Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Άγιο Πνεύμα: Πρόσωπο ή δύναμη; Εδάφια που δείχνουν ότι είναι Πρόσωπο



Κάποιες ακραίες Προτεσταντικές αιρέσεις όπως η οργάνωση τής Σκοπιάς, διαστρέφει συστηματικά όλα σχεδόν τα Χριστιανικά δόγματα. Έτσι, είμαστε υποχρεωμένοι να εκθέτουμε αποδείξεις ακόμα και για τις σαφείς Χριστιανικές διδασκαλίες, όπως τα περί τού Αγίου Πνεύματος. Στη συγκεκριμένη μελέτη, θα δείξουμε από την Αγία Γραφή ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Πρόσωπο, και όχι "η ενεργός δύναμη τού Θεού" όπως κακόδοξα ισχυρίζεται η Σκοπιά, και άλλες παρόμοιες αιρέσεις.
Αν και μόνο η δήλωση τής Εκκλησίας για κάποιο δόγμα αρκεί για την αποδοχή του, υπάρχουν σαφή εδάφια που αποδεικνύουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι η δύναμη τού Θεού, μερικά από τα οποία θα παραθέσουμε εδώ δειγματοληπτικά. Θα αρχίσουμε με το Β΄ Κορινθίους 6/ς΄ 4-7. Εκεί λέει:
"...αλλ' εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι εν υπομονή πολλή εν θλίψεσιν εν ανάγκαις εν στενοχωρίαις εν πληγαίς εν φυλακαίς εν ακαταστασίαις εν κόποις εν αγρυπνίαις εν νηστείαις εν αγνότητι εν γνώσει εν μακροθυμία εν χρηστότητι εν Πνεύματι Αγίω εν αγάπη ανυποκρίτω εν λόγω αληθείας εν δυνάμει Θεού δια των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών".
Στο χωρίο αυτό παρατηρούμε ότι ο απόστολος Παύλος, σε ένα σύνολο από πολλά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, αναφέρει ξεχωριστά το "Άγιο Πνεύμα", από τη "δύναμη τού Θεού". Αν το Άγιο Πνεύμα ήταν η δύναμη τού Θεού, δεν θα τα ανέφερε και τα δύο, γιατί θα ήταν πλεονασμός.
Ας δούμε μερικά ακόμα παρόμοια χωρία, όπου φαίνεται ότι άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα, και άλλη η δύναμη τού Θεού:
Ρωμαίους 15/ιε΄ 19: "εν δυνάμει σημείων και τεράτων εν δυνάμει Πνεύματος Θεού"
Εδώ φαίνεται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι δύναμη τού Θεού, αλλά ΕΧΕΙ τη δύναμη τού Θεού, δηλαδή είναι ο φορέας της. Πρόκειται για τη δύναμη ΤΟΥ Πνεύματος, και όχι για το Πνεύμα - Δύναμη.
Αντίθετα με τα παραπάνω, υπάρχουν στην Αγία Γραφή εδάφια που δείχνουν ότι ο Θεός είναι "δύναμη", και ειδικά ο Χριστός είναι η "δύναμη τού Θεού". Παρ' όλα αυτά, κανείς αιρετικός δεν τόλμησε να πει ότι ο Θεός ή ο Χριστός δεν είναι πρόσωπα! Ας δούμε δύο εδάφια:
Ψαλμός 46/μς΄ 1: "Ο Θεός είναι καταφυγή ημών και δύναμις, βοήθεια ετοιμότατη εν ταις θλίψεσι".
Α΄ Κορινθίους 1/α΄ 23,24: "Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησιν δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησιν, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν".
Οι Χριστιανοί λοιπόν, κηρύττουν ότι η δύναμη τού Θεού είναι ο Χριστός, και όχι το Άγιο Πνεύμα. Και βεβαίως ο Χριστός είναι ΠΡΟΣΩΠΟ!

Για να είμαστε συνεπείς, θα πρέπει να πούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί, παρασύρονται από κάποια εδάφια τής Αγίας Γραφής τα οποία δεν κατανοούν, αλλά τα ερμηνεύουν με προχειρότητα, και χωρίς τις προϋποθέσεις τής Χριστιανικής δογματικής. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούν εδάφια όπως αυτό που λέει: "πληρούσθε Πνεύματος Αγίου", για να πουν ότι "ένα πρόσωπο δεν μπορεί να γεμμίζει τις καρδιές όλων, ούτε είναι κάτι που δίνεται με μέτρο". Αν όμως διάβαζαν την Αγία Γραφή με περισσότερη προσοχή, θα έβλεπαν ότι αυτά που λένε, αν και ισχύουν για τα υλικά πρόσωπα, δεν ισχύουν για τα πνευματικά. Τα ίδια λόγια χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή για τον Πατέρα και τον Υιό, για τους οποίους όμως κανείς δεν διανοήθηκε να πει ότι δεν είναι πρόσωπα:

. «...Ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. Γ: 13)

Ερμηνευτικές Αντιαιρετικές Μελέτες
Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου
Γεωργίου Παν. Τσιμπιρίδη
 
Μέρος 2ο: Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου
 
32. «...Ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. Γ: 13)
Θεολογική ανάλυση τού παραδόξου εδαφίου Ιωάννης 3: 13, δια τού οποίου ο Χριστός διακηρύσσει την πανταχού παρουσία Του και άρα την Θεότητά Του.
«Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο υιός τού ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. 3:13) δηλ. «Και κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός τού ανθρώπου, ο οποίος (συγχρόνως) είναι στον ουρανό».
Εδώ ομιλεί ο Χριστός στον Νικόδημο. Αλλά πώς αυτός ο λόγος για ανάβαση και κατάβαση από τον ουρανό συνδέεται με τα προηγούμενα; Προηγουμένως ο Χριστός στον στίχ. 12 μίλησε για τα επουράνια λέγοντας στον Νικόδημο: «Πώς εάν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;». Πώς θα πιστεύσετε, εάν σάς μιλήσω για τα επουράνια πράγματα, για τις ύψιστες και μυστηριώδεις πραγματικότητες τού ουρανού;
Τώρα με τον λόγο Του στον στίχ.13 ο Ιησούς θέλει να πει, ότι ουδείς ανέβηκε στον ουρανό για να γνωρίσει τα επουράνια πράγματα και να τα γνωστοποιήσει στους ανθρώπους. Μόνον Αυτός ανέβηκε στον ουρανό και γνωρίζει, και κατέβηκε στη γη και είναι αρμόδιος να φανερώσει τις ουράνιες πραγματικότητες στην ανθρωπότητα.
Όπως στο κεφ.1:18 η έκφραση «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» σημαίνει, ότι ουδέποτε είδε κάποιος τον Θεό, ούτε άνθρωπος, αλλά ούτε και άγγελος, έτσι και εδώ η έκφραση «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανό» σημαίνει, ότι ουδέποτε κάποιος ανέβηκε στον ουρανό, ούτε άνθρωπος, αλλά ούτε και άγγελος.
Οπότε μήπως δικαίως ισχυρίζονται οι θνητοψυχίτες Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ότι κακώς εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι οι ψυχές ή πνεύματα πάνε στον ουρανό εφόσον ο ίδιος ο Χριστός εδώ βεβαιώνει, ότι ουδέποτε κάποιος ανέβηκε στον ουρανό; Όχι βεβαίως, δεν έχουν δίκιο, διότι η λέξη «ουρανός» εδώ σημαίνει την ανωτάτη, την υψίστη σφαίρα, τη σφαίρα τής Θεότητος, δηλαδή το χώρο όπου κατοικεί ο Ύψιστος!
Αυτή την έννοια η λέξη «ουρανός» έχει και στο κεφ.6:32-33: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ου Μωυσής δέδωκεν υμίν τον άρτον εκ τού ουρανού, αλλ’ ο Πατήρ Μου δίδωσιν υμίν τον άρτον εκ τού ουρανού τον αληθινόν. Ο γαρ άρτος τού Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ τού ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω» δηλαδή:
«Αληθινά αληθινά σάς λέγω, δεν σάς έδωσε ο Μωυσής τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας Μου σάς δίνει τον αληθινό άρτο από τον ουρανό. Ναι, ο άρτος τού Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο».
Σύμφωνα με αυτά τα λόγια τού Χριστού από τον ουρανό, τον ουρανό ως την ανωτάτη σφαίρα, ήλθε ο πνευματικός άρτος, ο Χριστός. Το μάννα που έπεσε στην έρημο την εποχή τού Μωυσέως, ήλθε από κατώτατο ουρανό, από κατώτερη σφαίρα.

Ο Υιός δεν είναι κατώτερος αλλά ίσος με τον Θεό Πατέρα (Ιωάν. Ε:17-19).

Ερμηνευτικές Αντιαιρετικές Μελέτες
Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου
Γεωργίου Παν. Τσιμπιρίδη
 
Μέρος 2ο: Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου
 
38. Ο Υιός δεν είναι κατώτερος αλλά ίσος με τον Θεό Πατέρα (Ιωάν. Ε:17-19). 
Πώς ο Ίδιος ο Χριστός διαψεύδει τις ψευδοδιδασκαλίες τών Μαρτύρων τού Ιεχωβά
«Ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς· ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι. Δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το σάββατον, αλλά και Πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ. Απεκρίνατο ουν ο Ιησούς και είπεν αυτοίς· αμήν αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο Υιός ποείν αφ’ εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· ά γαρ αν εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ποιεί» (Ιωάν. 5:17-19)
Δηλαδή:
«Ο δε Ιησούς αποκρίθηκε σε αυτούς: Ο Πατέρας μου έως τώρα εργάζεται, (γι’ αυτό) και εγώ εργάζομαι. Αλλά γι’ αυτό οι Ιουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να θανατώσουν αυτόν, διότι όχι μόνο καταργούσε το Σάββατο, αλλά και έλεγε δικό Του Πατέρα το Θεό, κάνοντας τον εαυτό Του ίσο με το Θεό. Απαντώντας δε στις επικρίσεις ο Ιησούς είπε: Αληθώς αληθώς σάς λέγω, δεν δύναται ο Υιός να κάνει από μόνος του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να κάνει· αλλά αυτά που κάνει Εκείνος, αυτά κάνει και ο Υιός ομοίως»
Ο Ιησούς δικαιολόγησε τα έργα Του (θεραπεία τού επί 38 έτη παραλύτου), αλλά οι Ιουδαίοι, όχι μόνον δεν αποδέχθηκαν τη δικαιολογία Του, αλλά βρήκαν και νέα αφορμή να τον κατηγορήσουν κι έτσι ν’ αυξήσουν το θανάσιμο μίσος εναντίον Του. Η δικαιολογία τού Χριστού, ότι εργαζόταν όπως ο Πατέρας Του, δεν έπεισε τούς κακοπροαίρετους Ιουδαίους, ότι με την τέλεση θαυμάτων δεν παρέβαινε την εντολή τού Σαββάτου. Ο Χριστός δεν μίλησε μόνο για να δικαιολογήσει τα έργα Του κατά το Σάββατο, αλλά και για να δείξει τη Θεότητά Του, αν και γνώριζε, ότι θα προκαλούσε περισσότερο τούς Ιουδαίους. Από τον μεγαλειώδη λόγο Του «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι», οι Ιουδαίοι κατάλαβαν, ότι ο Ιησούς ονόμαζε το Θεό Πατέρα Του με αποκλειστική έννοια, «ίδιον Πατέρα», δικό Του Πατέρα, φυσικό Του Πατέρα, και έτσι έκανε τον Εαυτό Του «ίσον τω Θεώ»!
Ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον», αυτό δεν ήταν αληθές. Πώς ήταν δυνατό να καταργεί το Σάββατο εκείνος, ο οποίος στην επί τού Όρους Ομιλία τόνισε «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τούς προφήτας»· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι»; (Ματθ. 5:17). Κακώς οι νοσηροί και σχολαστικοί Ιουδαίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον». Το άλλο όμως, ότι δηλαδή ο Ιησούς ονόμαζε το Θεό «ίδιον Πατέρα», δικό Του Πατέρα και έτσι έκανε τον Εαυτό Του «ίσον τω Θεώ», ίσο με τον Θεό, ορθώς αντιλήφθηκαν οι Ιουδαίοι.

Η διαφορά Πατρός και Κτίστη Το αναλλοίωτο και το επίκτητο


 
Γιατί ΔΕΝ είναι το ίδιο να είναι κάποιος Πατέρας με το να είναι Κτίστης;


Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ "Πατρός" και "Κτίστη". Και αυτοί που προσπαθούν να δικαιολογηθούν συγχέοντας αυτές τις δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες, για μια φορά ακόμα εκτίθενται για την προχειρότητά τους.
 
 
1. Το επιχείρημα της ατρεψίας του Πατρός
 
Έχουμε δείξει κατ' επανάληψιν σε πολλά μας άρθρα ότι ο Υιός είναι ΑΝΑΡΧΟΣ όπως ο Πατήρ, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αιρετικών Αριανιστών, που υποστηρίζουν ότι δήθεν κάποτε ο Υιός δεν υπήρχε, και ότι είναι κτίσμα και όχι γέννημα εκ της ουσίας του Πατρός. Και αυτό το έχουμε δείξει με πλήθος στοιχεία και αποδείξεις. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που έχουμε χρησιμοποιήσει για να δείξουμε την ορθότητα της Χριστιανικής θέσης, ότι ο Υιός ως άχρονος Δημιουργός του Χρόνου δεν είναι δυνατόν να έχει χρονική αρχή μιλήσαμε και για το επιχείρημα της "ατρεψίας του Πατρός". Το επιχείρημα της ατρεψίας του Πατρός, είναι το εξής:
 
"Εφ' όσον ο Πατήρ είναι ΕΚΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ, και η τρεπτότητα (όπως κάθε μεταβολή), προϋποθέτει χρόνο, είναι ΑΤΡΕΠΤΟΣ, και δεν υπάρχει σε Αυτόν οποιαδήποτε μεταβολή. Είναι ίδιος πάντα, χωρίς να αλλάζει. Εάν λοιπόν υποθέταμε ότι ο Υιός έχει αρχή στον χρόνο, όπως ισχυρίζονται ορισμένες αιρετικές ομάδες, τότε θα έπρεπε κατ' ανάγκην να δεχθούμε ότι ο Θεός ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ. Γιατί θα υπήρχε καιρός κατά τον οποίο δεν ήταν Πατέρας του Υιού Του Ιησού Χριστού. Εφ' όσον όμως η Πατρότητα είναι χαρακτηριστικό της υπόστασης του άχρονου Πατρός, πρέπει κατ' ανάγκην να δεχθούμε ότι και ο Υιός είναι άχρονος, και γεννάται αχρόνως από τον Πατέρα, χωρίς να έχει χρονική αρχή. Γιατί αλλοίμονο αν ο Υιός ήταν κτίσμα, και ο Πατέρας έτσι εξαρτούσε την υπόστασή του από κάτι κτιστό που βρίσκεται εν χρόνω. Τότε και ο Πατήρ θα ήταν εν χρόνω και τρεπτός, άρα δεν θα ήταν καν Θεός".
 
 
2. Το αντ-επιχείρημα των Αριανιστών
 
Παρά τη σοβαρότητα του επιχειρήματος αυτού, οι αιρετικοί του Αριανισμού, κάνουν μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγουν από το συντριπτικό αυτό επιχείρημα. Και το κάνουν αυτό, όχι δίνοντας μια απάντηση στο "πώς είναι δυνατόν ο Πατήρ να έχει για Υιό ένα κτίσμα, και να εξαρτάται ως αναλλοίωτος από αυτό", αλλά θέτοντας με τη σειρά τους μια ερώτηση, με την οποία νομίζουν ότι ξεφεύγουν από το αδιέξοδο στο οποίο τους οδηγεί η αιρετική τους θεώρηση περί "κτιστού υιού".
 
Λένε λοιπόν οι αιρετικοι:
 
"Στο σκεπτικό αυτού του Ορθόδοξου επιχειρήματος περί μεταβολής του Πατρός, πρέπει να υπάρχει λογικό λάθος. Επειδή αν ο Πατήρ θα έχανε την ατρεψία του από τη Δημιουργία του Υιού, επειδή ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ Πατήρ εξ αιτίας ενός κτίσματος, τότε πώς είναι δυνατόν να μη χάνει την ατρεψία του, όταν ΕΓΙΝΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, πλάθοντας κτίσματα εν χρόνω;"
 
Πρόκειται για ένα πολύ πονηρό (αλλά αφελές και πρόχειρο) επιχείρημα, το οποίο προτάσσουν οι Αριανιστές, ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΝ στο ερώτημα που τους θέτουμε περί Υιού, αλλά για να μας πουν: "κι εσείς το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζετε με το θέμα της κτίσης, άρα μη χρησιμοποιείτε το επιχείρημα αυτό"!
 
Όμως τους διαφεύγουν πάρα πολλές παράμετροι του θέματος, και αυτό ακριβώς θα αναλύσουμε στη συνέχεια του άρθρου αυτού, για να δείξουμε για μια φορά ακόμα, την ευκαιριακή προχειρότητα της Αριανιστικής πλάνης.

Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα;Του Μανώλη Καλομοίρη












Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Ερευνητής" Οι σύγχρονοι ακόλουθοι του Άρειου, γράφουν ότι «εάν ο Ιησούς δίδαξε και αποκάλυψε τον εαυτό του ως τον αδημιούργητο Θεό Υιό… θα έπρεπε να έχει γίνει οικουμενικά αποδεκτό από τους πρώτους αδελφούς της Εκκλησίας. Τα γραπτά τους θα έπρεπε να φανερώνουν την Τριάδα ώστε να κατανοήθηκε και να αναπτύχθηκε από το ξεκίνημα της Αποστολικής Περιόδου… Ας εξετάσουμε οι μαθητές των Αποστόλων, οι φίλοι τους, οι σύντροφοί τους και οι επόμενοι μαθητές τι είχαν να πουν μεταξύ των ετών 96 μ.Χ ως 320 μ.Χ». Θα δεχτούμε την πρόκληση και θα εξετάσουμε τα γραπτά των πρώτων χριστιανών, οι οποίοι ήταν άμεσα διδαγμένοι από τους Αποστόλους ή έμμεσα από τους μαθητές των Αποστόλων. Αν κι εμείς θα περιοριστούμε ως το έτος 200-220 μ.Χ.



ΙΓΝΑΤΙΟΣ (110-120 μ.Χ.)


Προς Εφεσίους 7:2 «Ένας γιατρός υπάρχει σαρκικός και πνευματικός, γεννημένος και αγέννητος, ο οποίος έγινε Θεός σαρκωμένος, ζωή αληθινή που θανατώθηκε… ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας».

Προς Εφεσίους 18:2 «Ο Θεός μας Ιησούς Χριστός…»

Προς Εφεσίους 19:3 «Η άγνοια καταργήθηκε, καταστράφηκε η παλιά βασιλεία, καθώς ο Θεός εμφανιζόταν με ανθρώπινη μορφή, για να φέρει την καινοτομία της αιώνιας ζωής».

Προς Ρωμαίους ΕΙΣΑΓΩΓΗ: «..με την αγάπη του Ιησού Χριστού του Θεού μας…»

Προς Σμυρναίους 1:1 «Δοξάζω τον Ιησού Χριστό τον Θεό..»

Προς Τραλλιανούς 7:1 «…τον Θεό Ιησού Χριστό…»

Προς Ρωμαίους 3: 3 «…ο Θεός μας Ιησούς Χριστός που βρίσκεται στον Πατέρα του…»

Προς Πολύκαρπον 8: 3 «Προσεύχομαι να είστε υγιείς πάντοτε ενωμένοι με τον Θεό μας Ιησού Χριστό..»



Επιστολή προς Διόγνητον 7:2-4 (175-200 μ.Χ.)
«Ο ίδιος ο παντοκράτωρ και παντοκτίστης και αόρατος Θεός… δεν έστειλεν εις τους ανθρώπους, όπως θα υπέθετε κανείς, κάποιον υπηρέτην ή άγγελον ή άρχοντα, κάποιον από τους επιφορτισμένους με την κυβέρνησιν των επιγείων ή από τους διαπιστευμένους με την διοίκησιν των ουρανίων, αλλά τον ίδιον τον τεχνίτην και δημιουργόν των όλων…Τον απέστειλεν… ωσάν βασιλεύς αποστέλνων τον υιόν, ως Θεόν τον απέστειλεν..».



Ιππόλυτος (180-217 μ.Χ.)


Εις αίρεσιν Νοητού 6 «Ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός γεγένηται, και άνθρωπος γενόμενος, Θεός εστίν εις τους αιώνας».

Εις αίρεσιν Νοητού 8 «Ανάγκην ουν έχει και μη θέλων ομολογείν Πατέρα Θεόν παντοκράτορα, και Χριστόν Ιησούν Υιόν Θεού, Θεόν άνθρωπον γενόμενον, ώ πάντα Πατήρ υπέταξε παρεκτός εαυτού, και Πνεύματος Αγίου, και τούτους είναι ούτως τρία. Ει δε βούλεται μαθείν, πως εις Θεός αποδεικνύεται…Και όσον μεν κατά την δύναμιν, εις εστί Θεός. όσον δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξις»

Εις αίρεσιν Νοητού 9 «Όσα τοίνυν κηρύσσουσιν αι Θείαι Γραφαί, ίδωμεν, και όσα διδάσκουσιν, επιγνώμεν, και ως θέλει Πατήρ πιστεύεσθαι, πιστεύσωμεν, και ως θέλει Υιόν δοξάζεσθαι, δοξάσωμεν, και ως θέλει Πνεύμα άγιον δωρείσθαι, λάβωμεν»

Εις αίρεσιν Νοητού 10 «Θεός μόνος υπάρχων… ουδέν πλην αυτός ην. αυτός δε μόνος ων, πολύς ην» (Ο Θεός είναι μόνος, αλλά πληθυντικός αριθμός).

Εις αίρεσιν Νοητού 12 «Ουκούν ένσαρκον Λόγον θεωρούμεν, Πατέρα δι’ αυτού νοούμεν, Υιώ δε πιστεύομεν, Πνεύματι αγίω προσκυνούμεν»

Εις αίρεσιν Νοητού 14 «Εις γαρ εστίν ο Θεός. ο γαρ κελεύων Πατήρ, ο δε υπακούων Υιός, το δε συνετίζον άγιον Πνεύμα. Ο ων Πατήρ επί πάντων, ο δε Υιός δια πάντων, το δε άγιον Πνεύμα εν πάσιν….[Ο Ιησούς] αναστάς παρέδωκεν τοίς μαθηταίς λέγων: ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ και δεικνύων ότι πας ος αν εν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασεν. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται. Πατήρ γαρ ηθέλησεν, Υιός εποίησεν, Πνεύμα εφανέρωσεν. Πάσαι τοίνυν αι Γραφαί, περί τούτου κυρύσσουσι».



Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Απολογητής (100-165 μ.Χ.)


Απολογία Α’ 6:2 « Σεβόμεθα και προσκυνούμεν Εκείνον [τον Θεό και Πατέρα] και τον εξ αυτού προελθόντα Υιόν και τον διδάξαντα ημάς ταύτα… και το προφητικόν Πνεύμα, τιμώντες αυτούς με λόγον και αλήθειαν και διδάσκοντες περί αυτών δαψιλώς εις πάντα επιθυμούντα, όπως εδιδάχθημεν»

Απολογία Α’ 13:1-4 «…Σεβόμεθα τον Δημιουργόν του Σύμπαντος, λέγοντες αυτόν ανενδεή αιματηρών θυσιών και σπονδών και θυμιαμάτων, όπως εδιδάχθημεν… Θα αποδείξωμεν επίσης ότι τιμώμεν ελλόγως τον γενόμενον εις ημάς διδάσκαλον τούτων και προς τούτο γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν,… διδαχθέντες ότι είναι Υιός αυτού του όντως Θεού και τοποθετούντες αυτόν εις δευτέραν θέσιν, και το προφητικόν Πνεύμα εις τρίτην τάξιν» Βλέπουμε πως ο Πατέρας είναι το πρώτο πρόσωπο της Τριάδος, ο Υιός το δεύτερο και το Πνεύμα το τρίτο πρόσωπο.

Η εργασία κατά την θεολογική σκέψη των Τριών Ιεραρχών Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης Καθηγητής Α.Π.Θ



Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης
Καθηγητής Α.Π.Θ
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ*

Η εργασία ως φυσική δραστηριότητα του ανθρώπου, και μία από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της ζωής του, όχι μό­νο καταφάσκει στο καθαυτό είναι του, αλλά εκφράζει σε ιδι­αίτερα σημαντικό βαθμό και την εσώτερη-πνευματική ποιό­τητά του.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη θεώρηση της ζωής, ο χαρακτήρας της εργασίας είναι κατεξοχήν οικονομι­κός και κοινωνικός.  Έτσι, ο άνθρωπος εργάζεται για να καλύ­ψει τις βιοτικές ανάγκες του και να καταξιώσει κοινωνικά την ύπαρξή του.
Μέσα όμως στο πλαίσιο της Εκκλησίας η εργασία του ανθρώπου εμπλουτίζεται θεολογικά και συνδέεται οργανικά με τον γενικότερο εσχατολογικό προσανατολισμό των πιστών. Ειδικότερα, ο θεολογικός εμπλουτισμός της έννοιας της ερ­γασίας από τους Τρεις Ιεράρχες σε συνάρτηση με τον εσχατο­λογικό προσανατολισμό τους προσφέρουν σαφώς ευρύτερο και κυρίως βαθύτερο περιεχόμενο στην ανθρώπινη εργασία.
Αλλ' εδώ είναι ίσως χρήσιμες και απαραίτητες κάποιες εννοιολογικές διευκρινίσεις. Μιλώντας για εσχατολογικό προσανατολισμό εννοούμε, ότι ο άνθρωπος ως μέλος της Εκκλησίας δεν προσδιορίζει τη σχέση του προς τους ανθρώπους και τα πράγματα με βάση την αμεσότητα του παρόντος, αλ­λά με βάση το ενδιαφέρον του για τη βασιλεία του Θεού. Η βασιλεία του Θεού, που διασφαλίζεται ενδοκοσμικά με την ε­νανθρώπηση του Θεού Λόγου, νοηματοδοτεί το παρόν και, χωρίς να περιορίζεται από αυτό, επεκτείνεται στην αιωνιότη­τα. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του παραπάνω εσχατολογικού προσανατολισμού των πιστών είναι η πρόγευση της μέλ­λουσας βασιλείας στο παρόν της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η σαφής και «εν πολλή αισθήσει» πρόγευση των εσχάτων στο εκάστοτε ιστορικό παρόν είναι εκείνη, που δίνει εμπειρικώς την δυνατότητα σχετικοποιήσεως των πραγμάτων του κό­σμου. Ως ζωντανά μέλη της Εκκλησίας οι πιστοί βρίσκονται βιωματικώς στο μεθόριο του παρόντα και του μέλλοντα αιώ­να, αντλώντας από την «αρχιμήδεια» αυτή θέση δυνατότη­τες για πνευματικές παρεμβάσεις στα πράγματα αυτού του κόσμου. Παρεμβάσεις, που έχουν πάντοτε διορθωτικό και θε­ραπευτικό χαρακτήρα. Η μέλλουσα αιώνια ζωή γίνεται μέ­τρο και κριτήριο, με τα οποία ανακρίνεται και κρίνεται η πα­ρούσα ζωή μαζί με τις κοινωνικές δομές και λειτουργίες της. Το ιστορικό παρόν συνδεόμενο οργανικά με το αιώνιο μέλλον εμπλουτίζεται με αξίες και δυνατότητες, οι οποίες απεγκλωβίζουν τα πράγματα και τις σχέσεις του παρόντος σε βαθμό, που αυτά να παίρνουν προοπτικές αιωνιότητας.[1]
Μετά τις εισαγωγικές αυτές διευκρινίσεις, θα επιχειρή­σουμε να παρουσιάσουμε μιά σύντομη θεολογία της εργασί­ας, όπως αυτή προκύπτει από την θεολογική σκέψη των Τρι­ών Ιεραρχών, οι οποίοι, σημειωτέον, διακρίθηκαν ιδιαίτερα και στον πρακτικό χώρο της εργασίας, αφού ανέπτυξαν πρω­τοποριακή ποιμαντική, κοινωνική και συγγραφική δράση.
Καταρχήν, θα πρέπει να πούμε, ότι η θεολογική σκέψη των Τριών Ιεραρχών, όπως και όλων των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, είναι θεοκεντρική και ακριβέστερα θεανθρωποκεντρική. Οι θεολογικές θέσεις των Τριών Ιεραρχών για την εργασία είναι σε διευρυμένη μορφή, ουσιαστικά, οι ίδιες αλήθειες, που μας αποκαλύπτει ο Θεός στην Αγία Γρα­φή. Έτσι, η διδασκαλία των Τριών Οικουμενικών Διδασκά­λων για την εργασία, καθώς εμπνέεται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα, δεν έχει υποκειμενικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί αυθεντική διδασκαλία της ίδιας της Εκκλησίας στο σύνολό της.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και η υπαρξιστική-περσοναλιστική θεολογία



Δημήτρης Γ. Ιωάννου

Ο π. Ι. Ρωμανίδης λανθασμένα προσγράφεται, όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές του, στην θεολογία της δεκαετίας του ’60, με την γνωστή προσωποκεντρική-υπαρξιστική διδασκαλία της. Υπήρξε μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση της ελληνικής θεολογίας, και στην πραγματικότητα στάθηκε κριτικά απέναντι στα κυρίαρχα τότε ρεύματα του περσοναλισμού και του υπαρξισμού, που επηρέασαν και στον τόπο μας την θεολογική παραγωγή. Στο εξής θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα τη σκέψη του, και να εξηγήσω που βρίσκονται, κατ’ εμέ, τα πλεονεκτήματά της.
 Θα πρέπει να εννοήσουμε, ευθύς αμέσως, ότι το κλειδί του όλου στοχασμού του είναι ο τρόπος που προσεγγίζει την Παλαιά Διαθήκη, πράγμα που έχει μία ιδιαίτερη σημασία για την όλη ερμηνεία της ορθόδοξης θεολογίας. Ιδου πώς έχουν τα πράγματα: είναι κατ’ αρχάς γνωστό και αποδεκτό τοις πάσι, ότι το εβραϊκό πνεύμα (η «βιβλική σκέψη»), διαφοροποιείται σε απόλυτο βαθμό από τον αρχαιοελληνικό τρόπο του νοείν. Ο εβραϊκός Θεός είναι προσωπικός, αποκλείει την λατρεία οποιωνδήποτε άλλων θεών («μονοθεϊσμός»), είναι κατά την διδασκαλία του Ησαΐα «άγιος»[1] και ζητεί την πίστη σε Αυτόν, είναι «πηγή του ζώντος ύδατος»,  φορέας του «αγίου λόγου» Αυτού και αναζητητής εκάστης ψυχής[2], ενώ ακόμη εμφανίζεται ως δρων Υποκείμενο στην Ιστορία, παρεμβαίνοντας συνεχώς με νέες πράξεις και σύμβολα στην απολύτρωση του λαού Του (παράλληλα υποκρύπτεται στην εβραϊκή Βίβλο και ένα οικουμενικό μήνυμα). Ωστόσο, το ερώτημα είναι, πώς μπόρεσε τελικά να αναπτυχτεί το βιβλικό «πνεύμα» στον αρχαίο  Ισραήλ;
Οι δυτικοί στοχαστές βρίσκονται εν προκειμένω σε αμηχανία. Αδυνατώντας να παραδεχτούν, ως επιστήμονες ιστορικοί, ότι κυριολεκτικά ο Θεός παρενέβαινε στην Ιστορία και μιλούσε στον  Μωυσή και τους Προφήτες, άρχισαν να διδάσκουν ότι τα πράγματα προσομοιάζουν κάπως με ό,τι συνέβη στην αρχαία Ελλάδα. Εμφανίστηκαν, δηλαδή, στον εβραϊκό λαό μεγάλοι αναμορφωτές, φωτισμένοι οραματιστές και ηθικολόγοι, πρώιμοι ορθολογιστές (του τύπου του αναμορφωτή της ηθικής Ομήρου[3]), που με τις μεγάλες «ενοράσεις» τους, τον ανθρωπιστικό, ας το πούμε έτσι, στοχασμό τους, άφησαν το πνεύμα τους να εξερευνήσει το υπαρκτό και να παραγάγει ένα μεγάλο όραμα. Μπόρεσαν να κρίνουν εποικοδομητικά τις προβιβλικές παραδόσεις, εμβάθυναν στα της εσωτερική ζωής του ανθρώπου, ανακάλυψαν εν γένει το «Πνεύμα». Οι ανακαλύψεις τους ήταν στην πραγματικότητα προοδευτικές  ενατενίσεις , στοχαστικής αποκλειστικά φύσεως, στην βαθύτερη φύση του Είναι.

Δ. Ιωάννου: Η σταυρική θυσία στη Θεολογία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ


Δημήτρης Γ. Ιωάννου

Στην αυγή του εικοστού αιώνα, ζώντας τις τραγικές συνέπειες των ιστορικών γεγονότων που επισυνέβησαν στην πατρίδα του, ο κορυφαίος ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ προσπάθησε να συγκεφαλαιώσει και να επανερμηνεύσει δημιουργικά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία για το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού. Τις βασικότερες θέσεις της θεολογικής του προσέγγισης θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα, παρακαλώντας τον αναγνώστη να αισθανθεί ευθύς εξαρχής το δραματικό χαρακτήρα τους, καθώς επίσης και το βαθύ φιλοσοφικό τους ενδιαφέρον.
                                                    ************
Ο π. Φλωρόφσκυ  ισχυρίζεται, λοιπόν, ακολουθώντας τους Μεγάλους Πατέρες, ότι αυτό που συνιστά την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κατά βάσιν η ικανότητά μας να υποδεχόμαστε, να κοινωνούμε με το Θείο. Πρέπει να εννοήσουμε τον αντιεγελιανό χαρακτήρα που υποκρύπτει αυτή η θεώρηση: η «μεγαλοσύνη» ( ένας όρος άλλωστε  βαθιά θρησκευτικός) της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ανευρίσκεται καθόλου στην ανακάλυψη αυτονομημένων, «ανθρώπινων», εμμενών στον αντιμεταφυσικό τους χαρακτήρα θεσμών (πχ φυλή, πόλη, αυτοκρατορία, έθνος-κράτος, αλλά και πολιτική, ηθική, τέχνη κλπ), που μπορούν να αποθαυμάζουν στο διηνεκές οι επίγονοι και να καυχώνται σχετικά. Αν υπάρχει κάτι καλό στα «ανθρώπινα επιτεύγματα», αυτό έγκειται στο ότι δεν είναι ακριβώς καθαρά ανθρώπινα, αλλά προκύπτουν μετά από μια συνάντηση με την Θεία Ύπαρξη (η οποία μπορεί να διαυγάζει το ανθρώπινο πνεύμα έστω και ως απλή διαίσθηση). Το μεγαλείο δηλαδή μιας «Αντιγόνης» δεν έγκειται μήτε στην αξιοθαύμαστη χρήση της γλώσσας από την μεριά του Σοφοκλή, μήτε στην πολυπλοκότητα της σύνθεσης, μήτε καν στην αριστουργηματική εξύφανση των χαρακτήρων, όσο σε αυτό το όραμα που αποκαλύπτει και διανοίγει η φράση: «ου τι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». Ακόμη και η ομορφιά, η αληθινή ομορφιά, προκύπτει μόνο ως μια θεία εμφάνεια, στον πεζό κατά τα άλλα ανθρώπινο βίο -η κτίση άλλωστε κατά τον Άγιο  Διονύσιο Αρεοπαγίτη μετέχει στο θείο κάλλος.
Ο άνθρωπος λοιπόν γίνεται «μεγάλος» μόνο όταν ανυψώνεται προς τον  Θεό, και είναι αυτή ακριβώς η ανύψωση που γεννά την αληθινή Ιστορία και την Πρόοδο. Μήτε πρέπει να εκλάβουμε αυτήν την θεώρηση ως μονοφυσιτική: ο Θεός είναι η ίδια η Ζωή, το Νόημα. Αυτό που ο Ύψιστος ζητά δεν είναι παρά κάπου να δώσει τον Εαυτό Του, να «κενωθεί» –δεν ψάχνει φυσικά να βρει εκτός Αυτού κάποια πηγή σημασίας. Αναγνωρίζει έτσι ως μόνο σπουδαίο ανθρώπινο κατόρθωμα το να ικανώνεται ο Αδάμ να εγκολπώνεται την θεία Ζωή, διευρύνοντας την ύπαρξή του από το κατά φύσιν στο υπέρ φύσιν, και αλλοιωνόμενος θαυμαστά από την άκτιστη  χάρη. Αυτό δεν συνιστά απλή παθητικότητα, αλλά έναν αληθινό άθλο υπακοής, ένα ενεργητικό μυστήριο ταπεινότητας. Ο Χριστός ως άνθρωπος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
                                                    ************
 Όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά το ότι ο Χριστός αποτελεί την καρδιά της ανθρώπινης Ιστορίας, το κέντρο και την πηγή της. Είναι Αυτός που ανύψωσε τον άνθρωπο στον Θεό, τον μετέβαλε μάλιστα σε «θεό κατά χάριν», όντας ο ίδιος βέβαια κατά φύσιν Θεός. Με την Ενσάρκωση αναστήθηκε σύνολη η ανθρώπινη φύση, και η ζωή φανερώθηκε διά του θανάτου. Και, μάλιστα, όλο το έργο του Χριστού έγινε εν άκρα κενώσει, μέσα σε άφατη δηλαδή ταπείνωση, καθώς ο  Κύριος, κατεβαίνοντας στη γη, «περιόρισε» την δύναμή Του, λαμβάνοντας μορφή δούλου. Εμφανίστηκε ως ταπεινό και αδύναμο πλάσμα, για να μην παραβιάσει την ελευθερία μας. Ήθελε να Τον αποδεχτούμε από αγάπη, και μόνο από αγάπη.

π. Γ. Αναγνωστόπουλος: Χριστός, Αγία Τριάδα, Εκκλησία στον 21ο αιώνα: τα δόγματα αλλάζουν;*


 π. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Σεβαστοί Πατέρες, αξιότιμοι κ. Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι της ακαδημαϊκής κοινότητας, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί και αδελφές.
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς την Οργανωτική Επιτροπή για την πρόσκληση να μιλήσω σ’ αυτό το Συνέδριο με σημαντική ιστορία, όπου έχουν ομιλήσει πριν από μας σημαντικές μορφές της Ορθοδόξου θεολογίας.
Το θέμα μου είναι  ένα πολύ λεπτό θεολογικό και εκκλησιολογικό θέμα, και γι’ αυτό σας παρακαλώ να εύχεσθε κι εσείς αυτά που θα πω να μην αδικήσουν την αλήθεια, κατά το δυνατόν,  και μήπως βγει κάτι καλό και για την Εκκλησία.
Θα ήθελα αρχικά να μου δώσετε ένα λεπτό πριν ξεκινήσω, να αφιερώσω αυτή ομιλία μου στον γιό μου Χρίστο Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον Μάϊο του 2014, Κυριακή πρωί,  καθώς πήγαινε να ψάλλει σ’ ένα χωριό της Ξάνθης, πέταξε μ’ ένα ToyotaΥariς στον Ουρανό, κι ελπίζω κοντά στον Χριστό, καθώς και στον γιό μου Γρηγόρη, που βρίσκεται στην Ελβετία, διότι ήσαν η  αφορμή, και οι δύο τους,  τα τελευταία χρόνια να ασχοληθώ πιο εμπεριστατωμένα και συστηματικά με τα θεολογικά γράμματα.
Αυτοί είναι οι στίχοι που βρήκαμε μετά την κοίμηση του Χρίστου, σ’ ένα μικρό απόκομμα από  ένα χαρτάκι

να βουτήξω και να δω χαμένες πολιτείες, θαμμένα ναυάγια 
φύκια και μάρμαρα
χρυσά μηχανάκια,
αγάλματα πνιγμένων πριγκιπισσών, καλώδια και αρχαία σκάφανδρα 
σ' ένα βυθό
ένα βυθό φωτεινό κι απρόσιτο
να ρουφήξω μ' ενα φιλί τον αέρα του
να με συνοδεύει στην επιφάνεια
(Χ.Α. 2001?)

Φαίνεται κατ’ αρχάς ότι δεν έχει σχέση με το Συνέδριό μας. Θα κλείσω όμως την ομιλία μου με μια δική του, πάλι, φράση,  και νομίζω  ότι μπορεί να κατανοηθεί στο τέλος ο μεταξύ τους σύνδεσμος. Για εκείνο που θα μπορούσα να προϊδεάσω  είναι η βαθειά σχέση πνευματικής αναζήτησης, δόγματος και εν Χριστώ ζωής.
. . . . .
   Θα αρχίσω τώρα την διαπραγμάτευση του θέματος μου, που ίσως σήμερα φαίνεται ριζοσπαστικό.
 Ένα εκ των σημαντικότερων θεολογικών θεμάτων που θέτει η εποχή μας  είναι η  έμφαση στην θεώρηση των μεγάλων χριστιανικών αιρέσεων όχι εξ επόψεως διάκρισης τους από την Ορθοδοξία - ως μη Ορθοδοξία, αλλά υπό την αντίστροφη προοπτική, στα πλαίσια της προσπάθειας της λεγομένης «ενώσεως των διασπασμένων χριστιανών».  
Η αλλαγή προοπτικής έχει μερικές θεμελιώδεις αιτίες και ορισμένες ιστορικές αφορμές: η εκκλησιαστική έγνοια για τις αιρέσεις και τα σχίσματα, ο πόνος για τον χωρισμό, η διασπορά, τα προβλήματα των ιεραποστολών, οι πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και του συγκρητιστικού πνεύματος. Φυσικά, η μαρτυρία, ο διάλογος και η μέριμνα επιστροφής των χωρισθέντων μελών από την Εκκλησία είναι και πρέπει να είναι ζωντανή κάθε στιγμή, κατά την ευχή: «τους εσκορπισμένους επισυνάγαγε˙ τους πεπλανημένους επανάγαγε, και σύναψον τη Αγία σου Καθολική Εκκλησία» (Λειτ. Μ. Βασιλείου).  Για την συνάντηση αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία μεριμνά και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα μέσω της θεολογίας της και της λατρείας της. Ταυτόχρονα, έχουν αναπτυχθεί επίσημοι θεολογικοί διάλογοι με ορισμένες ομολογίες. Στα πλαίσια αυτών των διαλόγων ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι συμμερίζονται, περισσότερο ή λιγότερο, μια συγκρητιστική προβληματική, όπως έχει αναπτυχθεί από τον  προτεσταντισμό (ΠΣΕ, Culmann, Kung) και τον Ρωμαιοκαθολικισμό (Congar, Fries-Rahner). Επομένως, είναι αναγκαίο να εξετάζουμε προσεκτικά και να διορθώσουμε, αν αποδειχθεί ότι χρειάζεται, τις προϋποθέσεις της παρουσίας των Ορθοδόξων στους ανωτέρω διαλόγους.