.
31. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 36.
32. V. Janeras, La partie vespérale de la liturgie byzantine des présanctifiés, Orientalia Christiana Periodica, 30 (1964) 207-209.
33. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης περιγράφει αυτήν ακριβώς την τάξη. Βλ. Διάλογος, ΤΝΓΤΝΕ, PG 155, 656 C 660 Α. Δ. Μωραΐτου, π.π., σ. 8791. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 107-108. Του ιδίου, Λειτουργικές ιδιομορφίες των ακολουθιών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στο Αξίες και Πολιτισμός. Αφιέρωμα στον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1991, σ. 234. Για το θέμα αυτό βλ. και M. Arranz, La Liturgie des Présenctifiés de lancien Euchologe byzantin, Orientalia Christiana Periodica 47 (1981) 332-388.
34. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 105-106.
35. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
36. A. Schmemann, π.π., σ. 67.
37. Ι. Μ. Φουντούλη, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, σ. 17. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
38. V. Janeras, π.π. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 108-109.
39. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 Β.
40. A. Schmemann, π.π, σ. 67.
41. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον ρμ ψαλμόν, ΕΠΕ 7, 274.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2003

Η προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου


 
 Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Alexander Schmemann

      Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙ ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει, ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια.  Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.
Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.

ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
[20/2/2010]

Η Μεγάλη Σαρακοστή – περίοδος πνευματικής φώτισης και ίασης

Φωτογραφία: Νταρίνα Γκριγκόροβα

Η Κυριακή της Τυροφάγου είναι η τελευταία μέρα πριν την αρχή της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Είναι γνωστή ακόμη σαν την Κυριακή της πανσυγχώρεσης, όταν ζητάμε την συγνώμη των συνανθρώπων μας.

Κάποτε, μετά τον εσπερινό, οι οικογένειες μαζεύονταν και ζητούσαν συγνώμη ο ένας από τον άλλο. Η παράδοση διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα και όταν τα άτομα βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, συναντιούνται στο Διαδίκτυο, για να ζητήσουν και να λάβουν συγνώμη, ξεπερνώντας την αποξένωση και την εχθρότητα.

Σύμφωνα με την Εκκλησία μας, η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η σημαντικότερη περίοδος νηστείας, επειδή προετοιμάζει τις ψυχές μας για την λαμπρότερη χριστιανική γιορτή – το Πάσχα. Η νηστεία είναι αυστηρή, για να βοηθήσει την ψυχή να απελευθερωθεί από τις καθημερινές φροντίδες και έτσι να αισθανθεί την αληθινή δύναμη της επικοινωνίας με τον Θεό.
"Έχω παρατηρήσει, ότι πραγματικά όλο και περισσότεροι πιστοί επιστρέφουν σ' αυτόν τον ρυθμό της εκκλησίας", λέει ο πατήρ Ντομπρομίρ Ντιμιτρόφ από τον ναό του Αγίου Μηνά στην πόλη Βελίκο Τίρνοβο. "Η νηστεία δεν είναι δίαιτα και ο σκοπός της είναι να καταπολεμήσει τον εγωισμό μας. Στερούμαστε από διάφορες ανέσεις, που τρέφουν το εγώ μας. Το κάνουμε, για να δείξουμε ποιο είναι το σημαντικότερο στη ζωή μας. Η νηστεία συνδέεται και με την μετάνοια και αυτό σημαίνει αλλαγή του νου μας, του τρόπου ζωής. Γι' αυτό και η σημασία του είναι να βγούμε από τα στερεότυπα, στα οποία ζούμε, και να αναζητήσουμε την σωστή κατεύθυνση. Τα μέσα, που αποταμιεύσαμε την περίοδο της νηστείας, είναι καλό να τα δώσουμε για φιλανθρωπικούς σκοπούς".
Η νηστεία είναι προσδοκία να ενωθούμε με τον Θεό μέσω της Άγιας Κοινωνίας. "Πολλά άτομα θεωρού, ότι η Κοινωνία σημαίνει κάθαρση", αναφέρει ο ιερέας, "αλλά ουσιαστικά σημαίνει να γίνεις μέρος από κάτι. Γι' αυτό και με την λήψη της Άγιας Κοινωνίας από το άγιο ποτήριο ελπίζουμε, ότι θα γίνουμε μέρος του Χριστού. Το νόημα της προσευχής στην διάρκεια της λειτουργίας είναι να καλέσουμε το Άγιο Πνεύμα να μεταποιήσει το ψωμί και το κρασί σε σώμα και αίμα του Χριστού. Ακριβώς η Θεία Ευχαριστία εμφανίζεται η Θεία παρουσία στη γη, γι' αυτό η νηστεία αποσκοπεί στο να μας ενώσει με την αιώνια ζωή και την σωτηρία. Η Άγια Κοινωνία σημαίνει να ευχαριστήσουμε, κάθε Κυριακή μαζευόμαστε, για να ευχαριστήσουμε τον Θεό και να γίνουμε μέρος από Αυτόν. Ζούμε από Κυριακή σε Κυριακή, από λειτουργία σε λειτουργία σε συνεχή επικοινωνία με τον Κύριο. Όταν τρώμε και πίνουμε την Άγια Κοινωνία, το κάνουμε για αιώνια ζωή και άφεση αμαρτιών".
"Έτσι μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα, που συμβαίνουν στην ζωή μας", συνεχίζει. "Όταν έχουμε τον Χριστό μέσα μας, όταν ζει στις καρδιές μας μέσω της Κοινωνίας τίποτε δεν μπορεί να μας φοβίσει. Ούτε ασθένεια, όσο βαριά και αν είναι, ούτε προβλήματα, επειδή ξέρουμε, ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Γι' αυτό η Κοινωνία είναι το στεφάνι της χριστιανικής ζωής, όχι να ανάβουμε κεριά και να κάνουμε κουρμπάνια. Πάμε στην εκκλησία, για να συναντήσουμε τον Θεό, να τον αγκαλιάσουμε, να τον δεχτούμε, ώστε να γίνει ζωή μας. Και όταν αυτό γίνει, ούτε ο θάνατος, ούτε τα πάθη μπορούν να μας βλάψουν, επειδή έχουμε την πνευματική βοήθεια και υποστήριξη στην Ευχαριστία, για να ζήσουμε χριστιανικά. Ένας χριστιανός, που δεν συμμετέχει στην λειτουργία και δεν λαμβάνει Κοινωνία, παραμένει σε ένα επιπόλαιο επίπεδο της πίστης του. Η ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, η ορθοδοξία είναι τρόπος ζωής, επικοινωνία, συνάντηση".
Στην διάρκεια της περιόδου νηστείας οι πιστοί προσπαθούν να καταπολεμήσουν τις αμαρτίες και τον εγωισμό τους μέσω μετάνοιας και ταπεινοφροσύνης.
"Η ταπεινοφροσύνη είναι βασική αρετή. Ο ίδιος ο Σωτήρας μας ήταν ταπεινός μέχρι θανάτου. Τι σημαίνει να έχουμε ταπεινοφροσύνη – να συνειδητοποιήσουμε, ότι τα πάντα, που έχουμε στη ζωή, είναι δώρο από τον Θεό. Τότε δεν θα δικάσεις κανέναν. Όταν, όμως, έχουμε την πεποίθηση, ότι τα πάντα, που έχουμε, τα έχουμε αποκτήσει χάρη στις δικές μας δυνάμεις αυτή είναι η απάτη της αλαζονείας. Όλα τα προσόντα και ταλέντα μας είναι δώρα από το Θεό. Μερικοί τα πολλαπλασιάζουν 100 φορές, άλλοι – δέκα και είναι κρίμα, όταν τα θάβουμε στη γη. Η ταπεινοφροσύνη είναι να ευχαριστούμε για τα πάντα και όταν έχουμε ανάγκη να στηριζόμαστε στον παρηγορητή μας, τον Θεό. Είναι Εκείνος, που αγάπησε τον κόσμο τόσο πολύ, που στον Μυστικό δείπνο έπεσε στα πόδια του ανθρώπου. Σε τέτοιο Θεό αξίζει να πιστεύουμε. Είναι Εκείνος, που πιστεύει στον άνθρωπο, που τον περιμένει, που έπλυνε τα πόδια του και του έδωσε τον Εαυτό του για αιώνια ζωή, τροφή και ποτό, που μία μέρα θα μας αναστήνει από τους νεκρούς".
Μετάφραση: Σβέτλα Τόντοροβα