Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Η Ανάσταση δεν πραγματοποιείται στους ουρανούς, αλλά στην καρδιά του θανάτου!



Ο θάνατος του Ιησού, ένας εντελώς άλλος θάνατος, είναι η επιβεβαίωση μιας άλλης ζωής, της κατ’ ουσίαν ζωής της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνέπεια του τάφου και της φθοράς δεν είναι η τελικότητα του θανάτου, αλλά η απαρχή της μέλλουσας και αιώνιας ζωής. Η ανάσταση συνδέεται άμεσα με τον τάφο και τον άδη. Η ανάσταση του Κυρίου πραγματοποιήθηκε στον Άδη, κατά την τριήμερο ταφή του. Εκεί καταλύθηκε ο θάνατος. Η ανάσταση δεν πραγματοποιείται στους ουρανούς, αλλά στη καρδιά του θανάτου. Δεν είναι τυχαίο, ότι η ιστορική πορεία του Ιησού δεν σταματάει στο θάνατο και στη ταφή του, αλλά συνεχίζεται πέραν αυτού, πέρα δηλαδή από τον κενό τάφο, προς την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Και οι διηγήσεις των Ευαγγελίων, επίσης, δεν είναι τυχαίο, ότι δεν τελειώνουν με την καταδίκη στο σταυρικό θάνατο και στην ταφή του Χριστού, αλλά επίλογος είναι η ανάστασή του.
1. Το «κεκρυμμένο» μυστήριο της Ανάστασης
Είναι ενδεικτικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον από θεολογικής πλευράς, ότι κανένας από τους ευαγγελιστές δεν αποτόλμησε να περιγράφει το γεγονός της ανάστασης, αυτό καθαυτό το γεγονός, τί ακριβώς δηλαδή συνέβη κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή της έγερσης από τον ύπνο του θανάτου. Όλοι ανεξαιρέτως αναφέρονται στις συνέπειες αυτής της ενέργειας και στις μαρτυρίες ανθρώπων για τον κενό τάφο. Το μυστήριο της ανάστασης παραμένει «κε­κρυμμένο». Αυτό που συνεχώς επιβεβαιώνεται από τότε με τους μαθητές και αποστόλους και ως σήμερα με τους πιστούς και τους αγίους είναι οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις του Αναστάντος και οι εμπειρίες τους με τον αναστάντα Κύριο. Με άλλα λόγια, είμαστε ικανοί να βιώσουμε τους καρπούς της ανάστασης και όχι να κρίνουμε τη φύση του μυστηρίου αυτού. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το μυστήριο της ενανθρώπησης και με όλα τα μυστήρια της θείας Οικονομίας.
Τούτο πιθανώς να σημαίνει και το ότι κανείς δεν είναι ικανός όχι μόνο να γνωρίσει και να δει, αλλά πολύ περισσότερο να περιγράψει τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα, τα οποία ξεπερνούν τις γνωστικές και εκφραστικές δυνατότητές μας. Ο άνθρωπος καταξιώνεται στη βεβαιότητα των μυστηρίων αυτών μόνο διά μέσου της πίστεως και της πνευματικής εμπειρίας. Η βεβαιότητα της κοινωνίας με τον Αναστάντα δεν είναι υπόθεση εργαστηριακής έρευνας και απόδειξης, αλλά ευχαριστιακής μετοχής στο κοινό ποτήριο της ζωής.
Και δεν είναι μόνο η θεολογία που δεν αγγίζει το μυστήριο της ανάστασης. Το ίδιο κάνει και η Ορθόδοξη εικονογραφία, η οποία όταν επιχειρεί να ιστορήσει το γεγονός, απλά παρουσιάζει το κενό μνημείο και προσπαθεί να παραστήσει τις ανθρωπολογικές συνέπειες του γεγονότος αυτού, που είναι η ανάσταση του Αδάμ και της Εύας. Ο Χριστός συντρίβει τα δεσμά του θανάτου και διανοίγει τις πύλες του Άδη, ανασταίνει τους νεκρούς και βγάζει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, που σημαίνει ότι απελευθερώνει από τις συνέπειες της πτώσης την όλη ανθρωπότητα.
Για την όλη Ορθοδοξία δεν νοείται ανάσταση του Χριστού χωρίς την ανάσταση του ανθρώπου. Για τον Δυτικό Χριστιανισμό, η ανάσταση θεωρείται ως προσωπικός θρίαμβος του Ιησού. Η Δυτική τέχνη παρουσιάζει τον αναστάντα Χριστό ως ένα Απολλώνιο άνδρα. Γεμάτο ορμή και δύναμη, που κρατάει στα χέρια του τα σύμβολα της νίκης και του θριάμβου. Ο κόσμος από κάτω, αμέτοχος στο γεγονός, παρακολουθεί με έκπληξη μεγάλη, και έκσταση βαθιά. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ως θείος άνδρας πλέον, νεανίας και έφηβος, σωματώδης και ωραίος, που αρχίζει μια νέα ζωή θριάμβων.
Στην Ορθόδοξη αγιογραφία, ο Αναστάς φέρνει επάνω του όλη την οδύνη του κόσμου, στο σώμα του ακόμη παρουσιάζονται οι πληγές του σταυρού, είναι «παλαιός των ημερών», που δίνει νέα ζωή στους ανθρώπους οι οποίοι εξέρχονται από τον άδη. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γερασμένο, τα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας είναι νεανικά. Η χριστολογική ανάσταση έχει ένα έντονο ανθρωποκεντρισμό. Τρομοκρατημένος είναι μόνο ο Άδης, ο οποίος παραμένει δέσμιος και εγκλωβισμένος στο σκοτάδι της κόλασής του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Ορθόδοξη υμνολογία των ημερών. Οι ανθρωπολογικές συνέπειες, της ανανέωσης και ανακαίνισης, είναι έκδηλες τις ημέρες του Πάσχα. Αγαλλίαση και ευφροσύνη κατέχει τις καρδιές των ανθρώπων. Οι φωτοστέφανοι και η δόξα στολίζουν τους Αγίους. Άμεση συνέπεια της Ανάστασης του Χριστού είναι η θέωση και η δοξοποίηση του ανθρώπου. Η ανάσταση έχει πάντοτε υπαρξιακές και οντολογικές προεκτάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για μια απλή συναισθηματική ή και εξωτερική πνευματική επίδραση. Πρόκειται για κάτι το βαθύ, ουσιαστικό και υπαρξιακό γεγονός. Ο άνθρωπος που εξέρχεται από τον άδη είναι μια νέα ύπαρξη· χαριτωμένος και θεωμένος, ένας αναστημένος κατά χάριν θεός.
Η ανάσταση, όπως και η ενανθρώπηση, μαζί με τη μεταμόρφωση και την εις ουρανούς ανάληψη, ασφαλώς και δεν προσθέτουν τίποτε περισσότερο στο πρόσωπο του Χριστού και του Υιού του Θεού. Μάλλον όλα αυτά είναι γεγονότα κενωτικά της θεότητας. Αντίθετα, όμως, προσθέτουν τα πάντα στον άνθρωπο και τον καθιστούν άξιο της αρχικής δημιουργίας, όχι απλώς να είναι «κατ’ εικόνα Θεού» αλλά και να φτάσει στο εσχατολογικό του «τέλος» και σκοπό, που είναι η «ομοίωση» προς το Θεό. Τα γεγονότα αυτά αν και καθαρά χριστολογικά έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο και την τελείωσή του.
2. Η εκκλησιολογική ερμηνεία της Ανάστασης
Δεν είναι τυχαίο, που η Εκκλησία μας επέλεξε να αναγιγνώσκεται κατά την Κυριακή του Πάσχα, όχι κάποια διήγηση που να αναφέρεται στο γεγονός της ανάστασης, αλλά ακούσαμε ως ευαγγελικό Ανάγνωσμα μέρος του εκτεταμένου προλόγου του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου που επικεντρώνει την προσοχή μας στη σάρκωση και ενανθρώπηση του Λόγου. Είναι, πράγματι, αυτό ένα θεολογικό ξάφνιασμα. Έχει, όμως, τη σημασία του.
Την ημέρα του Πάσχα και ιδιαίτερα μέσα στην πασχάλια θεία Λειτουργία όλα ενοποιούνται και παρουσιάζονται ως παρόντα. Υπάρχει μια εικόνα στη βυζαντινή εικονογραφία που παρουσιάζει το θειο Βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου Μητέρας με έντονα στο πρόσωπό του από τώρα τα σημεία του πόνου και της οδύνης. Και τούτο γιατί βλέπει μπροστά του τα σύμβολα του σταυρού και του θανάτου. Δεν υπάρχει, επομένως, ενανθρώπηση χωρίς την προοπτική της θυσίας και του θανάτου. Και δεν νοείται θάνατος του Χριστού χωρίς την ανάσταση.
Ο Λόγος, που δι’ αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα «καλά λίαν» και δεν νοείται δημιουργία χωρίς τον Λόγο, είναι και πάλι παρών στην ιστορία της πτώσης. Όχι απλώς να σώσει τον άνθρωπο από την πτώση, αλλά να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, μεταμορφωμένο και αναστημένο.
Ανάσταση σημαίνει, εκτός των άλλων, και ένας «καινός άνθρωπος» μέσα σ’ ένα «καινόν κόσμον» και κάτω από «καινόν ουρανό».
Με την ανάσταση, ασφαλώς και θεραπεύονται οι συνέπειες της πτώσης, όπως είναι η φθορά, η ασθένεια και ο θάνατος. Τούτο σημαίνει, ότι με την ανάσταση αρχίζει μια νέα ζωή, νέο ήθος άνθρωπου και νέα ποιότητα ζωής. Πάσχα, γνωρίζουμε από την εβραϊκή ορολογία, ότι σημαίνει «έξοδος» από τον παλαιό κόσμο και «πορεία» προς τον κόσμο της επαγγελίας του Θεού. Έξοδος, λοιπόν, από κάθε μορφή δουλείας και ανελευθερίας. Έξοδος από την εξουσία των κάθε μορφής Φαραώ και από τη δουλεία της δαιμονικής κυριαρχίας. Αλλά και πορεία διά μέσου της ερημίας της ιστορίας, όπου oι προκλήσεις και οι πειρασμοί. Η ιστορία πάντα ελλοχεύει τον κίνδυνο της αποστασίας και της εκτροπής.
Πάσχα, όμως, δεν είναι μόνο άρνηση, «έξοδος». Πάσχα σημαίνει και «είσοδος» στη νέα γη της επαγγελίας. Πορεία από τη χώρα του θανάτου στη χώρα των ζώντων. Το χριστιανικό Πάσχα είναι ταυτόσημο με την Ανάσταση. Το Πάσχα δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά υπόθεση μιας ολόκληρης κοινότητας, του λαού του Θεού στο σύνολό του. Το Πάσχα είναι γεγονός εκκλησιολογικό, που σημαίνει καθολικό και οικουμενικό. Όλα τα έθνη και οι φυλές της γης, όλα τα γένη των  ανθρώπων, καλούνται να βιώσουν το δικό τους Πάσχα μέσα στο γεγονός της ανάστασης του Χριστού.
Μέσα σ’ αυτή τη θεολογική προοπτική, κατανοούμε, γιατί κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα διαβάζεται, επίσης, το αποστολικό Ανάγνωσμα και ο πρόλογος των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά την ανάσταση έχουμε μια νέα πραγματικότητα, εκείνη της Εκκλησίας του Χριστού. Από τη πορεία του Πάσχα γεννιέται ένας νέος Ισραήλ, ο νέος λαός του Θεού. Οι Πράξεις των Αποστόλων, με την ιστορία της Εκκλησίας, καλούν όλους να εισέλθουν στη νέα ποίμνη. Η Εκκλησία είναι η καινή κτίση, η χώρα των ζώντων, η χώρα της επαγγελίας του Θεού. Στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους. Είναι η νέα Εδέμ, ο χώρος όπου δεν έχει θέση η φθορά και ο θάνατος. Με την ανάσταση καταλύθηκε ο άδης και αναδύθηκε από τον κενό τάφο η νέα γη της επαγγελίας, η Εκκλησία του Χριστού.
3. Η προσωπική εμπειρία της Ανάστασης
Οι προσωπικές και υπαρξιακές συνέπειες αυτής της νέας πραγματικότητας είναι πρόδηλες. Ο καινούργιος κόσμος συνεπάγεται νέους ανθρώπους. Επομένως, καλούμαστε και στη προσωπική μας ζωή και πορεία να δομήσουμε το δικό μας Πάσχα, ένα Πάσχα ελευθερίας και υπαρξιακής πληρότητας.
Έτσι, η έννοια του Πάσχα δεν είναι μονοσήμαντη και πολύ περισσότερο μονοδιάστατη. Περιλαμβάνει την Εκκλησία ως σύνολο, αλλά και τους πιστούς ως πρόσωπα. Έξοδος, διάβαση και πορεία και στη προσωπική ζωή των πιστών. Κίνδυνοι της ερήμου και διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας σημαίνει υπέρβαση των προσωπικών αδιεξόδων και των προσωπικών πειρασμών. Η προσωπική ιστορία είναι μια διαρκής πρόκληση και διαρκής πνευματική περιπέτεια. Η Ιστορία πάντα προβάλλει μπροστά μας τους ποικιλόμορφους πειρασμούς. Πειρασμοί βιολογικοί, υπαρξιακοί και πνευματικοί, συνεχώς βρίσκονται μπροστά μας. Κίνδυνοι ειδωλοποίησης της ίδιας της ζωής μας.
Πάσχα, όπως είπαμε, είναι και είσοδος του λαού του Θεού στη γη της επαγγελίας. Σε προσωπικό επίπεδο αυτό σημαίνει επιστροφή και είσοδο στη πατρώα γη μας. Εκεί μόνο έχει τη δυνατότητα κανείς και την ελευθερία να δομήσει τη δική του ιστορία και την προσωπική του ζωή, με προσωπικές επιλογές και προσωπική ευθύνη. Έκτος της χώρας του είναι ανελεύθερος και δούλος. Τώρα είναι κύριος. Πάσχα, με άλλα λόγια, σημαίνει και πορεία προς την άνδρωση, τη τελείωση και τη θέωση.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μας λέει, σχετικά με την προσωπική πορεία και μετάβαση «από δουλείας εις ελευθερίαν και από σκότους εις φως και από αιχμαλωσίας εις την της οικείας πατρίδος αποκατάστασιν». Το Πάσχα δεν είναι μια απλή και στατική ανάμνηση κάποιων ιερών γεγονότων του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής και δυναμική πραγμάτωση των γεγονότων αυτών στη προσωπική μας ζωή. Η μετοχή μας στα γεγονότα αυτά δεν είναι συναισθηματική, αλλά βαθιά πραγματική και υπαρξιακή.
Ο απόστολος Παύλος βλέπει το Πάσχα καθαρά σε μια προσωπική και λειτουργική σχέση και κοινωνία με το Χριστό. Αν ο Χριστός δεν γίνει «το Πάσχα ημών» είμαστε έκτος του πνεύματος των ημερών. Ο Χριστός εξέφρασε την επιθυμία, «επιθυμίαν επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ ημών». Καλούμαστε, λοιπόν, να γίνουμε συνδαιτυμόνες με τον Αναστάντα στο ευχαριστιακό δείπνο της Εκκλησίας και της βασιλείας του Θεού. Εκεί σε μια διαχρονική έννοια η πραγματική βίωση του δικού μας Πάσχα και της δικής μας ανάστασης.
 Επίλογος
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, διαφυλάσσει από αιώνες μια ιερή παράδοση· να διαβάζεται κατά τη θεία Λειτουργία της νύχτας του Πάσχα ο ονομαζόμενος «Λόγος Κατηχητικός» του ιερού Χρυσοστόμου. Καλό θα είναι η ανάγνωση αυτή να γίνεται πριν από τη θεία Κοινωνία και όχι μετά απ’ αυτήν. Ο ιερός Χρυσόστομος ενθαρρύνει τους πάντες να προσέλθουν  στο ποτήριο της ζωής. Πρόκειται για ένα κείμενο μοναδικό, κατανόησης της ανθρώπινης αδυναμίας και της φιλανθρωπίας του Θεού. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτολμά να καλέσει τους «πά­ντες» να εισέλθουν «εις την χαράν του Κυρίου» και να απολαύσουν «του συμποσίου της πίστεως», χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προαπαιτούμενα.
Αυτό είναι το ορθόδοξο κήρυγμα και αυτή είναι η σωστότερη κατήχηση. Ένας λόγος συγκλονιστικός και απελευθερωτικός. Λόγος συγχωρητικός, γεμάτος κατανόηση και φιλανθρωπία.
Στο κείμενο αυτό ανακεφαλαιώνεται όλη η θεολογία, μια θεολογία αγάπης και ελέους. Εδώ δεν χωράει καμιά νομική και δικανική κατανόηση της σωτηρίας. Γίνεται δεκτός και ο έσχατος, όπως και ο πρώτος. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες καλούνται στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής. Η αμαρτία χάνει τη δύναμή της και την κυριαρχία της. Ο δαίμονας και ο Άδης κατατροπώνονται. Όλα στο φώς της ανάστασης παίρνουν τη μορφή της χαράς και της ελπίδας. Όλοι που κοινωνούν το Χριστό μετέχουν και στο μεγάλο δείπνο της βασιλείας του Θεού. Κανείς δεν δικαιούται την ώρα αυτή να απέχει από το τραπέζι της χαράς και της ζωής. Δεν έχουν θέση εδώ θρήνοι και οδυρμοί για τις αμαρτίες. Κανείς δεν πρέπει να φύγει νηστικός και πεινασμένος, ενώ «η τράπεζα γέμει… και ο μόσχος πολύς». Το δείπνο παρέχεται σε όλους και είναι πλούσιο, έκφραση της απέραντης αγάπης του Θεού. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας στερήσει αυτή τη χαρά.
Αυτό είναι η πατερική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια Εκκλησία αγάπης και φιλανθρωπίας. Ο σύγχρονος Χριστιανισμός είναι ανάγκη να επιστρέψει και πάλι σ’ αυτό το αρχαίο πατερικό ήθος. Η αγάπη και η κατανόηση του κόσμου δεν είναι εκκοσμίκευση. Εκκοσμίκευση είναι η άσκηση εξουσίας, αντί της άσκησης της διακονίας και της φιλανθρωπίας του Θεού.
(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Του Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολόγια», τομ.Β΄. Εκδ.Αποστολική Διακονία)

Πίστη και λογική



"Αφού δεν το έφτιαξα ΕΓΩ, πως έγινε μόνο του"?

Οι συνέπειες του ορθολογισμού στη ζωή μας.
Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ο ορθολογισμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική μας η αναγωγή της σε υπέρτατη αυθεντία και απόλυτη αξία. Είναι αμαρτητική νοοτροπία και βιοθεωρία, και όχι κάποια απλή αμαρτία. Είναι κατ’ ουσίαν απιστία. Ο ορθολογισμός είναι η πιο χαρακτηριστική και ύπουλη εκδήλωση της υπερηφάνειας, η οποία υποκρύπτεται κάτω από όλες τις αμαρτίες μας, υφέρπει σε κάθε μας πράξη και δηλητηριάζει όλα τα καλά έργα μας. Αυτή οδηγεί στην αυτοδικαίωση και τελικά στην αμετανοησία, κλείνοντας έτσι τη θύρα του θείου ελέους. Η υπερηφάνεια είναι η αρχή και το τέλος όλων των κακών. Κατά τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ η υπερηφάνεια «αποτελεί την μόνιμη απειλή της ανθρώπινης ζωής», «βρίσκεται στην ρίζα όλων των τραγωδιών του ανθρώπινου γένους» και αποτελεί «την ουσία του άδη».
Ο υπερήφανος άνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ή μοναχός, γίνεται άτομο και προσφέρει τον πνευματικό θάνατο και τον άδη, την κόλαση, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στην οικογένεια του, στο κοινόβιό του και σε όλο το περιβάλλον του.
Ο ορθολογιστής υποβάλλει την αγνή και πηγαία πίστη σε λογικές διαδικασίες, ζητώντας επιχειρήματα και αποδείξεις. Πιστεύει μόνο σε ό,τι μπορεί να κατανοηθεί και να γίνει αποδεκτό με το μυαλό. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, αλλά και πολλοί χριστιανοί μας, αμφιβάλλουν ή και δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής, στην ύπαρξη της άλλης ζωής, στην ανάσταση των νεκρών, στον παράδεισο και την κόλαση. Αρνούνται ακόμη την ύπαρξη του διαβόλου, του προαιώνιου αυτού εχθρού μας. Αγνοούν ότι ο διάβολος είναι πρόσωπο με νου και με θέληση, και ότι αυτός αποτελεί την αιτία και την πηγή του κακού, δεχόμενοι γενικά και αόριστα την ύπαρξη μόνο «δυνάμεων του κακού».
Αμφισβητούν τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, όπως της Ιεράς Εξομολογήσεως, της Θείας Κοινωνίας, του Γάμου, ο οποίος τείνει να αντικατασταθεί από μια απλή συμβίωση, μια ελεύθερη σχέση, εκτός γάμου. Αρνούνται ή δέχονται επιλεκτικά τα δόγματα της πίστεως μας, τις εντολές του Ευαγγελίου, τη λατρεία, την ευσέβεια και την παράδοση της Εκκλησίας μας, επειδή δεν μπορούν να τα συλλάβουν με την λογική και το μυαλό τους.
Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η αναφορά μας στο αρνητικό φαινόμενο του ορθολογισμού και στις ανάλογες συνέπειές του στην πνευματική ζωή του καθενός σε καμία περίπτωση δεν έχει την έννοια της υποτιμήσεως ή της παραγνωρίσεως της λογικής, αυτής της ύψιστης δωρεάς του Θεού προς τον άνθρωπο, η οποία τον διαφοροποιεί από τα άλογα ζώα και τα υπόλοιπα κτίσματα.
Ο ορθολογιστής αντικαθιστά την αναφορά και την εμπιστοσύνη στον Θεό, που είναι η πίστη, με τη σκέψη και τη διάνοια. Έτσι όμως καταργείται ουσιαστικά η πίστη, αφού ο Θεός δεν μας αποδεικνύεται, αλλά μας φανερώνεται. Μας αποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά και πηγαία, απλά, ταπεινά και αθόρυβα. Γι’ αυτό και ο ορθολογισμός συνιστά ουσιαστικά απιστία· μια άλλη μορφή αθεΐας, χειρότερη ίσως από την απόλυτη και καθαρή αθεΐα, αφού μας εφησυχάζει και μας παραπλανά πως δήθεν πιστεύουμε.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που καθιστά τον ορθολογισμό, την ορθολογιστική θεώρηση της πίστεως, ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια, και τα δυσεπίλυτα προβλήματα που απειλούν και αλλοιώνουν την πνευματική πορεία των σύγχρονων πιστών και επιβουλεύονται τη σωτηρία τους.
Θα λέγαμε ότι ο ορθολογισμός δεν είναι απλά και μόνο μία συγκεκριμένη αμαρτία, δεν είναι μία πτώση, ένα λάθος, που είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε πιστό, που αγωνίζεται για τη σωτηρία του, αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος ή αλάνθαστος. Γι’ αυτό και όλες οι πτώσεις και όλα τα αμαρτήματα μας συγχωρούνται, όταν με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή τα εναποθέσουμε στο πετραχήλι του πνευματικού μας, με το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Ο ορθολογισμός λοιπόν ξεπερνά τα στενά όρια της αμαρτίας και λειτουργεί αλλοιωτικά και διαφορετικά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια και ουσιώδη της πίστεως. Καταργεί τη σχέση, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στα δικά μας λογικά συμπεράσματα, στις ατομικές μας αντιλήψεις και στην ατομική μας νοοτροπία και βιοθεωρία.
Νους και λόγος
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την διαφορά ανάμεσα στην «καλή» και «κακή» χρήση της ανθρώπινης λογικής (που είναι ο ορθολογισμός), θα ήταν χρήσιμο να αναπτύξουμε εν συντομία την διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την φύση και την λειτουργία της.
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και την ορθόδοξη πατερική παράδοση, ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο οδούς, δύο τρόπους μέσα από τους οποίους μπορεί να γνωρίσει τα πράγματα, την κτιστή φυσική δημιουργία και τον ίδιο τον Θεό.
Τα δύο αυτά κέντρα είναι ο νους (που οι πατέρες τον ταυτίζουν με την καρδιά) και ο λόγος (δηλαδή η λογική, η διάνοια, το μυαλό). Ο νους έχει την έδρα του στην καρδιά και ο λόγος (η λογική) στον εγκέφαλο. Ο νους είναι το κέντρο της ψυχής, γι’ αυτό και οι Πατέρες τον ονομάζουν «το ηγεμονικόν της ψυχής». Με το νου, που είναι η θεωρητική ενέργεια της ψυχής (γι’ αυτό και αναφέρεται και ως «οφθαλμός της ψυχής»), ο άνθρωπος αποκτά τη γνώση και την εμπειρία του Θεού, γίνεται μέτοχος της θείας Αποκαλύψεως.
Ο λόγος (ή λογική) είναι η πρακτική ενέργεια της ψυχής. Με το λόγο (τη λογική) ο άνθρωπος γνωρίζει τη φύση και την κτιστή δημιουργία. Η γνώση της δημιουργίας του Θεού βοηθάει, βεβαίως, τον άνθρωπο να φθάσει και στην γνώση του ιδίου του Θεού, την οποία όμως αποκτά με το νου. Με τη λογική, δηλαδή, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. Η λογική μας οδηγεί στην ανάγκη της πίστεως στο Θεό. Η αληθινή, όμως, γνώση του Θεού γίνεται με το νου, με την καρδιά δηλαδή.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει στη γνώση του Θεού, είναι ακριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Αντικαθιστά δηλαδή το νου (την καρδιά) με το λόγο (τη λογική) και καταλήγει έτσι στον ορθολογισμό και στην αδυναμία να γνωρίσει αληθινά το Θεό.
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό πως παραιτούμαι από τη λογική μου δεν σημαίνει ότι γίνομαι παράλογος. Η πίστη δεν είναι παράλογη, αλλά υπέρλογη. Δεν κατανοείται, αλλά βιώνεται. Πίστη δεν σημαίνει κατανόηση, αλλά εμπιστοσύνη. Δεν αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά τον υπερβαίνει, τον ξεπερνά. Το υπέρλογο μέσα στην Ορθοδοξία δεν είναι η κατάργηση της λογικής, αλλά η μετακένωση και ανύψωση της στην αποδοχή των εμπειριών της θείας Αποκαλύψεως. Το υπέρλογο είναι η απόλυτη διάθεση του εαυτού μας, η αυτοεγκατάλειψή μας στο θέλημα και στο έλεος του Θεού. Το λογικό είναι το «στένεμα» του Θεού και η σμίκρυνση του στις προσωπικές μας ανάγκες και απαιτήσεις, στο εγωιστικό θέλημά μας. Το υπέρλογο είναι να αφήνω στο Θεό ανοιχτό το δρόμο της καρδιάς μου για να ‘ρθει και να ενεργήσει μέσα μου με το δικό Του τρόπο, που δεν είναι ούτε λογικός, ούτε άλογος, ούτε παράλογος, αλλά είναι υπέρλογος. Είναι η αιώνια Αλήθεια του Θεού, είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας. Το υπέρλογο είναι η υπαγωγή της λογικής μας στη Λογική του Θεού. Είναι η προσπάθεια που κάνουμε για να δεχθούμε τη Λογική του Θεού, όταν αυτή δεν συμφωνεί με τη δική μας.
Σκοπός του χριστιανού είναι ο Ουρανός. Πατρίδα του είναι ο Ουρανός. Ο χριστιανός είναι ουρανοπολίτης και στόχος κεντρικός της ζωής του είναι να γνωρίσει το Θεό και να ενωθεί μαζί Του, να φθάσει δηλαδή στη θέωση. Το απόλυτο ζητούμενο της πνευματικής μας πορείας παραμένει πάντοτε η θέωση, που επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την κάθαρση της καρδιάς και το φωτισμό του νου. Ο φωτισμός λοιπόν του νου οφείλει να είναι η κύρια επιδίωξη μας, και όχι η καλλιέργεια της λογικής. Ο φωτισμένος νους είναι αυτός που οδηγεί στο Θεό και όχι η ανεπτυγμένη λογική. Ο φωτισμένος νους είναι η ανταμοιβή του Θεού για την εκχώρηση της λογικής μας σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και η προσπάθειά μας θα πρέπει να είναι ο φωτισμός του νου και όχι η εξάσκηση της λογικής μας.
Η πνευματική γνώση
Ο στόχος όμως αυτός επιτυγχάνεται κυρίως με την «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση είναι πίστη, είναι εμπειρία, είναι θείος φωτισμός, είναι Θεία χάρις και Θεογνωσία.
Η πνευματική αυτή γνώση δεν είναι απόρροια της λογικής του μυαλού μας. Δεν κατέχεται μόνον από τους ευφυείς, από τους μορφωμένους, από τους επιστήμονες. Δεν απαιτεί σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες αναλύσεις και συλλογισμούς. Η πνευματική γνώση είναι δώρο του Θεού που προσφέρεται σε όλους, μορφωμένους και αγράμματους, γνωστικούς και αδαείς, έξυπνους και απλοϊκούς, σε όλους όσοι έχουν απλή, ταπεινή και καθαρή καρδιά. Η πίστη είναι δώρο του Θεού στους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους, και όχι αποτέλεσμα λογικής επεξεργασίας.
Η πνευματική γνώση δεν σπουδάζεται στα πανεπιστήμια και τα σπουδαστήρια του κόσμου, δεν αναγνωρίζεται με διπλώματα και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, δεν αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών ερευνών. Η πνευματική γνώση είναι υπόθεση της καρδιάς, είναι φωτισμένος νους, είναι μετοχή στην αγάπη, τη χάρη και τη δόξα του Θεού, είναι η Αποκάλυψη της Αλήθειας του Θεού στη ζωή μας και στον κόσμο ολόκληρο. Εργαστήριο της πνευματικής γνώσεως είναι η πίστη και η ελπίδα. Η εμπιστοσύνη στο Θεό και η αυτοεγκατάλειψή μας στην άπειρη αγάπη και πρόνοιά Του. Είναι η καθημερινή άσκηση και τήρηση των εντολών του Θεού. Είναι η εξάσκηση της αγάπης δια της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης ενεργούμενης. Είναι η φιλαδελφία, η καλοσύνη και η ιλαρότητα.
Ο ορθολογισμός, περνώντας από όλες τις πτώσεις της υπερηφάνειας, μας οδηγεί τελικά στην αυτοδικαίωση· γιατί μας πείθει ότι έχουμε δίκιο. Και εφ’ όσον οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και οι πράξεις μας είναι λογικές, άρα είναι ορθές και δίκαιες. Έχουμε λοιπόν δίκιο, άρα και δικαίωμα να το επιβάλλουμε ως γνώμη, ως επιθυμία και ως συμπεριφορά. Από το σημείο αυτό ξεκινά μία ατελεύτητη πορεία προς την μηδέποτε επιτυγχανομένη – γιατί είναι και ακόρεστη – αυτοδικαίωσή μας, που μας παρασύρει σε μια αλυσίδα διαρκώς μεγαλύτερων και βαρύτερων αμαρτημάτων.
Ο Φαρισαίος της παραβολής (Λουκ.18,9-14) είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του αυτοδικαιούμενου ανθρώπου. Καυχάται για τις αρετές του, θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο και συγχρόνως εξουθενώνει τον τελώνη, βλέποντας τον αμαρτωλό, κατώτερό του. Ο αυτοδικαιούμενος γίνεται ο ίδιος κριτής του εαυτού του και του απονέμει τον τίτλο του δικαίου, πιστεύοντας ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τον ανταμείψει.
Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος είναι εκείνος που πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα, επειδή απωθεί την ενοχή του. Γίνεται έτσι νευρικός, διαταραγμένος ανικανοποίητος, απαιτητικός, ανυπόμονος, ανυπάκουος, αυθάδης, εριστικός. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Εωσφόρου, δεν θέλει να ζητήσει συγχώρηση και να ομολογήσει τις αμαρτίες του. Επαναλαμβάνει ως επωδό τα λόγια του μηδενιστή Αλμπέρτ Καμύ: «Είχα δίκιο, έχω οπωσδήποτε δίκιο, θα έχω πάντα δίκιο», και ορθώνει μόνος του ανυπέρβλητο φράγμα στην άβυσσο του Θείου ελέους.
Ο ορθολογισμός είναι συμπυκνωμένη υπερηφάνεια, αλαζονεία, αυτοδικαίωση, αυτάρκεια και αυτονομία. Γι’ αυτό και αλλοτριώνει τον άνθρωπο, τον απομονώνει και τον απομακρύνει από το Θεό και από τους συνανθρώπούς του. Ο ορθολογιστής καθίσταται έτσι στοιχείο διαλυτικό της φιλίας, του γάμου, της οικογένειας, του κοινοβίου και της κοινωνίας.
Τελικά ο ορθολογιστής, παρά τη λαμπρότητα των επιτευγμάτων του, καταλήγει να είναι ο κουρασμένος, ο κενός, ο ανικανοποίητος, ο απογοητευμένος σύγχρονος άνθρωπος. Αυτός που βιώνει καθημερινά το δράμα της υπαρξιακής αγωνίας του, της ανασφάλειάς του και του αδιεξόδου, στο οποίο τον παγιδεύει η λογική του και η αυτοπεποίθηση του στις οποίες τόσο στηρίχτηκε.
Θα πρέπει λοιπόν να βγούμε από τα όρια της πεπερασμένης ανθρώπινης λογικής και να μπούμε στην απεραντοσύνη, στον πλούτο και την ευλογία της λογικής του Θεού.
( Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 26 Απρίλιος-Ιούλιος 2008)

Εκ των λόγων του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού: «Το Μυστήριο του Θείου Πάθους» (2ο μέρος)


Αξίζει όμως εδώ να κάνουμε ένα σταθμό για να περιγράψουμε μερικά γεγονότα που δεν πρέπει να μείνουν απαρατήρητα. Όταν ο Μωϋσής συνετέλεσε την αποστολή του ως οδηγός και λυτρωτής των Εβραίων, και παράδωσε την εξουσία στον διάδοχο του Ιησού του Ναυή με όλες τις επαγγελίες και ευλογίες που τους υποσχόταν ο Θεός, έγραψε με παράπονο μια του ωδή, την β΄ , στην οποία εκφράζει τον πόνο και την πικρία του, γιατί ακριβώς πρόβλεψε ότι δεν θα πειθαρχούσαν και δεν θα αξιώνονταν των ευλογιών και επαγγελιών που τους υποσχόταν ο Θεός. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός μας, ο πραγματικός Λυτρωτής και μόνος Σωτήρ του κόσμου, όταν επετέλεσε την πανσωτηρία διά της θείας Του κενώσεως και του Σταυρού, προέβλεψεν ότι δεν θα σωθούν όλοι οι άνθρωποι για τους οποίους εθυσιάσθη· γι΄ αυτό ακριβώς στην κρισιμώτερη ώρα του πάθους Του, εκίνησε τα μαραμένα Του χείλη και είπε, «διψώ»! Και ναι μεν ο δριμύς πόνος από την παρατεταμένη δοκιμασία Του δημιουργούσε και μια φυσική ανάγκη δίψας, αλλ΄ η κραυγή του Ιησού «διψώ» δεν ήταν έκφραση της σωματικής δίψας, Εκείνου που επί 40ήμερον διετέλεσε νήστις παντελώς. Η δίψα του ήταν η έκφραση της φλεγόμενης από αγάπη πανάγαθου καρδίας Του, η οποία διψούσε όλων των ανθρώπων τη σωτηρία. Η θυσία Του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσαν να σωθούν και όλων των ουρανίων σωμάτων οι κόσμοι, αν ήσαν κατοικημένοι. Η λέξη «διψώ» είναι συγχρόνως το οξύ κέντρον ελέγχου κάθε λογικής φύσεως, κάθε συνειδήσεως και καρδίας που αξιώθηκε της θείας έπιγνώσεως και εξ αμελείας προδίδει την αγάπη Του· είναι ο δριμύς έλεγχος κάθε αδιαφορίας, κάθε προφάσεως, κάθε προδοσίας της μεγάλης αυτής θυσίας, η οποία ούτε πρίν, ούτε τώρα, ούτε και στο παρατεταμένον μέλλον θα μπορέσει να περιγραφεί. Η φλεγόμενη Του καρδία εξέφραζε τη διακαή Του δίψα να συνεχίσει, αν ήταν δυνατό, τα πανάχραντα Του πάθη, για να συγκινήσει και σπρώξει τους αναίσθητους και πωρωμένους που δεν εισέρχονται και μένουν έκτος.
Και εδώ βλέπουμεν να εκτυλίσσεται ένα μυστήριο συγκλονιστικό: βλέπουμε την θεϊκήν αγάπη σ΄ όλη της την έκταση να απλώνεται στους ανθρώπους, να τους καταδικάζει στην αθανασία, στην ισοθεΐα και στην υιοθεσία, ενώ η ανθρώπινη κακία με τη σειρά της να αρνείται την προσφορά. Εκείνο που δικαιούται κάθε άνθρωπος, και αυτός ακόμα ο προδότης και κακοποιός, ένα ποτήρι ψυχρού ύδατος, δεν το εδικαιούτο ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ανθρωπότητος. Αυτός που συνεκλόνισε την ιουδαϊκή γη με τα υπερφυσικά Του θαυμάσια, ο «περιελθών πάσαν την περίχωρον ευεργετών και ιώμενος» τους πάντας, αυτός που δίδαξε έμπρακτα την ειρήνη, τη συμπάθεια και την αγάπη, όταν κατάδικος έκραξε «διψώ», του πρόσφεραν, αντί ύδατος όξος και χολήν. Ω, πόσο τυφλό πράγμα είναι η κακία! Ιδού μια ευκαιρία συγκρίσεως· ο καθένας ας ερευνήσει τον εαυτό του για να δει, από τις εσωτερικές του διαθέσεις, σε ποιο σημείο βρίσκεται· η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Τέλος, αφού ο γλυκύτατος μας Ιησούς, ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, για πολλοστή φορά εγεύθη την αχαριστία αυτών που ευεργέτησε, και αφού ήδη εξετέλεσε πλήρως την πατρική βουλή, εξεφώνησε και τα τελευταία Του λόγια. Αφού δεν αποδέχτηκαν οι άνθρωποι του περιβάλλοντός Του την προσφορά της αγάπης Του και ο παρανομώτατος όχλος «ουκ εβουλήθη συνιέναι», και αφού δεν έμεινε κανένα πλέον περιθώριο να συγκινηθεί η πωρωμένη τους καρδιά, στράφηκε προς τον ουράνιο Πατέρα Του και, τρόπον τινά, απαιτητικά του ζήτησε σαν χάρη να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ω λόγος συνταρακτικός και συγκλονιστικός! Ποιος άλλος θα μπορούσε να τον εκφράσει εκτός από τον μόνον Θεάνθρωπο; Και μόνη η φωνή αυτή, και μόνη η ευχή αυτή ήταν ικανή να πείσει όλο το σύμπαν ότι αυτός και μόνο ήταν ο Υιός του Θεού ο μονογενής.
«Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιω. ιθ΄ 30). Μυστήρια μυστηρίων. Ξέρουμε πως κάθε άνθρωπος πρώτα πρώτα παραδίδει το πνεύμα, και μετά κλίνει την κεφαλή· ενώ ο Ιησούς μας πρώτα έκλινε την κεφαλή και μετά παρέδωσε, όταν ηθέλησε και όπως ευδόκησε, το πνεύμα Του. Τούτο εννοούσε όταν έλεγε, «εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν μου και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιω. ι΄ 18). Ο δε θείος Δαμασκηνός στην υμνολογία του αναφέρει: «φόβω σοι ως θεραπαινίς η τελευτή προσταχθείσα πρόσεισι τω Δεσπότη της ζωής…». Με τον τελευταίο του λόγο «τετέλεσται», ο Χριστός αφήκε το πνεύμα και συνεπλήρωσε όλη την οικονομία του παμμεγίστου μυστηρίου της προαιώνιας βουλής του Θεού.
Με αυτά συνεπλήρωσε όλη την «εξ ασθενείας», κατά τον Παύλον, προσφορά Του με την οποία, ως «υιός του άνθρωπου», ετελεσιούργησε την ανάπλαση και αναδημιουργία της παρεφθαρμένης μας φύσεως. Ο μέγας Αθανάσιος στο λόγο του περί του Πάθους και του Σταύρου του Κυρίου μας αναφέρει τα έξης: «Καταβέβηκε γαρ ίνα ημών την άνοδον κατασκευάση, και πεπείραται γενέσεως ίνα ημείς δι΄ αυτού τω αγεννήτω (Πατρί) φιλιάσωμεν. Ησθένησε δι΄ ημάς ίνα ημείς εγερθώμεν εν δυνάμει και είπωμεν, ως ο Παύλος, πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ. Υπό των δημίων εκδυδίσκεται ους ημείς εν τω Αδάμ ενεδυσάμεθα χιτώνας, ίνα αντί τούτων τον Χριστόν ενδύσασθαι δυνηθώμεν. Υπέρ ημών ωδινάτο και εμερίμνα, ίνα ημείς ανόδυνοι γενώμεθα. Κάλαμον επί την δεξιάν αυτού έδωκαν, ίνα κατ΄ αλήθειαν σύντριψη αυτούς ως σκεύη κεραμέως, αλλά και το μυστικώτερον, ίνα διά του καλάμου, ως γραφικού οργάνου, υπογραφή ημών την ελευθερίαν και του κοινού ημών εχθρού θανάτου και διαβόλου την καθαίρεσιν».
* * *
Ας αναφερθούμεν τώρα και στα «εξ αυθεντίας» ενεργηθέντα υπό του Ιησού μας. Οι λόγοι πλέον της οικονομίας παρήλθαν και ο πανσθενουργός του Θεού Λόγος, ο οποίος χθες έπασχεν ως υιός ανθρώπου, αποκαλύπτεται τώρα σ΄ όλη Του τη θεοπρεπή παντοδυναμία. Χθες οι υπηρέται του Πιλάτου τον ερράπιζαν σήμερα διά της αστραπής της Θεότητός Του ραπίζει του θανάτου και του Άδου τα βασίλεια. Χθες υπό των Γραμματέων και Φαρισσαίων και του ελεεινού όχλου των Ιουδαίων ενεπαίζετο («ουά, ο καταλύων τον ναόν του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού και πιστεύομέν σοι»)· σήμερα εμπαίζει και φοβίζει τους άρχοντες του σκότους και του Άδου.
Μόλις ο Κύριος μας Ιησούς κατέβηκε με την τεθεωμένη Του ψυχή στον Άδη, Τον συνακολούθησαν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, όχι βέβαια για ενίσχυση -ποίαν ενίσχυση χρειάζεται ο παντοδύναμος Λόγος του Θεού, «ο φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού»; (Εβρ. α΄ 3). Αλλά για δορυφορίαν, και περισσότερο για θαυμασμό των μεγάλων Του βουλών και σχεδίων, διά των οποίων ετελεσιούργει την άρρητον αυτού οικονομίαν, «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν εαυτώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφεσ. α΄ 10), αλλά και τα υπό την γην. Προπορευόμενες οι μεν και ακολουθώντας οι δε, όλες οι ουράνιες δυνάμεις με πολύ δέος έψαλλαν: «Άγιος, άγιος, άγιος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο βασιλεύς των δυνάμεων», και εσείσθησαν του Άδου τα σκοτεινά δεσμωτήρια. Ο δε άρχων του σκότους και όλες οι αποστατικές δυνάμεις του, αισθανόμενες ότι έφθασεν η ώρα της καταδίκης των, κατέβαλαν και την τελευταία προσπάθεια να αμυνθούν.
Ας μεταφέρουμε εδώ μερικά νοήματα από σχετικό λόγο του μεγάλου μας Πατρός Επιφανίου: «Όταν προσήγγισαν αι προπορευόμενοι δυνάμεις των Ασωμάτων λειτουργών, αι οποίαι συνεπορεύοντο μετά του Σωτήρος ημών, έκραξαν προς τους εντός κεκρυμμένους τυράννους του σκότους: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Και ως να ηγνόουν οι σκοτεινοί κάτοχοι του Άδου τι να σημαίνη η φωνή αυτή, απήντησαν δειλά και ταραγμένα: Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; ουδέποτε ουδείς έφθασεν εις τα του Άδου βασίλεια με τοιαύτην εξουσίαν μήπως είναι εκείνος ο όποιος ήρπασεν από τα ιδικά μας ταμεία τον υϊόν της χήρας και την θυγατέρα του Ιαείρου και τον τετραήμερον Λάζαρον; μήπως είναι εκείνος ο οποίος εξέβαλλε τους ιδικούς μας υπηρέτας από τους ανθρώπους και εθεράπευσε τας νόσους και μαλακίας τας οποίας ημείς εδημιουργήσαμεν εις αυτούς; εκείνον ημείς ενηργήσαμεν διά των υπουργών των ιδικών μας θελημάτων και τον εσταύρωσαν και δεν αντέδρασε, αλλά προσεποιείτο ασθένειαν και φόβον και προσηύχετο: Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες; αυτός εδίψα και ημείς του εδώσαμε χολήν, και πως τώρα υμείς λέγετε, «ο βασιλεύς της δόξης»; Και αι ούράνιαι δυνάμεις επανέλαβον μετ΄ εξουσίας: Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και μή βραδύνετε, μην ερωτάτε, μην απορείτε, μή προφασίζεσθε. Βραδυνόντων δε των σκοτεινών δυνάμεων και διερωτώντων και πάλιν «τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης», εβόησαν οι επουράνιοι μετά παρρησίας: «Κύριος των δυνάμεων, αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης». Και με τον λόγον αυτόν συνετρίβησαν αι θύραι, κατεθλάσθησαν οι μοχλοί, και ανεσπάσθη ριζοιδόν η είσοδος των σκοτεινών δεσμωτηρίων του Άδου. Τότε φρίκη, τρόμος και φόβος κατέλαβε τους άρχοντας του σκότους, οι οποίοι φεύγοντες εκρύπτοντο εις τα βαθύτερα του Άδου σπήλαια και καταγώγια, από προσώπου της δόξης του Κυρίου. Τότε διά δεσμών αλύτων κατεδέθη ο τύραννος και πάσα η εξουσία και δύναμις αυτού επί του ανθρώπου εφηρέθη εξ αυτού, και ουδενός πλέον εξουσιάζει εκ των όσων πιστεύουν και ακολουθούν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Αυτό προβλέπων ο Δαυΐδ έλεγε «του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος». «Αφού εφώτισε διά της αστραπής της θεότητας Του ο Κύριος όλα του σκοτεινού Άδου τα μέρη και καταγώγια, αβάδισε προς τον πρωτόπλαστον και πρωτόθνητον προπάτορά μας Αδάμ, τον οποίον βαθύτερον εξ όλων των ανθρώπων ο θάνατος εφύλαττε. Τότε ο Αδάμ ανέστη και σταθείς εβόησε με εκπληξιν εις τους περί αυτόν απ΄ αιώνος νεκρούς: Φίλοι μου και τέκνα μου, ακούω γνωστόν εις εμέ ήχον ποδών είναι αυτός ο ήχος τον οποίον ήκουσα και τότε, το κατηραμένον εκείνο δειλινόν, ότε εκρυπτόμην εις τον παράδεισον διά την παράβασίν μου. Εάν όντως Εκείνος είναι και έρχεται προς ημάς, θαρσείτε διότι εγγίζει και η απολύτρωσις ημών. Και λέγοντος αυτά προέφθασεν αυτόν ο Κύριος διά της παρουσίας Του υπό την θεανδρικήν αυτού μορφήν. Τότε τύψας το στήθος ο γηραιός Αδάμ εβόησε: Ο Κύριος μου μετά πάντων». Και άπεκρίθη ο Ιησούς: «Και μετά του πνεύματος σου»· ανάστα, πλάσμα το εμόν, ανάστα εικών η εμή, ανάστα και έγειρε εκ των νεκρών και επιφαύσει σοι ο Θεός· ανάστα, έγειρε, άγωμεν εντεύθεν ουκέτι εις Άδην, η παραμονή σου, αλλ΄ εις αυτόν τον ουρανόν δεν σε εποίησα διά τον Άδην, αλλά διά την ζωήν και δι΄ εσέ εδανείσθην την ιδικήν σου φύσιν, γενόμενος απόγονος και υιός σου, ίνα χαρίσω εις σε την υϊοθεσίαν του ιδίου μου Πατρός· ανάστα, έγειρε, άγωμεν εντεύθεν…».
* * *
Έτσι, σύμφωνα με όσα μας παρέδωκεν η αγία μας Εκκλησία, αγαπητοί, πιστεύομεν ότι επετελέσθη πλήρως διά της συγκαταβάσεως του Θεού Λόγου η ανακαίνιση της κτίσεως και ιδίως η ανάπλαση της ανθρωπινής φύσεως. Διά της υποστατικής Του ενώσεως με το κτίσμα Του, τον άνθρωπο, ο θείος Λόγος μετέδωσε και συνεχώς μεταδίδει τις θεοπρεπείς Του χάριτες σ΄ όλη τη δημιουργία, ειδικώτερα δε στον άνθρωπο, τον οποίο κατέστησε, κατά τον Παύλον, σύσσωμον Αυτού. Δεν είμεθα πλέον ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού, καθό σύσσωμοι με Αυτόν, αφού μας συνήρμοσε στο δικό Του σώμα, την Εκκλησία.
Ας αναφέρουμε εδώ μερικά λόγια διαπρεπούς θεολόγου της Εκκλησίας μας: Αφού ο Θεός Λόγος έγινε σαρξ, «σώμα», εν τω σώματι Του ενήργησε όλη την οικονομία της σωτηρίας του κόσμου και έτσι το σώμα Του έγινεν Εκκλησία, μέσα στην οποία συνεχίζεται αδιάκοπα όλη η κοσμοσωτηρία από όλους τους παράγοντες της φθοράς και του θανάτου· αυτό είναι που τονίζει ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι ο Σωτήρ ενήργησεν «εν τω σώματι Αυτού». Διά της θεανθρωποιήσεώς Του ο Κύριος μας εισάγει σε μιάν εξ αίματος συγγένεια με το Θεό. Η Καινή Διαθήκη με το αίμα του Θεανθρώπου Χρίστου δεν είναι διαθήκη με λόγο η διδασκαλία η νόμο η εντολή η άλλη σύμβαση, αλλά διαθήκη εν αίματι θείω και ανθρωπίνω που είναι ακριβώς η πηγή και αιτία όλων των ζωοποιών και θαυματουργών δυνάμεων που ενεργούν την θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας μας. Το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης», δεν σημαίνει άλλο παρά την «ενχρίστωσιν», την «χριστοποίησιν» των πάντων. Να ανακεφαλαιωθούν τα πάντα σ΄ ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και έτσι να φθάσουν τον θείο και αιώνιο σκοπό τους, «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α΄ 23). Να λοιπόν ποιο είναι το μυστήριο του Θεού, το Ευαγγέλιο, η καλή αγγελία που αποκαλύπτει όλο το νόημα της υπάρξεως του ουρανού και της γης, όλων γενικά των κτισμάτων. Το Ευαγγέλιο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός εντός μας, με όλο το πλήρωμα της θεανδρικής Του υπάρξεως, με τη μορφή Του στο κάθετι που συνιστά τη φύση μας. Το μυστήριο του Θεού, το Ευαγγέλιο, συνίσταται στο να ζη ο Χριστός εν ημίν και όχι ημείς εν αυτοίς, στο να γίνωμεν Χριστοειδείς σ΄ όλη μας την ύπαρξη και να αντανακλάται η μορφή Του πάνω σε ότι εμείς είμεθα. Τούτο κατορθώνεται «εν τη Εκκλησία» διά των θείων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Κάθε μυστήριο και κάθε αρετή μορφώνει μέσα μας αυτή τη θεία μορφή, αυξανομένην έως ότου όλες οι αρετές με τα μυστήρια μορφώσουν προοδευτικά μέσα μας πλήρως την θείαν αυτήν εικόνα: η μετάνοια, η νηστεία, η προσευχή, η κοινωνία, η πίστη, η αγάπη, η πραότης, συνεχιζόμενες με υπομονή σ΄ όλη μας τη ζωή «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ. δ΄ 19). Ναι, ο Χριστός και κανένας άλλος, ούτε ο δικός μας εαυτός, να λάβη μέσα μας μορφή. Χωρίς την μορφή του Χρίστου εντός του ο άνθρωπος δεν είναι παρά κτήνος ή δαίμων. Αγωνιζόμενοι στην έν Χριστώ ζωή μετέχουμε συνεχώς σ΄ όλο το Σώμα και τον βίο του Χρίστου μας και γινόμεθα, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, ο Χριστός επαναλαμβανόμενος· μετέχουμε σ΄ όλα τα θεοειδή χαρίσματα που μετάδωσε στη φύση μας διά των αγίων Του παθών και της Αναστάσεώς Του. Και, αν και είμεθα επί της γης, όμως «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει», (Φιλ. γ΄ 20) και ενώ ευρισκόμεθα μεταξύ των ανθρώπων, «η ζωή ημών κέκρυπτε συν τω Χριστώ εν τω Θεώ»· λοιπόν, «τα άνω φρονώμεν, μή τα επί της γης» (Κολ. γ΄ 23).
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ (Βατοπαιδινού), § Το Μυστήριο του Θείου Πάθους, σελ. 205-213, Λόγοι Παρακλήσεως, Το Μυστήριο του Θείου Πάθους, Γ΄ Έκδοση, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998
εμείς αντιγράφουμε από: ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ – ELDER JOSEPH OF VATOPAIDI (Facebook)

Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ (Αββά Ζωσιμά)


Ο αββάς Μωυσής ο μαύρος (περ. 330-405). Ήταν μοναχός στην αιγυπτιακή έρημο.  Σύγχρονη κοπτική εικόνα.
Ο άγιος Μωυσής ο μαύρος (περ. 330-405). Ήταν μοναχός και γέροντας στις ερήμους της Αιγύπτου, όλος αρετή και θεία χαρίσματα. Εορτάζει στις 28 Αυγούστου. Σύγχρονη κοπτική εικόνα.
Κι αν ακόμα τα σώματα των ανθρώπων γίνουν γλώσσες για να μας κατηγορούν, είμαι βέβαιος ότι και πάλι κανένας δεν θα μπορέσει να περιγράψει άξια την αναξιότητά μας. Γιατί καθένας που μας κατηγορεί και μας επικρίνει, λέει ένα μέρος μόνο (από τα κακά μας). Όλα δεν μπορεί να τα πει.
Αν, εξάλλου, ο δίκαιος Ιώβ είπε ότι «πλήρης ατιμίας ειμί» — και το «πλήρης» δεν παίρνει καμιά προσθήκη- τι να πούμε εμείς, που είμαστε πέλαγος όλων των κακιών; Με κάθε αμάρτημα μας ταπείνωσε ο διάβολος. Οφείλουμε όμως να ευγνωμονούμε το Θεό, επειδή ταπεινωθήκαμε. Κι αυτό, γιατί όσοι ευγνωμονούν επειδή ταπεινώθηκαν, συντρίβουν το διάβολο. Και καθώς είπαν οι άγιοι πατέρες, αν η ταπείνωση κατέβει στον άδη, υψώνεται ως τον ουρανό. Κι αν η υπερηφάνεια υψωθεί ως τον ουρανό, καταποντίζεται στον άδη.
Και έλεγε: Ποιός μπορεί ποτέ να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή έστω ν’ ανεχθεί μομφή για άλλον ή να ρίξει τις ευθύνες για οτιδήποτε σε άλλον; Γιατί ό,τι κι αν πάθει ή ακούσει ο ταπεινός, παίρνει αφορμή για να κατηγορεί και να βρίζει τον εαυτό του.
Και θυμήθηκε τον αββά Μωυσή, που τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό, λέγοντάς του:
-Πήγαιν’ έξω, αράπη!
Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του και να λέει:
- Καρβουνόπετσε! Μαύρε! Καλά σου κάνανε! Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι έρχεσαι κι ανακατώνεσαι με τους ανθρώπους; Και, καλά σου κάνανε!

Ποιός μου βεβαιώνει εμένα ότι ο Χριστός Αναστήθηκε;


Η Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός βγάζει τον Αδάμ από τον Άδη. Στα αριστερά ο άγιος Κύριλλος ο φωτιστής των Σλάβων. (Τοιχογραφία από την βασιλική San Clemente στην Ρώμη)
Η Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός βγάζει τον Αδάμ από τον Άδη. Στα αριστερά ο άγιος Κύριλλος ο φωτιστής των Σλάβων. (Τοιχογραφία από την βασιλική San Clemente στην Ρώμη)
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.
Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.
Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μονο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.
Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.
( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλώ, 2008 σ. 70-72).

Ένα πρωτότυπο κήρυγμα.


Ένας μοναχός πεζοπορούσε στην έρημο. Στον δρόμο τον συλλαμβάνει μια συμμορία ληστών. Του ζητούν να τους δώσει όλα τα λεφτά που είχε στο πουγκί του.
- Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, του λένε άγρια.
- Δεν έχω ούτε μια πεντάρα επάνω μου, τους απαντά.
Η ματιά του ήταν πολύ γλυκιά και καλοσυνάτη. Τους έκανε εντύπωση, κι’ ο αρχηγός τους τον λυπήθηκε.
- Κανονικά θα’ πρεπε να σε σκοτώσουμε, του λέει, αφού δεν μας δίνεις τίποτε. Αλλά ίσως έχεις κάτι να μας δώσεις. Κάνε μας ένα κήρυγμα και αν το πετύχεις, θα σ’ αφήσουμε να φύγεις. Διαφορετικά….
Ο μοναχός δεν τους χάλασε το χατίρι. Σκέφθηκε λίγο και ύστερα τους είπε:
- Αδελφοί μου, η ζωή σας μοιάζει με τη ζωή του Χριστού. Όπως Εκείνος, έτσι κι’ εσείς γεννηθήκατε σ’ έναν στάβλο ή κάπου χειρότερα.
Σαν Εκείνον, περάσατε τα νιάτα σας χωρίς να έχετε που να γείρετε το κεφάλι.
Σαν Εκείνον θα πεθάνετε, καρφωμένοι σ’ ένα ξύλο, μέσα στους χλευασμούς του όχλου.
Και σαν Εκείνον θα κατεβείτε στον Άδη. Μόνο, που θα μείνετε εκεί, χωρίς ν’ αναστηθείτε όπως Αυτός. Είναι η μόνη διαφορά που βλέπω. Μετανοήστε αδελφοί μου τώρα που είναι καιρός. Αυτό σας εύχομαι, για να λείψει κι’ αυτή η διαφορά.
Τα λόγια του έπιασαν τόπο στις καρδιές τους. Φιλοτιμήθηκαν να μοιάσουν σε όλα με τον Χριστό.
Κι’ άλλαξαν από εκείνη τη στιγμή τη ζωή τους.

Πνευματική Παρακαταθήκη


Aν θέλεις ν΄ ακολουθήσεις τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και να κρεμάσεις μαζί Του, πάνω στο σταυρό, τον παλιό σου εαυτό, πρέπει (πρώτα) να διώξεις από κοντά σου εκείνους πού σε κατεβάζουν από το σταυρό, (έπειτα) να ετοιμαστείς για να υπομείνεις ταπεινώσεις, και (τέλος), να αναπαύεις τις καρδιές εκείνων που σε στενοχωρούν.
(Του αββά Ησαΐα)