Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Τό νόημα τῆς ζωῆς............(Anthony Bloom -Metropolitan of Sourozh).




(Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε συνέντευξη μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρὸζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας δημοσιεύουμε πιό κάτω)



Τ.Ο.:Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ σας καμιὰ συγκεκριμένη στιγμὴ μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτὸ ἔγινε σὲ διάφορα στάδια. Μέχρι τὰ μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καὶ ἐπιθετικὰ ἀντιεκκλησιαστικός. Δὲν γνώριζα τὸ Θεό, δὲν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτὸν καὶ μισοῦσα καθετὶ σχετικὸ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καὶ ὅλα αὐτά, παρὰ τὰ «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τὰ δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωὴ μας ἦταν πολὺ δύσκολη. Δὲν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ἐγὼ ἤμουνα ἐσωτερικὸς σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρό, βίαιο θὰ ἔλεγα. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη καὶ αὐτὸ ἦταν μία πραγματικὴ εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι, σὲ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νὰ βρεῖ μιά τέλεια εὐτυχία, καὶ ὅμως αὐτὸ συνέβαινε. Τότε γιὰ πρώτη φορά, μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νὰ πῶ πώς, πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι ποὺ μὲ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μὲ ἔστειλαν σὲ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα ποὺ θὰ ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπό μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη ποὺ τὴν σκορποῦσε στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγάπη του δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ ἂν εἴμαστε καλοί, καὶ δὲν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νὰ μᾶς ἀγαπάει χωρὶς προϋποθέσεις. Ποτὲ πρὶν στὴ ζωή μου δὲν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους ποὺ μ’ ἀγαποῦσαν στὸ σπίτι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δὲν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν προσπάθησα νὰ δώσω καμιὰ ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλὰ βρῆκα σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ μὲ προβλημάτιζε καὶ ταυτόχρονά μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πιὰ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μὲ μία ἀγάπη ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Δηλαδὴ μοιραζόταν μαζί μας τὴ θεία ἀγάπη. Ἤ, ἂν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ πλατιά, μὲ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπὸ τὸν πόνο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ πάντα μέσα στὴν ἴδια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχα.


Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετὰ ἀπὸ αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στὸ σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικὸς καὶ ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ζώντας μὲ τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τὴν πλήρη εὐτυχία, ἀλλὰ τότε συνέβηκε κάτι τὸ τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικὰ ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἂν δὲν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δὲν μποροῦσα, λοιπόν, νὰ δεχτῶ μία ἄσκοπη εὐτυχία. Γιὰ νὰ ξεπεράσεις τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ὑποφέρεις τὰ βάσανα ἀποβλέπεις σὲ κάτι ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σὲ κάτι, γι’ αὐτὸ ἡ εὐτυχία μοῦ φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πὼς ἔπρεπε νὰ δώσω στὸν ἑαυτό μου μία προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νὰ ἀνακαλύψει ἂν ἡ ζωὴ εἶχε ἡ ὄχι κάποιο νόημα. Ἂν στὸ διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νὰ μὴ συνεχίσω νὰ ζῶ, νὰ αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καὶ πῶς βγήκατε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νὰ ψάχνω γιὰ κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπὸ κεῖνο ποὺ μποροῦσα νὰ βρῶ μέσα στὶς σκοπιμότητες. Τὸ νὰ σπουδάζει κανεὶς νὰ γίνει χρήσιμος στὴ ζωὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σὲ ἄμεσους σκοποὺς καὶ ξαφνικὰ ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν ἄδεια, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τὸ δραματικὸ καὶ καθετὶ γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρὸ καὶ ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καὶ τίποτε στὸν ὁρίζοντα, νόημα δὲν φάνηκε πουθενά! Μία μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στὸ Παρίσι- ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήσει. Ἔλα καὶ σὺ στὴ συγκέντρωση». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ τὸν ἀκούσω. Δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετὰ ἔξυπνα τὸ θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του.

«Μὴν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιὰ μιά τυπικὴ παρουσία». Ἔ! μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴ νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στὴν ὁμιλία καὶ ἔμεινα μέχρι τὸ τέλος. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις ποὺ μὲ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικὰ ἀπ’ ὅτι ἐγὼ πίστευα, ποὺ ἤθελα βαθύτατα νὰ τὰ ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐλέγξω ἂν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴ μητέρα μου ἂν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δώσει. Ἤθελα πολὺ νὰ διαπιστώσω ἂν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὴν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δὲν περίμενα τίποτα καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομότερο. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω ἄδικα τὸ χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῷ διάβαζα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου καὶ πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτὲ ἕως τώρα δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει.


Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν Παρουσία του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι καθετὶ ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καὶ αὐτό, γιατί τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Τὴν ἱστορία πρέπει νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔμαθα ἀπὸ προσωπικὸ γεγονός.

Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σὰν μία ἱστορία τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ μένα, ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέρισε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτὴ ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία πού εἴχατε, παρέμεινε σὲ ὅλη σας τὴ ζωή; Δὲν ὑπῆρξε κάποια ἐποχὴ πού νὰ ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι μερικὰ πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικὰ δὲν πῆρα σὲ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλὰ ἔχοντας ζήσει αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιὰ βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει γιὰ μένα πίστη. Ἀπὸ τὴ μία, δηλαδή, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ἔτσι ποὺ νὰ ἔχει μέσα του σύγχυση καὶ περιπλοκές, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως νὰ διερωτᾶται μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Νὰ ἔχεις, δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀμφιβολίας ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ ρωτᾷς, νὰ ἀνακαλύπτεις ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ θέλεις διαρκῶς νὰ ἐρευνᾷς.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος Μπλοὺμ

Ὁ Μητροπολίτης τοῦ Σουρόζ, Ἀντώνιος Μπλούμ, γεννήθηκε στὴ Λωζάνη τῆς Ἐλβετίας στὶς 19 Ἰουνίου 1914. Τὰ παιδικά του χρόνια τὰ πέρασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Περσία. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν μέλος τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διπλωματικοῦ Σώματος τῆς Ρωσίας. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀδελφή τοῦ σκηνοθέτη Ἀλεξάνδρου Σκριάμπιν.

Ἡ οἰκογένεια του ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Περσία στὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης καὶ ἦρθε στὸ Παρίσι ὅπου ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος σπούδασε. Πῆρε τὸ πτυχίο τῆς Φυσικῆς, τῆς Χημείας καὶ τῆς Βιολογίας. Κατόπιν ἔγινε διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ.

Στὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ὑπηρέτησε σὰν ἀξιωματικὸς στὸ Γαλλικὸ στρατὸ μέχρι τὴν πτώση τῆς Γαλλίας. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε σὰν χειρουργὸς σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο τοῦ Παρισιοῦ καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση.


Τὸ 1943 ἐκάρει μοναχός, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐξασκοῦσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ γιατροῦ στὸ Παρίσι. Τὸ 1948 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τὸ 1949 πῆγε στὴν Ἀγγλία σὰν Ὀρθόδοξος Ἐφημέριος τοῦ Συνδέσμου: «Ἅγιος Ἀλβανὸς καὶ Ἅγιος Σέργιος». Τὸ 1950 διορίστηκε ἐφημέριος στὴν Ὀρθόδοξη ἐνορία τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου στὸ Λονδίνο. Τὸ 1958 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ τὸ 1962 Ἀρχιεπίσκοπος ἀναλαμβάνοντας τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὴν Ἰρλανδία. Τὸ 1963 ὁρίσθηκε Ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ τὸ 1966 πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ Μητροπολίτου.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος πῆρε ἐνεργὸ μέρος τόσο στὶς διεκκλησιαστικὲς ὅσο καὶ στὶς Οἰκουμενικὲς δραστηριότητες. Ἦταν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961 καὶ στὴ Γενεύη τὸ 1966.

(Σημ. Ἐκοιμήθη τό 2003)

http://dosambr.wordpress.com

Φώς Χριστού φαίνει πάσι» και «Κατενθυνθήτω» στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων




 
 
«Φώς Χριστού φαίνει πάσι» και «Κατενθυνθήτω»
στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων


Παναγιώτη Ι. Σκάλτση

       Από τα ωραιότερα στοιχεία της Προηγιασμένης, χαρακτηριστικά της Λειτουργίας αυτής ως εσπερινής σύναξης, είναι ο σταυροειδής φωτισμός - ευλογία1 του λαού με τη σχετική εκφώνηση «φώς Χριστού φαίνει πάσι», και η ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...»2 μετά από τα αναγνώσματα.

Το πρώτο λέγεται από τον ιερέα μαζί με το «Σοφία ορθοί»3 μετά το Παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα από τη Γένεση, το δεύτερο προκείμενο πού ακολουθεί, και το Κέλευσον πού λέει ο αναγνώστης.4 Τότε ο ιερέας κρατώντας θυμιατό στο δεξί χέρι και λαμπάδα, μανουάλιον μετά κηρού, στο αριστερό, στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και φωτίζει σταυροειδώς το λαό, λέγοντας το «Σοφία-ορθοί». Κατόπιν σφραγίζει σταυροειδώς πάλι το λαό, λέγοντας το «φως Χριστού φαίνει πασι».5

Για τη λειτουργική και θεολογική σημασία αυτής της ευλογίας έχουν εκφρασθεί διάφορες απόψεις. Κατά μίαν ερμηνεία το «φως Χριστού»... αναφέρεται στα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, των οποίων οι συγγραφείς φωτίσθηκαν και εμπνεύσθηκαν από το φως του Χριστού. Επομένως, πρέπει να σχετισθούν με το αληθινό φως της θεογνωσίας πού πηγάζει από το Χριστό και να ερμηνευθούν στην προοπτική του ευαγγελικού φωτός.6

Ο Σμέμαν μιλά για την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού7, και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δικαιολογεί την ένταξη της εν λόγω φράσης μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων ως εξής• "Η μεν Γένεσις τα απαρχής διηγείται, την δημιουργίαν των όντων και την έκπτωσιν τού Αδάμ. Η Παροιμία δε αινιγματωδώς τα περί τού Υιού τού Θεού εκδιδάσκει και τοις δι' αυτού υιοθετηθείσι παραινεί, ώσπερ υιοίς, και Σοφίαν αυτόν τον Υιόν ονομάζει και οίκον οικοδομήσαι εαυτή λέγει, το πανάγιον αυτού σώμα, ... και φώς εστί τα άνω και τα κάτω φωτίζων".8

Το αισθητό, λοιπόν, φώς πού ευλογείται και ανάπτεται την ώρα αυτή γίνεται τύπος του Χριστού, της Σοφίας του Θεού, για την οποίαν αινιγματωδώς κάνουν λόγο οι Παροιμίες•9 "τι δε τύπον του αληθινού φωτός Ιησού Χριστού σημαίνει τούτο το φώς".10

Ορισμένοι επίσης συνδέουν "το φώς Χριστού" με τους κατηχουμένους και κυρίως τους φωτιζόμενους, οι οποίοι από τα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προετοιμάζονταν για το βάπτισμα πού γινόταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το φώς του Χριστού φαίνει πάσι, και περισσότερο στους φωτιζόμενους,11 των οποίων μάλιστα σε μία ευχή ζητείται ο καταυγασμός της διάνοιάς των.12 Το φώς του βαπτίσματος, ενσωματώνοντας τους κατηχουμένους στο Χριστό, θα ανοίξει το νου τους στην κατανόηση των ρημάτων Του.13

Ο συσχετισμός αυτός όμως, σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, είναι εντελώς εξωτερικός• Στην εσπερινή σύναξι δεν παρίσταντο μόνον οι κατηχούμενοι και οι φωτιζόμενοι, αλλά και οι πιστοί. Το φώς Χριστού εξ άλλου λέγεται σ' όλες τις Προηγιασμένες και προ της Τετάρτης της Μεσονηστισίμου εβδομάδος ημέρες, κατά τις οποίες δεν παρίστατο η τάξις των φωτιζόμενων, γιατί δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί. Αλλά και κατά τον Γ αιώνα, οπότε για πρώτη φορά απαντά το «φώς Χριστού..» στην Προηγιασμένη14, οι διακρίσεις των τάξεων των κατηχουμένων είχαν πιά ατονήσει.15
Οι ρίζες επομένως της λειτουργικής αυτής πράξης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού, και οπωσδήποτε στο αρχαϊκότατο έθος, κατά το οποίο η υποδοχή του φωτός, το άναμμα των λύχνων στην εσπερινή σύναξη της Εκκλησίας συνοδευόταν με ύμνους, ευλογίες και επευφημίες.
Για τη συνήθεια αύτη μιλούν σαφέστατα ο Τερτυλλιανός,16 ο Ιππόλυτος Ρώμης17 κ.ά.18 Χαρακτηριστική βεβαίως είναι η μαρτυρία του Μεγάλου Βασιλείου, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες μας υποδέχονταν την χάριν τον εσπερινού φωτός όχι σιωπηλά, αλλά με ευχαριστία και με σχετικό ύμνο, την αρχαίαν φωνήν, το γνωστό δηλαδή τροπάριο του Εσπερινού, φως ιλαρόν, πού το έλεγε ο λαός.19
Ανάλογη επευφημία κατά την υποδοχή και ευλογία του εσπερινού φωτός είναι και το «φως Χριστού φαίνει πάσι», πού διασώθηκε στην Προηγιασμένη ως κατάλοιπο της αρχαίας εσπερινής λατρευτικής πράξης. Είναι ένα είδος αναδίπλωσης του επιλυχνίου ύμνου «φως ιλαρόν...»20
Κατά παλαιά συνήθεια το «φως Χριστού...», φράση πού τον τέταρτο-πέμπτο αιώνα τη βρίσκουμε χαραγμένη ολόκληρη ή συντετμημένη σε λυχνίες21, το έλεγε ο διάκονος, ο οποίος μετέφερε και την αναμμένη λυχνία στην εσπερινή σύναξη του Ναού.22 Ήταν κατά κάποιον τρόπο σύνθημα για το άναμμα των φώτων, τα οποία μέχρι την ανάγνωση των Παροιμιών στην Προηγιασμένη ήσαν κλειστά.23
Από το φως Χριστού... άρχιζε ουσιαστικά και το έργο του νεωκόρου. Αυτό φαίνεται και από ορισμένες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες το «Κέλευσον» δεν το έλεγε ο αναγνώστης, αλλά ο κανδηλάπτης, ζητώντας τρόπον τινά την άδεια να επιτελέσει το υπούργημά του.24

Τον αρχαίο τρόπο ανάμματος, μεταφοράς από το διάκονο και ευλογίας του εσπερινού φωτός στη λειτουργία των Προηγιασμένων, μας τον διασώζουν τόσο τα λειτουργικά χειρόγραφα, όσο και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Κατ αυτόν η σταυροειδής σφράγιση και ευλογία του λαού δε γινόταν από το ιερό βήμα, αλλα από το μέσον του Ναού.

Εκεί κατέληγε ο διάκονος εν πομπή, μετά την ευλογία του φωτός πού ζητούσε από τον ιερέα,25 κρατών την λαμπάδα και το θυμιατήριον και προπορευόμενων των αναγνωστών... Και πληρωθείσης της Γενέσεως, φαίνεται ευθύς μετά των φώτων, τας βασιλικάς πύλας εισιών, ανισταμένων απάντων. Ος και εις το μέσον στας του Ναού, ποιείται σταυρού τύπον τω θυμιατηρίω εκφώνως λέγων «Σοφία ορθοί. Φώς Χριστού φαίνει πάσι.» Και εις το άγιον βήμα εισέρχεται.26
Η εισόδευση του διακόνου στο μέσον του Ναού, κατά τη μαρτυρία του Τυπικού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του ιγ' αιώνα, δε γινόταν μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων, αλλα αμέσως μετά από αυτά. Και εις το τέλος των δύο αναγνωσμάτων λαμβάνει ο διάκονος το μανουάλιον και εισοδεύει λέγων το «φώς Χριστού φαίνει πάσι. Και ευθέως λέγει ο διάκονος Σοφία» και ο πρεσβύτερος «Ειρήνη πάσι» και ο ψάλτης το «Κατευθυνθήτω».27 Αυτή ήταν και η αρχική θέση του «φώς Χριστού...», πού σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με τα αναγνώσματα, αλλα με το «Κατευθυνθήτω». Η μετάθεσίς του μεταξύ των αναγνωσμάτων έγινε αργότερα, προφανώς για να δοθή χρόνος για το άναμμα των φώτων του Ναού, ώστε κατά το «Κατευθυνθήτω» να είναι ο Ναός φωταγωγημένος.28
Από το σημείο μάλιστα αυτό αλλάζει και το κλίμα της όλης ακολουθίας και εισερχόμαστε στο κύριο μέρος της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πού είναι η Θεία Κοινωνία. Το αξιοπαρατήρητο δε, πού εδώ μας ενδιαφέρει, είναι η επανάληψη του «Κατευθυνθήτω», δευτέρου στίχου του 140ου ψαλμού, και η κατανυκτική ψαλμωδία του έξι φορές από τον ιερέα και τους χορούς29, ενώ ο ιερέας θυμιά την Αγία Τράπεζα.30
Ο τρόπος ψαλμωδίας του, ως εφύμνιο δηλαδή μετά από κάθε στίχο και συγκεκριμένα τους 1, 3 και 4 του ψαλμού, με «Δόξα... Και νυν...» και με επανάληψη του μελωδικότερα στο τέλος ως περισσή31, μοιάζει με την ψαλμωδία των αντιφώνων του ασματικού τυπικού.32 Φαίνεται έτσι η σύνδεσή του με τον ασματικό εσπερινό, με τον οποιον αρχικά ήταν συνδεδεμένη η Προηγιασμένη στις ενορίες.33

Η όλη του επίσης δομή μοιάζει με αυτήν των προκειμένων. Ένας στίχος προτάσσεται του ψαλμού (πρόκειται) και προψάλλεται, ενώ υποψάλλεται ύστερα κατά τη στιχολογία του ψαλμού ολοκλήρου ή ορισμένων στίχων αυτού.34
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το «Κατευθυνθήτω» αντιστοιχεί προς το προ του Αποστόλου προκείμενο ή το προ του Ευαγγελίου Αλληλουϊάριο35 και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως «Κοινωνικό» πού ψαλλόταν σε μια εποχή πού η λειτουργία των Προηγιασμένων ήταν στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της.36 Άλλωστε αυτό δείχνει και το γεγονός ότι στα χειρόγραφα του «Κατευθυνθήτω» προηγείτο το «Σοφία» ή το «Πρόσχωμεν» ή το «Σοφία-ορθοί». «Πρόσχωμεν. Ειρήνη πάσι», όπως συμβαίνει ακριβώς και στα προκείμενα. Ευαγγελικό ανάγνωσμα έχουμε στις Προηγιασμένες της Μεγάλης Εβδομάδος, καθώς επίσης Απόστολο και Ευαγγέλιο έχουμε στις μνήμες των εορταζομένων αγίων.37

Από την εξέταση της ιστορικής εξέλιξης και της λειτουργικής σχέσης της αρχαίας επευφημίας «φως Χριστού φαίνει πάσι» και του ψαλμικού στίχου «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» με την Προηγιασμένη, είδαμε ότι είναι διπλά και συμπορεύονται στην ακολουθία αυτή.
Έχουμε έτσι μία ευλογία του εσπερινού φωτός στο «φως Ιλαρόν...» και μία στο «φως Χριστού...». Έχουμε επίσης προσφορά θυμιάματος στους ψαλμούς του λυχνικού (140 κλπ.) και στο «Κατευθυνθήτω», πού όπως αναφέραμε ψάλλεται ασματικά ως προκείμενο των αναγνωσμάτων.

Το φαινόμενο αυτό εκφράζει ασφαλώς μία πανάρχαια παράδοση. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι πολύ πιθανόν να προέρχονται από μία παμπάλαια λειτουργική παράδοση και υπήρχαν μαζί σε ένα τύπο παλαιού λυχνικού, πού δεν σώθηκε παρά μόνο μερικώς στην Προηγιασμένη.38
Μέσα στο κατανυκτικό πάντως κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πού είναι ενταγμένη και η Προηγιασμένη, το «φώς Χριστού φαίνει πάσι» ανυψώνει το νου μας από το κτιστό φώς του κόσμου στο ιλαρό και άκτιστο φώς του Σωτήρα μας, καθόσον μάλιστα «το φώς το αληθινόν ημίν τοίς εν σκότει καθημένοις διά σαρκός έλαμψεν Ιησούς Χριστός, και του φωτός της χάριτος αυτού την οικουμένην επλήρωσε».39
Το δε «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου» απαλύνει και μεταμορφώνει τις καρδιές μας ως ένας από τους ωραιότερους ύμνους μετανοίας, πού μας εισάγει στο δεύτερο μέρος της Προηγιασμένης40, ως «τι φάρμακον σωτήριον και αμαρτημάτων καθάρσιον»41 κατά την περίοδο της πορείας και προετοιμασίας μας για το Άγιον Πάσχα και την Ανάσταση.

Σημειώσεις
1. Δ. Ν. Μωραΐτου, Η λειτουργία των Προηγιασμένων (Παράρτημα της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη 1955, σ. 80.
2. Ψαλμ. 140, 2.
3. Παλαιότερα λεγόταν από το διάκονο ή το Σοφία ορθοί από το διάκονο ως παρακέλευση για τον καθορισμό της στάσης του λαού, και το φώς Χριστού... από τον ιερέα. Βλ. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων (Κείμενα Λειτουργικής, 8). Θεσσαλονίκη 21978, σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήναι 1982, σ. 206.
4. Ι. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 15. Π. Ν. Τρεμπέλα, π.π., σ. 197.
5. Ι. Μ. Φουντούλη, π.π., σ. 77.
6. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, τ. Β, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1989, σ. 217.
7. A. Schmemann, Μεγάλη Σαρακοστή πορεία προς το Πάσχα, Μετάφρ. από τα Αγγλικά: Ελένη Γκανούρη, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1984, σ. 87.
8. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 BC.
9. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
10. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 C.
11. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 95.
12. Ευχή υπέρ των προς το άγιον φώτισμα empeπιζομένων Έπίφανον, δέσποτα, το πρόσωπον σου έπί τους προς το φώτισμα βύτρβπιζομένους....
13. A. Schmemann, π.π, σ. 95.
14. Κώδικες Πάτμου 266, Τ. Σταύρου 40. Βλ. J. Mateos, Le Typicon de la Grande Église, Tom. I (Orientalia Christiana Analecta, 165), Roma 1962, σ. 246.
15. Ί. Μ. Φουντούλη, Απάντησες..., τ. Β, σ. 217.
16. Απολογία 1, 39.
17. G. Dix, The Apostolic Tradition of St. Hippolytus of Rome, London: S.P.C.K. 1937, σ. 50-51.
18. Ν. Ουσπένσκυ, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Ιστορία και πράξη, Μετάφρ., Σχόλια Μ. Πρωτ/ρου Δημ. Βακάρου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 59-65.
19. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, PG 32, 205. Για τον ύμνο αυτό βλ. Άλ. Σ. Κορακίδου, Αρχαίοι ύμνοι: 1. Η Επιλύχνιος Ευχαριστία φως ιλαρόν αγίας δόξης..., Αθήναι 1979.
20. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 16.
21. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 218-219. N. D. Uspensky, π.π., σ. 61-62.
22. Για τη συνήθεια να μεταφέρει ο διάκονος τη λυχνία στην εσπερινή σύναξη, βλ. I. E. Rahmani, Testamentum Domini nostri Jesu Christi, Mainz 1899, σ. 2, 11. Horner, The statutes of the Apostles of Canones Ecclesiastici, London 1904, σ. 159161. N. D. Uspensky, π.π., σ. 61-62.
23. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΒ. PG 155, 653Β: Ουδέ φώτα ανάπτονται άχρι και της παροιμίας εν τη Προηγιασμένη λειτουργία.
24. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220.
25. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 CD: Διακόνου συλλειτουργούντος ιερεί, προσέρχεται αυτώ ούτος η τω αρχιερεί λετουργούντι. Και λαμπάδα ανάπτων, προ του εξελθείν, φησίν Ευλόγησον, δέσποτα, το φως. Και ο αρχιερεύς ή ο ιερεύς, ευλογών το φως, φησίν Ότι συ ει ο φωτισμός ημών, Χριστέ ο Θεός ημών, πάντοτε. Και ούτω προ της Παροιμίας εξέρχεται ο διάκονος.
26. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ,PG 155, 657 A. Βλ. καί Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 89. N. D. Uspensky, π.π., σ. 6263. Ί. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 15. Του ιδίου, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 219.
27. J. Mateos, π.π., σ. 246.
28. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Β, σ. 220-221.
29. Η συνήθεια αυτή είναι νεότερη και μαρτυρείται από το ΙΣΤ αιώνα. Μέχρι την εποχή εκείνη το Κατευθυνθήτω ψαλλόταν από το λαό. Γι αυτό και στις πηγές μαρτυρείται ότι ο ψάλτης κατήρχετο του Κατευθυνθήτω. Βλ. Π. Ν. Τρ6μπέλα, Αι τρείς Λειτουργίαι..., σ. 206. Δ. Ν. Μωραΐτου, π.π., σ. 80.
30. Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 21984, σ. 53. N. D. Uspensky, π.π σ. 56-57. Κατά την ψαλμωδία του Κατευθυνθήτω ... γίνονται τρεις μεγάλες μετάvοιες ή κατά μίαν άλλη παράδοση οι πιστοί γονατίζουν. Βλ. Π. Ρομπότου, Λειτουργική, εν Αθήναις 1869, σ. 257.
31. Ι. Μ. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων, σ. 36.
32. V. Janeras, La partie vespérale de la liturgie byzantine des présanctifiés, Orientalia Christiana Periodica, 30 (1964) 207-209.
33. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης περιγράφει αυτήν ακριβώς την τάξη. Βλ. Διάλογος, ΤΝΓΤΝΕ, PG 155, 656 C 660 Α. Δ. Μωραΐτου, π.π., σ. 8791. Ί. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 107-108. Του ιδίου, Λειτουργικές ιδιομορφίες των ακολουθιών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στο Αξίες και Πολιτισμός. Αφιέρωμα στον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1991, σ. 234. Για το θέμα αυτό βλ. και M. Arranz, La Liturgie des Présenctifiés de lancien Euchologe byzantin, Orientalia Christiana Periodica 47 (1981) 332-388.
34. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 105-106.
35. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
36. A. Schmemann, π.π., σ. 67.
37. Ι. Μ. Φουντούλη, Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, σ. 17. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι..., σ. 206.
38. V. Janeras, π.π. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ, σ. 108-109.
39. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, ΤΝΔ, PG 155, 657 Β.
40. A. Schmemann, π.π, σ. 67.
41. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον ρμ ψαλμόν, ΕΠΕ 7, 274.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2003

Η προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου


 
 Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Alexander Schmemann

      Ανάμεσα σʹ όλες τις προσευχές και τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής μια σύντομη προσευχή μπορεί να oνομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σ' έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον γιο Εφραίμ το Σύρο. Να τα κείμενο της προσευχής:
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω.
Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου˙ ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή (δεν τη λέμε το Σάββατο και την Κυριακή, όπως θα δούμε και πιο κάτω, γιατί οι ακολουθίες αυτές τις δύο μέρες δεν έχουν το τυπικό της Σαρακοστής). Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μια μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ελέησαν με τον αμαρτωλόν». Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.
Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; Διότι απαριθμεί, μʹ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ' όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.
Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό νʹ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει τη ζωή μας μια απέραντη πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.
Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η λιποψυχία. Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στʹ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο˙ γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής, γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ' αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να τα επιθυμήσει.
Πνεύμα φιλαρχίας! φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν νʹ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα. Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς το Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω να εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις. Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους. Έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.
Τέλος είναι η αργολογία. Απ' όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σʹ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της Θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφτηκε σαν Λόγος (Ιωάν. 1,1). Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει, ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα. Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη Θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. Ενισχύει την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γιʹ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου. Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας που πάλι είναι τέσσερις.
Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε - πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται - την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν τα θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία» πρώτα απ' όλα, είναι η αδράνεια, το σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητας μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια. Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά άλλου δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτά αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των άξιων, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.
Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Ήδη έχουμε μιλήσει γιʹ αυτή. Πάνω απ' όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνη η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας∙ μόνο μʹ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και να δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλοσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπασμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητα τους, την οποία εμείς με την τυφλότητα μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σʹ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραντη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.
Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «...δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου...». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια.  Υπερηφάνεια είναι η πηγή του κάκου και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρʹ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «εμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός - η υπερηφάνεια - θʹ αφανιστεί μέσα μας.
Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή τούτη κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες δεν περιορίζονται στην προσευχή του Αγίου Εφραίμ αλλά αποτελούν ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ πάντως το νόημά τους αποκαλύπτεται περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού.
Στη συνεχή και δύσκολη προσπάθεια της πνευματικής ανάρρωσης, η Εκκλησία δεν ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Ο όλος άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό∙ ο όλος άνθρωπος πρέπει να ανορθωθεί, ο όλος άνθρωπος πρέπει να γυρίσει. Η καταστροφή της αμαρτίας υπάρχει όταν νικάει η σάρκα - το ζωώδες, το παράλογο, η σαρκική επιθυμία μέσα μας - τα πνευματικό και το θείο. Αλλά τα σώμα είναι δοξασμένο, το σώμα είναι άγιο, τόσο άγιο που ο ίδιος ο Θεός «σαρξ εγένετο». Η σωτηρία και η μετάνοια, επομένως, δεν είναι η περιφρόνηση του σώματος ούτε η παραμέλησή του, αλλά είναι αποκατάσταση του σώματος στην πραγματική του λειτουργικότητα που είναι η έκφραση και η ζωή του πνεύματος, ο ναός της ανεκτίμητης ανθρώπινης ψυχής. Η χριστιανική ασκητική είναι αγώνας όχι κατά αλλά υπέρ του σώματος. Γιʹ αυτό το λόγο ο όλος άνθρωπος - ψυχή και σώμα - μετανοεί. Το σώμα παίρνει μέρος στην προσευχή της ψυχής καθώς αυτή προσεύχεται μέσα στο σώμα και δια του σώματος. Έτσι οι γονυκλισίες, τα «ψυχοσωματικά» δείγματα της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, της λατρείας και της υπακοής, είναι μια ιεροτελεστία κατʹ εξοχήν της Μεγάλης Σαρακοστής.

ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
[20/2/2010]

Η Μεγάλη Σαρακοστή – περίοδος πνευματικής φώτισης και ίασης

Φωτογραφία: Νταρίνα Γκριγκόροβα

Η Κυριακή της Τυροφάγου είναι η τελευταία μέρα πριν την αρχή της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Είναι γνωστή ακόμη σαν την Κυριακή της πανσυγχώρεσης, όταν ζητάμε την συγνώμη των συνανθρώπων μας.

Κάποτε, μετά τον εσπερινό, οι οικογένειες μαζεύονταν και ζητούσαν συγνώμη ο ένας από τον άλλο. Η παράδοση διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα και όταν τα άτομα βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, συναντιούνται στο Διαδίκτυο, για να ζητήσουν και να λάβουν συγνώμη, ξεπερνώντας την αποξένωση και την εχθρότητα.

Σύμφωνα με την Εκκλησία μας, η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η σημαντικότερη περίοδος νηστείας, επειδή προετοιμάζει τις ψυχές μας για την λαμπρότερη χριστιανική γιορτή – το Πάσχα. Η νηστεία είναι αυστηρή, για να βοηθήσει την ψυχή να απελευθερωθεί από τις καθημερινές φροντίδες και έτσι να αισθανθεί την αληθινή δύναμη της επικοινωνίας με τον Θεό.
"Έχω παρατηρήσει, ότι πραγματικά όλο και περισσότεροι πιστοί επιστρέφουν σ' αυτόν τον ρυθμό της εκκλησίας", λέει ο πατήρ Ντομπρομίρ Ντιμιτρόφ από τον ναό του Αγίου Μηνά στην πόλη Βελίκο Τίρνοβο. "Η νηστεία δεν είναι δίαιτα και ο σκοπός της είναι να καταπολεμήσει τον εγωισμό μας. Στερούμαστε από διάφορες ανέσεις, που τρέφουν το εγώ μας. Το κάνουμε, για να δείξουμε ποιο είναι το σημαντικότερο στη ζωή μας. Η νηστεία συνδέεται και με την μετάνοια και αυτό σημαίνει αλλαγή του νου μας, του τρόπου ζωής. Γι' αυτό και η σημασία του είναι να βγούμε από τα στερεότυπα, στα οποία ζούμε, και να αναζητήσουμε την σωστή κατεύθυνση. Τα μέσα, που αποταμιεύσαμε την περίοδο της νηστείας, είναι καλό να τα δώσουμε για φιλανθρωπικούς σκοπούς".
Η νηστεία είναι προσδοκία να ενωθούμε με τον Θεό μέσω της Άγιας Κοινωνίας. "Πολλά άτομα θεωρού, ότι η Κοινωνία σημαίνει κάθαρση", αναφέρει ο ιερέας, "αλλά ουσιαστικά σημαίνει να γίνεις μέρος από κάτι. Γι' αυτό και με την λήψη της Άγιας Κοινωνίας από το άγιο ποτήριο ελπίζουμε, ότι θα γίνουμε μέρος του Χριστού. Το νόημα της προσευχής στην διάρκεια της λειτουργίας είναι να καλέσουμε το Άγιο Πνεύμα να μεταποιήσει το ψωμί και το κρασί σε σώμα και αίμα του Χριστού. Ακριβώς η Θεία Ευχαριστία εμφανίζεται η Θεία παρουσία στη γη, γι' αυτό η νηστεία αποσκοπεί στο να μας ενώσει με την αιώνια ζωή και την σωτηρία. Η Άγια Κοινωνία σημαίνει να ευχαριστήσουμε, κάθε Κυριακή μαζευόμαστε, για να ευχαριστήσουμε τον Θεό και να γίνουμε μέρος από Αυτόν. Ζούμε από Κυριακή σε Κυριακή, από λειτουργία σε λειτουργία σε συνεχή επικοινωνία με τον Κύριο. Όταν τρώμε και πίνουμε την Άγια Κοινωνία, το κάνουμε για αιώνια ζωή και άφεση αμαρτιών".
"Έτσι μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα, που συμβαίνουν στην ζωή μας", συνεχίζει. "Όταν έχουμε τον Χριστό μέσα μας, όταν ζει στις καρδιές μας μέσω της Κοινωνίας τίποτε δεν μπορεί να μας φοβίσει. Ούτε ασθένεια, όσο βαριά και αν είναι, ούτε προβλήματα, επειδή ξέρουμε, ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Γι' αυτό η Κοινωνία είναι το στεφάνι της χριστιανικής ζωής, όχι να ανάβουμε κεριά και να κάνουμε κουρμπάνια. Πάμε στην εκκλησία, για να συναντήσουμε τον Θεό, να τον αγκαλιάσουμε, να τον δεχτούμε, ώστε να γίνει ζωή μας. Και όταν αυτό γίνει, ούτε ο θάνατος, ούτε τα πάθη μπορούν να μας βλάψουν, επειδή έχουμε την πνευματική βοήθεια και υποστήριξη στην Ευχαριστία, για να ζήσουμε χριστιανικά. Ένας χριστιανός, που δεν συμμετέχει στην λειτουργία και δεν λαμβάνει Κοινωνία, παραμένει σε ένα επιπόλαιο επίπεδο της πίστης του. Η ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, η ορθοδοξία είναι τρόπος ζωής, επικοινωνία, συνάντηση".
Στην διάρκεια της περιόδου νηστείας οι πιστοί προσπαθούν να καταπολεμήσουν τις αμαρτίες και τον εγωισμό τους μέσω μετάνοιας και ταπεινοφροσύνης.
"Η ταπεινοφροσύνη είναι βασική αρετή. Ο ίδιος ο Σωτήρας μας ήταν ταπεινός μέχρι θανάτου. Τι σημαίνει να έχουμε ταπεινοφροσύνη – να συνειδητοποιήσουμε, ότι τα πάντα, που έχουμε στη ζωή, είναι δώρο από τον Θεό. Τότε δεν θα δικάσεις κανέναν. Όταν, όμως, έχουμε την πεποίθηση, ότι τα πάντα, που έχουμε, τα έχουμε αποκτήσει χάρη στις δικές μας δυνάμεις αυτή είναι η απάτη της αλαζονείας. Όλα τα προσόντα και ταλέντα μας είναι δώρα από το Θεό. Μερικοί τα πολλαπλασιάζουν 100 φορές, άλλοι – δέκα και είναι κρίμα, όταν τα θάβουμε στη γη. Η ταπεινοφροσύνη είναι να ευχαριστούμε για τα πάντα και όταν έχουμε ανάγκη να στηριζόμαστε στον παρηγορητή μας, τον Θεό. Είναι Εκείνος, που αγάπησε τον κόσμο τόσο πολύ, που στον Μυστικό δείπνο έπεσε στα πόδια του ανθρώπου. Σε τέτοιο Θεό αξίζει να πιστεύουμε. Είναι Εκείνος, που πιστεύει στον άνθρωπο, που τον περιμένει, που έπλυνε τα πόδια του και του έδωσε τον Εαυτό του για αιώνια ζωή, τροφή και ποτό, που μία μέρα θα μας αναστήνει από τους νεκρούς".
Μετάφραση: Σβέτλα Τόντοροβα

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Μ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν - Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή»,



Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.

Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.

Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζομεν» - καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε - θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν...;

Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ... συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).

Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸ δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τὸν ἔκανε πέρασμα - διάβαση», Πάσχα» - στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη. Μὲ τὸ θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης - στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».

Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία; Μήπως δὲ χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ. Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε. Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε. Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.

Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ; Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της - σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ - εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: νικήθηκε ὁ θάνατος».

Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ» ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!

Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι; (Ματθ. 19,26). Στ ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν. Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογὴ; Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.

Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»

Το βαθύτερο νόημα της Καθαράς Δευτέρας και της όλης Μεγάλης Σαρακοστής


Το βαθύτερο νόημα της Καθαράς Δευτέρας και της όλης Μεγάλης Σαρακοστής

Τελευταία ημέρα σήμερα του Τριωδίου χριστιανοί μου, Κυριακή της Τυρινής. Και από αύριο Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Σήμερα η συγνώμη και από αύριο οι ημέρες του πένθους και της νηστείας σωματικής, αλλά κυρίως όμως πνευματικής νηστείας. Αύριο είναι ημέρα αργίας. Η εκκλησία μας πενθεί και αρχίζει από πρωίας με πολύωρες κατανυκτικές ακολουθίες και προσευχές. Οι περισσότεροι όμως από μας τους ορθοδόξους χριστιανούς ακολουθούμε λαϊκές παραδόσεις και όχι θρησκευτικές. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί μας θα βγουν στην ύπαιθρο με τα λεωφορεία, με τα αυτοκίνητά τους, θα το στρώσουν στο γλέντι, στο χορό και στη μέθη, την οποία όπως ακούσατε στο Αποστολικό ανάγνωσμα πόσο την καυτηριάζει ο λόγος του Θεού… Βέβαια, το να υψώσουν τα παιδιά το χαρταετό τους αυτό δεν είναι κακό, που θα γιορτάσουν τα κούλουμα και άλλα έθιμα…θα μείνουν όμως, και αυτό είναι σημαντικό, μακριά από αυτό που ζητά αυτή την ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.
 
Αρκετοί θα νηστέψουν με άλαδες τροφές, και άλλοι θα κάμουν μονοήμερη ή διήμερη ή και τριήμερη ακόμα όσοι μπορούν μόνο με νερό και αντίδωρο. Και αυτή είναι η πρώτη καλή αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Καθαρά Δευτέρα είναι ημέρα πένθους. Η εκκλησία μας και όλοι οι ναοί ενδύονται με μαύρα καλύμματα. Ακόμα και τα κανδήλια μας γίνονται πένθιμα. Μετά από την βραδινή συγνώμη στους ιερούς ναούς και στις οικογένειες όπου υπάρχει η ευλαβής αυτή συνήθεια, όλοι οι σωστοί ορθόδοξοι χριστιανοί, θα καλλιεργήσουν έτι περισσότερο τη μετάνοια. Διότι ανοίγεται ένα στάδιο 49 ημερών πνευματικών αγώνων (ακούσατε το στάδιο των αρετών «ηνέοκται» που έψαλλαν οι ψάλτες μας) δια μέσου των οποίων καλούνται οι χριστιανοί να συμμετάσχουν στο Πάθος του Χριστού μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα.
 
Δεν μπορούμε να υποδεχτούμε τον Νυμφίον Χριστόν ψυχικά απροετοίμαστοι. Σωματικά δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς, διότι κουβαλάμε χίλιες δυο αρρώστιες ο καθένας, και οι περισσότεροι από μας είμεθα άρρωστοι και ανήμποροι. Μπορούμε όμως να προετοιμαστούμε πνευματικά με αυστηρή πνευματική νηστεία.
 
Και πρώτον, με εγκράτεια της γλώσσης (το επανέλαβε και το τόνισε και το αποστολικόν ανάγνωσμα) όχι κρίσεις και όχι κατακρίσεις.
 
Δεύτερον, με νηστεία των σωματικών μας αισθήσεων και τρίτον με νηστεία των λογισμών, των ακαθάρτων σκέψεων, των αισχρών νοημάτων και των πονηρών φαντασιών.
 
Η τριπλή αυτή νηστεία είναι νηστεία παθών. Δηλαδή, καλούμεθα σε αυστηρή πνευματική νηστεία εναντίον των παθών μας, και πρέπει να τα υποβάλλουμε σε ασιτία. Και πρέπει να τα σκοτώσουμε τα πάθη μέσα μας. Γι’αυτό και λέμε ότι η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, αλλά όπως και κάθε άλλη νηστεία, Τετάρτης, Παρασκευής, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου και λοιπά, είναι κυρίως η τριπλή πνευματική νηστεία που αναφέραμε, και αυτή η νηστεία είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος. Δε σκοτώνουμε δηλαδή, το σώμα μας που είναι ναός του Παναγίου Πνεύματος, αλλά τα πάθη μας. Η εκκλησία μας, μας συνιστά και μας προτρέπει όπως από σήμερα καθαρίσουμε εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Τις δε λαμπάδες των ψυχών μας, να τις στολίσουμε, να τις ευπρεπίσουμε με έργα αγάπης, ελεημοσύνης, φιλοξενίας, με έργα που να έχουν το πνεύμα μέσα της επιεικείας, της συγχωρητικότητος, της ταπεινοφροσύνης. «Μη κατεσθίοντες τον πλησίον τη συκοφαντία και τη κατακρίση». Το λέει αρχαία ε; πιστεύω να το καταλάβατε. Δηλαδή, να μη καταξεσχίζουμε και να μη κατατρώγουμε τις σάρκες του πλησίον, του αδελφού μας, του συνανθρώπου μας. Με τι; Με τις συκοφαντίες και τις κατακρίσεις. Ο πλησίον μπορεί να είναι οποιοσδήποτε…να είναι ο φίλος, να’ ναι ο γνωστός, να’ ναι ο γείτονας, να’ ναι ο συγγενής, να’ ναι ο παπάς σας…κι εγώ μέσα, να’ ναι ο Δεσπότης, να’ ναι ο γιατρός, να’ ναι ο συνεργάτης, να’ ναι ο προϊστάμενος, να’ ναι το παιδί μας, να’ ναι ο σύντροφός μας, να’ ναι ο βουλευτής, ο υπουργός, ο υπάλληλος, και κάθε χριστιανός.
 
Σκοπός μας είναι λοιπόν να σκοτώσουμε και να διαλύσουμε κάθε πάθος, κάθε κακία και κάθε πονηριά από μέσα μας. Να αποβάλλουμε δηλαδή τα έργα του σκότους – το ακούσατε και αυτό στο αποστολικό ανάγνωσμα – και να ενδυθούμε και να θωρακιστούμε με τα όπλα του φωτός. Και όπλα του φωτός είναι κατά πρώτον τα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγησις), είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Αγίου Θεού με την πιστή τήρηση των Ευαγγελικών Του εντολών και με την αντίστοιχη καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, με πρώτη τη μετάνοια. Η μετάνοια μαζί με όλες τις αρετές, θα βοηθήσει αποτελεσματικά ώστε με ασφάλεια να διαπεράσουμε το πέλαγος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να φθάσουμε λαμπαδοφορούντες στο θεϊκό λιμάνι της τριημέρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
 
Και με άλλο κατανυκτικότατο τροπάριο, η Εκκλησία μας απευθύνεται στην ψυχή του καθενός από μας…στην ψυχή μου, αλλά και στη δική σου ψυχή και στη δική σου ψυχή… και φωνάζει: «Νίψον ψυχή μου.. », «πλύσου ψυχή μου… », «Νίψου…. » και ψυχή σου και ψυχή όλων… «Νίψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, βόησον δια προσευχής (και δια της διπλής νηστείας πνευματικής και της κατά δύναμιν σωματικής) όλων των της αμαρτίας και των παθών σου φόρτον απόρριψον». Όλο το βάρος που φέρνεις πάνω στους ώμους σου και πάνω στην καρδιά σου και στην ψυχή σου…το βάρος αυτό το τεράστιο, το μεγάλο, το ασήκωτο από την αμαρτία και τα πάθη…να το απορρίψεις. Πώς όμως; Και απαντάει η Εκκλησία, στο ίδιο τροπάριο… «Τη θερμή μετανοία». Με την ολόθερμη, με την ολοζώντανη, με την αληθινή μετάνοια. Με αυτόν τον τρόπον απορρίπτεται το βάρος της αμαρτίας και των παθών. Να λοιπόν, τι μας διδάσκει και σε τι μας προτρέπει η αρχή της πρώτης ημέρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
 
Αλλά και στο πρώτο μεγάλο απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας, αύριο το απόγευμα δηλαδή, θα ακούσουμε ψαλτά την μεγαλοπρεπέστατη προειδοποίηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι μόνο μεγαλοπρεπής, είναι και αυστηρά προειδοποιητική: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;… » Ψυχή μου, λέει, ψυχή μου, σήκω αμέσως επάνω, σήκω όρθια, στάσου όρθια και μάλιστα γρήγορα, τώρα αμέσως. Γιατί κοιμάσαι τόσο βαριά τον ύπνο της αμαρτίας; Γιατί αμελείς τον πνευματικό σου αγώνα που αφορά τη σωτηρία σου; Γιατί καθυστερείς στο να πολεμάς εναντίον των παθών σου; Γιατί κοιμάσαι; Ξύπνα επιτέλους! Δε βλέπεις ότι πλησιάζει το τέλος σου; Δε βλέπεις ότι σήμερα, αύριο, μεθαύριο φεύγεις απ’αυτή τη ζωή, πεθαίνεις; Ψυχή μου, ψυχή μου, θα βρεθείς είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, είτε σ’αρέσει είτε δε σ’αρέσει μπροστά στο φοβερό κριτήριο του Αγίου Θεού. Και τότε;…μέλλεις θορυβείσθαι. Και τότε θα θορυβηθείς, θα φοβηθείς, θα τρομάξεις. Γι’αυτό πριν είναι αργά «Νίψον, ψυχή μου, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, μετανόησον» και τότε φώναξε δυνατά και με όλη σου την καρδιά «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», «’Ημαρτον στον ουρανόν και ενώπιόν Σου», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με ότι η ψυχή μου κακώς δαιμονίζεται μέσα της, από τα δικά μου τα πάθη και τις δικές μου κακίες». «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου». «Κύριε, Κύριε, δώρισέ μου..του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν ουδέποτε τον αδελφόν μου». Έτσι κλείνει κάθε Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε από τις Ώρες που διαβάζουμε.
 
Υπάρχουν λοιπόν πάθη που κάθε μέρα μας βασανίζουν, υπάρχουν αδυναμίες που καθημερινώς μας ταλαιπωρούν, υπάρχουν κακίες και πονηριές που μαυρίζουν τις σκέψεις μας και σκοτίζουν το νου μας. Πολλά τα αγκάθια της ψυχής μας που θέλουν τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος για να καούν και να εξαφανιστούν τελείως. Και η φωτιά αυτή είναι η αληθινή μετάνοια, είναι τα δάκρυα της μετανοίας και στην προσευχή και ιδιαίτερα στο πετραχήλι του πνευματικού. Για να πάρει όμως φωτιά η προσευχή μας, αυτή η προσευχή που κάνουμε κάθε μέρα, αυτό το μικρό κομποσχοινάκι, αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» πρέπει να γίνεται κι αυτό με πνεύμα μετανοίας.
 
Αλλά και ο εκκλησιασμός μας πρέπει να έχει τη θερμότητα της μετανοίας. Σήμερα που εκκλησιαστήκαμε όλοι μας και που όλοι μας (είτε κοινωνήσουμε είτε όχι) παίρνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος… για να τη νιώσουμε βαθιά μέσα μας πρέπει να έχουμε έρθει ήδη με πνεύμα μετανοίας. Και όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων να μην προσερχόμεθα μόνον μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, αλλά και με μετάνοια αληθινή. Και την Αγία Γραφή όταν τη μελετάμε, πρέπει η καρδιά μας να πυρπολείται όχι μόνο από τη ζέουσα πίστη ότι αυτός είναι ο αληθινός λόγος του Θεού, αυτή είναι η αλήθεια που σώζει, αλλά και από τη μετάνοια. Πολύ δε περισσότερο η μετάνοια οφείλει να μας διακατέχει ψυχοσωματικά στο μεγάλο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αλλά και η πολλαπλή μας νηστεία, κυρίως η πνευματική, στις αισθήσεις και στη γλώσσα και στους λογισμούς και ύστερα η σωματική όπως είπαμε, διότι έχουμε πολλές ασθένειες θα πρέπει κι αυτή να μπολιάζεται με το πνεύμα της μετανοίας. Και τότε… και τότε θα λάβουμε πλουσιοπάροχα την άφεση, την άφεση των αμαρτιών. Και η ψυχή μας θα καθαριστεί, θα γίνει πεντακάθαρη σαν το πανάλευκο χιονάκι.

Τα Σάββατα της Μεγάλης Σαρακοστής




Από την πλευρά του "τυπικού", το Σάββατο δεν είναι μέρα νηστείας, αλλά γιορτής γιατί ο ίδιος ο Θεός το καθιέρωσε σαν γιορτή: "... και ευλόγησε ο Θεός την ημέρα την εβδόμη και αγίασε αυτή, διότι σ' αυτή κατέπαυσε από όλα τα έργα του, τα οποία άρχισε ο Θεός να κάνει" (Γεν.2,3).
Είναι αλήθεια ότι η θεία καθιέρωση του Σαββατισμού μεταφέρθηκε στην Κυριακή, η οποία έγινε η ημέρα της ανάπαυσης των χριστιανών. Οι Πατέρες και η παλιά Παράδοση "αριθμούν" την Κυριακή σαν την πρώτη ή την όγδοη μέρα.
Η μετατροπή του Σαββάτου έγινε εκείνο το Μέγα και Άγιο Σάββατο, την "ημέρα, κατά την οποία κατέπαυσε από όλων των έργων του ο Μονογενής Υιός του Θεού.." και αναπαύθηκε στο τάφο. Την επόμενη μέρα "τη μιά των Σαββάτων..", η Ζωή ανέτειλε από τον ζωοδότη τάφο, και η πρώτη μέρα της Νέας Δημιουργίας άρχισε. Σ' αυτή τη νέα μέρα συμμετέχει η Εκκλησία συμμετέχει η Εκκλησία και μέσα σ' αυτή μπαίνει την Κυριακή.
Όλα αυτά εξηγούν τη μοναδική μέρα του Σαββάτου - της έβδομης μέρας - στη λειτουργική παράδοση: το διπλό χαρακτήρα του σαν μέρα γιορτής και μέρα θανάτου. Είναι μια γιορτή γιατί μέσα σ' αυτό το κόσμο και στο χρόνο του ο Χριστός "επάτησε" το θάνατο και η Ανάστασή Του είναι το πλήρωμα της Δημιουργίας. Είναι μέρα θανάτου γιατί με το Θάνατο του Χριστού πέθανε και ο κόσμος, έτσι η σωτηρία του, η ολοκλήρωσή του και η μεταμόρφωσή του βρίσκονται πέρα από το τάφο, στον "ερχόμενο αιώνα".
Όλα τα Σάββατα στο λειτουργικό χρόνο παίρνουν το νόημά τους από τα δύο αποφασιστικά Σάββατα: πρώτα από το Σάββατο της Ανάστασης του Λαζάρου, και ύστερα από το Αγιο και Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα, οπότε ο θάνατος μετατράπηκε σε "διάβαση" στη καινούργια ζωή της Νέας Δημιουργίας. Εδώ ακριβώς είναι η υπέρτατη "διακοπή" η οποία "καινοποιεί τα πάντα". Αυτό ειδικά φαίνεται στη σειρά των αποστολικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται τα Σάββατα της Σαρακοστής και είναι διαλεγμένα από την προς Εβραίους επιστολή του Παύλου.
Τα Σάββατα λοιπόν της Μ. Σαρακοστής έχουν σαν δεύτερο θέμα το θάνατο. (Εκτός από το Σάββατο του Ακαθίστου ύμνου), τα Σάββατα είναι μέρες αφιερωμένες στη μνήμη "των απ' αιώνος μ' ελπίδα αναστάσεως και ζωής αιωνίου, κεκοιμημένων".
Η μνήμη των "κεκοιμημένων", δεν είναι μια πράξη αγάπης, μια "καλή πράξη", είναι επίσης μια ουσιαστική αποκάλυψη του κόσμου τούτου, σαν θανάτου. Αλλά "στον Χριστό" ο θάνατος νικήθηκε, καταστράφηκε, έχασε το κεντρί του, όπως λέει ο Παύλος, έγινε ο ίδιος ο θάνατος είσοδος σε μια πλούσια και άφθονη ζωή. Η προσευχή μας για τους κοιμηθέντες δεν είναι θρήνος και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στα Σάββατα γενικά και ειδικότερα στα Σάββατα της Μ. Σαρακοστής.
Το φως που εκπέμπει το Σάββατο του Λαζάρου και η χαρμόσυνος ειρήνη του Μεγάλου Σαββάτου δίνουν το νόημα στο θάνατο του χριστιανού και στις προσευχές μας για τους κοιμηθέντες.
Το Σάββατο της Α΄ εβδομάδας των Νηστειών ακούμε το μαγευτικό εκείνο πρόλογο της Επιστολής (Εβρ. 1,1-12) με τη ιεροπρεπή του επιβεβαίωση για την Δημιουργία, τη Μετάνοια και την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Επίσης εορτάζομε το δια κολλύβων θαύμα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.
Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδοξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Έτσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα. Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. (Ωρολόγιο της Εκκλησίας).
Στο Σάββατο της Β΄ εβδομάδας, ζούμε σ' αυτές τις "έσχατες μέρες", τις μέρες της τελευταίας προσπάθειας. Αλλά ταυτόχρονα είμαστε στο "σήμερα" ενώ το τέλος εγγίζει. (Εβρ.3,12-16)
Στο Σάββατο της Γ΄ εβδομάδας, η μάχη είναι δύσκολη. (Εβρ.10,32-38) Πόνος και δοκιμασίες είναι το αντίτιμο που πληρώνουμε για μια "καλυτέρα περιουσία στους ουρανούς, που είναι μόνιμος και αιώνια" και " έχετε ανάγκη υπομονής, να μένετε στο θέλημα του Θεού, να λάβετε την αμοιβή που σας υποσχέθηκε, διότι ακόμη λίγος χρόνος υπολείπεται, και ο Κύριος δεν θα βραδύνει".
Στο Σάββατο της Δ΄ εβδομάδας, τα όπλα είναι πίστη, αγάπη και ελπίδα γι' αυτό τον καλό αγώνα (Εβρ. 6,9-12).
Ο τόνος του Σαββάτου της Ε΄ εβδομάδας (Εβρ.9, 24-28) είναι ότι ο χρόνος συντομεύει, η προσδοκία γίνεται περισσότερο διακαής, η βεβαιότητα περισσότερο χαρούμενη.
Αυτό είναι το τελευταίο ανάγνωσμα πριν το Σάββατο του Λαζάρου οπότε από το χρόνο της προσδοκίας αρχίζουμε το "πέρασμα" στο χρόνο του "πληρώματος".
Τα ευαγγελικά αναγνώσματα κατά τα Σάββατα της Σαρακοστής διαλέγονται από το Ευαγγέλιο του αγίου Μάρκου και αποτελούν και αυτά μια διαδοχή. Το κλειδί για το νόημά τους δίνεται στο Σάββατο της Α΄ εβδομάδας. Ο Χριστός ανατρέπει τα υποκριτικά ταμπού του Ιουδαϊκού Σαββάτου κηρύσσοντας: ...το Σάββατο για τον άνθρωπο έγινε και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο (Μαρκ.2,23-3,5).
Μια νέα εποχή έρχεται, μια αναδημιουργία του ανθρώπου έχει αρχίσει.
Το δεύτερο Σάββατο ακούμε το λεπρό να λέει στο Χριστό: ...εάν θέλεις μπορείς να με καθαρίσεις. Ο δε Ιησούς... του λέγει: Θέλω, καθαρίσου (Μαρκ. 1,35-44).
Το τρίτο Σάββατο βλέπουμε το Χριστό να σπάει όλα τα ταμπού και να: "τρώει με τελώνες και αμαρτωλούς.." (Μαρκ.2,14-17).
Το τέταρτο Σάββατο, στο "καλά λίαν" της Γένεσης (Γεν.1) το Ευαγγέλιο απαντά με το χαρμόσυνο επιφώνημα: Καλώς όλα τα έκανε και τους κουφούς να ακούνε και τους άλαλους να μιλάνε (Μαρκ.7,31-37).
Τελικά το πέμπτο Σάββατο όλα αυτά φτάνουν στο αποκορύφωμά τους με την αποφασιστική ομολογία του Πέτρου: ...συ είσαι ο Χριστός (Μαρκ.8,29). Εδώ ο άνθρωπος αποδέχεται το μυστήριο του Χριστού, το μυστήριο της Νέας Δημιουργίας.

Το βαθύτερο νόημα της Καθαράς Δευτέρας και της όλης Μεγ.Σαρακοστής


loul4.jpg Στα πολλά χρόνια που πέρασαν, μας είχε δοθεί η ευκαιρία πολλές φορές να μιλήσουμε για τη νηστεία καθώς επίσης να αναλύσουμε πότε το Ευαγγελικό και πότε το Αποστολικό ανάγνωσμα.
Τελευταία ημέρα σήμερα του Τριωδίου χριστιανοί μου, Κυριακή της Τυρινής. Και από αύριο Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Σήμερα η συγνώμη και από αύριο οι ημέρες του πένθους και της νηστείας σωματικής, αλλά κυρίως όμως πνευματικής νηστείας. Αύριο είναι ημέρα αργίας. Η εκκλησία μας πενθεί και αρχίζει από πρωίας με πολύωρες κατανυκτικές ακολουθίες και προσευχές. Οι περισσότεροι όμως από μας τους ορθοδόξους χριστιανούς ακολουθούμε λαϊκές παραδόσεις και όχι θρησκευτικές. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί μας θα βγουν στην ύπαιθρο με τα λεωφορεία, με τα αυτοκίνητά τους, θα το στρώσουν στο γλέντι, στο χορό και στη μέθη, την οποία όπως ακούσατε στο Αποστολικό ανάγνωσμα πόσο την καυτηριάζει ο λόγος του Θεού… Βέβαια, το να υψώσουν τα παιδιά το χαρταετό τους αυτό δεν είναι κακό, που θα γιορτάσουν τα κούλουμα και άλλα έθιμα…θα μείνουν όμως, και αυτό είναι σημαντικό, μακριά από αυτό που ζητά αυτή την ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.
Αρκετοί θα νηστέψουν με άλαδες τροφές, και άλλοι θα κάμουν μονοήμερη ή διήμερη ή και τριήμερη ακόμα όσοι μπορούν μόνο με νερό και αντίδωρο. Και αυτή είναι η πρώτη καλή αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Καθαρά Δευτέρα είναι ημέρα πένθους. Η εκκλησία μας και όλοι οι ναοί ενδύονται με μαύρα καλύμματα. Ακόμα και τα κανδήλια μας γίνονται πένθιμα. Μετά από την βραδινή συγνώμη στους ιερούς ναούς και στις οικογένειες όπου υπάρχει η ευλαβής αυτή συνήθεια, όλοι οι σωστοί ορθόδοξοι χριστιανοί, θα καλλιεργήσουν έτι περισσότερο τη μετάνοια. Διότι ανοίγεται ένα στάδιο 49 ημερών πνευματικών αγώνων (ακούσατε το στάδιο των αρετών «ηνέοκται» που έψαλλαν οι ψάλτες μας) δια μέσου των οποίων καλούνται οι χριστιανοί να συμμετάσχουν στο Πάθος του Χριστού μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Δεν μπορούμε να υποδεχτούμε τον Νυμφίον Χριστόν ψυχικά απροετοίμαστοι. Σωματικά δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς, διότι κουβαλάμε χίλιες δυο αρρώστιες ο καθένας, και οι περισσότεροι από μας είμεθα άρρωστοι και ανήμποροι. Μπορούμε όμως να προετοιμαστούμε πνευματικά με αυστηρή πνευματική νηστεία.
Και πρώτον, με εγκράτεια της γλώσσης (το επανέλαβε και το τόνισε και το αποστολικόν ανάγνωσμα) όχι κρίσεις και όχι κατακρίσεις.
Δεύτερον, με νηστεία των σωματικών μας αισθήσεων και τρίτον με νηστεία των λογισμών, των ακαθάρτων σκέψεων, των αισχρών νοημάτων και των πονηρών φαντασιών.
Η τριπλή αυτή νηστεία είναι νηστεία παθών. Δηλαδή, καλούμεθα σε αυστηρή πνευματική νηστεία εναντίον των παθών μας, και πρέπει να τα υποβάλλουμε σε ασιτία. Και πρέπει να τα σκοτώσουμε τα πάθη μέσα μας. Γι’αυτό και λέμε ότι η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, αλλά όπως και κάθε άλλη νηστεία, Τετάρτης, Παρασκευής, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου και λοιπά, είναι κυρίως η τριπλή πνευματική νηστεία που αναφέραμε, και αυτή η νηστεία είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος. Δε σκοτώνουμε δηλαδή, το σώμα μας που είναι ναός του Παναγίου Πνεύματος, αλλά τα πάθη μας. Η εκκλησία μας, μας συνιστά και μας προτρέπει όπως από σήμερα καθαρίσουμε εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Τις δε λαμπάδες των ψυχών μας, να τις στολίσουμε, να τις ευπρεπίσουμε με έργα αγάπης, ελεημοσύνης, φιλοξενίας, με έργα που να έχουν το πνεύμα μέσα της επιεικείας, της συγχωρητικότητος, της ταπεινοφροσύνης. «Μη κατεσθίοντες τον πλησίον τη συκοφαντία και τη κατακρίση». Το λέει αρχαία ε; πιστεύω να το καταλάβατε. Δηλαδή, να μη καταξεσχίζουμε και να μη κατατρώγουμε τις σάρκες του πλησίον, του αδελφού μας, του συνανθρώπου μας. Με τι; Με τις συκοφαντίες και τις κατακρίσεις. Ο πλησίον μπορεί να είναι οποιοσδήποτε…να είναι ο φίλος, να’ ναι ο γνωστός, να’ ναι ο γείτονας, να’ ναι ο συγγενής, να’ ναι ο παπάς σας…κι εγώ μέσα, να’ ναι ο Δεσπότης, να’ ναι ο γιατρός, να’ ναι ο συνεργάτης, να’ ναι ο προϊστάμενος, να’ ναι το παιδί μας, να’ ναι ο σύντροφός μας, να’ ναι ο βουλευτής, ο υπουργός, ο υπάλληλος, και κάθε χριστιανός.
Σκοπός μας είναι λοιπόν να σκοτώσουμε και να διαλύσουμε κάθε πάθος, κάθε κακία και κάθε πονηριά από μέσα μας. Να αποβάλλουμε δηλαδή τα έργα του σκότους – το ακούσατε και αυτό στο αποστολικό ανάγνωσμα – και να ενδυθούμε και να θωρακιστούμε με τα όπλα του φωτός. Και όπλα του φωτός είναι κατά πρώτον τα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγησις), είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Αγίου Θεού με την πιστή τήρηση των Ευαγγελικών Του εντολών και με την αντίστοιχη καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, με πρώτη τη μετάνοια. Η μετάνοια μαζί με όλες τις αρετές, θα βοηθήσει αποτελεσματικά ώστε με ασφάλεια να διαπεράσουμε το πέλαγος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να φθάσουμε λαμπαδοφορούντες στο θεϊκό λιμάνι της τριημέρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Και με άλλο κατανυκτικότατο τροπάριο, η Εκκλησία μας απευθύνεται στην ψυχή του καθενός από μας…στην ψυχή μου, αλλά και στη δική σου ψυχή και στη δική σου ψυχή… και φωνάζει: «Νίψον ψυχή μου.. », «πλύσου ψυχή μου… », «Νίψου…. » και ψυχή σου και ψυχή όλων… «Νίψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, βόησον δια προσευχής (και δια της διπλής νηστείας πνευματικής και της κατά δύναμιν σωματικής) όλων των της αμαρτίας και των παθών σου φόρτον απόρριψον». Όλο το βάρος που φέρνεις πάνω στους ώμους σου και πάνω στην καρδιά σου και στην ψυχή σου…το βάρος αυτό το τεράστιο, το μεγάλο, το ασήκωτο από την αμαρτία και τα πάθη…να το απορρίψεις. Πώς όμως; Και απαντάει η Εκκλησία, στο ίδιο τροπάριο… «Τη θερμή μετανοία». Με την ολόθερμη, με την ολοζώντανη, με την αληθινή μετάνοια. Με αυτόν τον τρόπον απορρίπτεται το βάρος της αμαρτίας και των παθών. Να λοιπόν, τι μας διδάσκει και σε τι μας προτρέπει η αρχή της πρώτης ημέρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής..
Αλλά και στο πρώτο μεγάλο απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας, αύριο το απόγευμα δηλαδή, θα ακούσουμε ψαλτά την μεγαλοπρεπέστατη προειδοποίηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι μόνο μεγαλοπρεπής, είναι και αυστηρά προειδοποιητική: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;… » Ψυχή μου, λέει, ψυχή μου, σήκω αμέσως επάνω, σήκω όρθια, στάσου όρθια και μάλιστα γρήγορα, τώρα αμέσως. Γιατί κοιμάσαι τόσο βαριά τον ύπνο της αμαρτίας; Γιατί αμελείς τον πνευματικό σου αγώνα που αφορά τη σωτηρία σου; Γιατί καθυστερείς στο να πολεμάς εναντίον των παθών σου; Γιατί κοιμάσαι; Ξύπνα επιτέλους! Δε βλέπεις ότι πλησιάζει το τέλος σου; Δε βλέπεις ότι σήμερα, αύριο, μεθαύριο φεύγεις απ’αυτή τη ζωή, πεθαίνεις; Ψυχή μου, ψυχή μου, θα βρεθείς είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, είτε σ’αρέσει είτε δε σ’αρέσει μπροστά στο φοβερό κριτήριο του Αγίου Θεού. Και τότε;…μέλλεις θορυβείσθαι. Και τότε θα θορυβηθείς, θα φοβηθείς, θα τρομάξεις. Γι’αυτό πριν είναι αργά «Νίψον, ψυχή μου, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, μετανόησον» και τότε φώναξε δυνατά και με όλη σου την καρδιά «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», «’Ημαρτον στον ουρανόν και ενώπιόν Σου», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με ότι η ψυχή μου κακώς δαιμονίζεται μέσα της, από τα δικά μου τα πάθη και τις δικές μου κακίες». «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου». «Κύριε, Κύριε, δώρισέ μου..του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν ουδέποτε τον αδελφόν μου». Έτσι κλείνει κάθε Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε από τις Ώρες που διαβάζουμε.
Υπάρχουν λοιπόν πάθη που κάθε μέρα μας βασανίζουν, υπάρχουν αδυναμίες που καθημερινώς μας ταλαιπωρούν, υπάρχουν κακίες και πονηριές που μαυρίζουν τις σκέψεις μας και σκοτίζουν το νου μας. Πολλά τα αγκάθια της ψυχής μας που θέλουν τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος για να καούν και να εξαφανιστούν τελείως. Και η φωτιά αυτή είναι η αληθινή μετάνοια, είναι τα δάκρυα της μετανοίας και στην προσευχή και ιδιαίτερα στο πετραχήλι του πνευματικού. Για να πάρει όμως φωτιά η προσευχή μας, αυτή η προσευχή που κάνουμε κάθε μέρα, αυτό το μικρό κομποσχοινάκι, αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» πρέπει να γίνεται κι αυτό με πνεύμα μετανοίας.
Αλλά και ο εκκλησιασμός μας πρέπει να έχει τη θερμότητα της μετανοίας. Σήμερα που εκκλησιαστήκαμε όλοι μας και που όλοι μας (είτε κοινωνήσουμε είτε όχι) παίρνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος… για να τη νιώσουμε βαθιά μέσα μας πρέπει να έχουμε έρθει ήδη με πνεύμα μετανοίας. Και όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων να μην προσερχόμεθα μόνον μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, αλλά και με μετάνοια αληθινή. Και την Αγία Γραφή όταν τη μελετάμε, πρέπει η καρδιά μας να πυρπολείται όχι μόνο από τη ζέουσα πίστη ότι αυτός είναι ο αληθινός λόγος του Θεού, αυτή είναι η αλήθεια που σώζει, αλλά και από τη μετάνοια. Πολύ δε περισσότερο η μετάνοια οφείλει να μας διακατέχει ψυχοσωματικά στο μεγάλο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αλλά και η πολλαπλή μας νηστεία, κυρίως η πνευματική, στις αισθήσεις και στη γλώσσα και στους λογισμούς και ύστερα η σωματική όπως είπαμε, διότι έχουμε πολλές ασθένειες θα πρέπει κι αυτή να μπολιάζεται με το πνεύμα της μετανοίας. Και τότε… και τότε θα λάβουμε πλουσιοπάροχα την άφεση, την άφεση των αμαρτιών. Και η ψυχή μας θα καθαριστεί, θα γίνει πεντακάθαρη σαν το πανάλευκο χιονάκι…