Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Παρθένιος ιερομόναχος Καρουλιώτης (1881-1959).Ο πρίγκηπας που έγινε σπηλιώτης



  Του κατά κόσμον Παύλου Ιβανιώφ του Αλεξάνδρου και της Βάσιας η πατρίδα ήταν η Μόσχα, στην οποία γεννήθηκε το 1881. 
  Η κατα­γωγή του ήταν από πριγκιπική οικογένεια της Ρωσίας, την τσαρική δυ­ναστεία των Ρωμανώφ. Λέγεται πως η κτηματική του περιουσία ήταν σε έκταση όση της Μακεδονίας μας.
  Μόλις 18 ετών ήλθε να μονάσει στο Άγιον Όρος. Προς τούτο πήγε στο Χιλανδαρινό Κελλί του Αγίου Νικολάου – Μπουραζέρη, παρά τις Καρυές, που το κατοικούσαν πολλοί Ρώσοι. Στο Κελλί αυτό εκάρη μοναχός το 1906 και ασκήθηκε στην υπακοή, στην ταπείνωση και στην εξουθένωση της κοινοβιακής ζωής. Αργό­τερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Λόγω της μορφώσεώς του τον έθεσαν στη γραμματεία του Κελλιού, που τότε ανοικοδομείτο και είχε μεγάλη αλληλογραφία.

Μία ημέρα, μεταξύ των επιστολών που έλαβε ήταν και μίας γυναί­κας, που έγραφε πως πληροφορήθηκε για την ανοικοδόμηση ναού και έστειλε προς τούτο λίγα χρήματα,γιατί ήταν φτωχή. Μάλιστα, όπως έγραφε, και αυτά τα λίγα χρήματα τα εξοικονόμησε, κόβοντας τις κο­τσίδες των μαλλιών της και πουλώντας τες στις αρχόντισσες, που τα φορούσαν, κατά τη μόδα της εποχής, στις δεξιώσεις … Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και τον έκανε ν’ αναχωρήσει για τα φρικτά Καρούλια.
 Λίγο προ του τέλους του έλεγε σ’ ένα μοναχό πως συγκλονίσθηκε από εκείνη την επιστολή. Μία γυναίκα έκοψε και πούλησε τα μαλλιά της κι έστειλε από το υστέρημά της τον όβολό της κι εκείνος να κάθεται στην πολυθρόνα, να πίνει τσάι, να τρώει καλά και να έχει όλες τις ανέσεις; Έτσι, αποφάσισε να πάει στα Καρούλια, να υποφέρει κάτι για την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού, για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του.

  Στο Μπουραζέρη, έλεγε, λόγω της οικογενειακής καταγωγής του, ποτέ δεν θα τον έβαζαν σε βαρύ διακόνημα.
Περί το 1920 πήγε και κατοίκησε στην Καλύβη του Αγίου Ιννοκεντίου στα Καρούλια. Ο διακαής πόθος της ησυχίας τον οδήγησε εκεί. Έδειξε τέλεια αυταπάρνηση και μεγάλη αγάπη προς όλους τους συνασκητές του, τους οποίους έβλεπε ως επίγειους, αγίους αγγέλους του Θεού. Βοηθούσε όλους όσους μπορούσε. Δεν άφηνε κανένα να εισέλθει στο κελλί του, για να μη δει που κοιμόταν. Είχε χαμαικοιτία μέσα στο σπήλαιο. Για στρώμα είχε ένα τρίχινο σάισμα και για προσκέφαλο ένα κούτσουρο. Δεν μαγείρευε και αρκείτο συνήθως σε ξηρά τροφή. Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά για να ζεσταθεί. Το κουρελιασμένο ζωστικό του δεν μύριζε άσχημα, μα μάλλον ευωδίαζε. Λέγεται από πολλούς, που τον γνώρισαν, πως τον κοσμούσε το προορατικό χάρισμα. Το κομποσχοίνι ήταν πάντοτε στο χέρι του και η ευχή του Ιησού στο στόμα του. Πολλοί πολλές φορές τον κάλεσαν στον κόσμο, αλλά ποτέ δεν άφησε τα Καρούλια.

 Είχε μία βιβλική μορφή, που τον έκανε σεβάσμιο. Μόνη η όψη του φανέρωνε την ευγενική καταγωγή του. Τον έβλεπες και σου προκαλούσε δέος, σεβασμό και αγάπη. Ήταν σεβαστός και αγαπητός από όλους. 

 Κατά τον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο: «Άκρως φιλέρημος και ρέκτης της νήψεως και της νοεράς προσευχής, εκ προοιμίων της εκεί εγκαταστάσεώς του γνωστοποίησε την απροθυμία του για επισκέψεις και συντυχίες και την … ευγνωμοσύνη του για ’κείνους που θα σέβον­ταν τούτη την παράκλησι και θέλησί του. Τροφή του πνευματική η χά­ρις του Θεού, βρώσις του σωματική το παξιμάδι, που του προμήθευαν συνασκηταί, και πόσις του το λιγοστό βρόχινο νεράκι της από προκάτοχο παρακατασκεύαστης στερνούλας». 

Μας έλεγε ο μοναχός Δανιήλ, της αδελφότητος των Δανιηλαίων, ότι έβαζε στο λίγο χώμα, που εκεί είχε κάτι πατατούλες και δεν τις έτρωγε. Τις έδινε κι αυτές ευλογία σε άλλους με χαρά. Η ασκητική ζωή του συγκινούσε τους πάντες. Το πριγκιπόπουλο για την αγάπη του Χριστού έγινε φτωχός, ερημίτης, σπηλιώτης, Καρουλιώτης …
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 11.1.1959, για ν’ απολαμβάνει αιώνια, στην ατελεύτητη Ουράνια Βασιλεία τη θεσπέσια θέα του Θεού. Την εκδημία του την είχε προαισθανθεί και την προείπε.

Πηγές – Βιβλιογραφία
Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού. Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α΄ Αθήναι 1979, σσ. 141- 142. 
Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείτικες Διηγήσεις του Γέροντος Ιωακείμ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 135-136. 
Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1999, σσ. 97-98. 
Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2004, σ. 621.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 621-624

Ο γε­ρο–Χρυ­σό­στο­μος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της



 Ο γε­ρο–Χρυ­σό­στο­μος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της κα­τή­γε­το ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη ἀ­πό ἕ­να γει­το­νι­κό χω­ριό τῆς Ση­λυμ­βρίας, τῆς πα­τρί­δος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Τόν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει ὅ­ταν κά­πο­τε πέ­ρα­σε ἀ­πό τό χω­ριό του ὁ Ἅ­γιος.

  Στά Κα­του­νά­κια, στό Κελ­λί Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι ὅπου ἐ­μό­να­σε, εἶ­χαν πο­λλή φτώ­χεια. Γιά νά οἰ­κο­νο­μή­σουν τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα τόν ἔ­στελ­ναν γιά μῆ­νες καί ἐρ­γα­ζό­ταν σέ Μο­να­στή­ρια. Ἔ­κα­νε καί ἐρ­γό­χει­ρο κου­τά­λες καί χτέ­νες. Γη­ρο­κό­μη­σε το­ύς Γε­ρον­τά­δες του, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί οἱ τρεῖς ἐ­κοι­μή­θη­καν νέ­οι σχε­τι­κά -γύ­ρω στά 60- ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση. 

Ὅ­ταν ὁ τρί­τος Γέροντάς του ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α, πρίν κοι­μη­θῆ εἶδε ἕ­ναν ξανθό νέ­ο, τόν φύ­λα­κά του Ἄγ­γε­λο, καί ὕ­στε­ρα πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του.
Δι­η­γή­θη­κε ὁ γερο–Χρυσόστομος: «Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέροντας τῶν Καρ­τσω­να­ί­ων, μο­ί­ρα­σαν σέ ὅ­λους το­ύς Ἀ­σκη­τές τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­πό μί­α λί­ρα Τούρ­­κι­κη, γιά νά κά­νουν κομπ­ο­σχο­ί­νι γιά τήν ψυ­χή του. 
Μία μέ­ρα μέ ρώ­τη­σε ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της:
 “Τήν δου­λε­ύ­εις τήν Τούρ­κα;”.
 Ἐ­πει­δή γη­ρο­κο­μοῦ­σα το­ύς Γε­ρον­τά­δες μου καί δέν εἶ­χα χρό­νο νά κά­νω κομ­πο­σχο­ί­νι γιά ἄλ­λους, πῆ­γα καί τήν γύ­ρι­σα πί­σω».

«Κάποια χρο­νιά τό Πάσχα πῆ­γα προ­σκύ­νη­μα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἦ­ταν τό προ­η­γο­ύ­με­νο ἔ­τος ἀ­πό τήν ἔ­κρη­ξη στό Τσερ­νομ­πίλ. Εἶ­δα στό Ναό μί­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας νά δα­κρύ­ζη· αὐ­τό ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτό ἀ­πό πολ­λο­ύς καί ἀ­πό ἕ­ναν Ἄ­ρα­βα Ἀ­στυ­νο­μι­κό. Ἦρ­θε ὁ Πα­τρι­άρ­χης φο­ρε­μέ­νος τά Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κά του Ἄμ­φια καί μέ βαμ­βά­κι σκο­ύ­πι­σε τά δά­κρυ­α τῆς Πα­να­γί­ας. Στήν συ­νέ­χεια ἔ­βλε­πα τήν εἰ­κό­να νά ἀ­νοι­γο­κλε­ί­νη τά μά­τια της. 

Ἄλ­λη φο­ρά δι­α­νυ­κτέ­ρευ­α στό πα­ρεκ­κλήσι τῶν Κλα­πῶν, ὅ­που εἶ­ναι ἡ κο­λώ­να πού ἔ­δε­σαν καί μα­στί­γω­σαν τόν Κύριο καί ἄ­κου­γα εὐ­κρι­νῶς βουρ­δου­λι­ές ἀ­πό μα­στί­γιο. Εἶ­δα τό Ἅ­γιο Φῶς σάν φω­τει­νές ται­νί­ες πού δι­α­περ­νοῦ­σαν τόν ἀ­έ­ρα καί ἄ­να­βαν τά φυ­τί­λια τῶν κε­ρι­ῶν. Ἡ πί­στη μας εἶ­ναι με­γά­λη καί ζων­τα­νή

Διώχνε μακριά σου το πνεύμα της πολυλογίας....



  «Διώχνε μακριά σου το πνεύμα της πολυλογίας. Γιατί σ᾽ αυτή βρίσκονται φοβερότατα πάθη, το ψεύδος, η θρασύτητα, οι αστειότητες, η αισχρότητα, η μωρολογία και γενικώς όπως έχει λεχθεί: “Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία”. Ο σιωπηλός, όμως, άνθρωπος είναι θρόνος της επιγνώσεως. Αλλά και λόγο θα δώσουμε για κάθε περιττό και ανωφελή λόγο, είπε ο Κύριος. Επομένως η σιωπή είναι πολύ αναγκαία και ωφέλιμη».

Αγιος Θεόδωρος της Εδέσσης

Νά μήν ἀναπαυώμεθα στό “ἔχει ὁ Θεός” καί στό “πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”

 



Νά μήν ἀναπαυώμεθα στό “ἔχει ὁ Θεός” καί στό “πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. 16.18). Ἀσφαλῶς δέν θά σβήσῃ ἡ Ἐκκλησία· ἀλλά μπορεῖ νά σβήσῃ ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὅπως ἔσβησε καί ἀπό τή Μικρά Ἀσία. 
Ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας; ποῦ εἶναι οἱ πενήντα μητροπόλεις της; ποῦ εἶναι οἱ ναοί της; ποῦ εἶναι τά μοναστήρια της; ποῦ εἶναι τά προσκυνήματά της; ποῦ εἶναι τά λείψανά της; ποῦ…; ποῦ;…ποῦ;…;
(Ἔχουν σύστημα οἱ ἄθεοι νά γκρεμίσουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑπερασπίσουμε τά ἱερά καί τά ὅσια)

+ Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

Κυριακή Ζακχαίου-ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


 Ὁ Χριστὸς περιόδευε στὴν Ἱεριχώ. Ὁ Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς πόλης, ἔχοντας συσσωρεύσει πολὺ πλοῦτο ἀπὸ ἀδικία, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ἐπειδὴ ἦταν κοντός, ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριά, δέντρο συνηθισμένο στὰ μέρη ἐκεῖνα. Ὁ Χριστὸς σταμάτησε μπροστά του, ἔριξε τὸ βλέμμα του πάνω του καὶ τοῦ εἶπε: «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατὶ σκοπεύω σήμερα νὰ φιλοξενηθῶ στὸ σπίτι σου» (Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ).

 Πόσο τυχερὸς ὁ Ζακχαῖος! Ὁ Χριστὸς ἔβλεπε ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν περικύκλωναν, ἀλλὰ τὸ βλέμμα του στάθηκε μόνο στὸν Ζακχαῖο. Γιατὶ διέκρινε στὴν καρδιά του κάτι καλό. Ὁ Ζακχαῖος τὴν ὥρα ἐκείνη βρισκόταν σὲ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε κρυφό. Ἔχει θρόνο του τὸν οὐρανὸ ὁ Θεός, ἀλλὰ βλέπει τὰ πάντα πάνω στὴ γῆ. «Ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Ἀπὸ τὸ μεγαλόπρεπο οὐράνιο κατοικητήριό του ἐπιβλέπει «ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν» (Ψαλμ. 32, 13-14).

 Λέμε ὅτι ὁ ἥλιος φωτίζει τὰ πάντα καὶ ὅμως οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι «μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη». Ὅ,τι κι ἂν κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρυφα μέρη, εἶναι γνωστὸ στὸν Θεό. Καὶ ὄχι μόνο οἱ πράξεις, ἀλλὰ καὶ οἱ κρυφοί τους λογισμοί. Ὁ Θεὸς «γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων». Εἶναι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς». Γνωρίζει τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ἐρευνᾶ τὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ». Τὰ ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι μπροστά του. «Οὐκ ἔστι κρυβῆναι ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ». Κανένα διανόημα, καμμιὰ ἀνθρώπινη σκέψη δὲν τοῦ διαφεύγει, «οὐκ ἐκρύβη ἀπ’ αὐτοῦ οὐδὲ εἷς λόγος» (Σοφ. Σειρ. 23, 19. 39, 19. 42, 20. Ψαλμ. 7, 10. 10, 5. 93, 11. Α΄ Κορ. 3, 20. Θρῆνοι Ἱερ. 3, 61.).

 Τὸ παντέφορο βλέμμα τοῦ Κυρίου δὲν πέφτει μόνο πάνω στὸν μετανοημένο Ζακχαῖο. Πέφτει πάνω στὸν πένητα γεμάτο εὐσπλαχνία. Ὁ Κύριος δὲν ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν θλιβόμενο. Ἐπιβλέπει ἐπὶ τὸν ταπεινὸ καὶ δὲν περιφρονεῖ τὴ δέησή του. Ὑπόσχεται σὲ ὅσους ἀγαποῦν τὸ ὄνομά του καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του: «Ἐπιβλέψω ἐφ’ ὑμᾶς καὶ αὐξανῶ ὑμᾶς καὶ πληθυνῶ ὑμᾶς» καὶ θὰ ἐκπληρώσω ὅλες τὶς ὑποσχέσεις μου πρὸς ἐσᾶς. Οἱ ὀφθαλμοί του στρέφονται εὐμενεῖς σὲ ὅσους τὸν σέβονται, «ἐπὶ τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Σκύβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἐπιβλέπει «ἐπὶ τὴν γῆν», γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν στεναγμὸ «τῶν πεπεδημένων», νὰ ἐλευθερώσει «τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων» (Ψαλμ. 32, 18. 101, 18-21).

 Ἀλλὰ συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο. Νὰ ρίξει μὲ τέτοιο τρόπο τὸ βλέμμα του, ποὺ νὰ σείονται τὰ ὄρη, νὰ λειώνουν σὰν κερὶ τὰ βουνά, ἔντρομη νὰ σαλεύει ἡ γῆ. Ὅταν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων γίνονται «μεγάλαι σφόδρα». Ἔτσι ἔγινε στὰ Σόδομα, τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.

Ὅπως ὁ Ζακχαῖος, θὰ βρεθοῦμε κάποτε ἐνώπιόν του ὅλοι μας. Τί βλέμμα ἄραγε θὰ ρίξει τότε πάνω μας ὁ Κύριος;

Πρὸ τῆς ὥρας ἐκείνης λοιπόν, ἂς μετανοεῖ ὁ καθένας μας καθημερινά, ζητώντας μὲ ταπείνωση: «Κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ».

π. Δημητρίου Μπόκου
 

Ο γερο-Ανατόλιος και το θαύμα με την κανδήλα

 



  Ο γερο-Ανατόλιος, κατά κόσμον Σπυρίδων Σμυρνής, γεννήθηκε στο Παγκράτι Καλαβρύτων το 1862. Το 1890 προσήλθε στο Άγιον Όρος, στα Καυσοκαλύβια, και έγινε μοναχός το 1892 στην καλύβη του Τιμίου Σταυρού, η οποία ήταν κοντά στο Κυριακό. Ήταν ξηροκαλύβη και δεν είχε μερίδιο νερού. Για τις ανάγκες του έπαιρνε με το σταμνί από τη βρύση του Κυριακού και είχε στέρνα με βρόχινο νερό. Δεν υποχρεούνταν να διακονήσει το δικαιάτο, αλλά αυτός πρόθυμος πάντοτε βοηθούσε κι εξυπηρετούσε όλους τους Δικαίους αδιακρίτως.

 Ήταν, όμως, πολύ πτωχός και το εργόχειρο του δεν είχε έσοδα για την τροφή και τη συντήρησή του. Όταν άκουγε να ανοίγει η στέρνα του Κυριακού, πήγαινε να δει μήπως ο καθορισμένος αδερφός, ο μυλωνάς, είχε πρόγραμμα να αλέσει. Στις πρώτες γύρες το άλεσμα έβγαινε άχρηστο, διότι μετά την χάραξη της μυλόπετρας, όλο και θα έμενε τριμμένο μάρμαρο από την πέτρα, καθώς μάλιστα είχε και μυρωδιά δυσάρεστη. Αυτό το άλεσμα έπαιρνε ο πτωχός γερο-Ανατόλιος και το έκανε κουρκούτι ή το ζύμωνε και έκανε παξιμάδι, διότι ψωμί και μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε σπάνια. Όταν καμιά φορά είχε κάποιον φιλοξενούμενο, έκανε κανένα πρόχειρο μαγείρευμα.

  Μάζευε αγριολάχανα την άνοιξη και είχε ένα μεγάλο κιούπι με άλμη, μέσα στο οποίο τα έριχνε. Με αυτά έβγαζε τις νηστείες και την Τετάρτη και Παρασκευή. Έτρωγε τόσα, όμως, όσα χωρούσε το χέρι του, που έβαζε μέσα στο κιούπι. Ο π. Αθανάσιος, αφού έβλεπε την ταλαιπωρία του, τον παρακάλεσε να του δώσει ευλογία να πάει στις Καρυές, να εργασθεί στο τυπογραφείο του π. Νεκταρίου, αφού ήξερε την εργασία. Με τον μισθό αυτό θα βελτίωναν την ζωή τους λίγο, διότι και ο γερο-Ανατόλιος περασμένη ηλικία είχε και δύσκολα θα μπορούσε να μαζεύει τσάι και λεβάντα στον Άθωνα, αμάραντο και μέντα στην Κερασιά, για να τα πουλάει στις Καρυές. Του έδωσε ευλογία και πήγε, ενώ αυτός συνέχιζε την ταπεινή και πτωχή ζωή του.


 Μια μέρα ανέβηκε στις Καρυές να δώσει το εργόχειρό του, να δη και τον π. Αθανάσιο και ιδιαίτερα να προσκυνήσει στον λάκκο του« ᾊδειν» και να ψάλει τον αγγελοσύνθετο ύμνο «Ἂξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς», τον «εθνικό ύμνο» του Αγίου Όρους, στον τόπο και τον ήχο, δηλαδή τον β’, που πρωτοψάλθηκε. Αυτό το έκανε συχνά. Είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και αναζητούσε συνεχώς τρόπους να την ευχαριστήσει και να την τιμήσει με έργα και με λόγια. Ο λόγος, όμως, στα χείλη του δεν μπορούσε να μείνει πεζός, αλλά γινόταν ύμνος προς την καθηγήτρια των μοναχών.
 Ειδικά μάλιστα όταν πήγαινε και έψαλλε στην ιστορική καλύβη του «Ἄξιόν ἐστι», κάθε φορά το καντήλι της εικόνας της Θεοτόκου κουνιόταν. Ήταν ένα περίεργο φαινόμενο. Όλοι νόμιζαν ότι από τη βροντερή φωνή του κουνιόταν. Σκέφτηκαν και του είπαν να ψάλει μακριά από την εικόνα. Το καντήλι και πάλι κουνιόταν! Πώς να μην κινηθεί, όταν ένας πραγματικός όσιος έψαλλε από το βάθος της καρδιάς του στην Κυρία Θεοτόκο; Αυτή τη φορά, όμως, Σεπτέμβριο μήνα, τον έπιασε βροχή στο δρόμο, όπως επέστρεφε από το καλντερίμι Καρυές-Δάφνη. Βράχηκε και έπαθε πνευμονία. Κοιμήθηκε στις 20-9-1938 στα Καυσοκαλύβια.

Πολλές φορές έβγαινε και έψαλλε έξω από το καλυβάκι του διάφορα τροπάρια, που ήξερε απ’ έξω, αλλά όλα σε ένα ήχο. Είχε δική του κλίμακα. Όταν έτρωγε το καλοκαίρι, ερχόταν στο ίδιο πιάτο και ένα φίδι (λένε ότι ήταν οχιά) και έτρωγε και αυτό μαζί του, χωρίς αυτός να φοβάται ή να πάθει κάτι.

Κάποτε είδαν στον ναό τους την εικόνα του Εσταυρωμένου να δακρύζει. Ο υποτακτικός του του έλεγε ότι είναι από το καντήλι. Εγώ θα φύγω για να μαζέψω τσάι. Εσύ μην ανάβεις το καντήλι και θα δεις, είπε ο Γέροντας. Πράγματι η εικόνα πάλι δάκρυζε!

Δεν έπαυε μέρα νύχτα να ψάλλει το «Ἄξιόν ἐστι». Ήταν η ζωή του. Για αυτό και η Παναγία ανταποκρινόταν με αυτό τον τρόπο, την κίνηση του καντηλιού, στον ιερό πόθο του παιδιού Της, στον τόπο, όπου πριν από χίλια χρόνια ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισφράγισε ότι πραγματικά είναι άξιο να θεωρούμε την Θεοτόκο ασυγκρίτως ενδοξοτέρα όλων των αγγελικών Ταγμάτων, όπως μέχρι τότε έψαλλε η ανθρώπινη φύση με τον ύμνο του αγίου Κοσμά του Μελωδού: Τήν τιμιωτέραν των Χερουβίμ…

Ιερομονάχου Μάξιμου Καυσοκαλυβίτου, Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω – Άγιο Όρος, Τρίτη ανατύπωσι (2008), σελ. 237-239.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ - ΠΑΤΗΡ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΖΑΧΑΡΟΥ gr. subs