Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἐκκλησία καὶ ποδόσφαιρο


π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἐκκλησία καὶ ποδόσφαιρο

Πηγή: Περιοδικό ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ

1. Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἀθλητισμός2. Ἑνότητα καὶ συμφωνία τῶν Πατέρων ἔναντι τῆς κοσμικῆς ψυχαγωγίας καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ
3. Ἔπρεπε νὰ μετάσχει ἡ Ἐκκλησία στοὺς πανηγυρισμοὺς γιὰ τὴν νίκη τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου;
4. Δὲν ἐνδιαφέρονται, γιὰ τὸν ἀθλητισμὸ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι. Ἄλλα θεάματα καὶ ἄλλα ἀκούσματα
5. Ἡ στάση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Οἱ λόγοι ἀπορρίψεως τὸν ποδοσφαίρου
α´. Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος
β´. Μέγας Βασίλειος
γ´. Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
δ´. Οἱ λόγοι ἀπορρίψεως τοῦ ποδοσφαίρου
6. Ἐπίλογος

1. Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἀθλητισμός

Ἡ ἐκκοσμίκευση προχωρεῖ μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα, στοὺς ρυθμοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ τεχνολογικὲς ἐξελίξεις καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ δημοσιογραφία. Ἄρτος καὶ θεάματα δὲν προσφέρονται μόνον στοὺς κατοίκους μιᾶς πόλεως, ὅπως στὴν ἀρχαία Ρώμη, ὁ ἱππόδρομος τῆς ὁποίας ἐγέμιζε ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ποὺ ἀναζητοῦσε διέξοδο στὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς φτώχιας καὶ τῆς καταπίεσης, ἀλλὰ στοὺς κατοίκους ὅλης της γῆς, ποὺ καθηλώνονται στὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν συνήθως κατωτέρας ἠθικῆς ποιότητος θεάματα, συνδεδεμένα μὲ τὴν βία καὶ τὸ σέξ, ἢ οὐδέτερες καὶ ἀδιάφορες ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἐκδηλώσεις, ἡ παρακολούθηση τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τουλάχιστον σπατάλη τοῦ πολυτίμου γιὰ τὴν σωτηρία χρόνου ποὺ μᾶς προσμετρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ ἐσταυρωμένου βίου καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς προσδοκίας καὶ ἀναμονῆς.
Ὅλες αὐτὲς οἱ «ψυχαγωγικὲς» ἐκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων τῶν θεατρικῶν, κινηματογραφικῶν καὶ τηλεοπτικῶν ἔργων ὡς καὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, ἀκόμη καὶ ὅταν σὲ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς δὲν ὑπάρχει ἠθικὴ κατάπτωση καὶ βία, ποὺ εἶναι ὁ συνήθης κανών, ἀποτελοῦν στοιχεία τοῦ κόσμου, εἶναι κοσμικὲς ἐκδηλώσεις, πνευματικὰ ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφορες, ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιες. Τῶν Χριστιανῶν τὸ πολίτευμα ὑπάρχει στοὺς οὐρανούς· «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοὶς ὑπάρχει»1· ὁ νοῦς, ἡ σκέψη, τὰ αἰσθήματα, οἱ ἐπιδιώξεις, οἱ σχεδιασμοί, τὰ προγράμματα, οἱ ἀγῶνες, οἱ κόποι στρέφονται πρὸς τὰ ἄνω: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας· ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον»2. Δὲν συγκινοῦνται, οὔτε θριαμβολογοῦν, οὔτε μετέχουν στὰ τοῦ κόσμου· δὲν ἐνδιαφέρονται οὔτε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρόμου, οὔτε γιὰ τοὺς ὀλυμπιακούς, οὔτε γιὰ τοὺς ποδοσφαιρικοὺς ἢ ἄλλους ἀθλητικοὺς ἀγῶνες· ἔχουν τὸν καθημερινὸ δικό τους πνευματικὸ ἀγῶνα πρὸς τὸ κακό, πρὸς τὸν Διάβολο· παρακολουθοῦν καθημερινὰ τὰ ἀθλήματα καὶ κατορθώματα τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ Διδασκάλων, τῶν ὁποίων στόχος δὲν εἶναι ἡ κοσμικὴ δόξα καὶ διάκριση, τὸ νὰ φανεῖ κανεὶς καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ ἀνώτερός του ἀντιπάλου, πρῶτος ἢ δεύτερος ἢ τρίτος, ἀλλὰ ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ πνευματικὴ τελείωση καὶ προκοπή, ἡ ἐπιτυχία τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ.
Δὲν ὑπάρχουν ἀντίπαλοι συνάνθρωποι· ὁ μόνος ἀντίπαλος καὶ ἀντίδικος εἶναι ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ παρεμποδίσει τὴν ἀνοδικὴ πορεία, ὄχι ὁ συναθλητὴς συνάνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἀνταγωνιζόμεθα· ὅλα αὐτὰ τὰ περὶ εὐγενοῦς ἁμίλλης, ποὺ μᾶς παρεδόθησαν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ τὰ παραδίδουμε, δὲν ἰσχύουν στὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα, ὅταν συνδέονται μὲ τὴν φιλοπρωτία, τὴν φιλοδοξία, τὴν δόξα, τὴν ἀπόκτηση θέσεων, χρημάτων. Ἔχουν ἀνατροπὴ καὶ κατεδαφισθῆ μὲ ἐπαναστατικὸ τρόπο· ὅποιος θέλει νὰ ἀποκτήσει πρωτιὲς καὶ διακρίσεις μένει διακριτικὰ τελευταῖος· οἱ ἔσχατοι γίνονται πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι. Ὑψώνεται αὐτὸς ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτοεξουθενώνεται. Εἶναι τὸ σκάνδαλο, ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, τὸν ὁποῖο ὑπέμεινε ὁ παντοδύναμος καὶ παντοκράτωρ Κύριος, ὁ μόνος πρῶτος καὶ μόνος δυνατός, ἀσυναγώνιστος καὶ ἀνυπέρβλητος, ὑποδείξας ἡμῖν ὁδὸν ἀρίστην σωτηρίας, τὴν ταπείνωσιν. Θὰ ἠμποροῦσε ποτὲ νὰ διανοηθεῖ κανεὶς ὅτι στὴν ἔνταση τῆς προσπαθείας τοῦ κάποιος δρομεύς, γιὰ νὰ φθάσει πρῶτος στὸ τέρμα, ἐνῷ ἔχει τὶς δυνάμεις καὶ τὶς δυνατότητες νὰ τὸ ἐπιτύχει, χαλαρώνει τὴν προσπάθεια καὶ ἀφήνει τοὺς ἄλλους νὰ τὸν προσπεράσουν, ἀπὸ ταπείνωση καὶ αὐτοεξουθένωση; Θὰ γινόταν γελοῖος καὶ καταγέλαστος καὶ ἡ στάση του θὰ προκαλοῦσε τοῦ κόσμου τὰ ἀρνητικὰ σχόλια. Αὐτὸ δὲν ἔκαναν ὅμως οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοί, ποὺ ἔκρυβαν τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὑψηλὴ πνευματική τους προκοπὴ μὲ ἐκδηλώσεις συμπεριφορᾶς παράξενες καὶ τρελλές; Ὁ Χριστιανὸς χαίρεται γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ καὶ πρόοδο τῶν ἄλλων, κρύβει καὶ σκεπάζει τὴν δική του καὶ τοὺς χειροκροτεῖ, τοὺς δοξάζει, λυπᾶται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, ποὺ δὲν θέλουν ἢ δὲν ἔχουν δυνάμεις νὰ συνεχίσουν, τοὺς συμπαρίσταται, τοὺς βοηθεῖ, ὥστε νὰ προχωρήσουν ὅλοι μαζύ· δὲν ἔχουμε ἀτομικὰ κατορθώματα καὶ ρεκόρ, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον κυρίως στὰ πνευματικὰ πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται.
* * *

2. Ἑνότητα καὶ συμφωνία τῶν Πατέρων ἔναντι τῆς κοσμικῆς ψυχαγωγίας καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ

Ὅσα μὲ συντομία ἐλέχθησαν μποροῦν νὰ ὑπομνηματισθοῦν μὲ ἄφθονο ἁγιογραφικὸ καὶ πατερικὸ ὑλικό. Θὰ καταλήγαμε ὅμως σὲ σύνταξη μακροσκελοῦς ἄρθρου ἢ πραγματείας. Τὸ κάναμε αὐτὸ παλαιότερα, πρὶν ἀπὸ τριανταπέντε περίπου χρόνια, ὅταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε μετὰ τὶς πανεπιστημιακὲς σπουδές, στὰ πλαίσια τῆς ἑτοιμασίας τῆς διδακτορικῆς μας διατριβῆς, νὰ μελετήσουμε τὰ συγγράμματα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου καὶ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὄντως χρυσορρήμονος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Χωρὶς νὰ μειώνω τὴν προσφορὰ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τοὺς πανεπιστημιακοὺς διδασκάλους, ἔνιωσα ἀπὸ τὴν μελέτη αὐτὴ ὅτι συνήντησα ἕναν ἀληθινὸ διδάσκαλο τῆς Θεολογίας, ὡς θεωρίας καὶ ὡς πράξεως, δεινότατο καὶ πειστικώτατο ἑρμηνευτῆ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀκριβέστατο ἐκτιμητὴ καὶ ἀταλάντευτο διδάσκαλο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ μελέτες μου, καὶ γιὰ λόγους ἐρευνητικοὺς καὶ γιὰ λόγους διδακτικούς, ἐπεξετάθησαν καὶ σὲ ἄλλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους, ἐχάρηκα καὶ ἐθαύμασα τὴν θαυμαστὴ ὄντως ἑνότητα καὶ συμφωνία τῶν Ἁγίων. Ὅσα ἔμαθα καὶ ἐδιδάχθηκα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τὰ συναντοῦσα ἀπαράλλακτα καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν νεωτέρων. Ἂν διαβάσει π.χ. κανεὶς τὴν «Χρηστοήθεια» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, διαπιστώνει τὴν ἴδια ἑνότητα καὶ συμφωνία. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ περισσότερο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πολλῶν θεμάτων τῆς κοσμικῆς ζωῆς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Χαίρω, γιατί νεώτερος μαθητής μου, δάσκαλος στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση καὶ μεταπτυχιακὸς τώρα σπουδαστὴς τῆς Θεολογίας, καταθέτει διπλωματικῆ ἐργασία μὲ θέμα «Ἡ Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη».
* * *

3. Ἔπρεπε νὰ μετάσχει ἡ Ἐκκλησία στοὺς πανηγυρισμοὺς γιὰ τὴν νίκη τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου;

Πρὶν ἀπὸ τριανταπέντε χρόνια λοιπὸν διαπραγματεύθηκα καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο θέμα μὲ τίτλο: «Ἡ Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», τὸ ὁποῖο κυκλοφορεῖται σὲ μικρὸ τευχίδιο τῶν ἐκδόσεων «Βρυέννιος» μὲ τίτλο «Ψυχαγωγία, κοσμικὴ καὶ χριστιανική», ἔχει περιληφθῆ δὲ καὶ στὸ βιβλίο μου «Ἠθικὰ Κεφάλαια». Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγινε γιὰ νὰ προβάλω κάποιο μου δημοσίευμα. Ἔγινε, γιατὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ στάση ποὺ τηρήσαμε ὡς Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα σὲ ἐπίπεδο ποιμένων καὶ διδασκάλων, ἀκόμη καὶ μοναχῶν, στὸν κατὰ κόσμον ὄντως μεγάλο θρίαμβο τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου στὸ εὐρωπαϊκὸ πρωτάθλημα ποὺ διεξήχθη στὴν Πορτογαλία καὶ ἐμονοπώλησε ἐπὶ ἕνα μῆνα περίπου τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου, ἰδιαίτερα τῶν ἀνὰ τὴν ὑφήλιο Ἑλλήνων, ποὺ ἔβλεπαν τὴν ἐθνικὴ ὁμάδα νὰ προχωρεῖ στὶς διάφορες φάσεις τοῦ πρωταθλήματος καὶ νὰ κατακτᾷ τελικῶς στὸν τελικὸ ἀγῶνα καὶ τὸ κύπελλο, ὡς πρωταθλήτρια τῆς Εὐρώπης. Στοὺς πρωτοφανεῖς πανηγυρισμούς, καθ᾿ ὅλην αὐτὴν τὴν περίοδο, ἰδιαίτερα στὸν τελικὸ πανηγυρισμό, ἔλαβε μέρος κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἐκπροσώπους της. Πολλοὶ ἐπεκρότησαν τὴν στάση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί δείχνει ὅτι συμμερίζεται τὶς χαρὲς καὶ τὶς λῦπες, τοὺς θριάμβους καὶ τὶς ἧττες τοῦ ποιμνίου, ὅτι δὲν μένει ἀδιάφορη στὰ δρώμενα ἐν τῷ κοσμῷ, ὅτι καθαγιάζει ὅλα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, τὸν ἀθλητισμὸ καὶ τὸ ποδόσφαιρο, ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς αὐτὸ ποιμαντικὰ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ προσεγγίσει τοὺς νέους ἁλιευτικὰ καὶ τελικὰ νὰ τοὺς κερδίσει. Γνωρίζουμε μάλιστα ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν ἐνοριακὴ δραστηριότητα πολλοὶ ἱερεῖς ἔχουν περιλάβει καὶ τὴν δημιουργία ὁμάδων ποδοσφαίρου ἢ μπάσκετ, γιὰ νὰ βρίσκει διέξοδο ἡ ζωντάνια τῶν νέων, καὶ πολλὲς ἄλλες δραστηριότητες, ὅπως δημοτικοὺς χορούς, τραγούδια καὶ πολλὰ ἄλλα. Δὲν ἐπιθυμῶ τώρα νὰ ἀναφερθῶ ἀξιολογικὰ σὲ ὅλα αὐτά· ὑπάρχει πάντως σοβαρὸς πνευματικὸς ἀντίλογός με βάση τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μόνο ἀσφαλὲς κριτήριο. Ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐκάκισαν καὶ ἐπέκριναν τὴν Ἐκκλησία, ὄχι πάντως γιὰ λόγους πνευματικοὺς ἢ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἀξιοπιστία της, ἀλλὰ ζηλοφθόνως καὶ κακεντρεχῶς, γιατὶ δῆθεν ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία γιὰ λόγους λαϊκιστικοὺς ἢ προσωπικῆς προβολῆς τῶν ἐκπροσώπων της, ὅτι οὐσιαστικὰ καπέλλωσε τὴν ἐκδήλωση στὸ Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκὸ στάδιο, καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση δημοσιογράφου τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ κάδρο τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου πολλοὶ δὲν εἶχαν θέση, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶχαν ὄντως ἢ δὲν εἶχαν θέση στοὺς πανηγυρισμοὺς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας, χωροῦσαν στὸ κάδρο τῆς Ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου; Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπει καὶ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὸ θέμα. Καὶ τὰ κριτήρια αὐτὰ εἶναι βασικῶς δυό. Τὸ ἕνα κριτήριο εἶναι τῆς προσαρμογῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ τοῦ κόσμου, τῆς συμμετοχῆς εἰς τὰ τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖο ὅμως τὶς περισσότερες φορὲς ὁδηγεῖ σὲ ἐκκοσμίκευση, σὲ ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Δὲν ἔχουμε ἀποστολικὰ καὶ πατερικὰ παραδείγματα γιὰ κατοχύρωση αὐτῆς τῆς θέσεως· οὐδεὶς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ διενοεῖτο ποτὲ νὰ λάβει μέρος σὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις ἢ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ αἴσια ἔκβαση ἑνὸς ἀθλητικοῦ ἀγῶνος μὲ ἐθνικὰ χαρακτηριστικά, καὶ λόγω του ὅτι ἡ πάλη καὶ ὁ ἀγῶνας τῶν Χριστιανῶν «οὐκ ἔστι πρὸς σάρκα καὶ αἷμα ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»3, δὲν ἐνδιαφέρονται δηλαδὴ γιὰ σωματικά, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὰ ἀθλήματα, ἀλλὰ καὶ λόγω τοῦ ὑπερφυλετικοῦ καὶ ὑπερεθνικοῦ χαρακτῆρας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, τὸ ὁποῖο χωρὶς νὰ καταδικάζει τὸν πατριωτισμό, τὴν φιλοπατρία, δὲν εὐνοεῖ, δὲν ἐνισχύει τὶς ἐθνικὲς ἀντιπαλότητες, τασσόμενο ὑπὲρ ἑνὸς ἔθνους εἰς βάρος ἄλλου. Ἂν ἀντίπαλός μας στὸν τελικὸ ἦταν ἡ Ρωσία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Σερβία, ἡ Ρουμανία, θὰ ἠμποροῦσε ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, μολονότι ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος, νὰ προσευχηθεῖ ὑπὲρ τῆς νίκης τῆς ἐθνικῆς μας; Δὲν θὰ ἐπρόδιδε τὸν οἰκουμενικό του χαρακτῆρα καὶ δὲν θὰ ἐπίκραινε τοὺς ὁμόδοξους ἀδελφοὺς τῶν ἄλλων ἐθνοτήτων; Καὶ τελικῶς τίνος ὀρθοδόξου πατριάρχου ἢ ἀρχιεπισκόπου τὶς προσευχὲς ἀκούει ὁ Θεός; Ἀλλοίμονο, ἂν στὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν θέταμε καὶ αἴτηση «ὑπὲρ τῆς νίκης τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν ὁμάδος ποδοσφαίρου». Θὰ ἀποτελοῦσε κάκιστο παράδειγμα ἐθνοφυλετισμοὺ καὶ ἐκκοσμίκευσης.
* * *

4. Δὲν ἐνδιαφέρονται, γιὰ τὸν ἀθλητισμὸ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι. Ἄλλα θεάματα καὶ ἄλλα ἀκούσματα

Δὲν ὑπάρχουν λοιπὸν ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ ἐρείσματα ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ ἠμποροῦσε νὰ στηριχθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἀθλητισμὸ καὶ εἰδικότερα γιὰ τὸ ποδόσφαιρο. Ἀντίθετα ὑπάρχουν σαφέστατες καὶ πάμπολλες μαρτυρίες ποὺ κατοχυρώνουν τὴν ἀπέναντι τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐκδηλώσεών του ἀπορριπτικὴ ἢ ἐφεκτικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν στάση ξενιτείας καὶ ἀποταγῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο στὸ σύνολό του, ἰδιαίτερα ἡ Ἰωάννεια γραμματεία καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, διδάσκουν πῶς οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου»· ἀποτελοῦμε ἄλλο εἶδος ὑπάρξεως, ἄλλο εἶδος πνευματικῆς ὀντότητος, εἴμαστε πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, ξένοι πρὸς τὸν κόσμο. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου δὲν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τη σχετικὴ διδασκαλία τὴν ἐκφράζει ἄριστα ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου μὲ τὸν θαυμάσιο ἐκεῖνο στίχο «ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες». Ἄλλα θεάματα καὶ ἄλλα ἀκούσματα τέρπουν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ ὦτα τῶν Χριστιανῶν· ἡ θέα ἐν πρώτοις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸν ὕψιστο στόχο τῆς πνευματικῆς ἀθλήσεως, ἡ ὁποία ἐν μέρει ἐπιτυγχάνεται, ὡς ἀρραβών, καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὡς θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· ἡ θέα ἐπίσης τῆς φυσικῆς ὡραιότητος τοῦ κόσμου, τῶν βουνῶν, τῶν ποταμῶν, τῆς θαλάσσης, τῶν λουλουδιῶν, τῶν δασῶν, τοῦ πολυποίκιλου κόσμου τῶν πτηνῶν, τῶν ζῴων, τῶν ἰχθύων· ἡ θέα χαριτωμένων ἀνθρώπων, ἐξαγιασθέντων στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς, καὶ ὅταν εὑρίσκονται ἐν ζωῇ καὶ ὅταν τοὺς δοξάσει ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἁγιάσει, ὅπως τοὺς βλέπουμε στὶς εἰκόνες μέσα στοὺς ὀρθοδόξους ναούς. Τὸ ἄκουσμα τοῦ κελαρύσματος τῶν ποταμῶν, τοῦ φλοίσβου τῆς θαλάσσης, τοῦ ᾄσματος τῶν ἀηδονιῶν, τῆς θεσπέσιας καὶ θείας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τοῦ κηρύγματος καὶ τῆς διδαχῆς τοῦ θείου λόγου, καὶ πολλῶν ἄλλων θεαμάτων καὶ ἀκουσμάτων.
* * *

5. Ἡ στάση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Οἱ λόγοι ἀπορρίψεως τὸν ποδοσφαίρου

α´. Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος

Ὅταν οἱ δυὸ μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, Βασίλειος καὶ Γρηγόριος, βρέθηκαν στὴν Ἀθήνα, «ἐπὶ τὸ τῶν λόγων ἔδαφος», κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ καὶ «ἐκ τῆς καλῆς περὶ τὴν παίδευσιν ἀπληστίας», στὴν Ἀθήνα ποὺ ἔπαυσε πλέον σήμερα νὰ εἶναι κέντρο φιλοσοφίας καὶ γραμμάτων καὶ αὐτὸ τὸ καλοκαῖρι δυστυχῶς θὰ γίνει κέντρο τῶν ἐν καταπτώσει εὑρισκομένων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, τῶν πολυδιαφημισθέντων καὶ πολυπροβληθέντων μὲ συμμετοχὴ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ἔδωσαν ἄριστο παράδειγμα πνευματικῆς στάσεως ἀπέναντι τῶν κοσμικῶν καὶ ἀθλητικῶν ἐκδηλώσεων κάθε ἐποχῆς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος στὸν γνωστὸ Ἐπιτάφιο Λόγο στὸν Μ. Βασίλειο, ἀναφερόμενος στὶς μεταξὺ τοὺς σχέσεις, ὅπως καὶ στὴν συμμετοχὴ τοὺς εἷς τὰ δρώμενα τῆς πόλεως, μᾶς λέγει ἐν πρώτοις ὅτι, μολονότι σκοπὸς καὶ τῶν δυὸ ἦταν νὰ κατακτήσουν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ γνώση, ποὺ εἶναι πρᾶγμα ζηλευτὸ καὶ ἐπιφθονώτατο, δὲν τὸ ἀντιμετώπισαν ἀνταγωνιστικά, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση χριστιανική· παραχωροῦσε ὁ ἕνας τὰ πρωτεία στὸν ἄλλο, γιατὶ θεωροῦσε δικό του ἐπίτευγμα τὴν εὐδοκίμηση τοῦ ἄλλου: «Ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἡμᾶς, πράγματος ἐπιφθονωτάτου, τῶν λόγων· φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο. Ἀγὼν δὲ ἀμφοτέροις, οὐχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ᾿ ὅπως τῷ ἐτέρῳ παραχωρήσειεν· τὸ γὰρ ἀλλήλων εὐδόκιμον ἴδιον ἐποιούμεθα»4. Κοινό τους ἔργο ἦταν ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ προσδοκία τῆς μελλούσης ζωῆς· εἶχαν ἤδη μετοικήσει ἐκεῖ, πρὶν ἀκόμη ἀναχωρήσουν ἀπὸ ἐδῶ5. Ὅλη τους ἡ ζωὴ καὶ οἱ ἐνέργειες ἦσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ προσανατολισμένες. Ἀπέφευγαν τὶς συναναστροφὲς μὲ ἀσελγεῖς καὶ ἐριστικοὺς συμφοιτητές τους, γιατὶ ἐγνώριζαν ὅτι «κακίας ράον μεταλαβείν, ἢ ἀρετῆς μεταδούναι, ἐπεῖ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι»6. Δυὸ δρόμους ἐγνώριζαν· τὸν ἕνα, καὶ τιμιώτερο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸν ἄλλο, ἀξιολογικὰ ὑποδεέστερο, ἀλλὰ πάντως χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ πανεπιστήμιο· ὅλα τὰ ἄλλα, πού, δυστυχῶς, σήμερα θεωροῦνται ὡς ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν πολιτισμός, καὶ οἱ ἐμπλεκόμενοι σ᾿ αὐτὰ τιμῶνται ὡς παραγωγοὶ πολιτισμοῦ, ἐνθαρρυνόμενοι καὶ ἐνισχυόμενοι οἰκονομικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, τὰ ἄφησαν γιὰ τοὺς ἄλλους, γιατὶ τίποτε δὲν ἔχει ἀξία, ὅταν δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀρετή: «Τὰς ἄλλας δὲ τοῖς βουλομένοις παρήκαμεν· ἑορτάς, θέατρα, πανηγύρεις, συμπόσια. Οὐδὲν γάρ, οἶμαι, τίμιον, ὁ μὴ πρὸς ἀρετὴν φέρει, μηδὲ ποιεῖ βελτίους τοὺς περὶ αὐτὸ σπουδάζοντας»7. Περιγράφει ἀρνητικὰ τὴν συμμετοχὴ στοὺς ἱππικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἀποτελοῦν κάτι ἀντίστοιχο μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀγῶνες ποδοσφαίρου. Λέγει γιὰ τοὺς φιλίππους καὶ φιλοθεάμονας ὅτι «πηδῶσι, βοῶσιν, οὐρανῷ πέμπουσι κόνιν, ἠνιοχοῦσι καθήμενοι, παίουσι τὸν ἀέρα, τοὺς ἵππους δὴ τοῖς δακτύλοις, ὡς μάστιξι ζευγνύουσι, μεταζευγνύουσιν, οὐδενὸς ὄντες κύριοι· ἀντιδιδόασιν ἀλλήλοις ῥαδίως ἡνιόχους, ἵππους, ἱπποστασίας, στρατηγούς. Καὶ ταῦτα τίνες; Οἱ πένητες πολλάκις καὶ ἄποροι, καὶ μηδ᾿ ἂν εἰς μίαν ἡμέραν τροφῆς εὐπορήσαντες». Ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ τὸ χαρακτηρίζει ἐπιεικῶς ὡς ἄτοπο καὶ δαιμονικό· «Καὶ τὸ πρᾶγμα ἐστὶν ἐπιεικῶς ἄτοπον καὶ δαιμόνιον»8.
Συμπερασματικῶς ἐκτιμᾷ ὅτι ἡ δικαίως δοξαζομένη γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἐπιστήμη Ἀθήνα ὡς πρὸς τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια εἶναι πιὸ ἐπιζήμια ἀπὸ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, γιατί «πλουτεῖ τὸν κακὸν πλοῦτον», τὰ εἴδωλα· εἶναι ἡ πόλις τῶν εἰδώλων, καὶ εἶναι δύσκολο νὰ μὴ ἐπηρεασθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνηγόρους καὶ θαυμαστᾶς τῆς εἰδωλολατρίας. Ἡ διαπίστωση μάλιστα αὐτὴ ἀποκτᾷ ἔκδηλη ἐπικαιρότητα σήμερα, ποὺ ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Νεοειδωλολατρία, ἔχει ἐγείρει θρασεῖαν τὴν κεφαλὴν καὶ σχεδὸν καθοδηγεῖ τὶς ἐκδηλώσεις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ἰδιαίτερά με τὶς προσευχὲς στὸν Ἀπόλλωνα κατὰ τὴν τελετὴ ἔναρξης καὶ τὴν ἀνὰ τὸν κόσμο περιοδεία τῆς «ἱερῆς» φλόγας, ἀνὰ τὰς πόλεις καὶ τὰς κώμας τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ «φωτίσει» τὸν κόσμο, ὡς ὑποκατάστατο τοῦ θείου καὶ ἀκτίστου φωτός. Ἀκόμη καὶ στοὺς πανηγυρισμοὺς γιὰ τὴν νίκη τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐντοπίσει ἀρχαιολάτρες καὶ ἑλληνολάτρες ποὺ θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ στρέψουν τὴν προσοχὴ τοῦ κόσμου πρὸς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ τὶς ἀρχαιοελληνικὲς στολές, τὶς περικεφαλαῖες καὶ ἄλλες γραφικότητες. Ἀντὶ νὰ ἐνισχύουμε οἱ τῆς Ἐκκλησίας τὴ συμμετοχὴ τῶν νέων στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες καὶ στὸ ποδόσφαιρο, μὲ τὸν ἐθελοντισμὸ καὶ τὴν δικαίωση τοῦ ποδοσφαίρου μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς πανηγυρισμούς, θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε στὴν νεοπαγανιστικὴ Ἀθήνα αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ δυὸ Χριστιανοὶ νέοι, μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι Μ. Βασίλειος καὶ Γρηγόριος Θεολόγος, στὴν παλαιὰ Ἀθήνα, τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πόλη τῶν εἰδώλων νὰ ἀποκλείσουμε ὅλες τὶς ἄλλες ὁδούς, ὅλες τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις, νὰ μὴ σπρώξουμε τοὺς νέους σε ἄλλους δρόμους, ἐκτὸς τῶν δυό, τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ σχολείου, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι θὰ καταργήσουμε τοὺς ἄλλους δρόμους, ἀφοῦ ὁ ἐν τῷ πονηρῷ κείμενος κόσμος ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία του, χωρὶς ὅμως τὴν δική μας συμμετοχὴ καὶ συνέργια. Νὰ δημιουργήσουμε ἀμυντικοὺς μηχανισμοὺς στὸν νοῦ τῶν νέων, νὰ εἶναι «πεπυκνωμένοι καὶ πεφραγμένοι τὴν διάνοιαν», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ νικήσουν τοὺς δαίμονες, ἐκεῖ ποὺ θαυμάζονται καὶ ἐπαινοῦνται· «ἐνταῦθα δαιμόνων καταφρονήσαντες, οὗ θαυμάζονται δαίμονες»9. Μέσα στὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τοῦ κόσμου οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποτελέσουν ποτάμι γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ κυλᾷ ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὴν ἁλμύρα, ἢ ζῷο, ποὺ χοροπηδᾷ ἀνεπηρέαστο μέσα σὲ πυρκαγιὰ ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα: «Καὶ εἰ τίς ἐστιν, ἢ πιστεύεται ποταμός, δι᾿ ἅλμης ῥέων γλυκύς, ἢ ζῷον, ἐν πυρὶ σκαῖρον, ᾧ τὰ πάντα ἁλίσκεται, τοῦτο ἦμεν ἡμεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ἤλιξι»10.

β´. Μ. Βασίλειος

Πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τῆς ξενιτείας καὶ τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ζωῆς προσανατολίζει τοὺς νέους καὶ ὁ Μ. Βασίλειος στὸν γνωστὸ λόγο τοῦ «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς κερδίσει, νὰ τοὺς πλησιάσει μὲ προσαρμογές, ἀνοίγματα καὶ ἐκπτώσεις. Οἱ νέοι προσελκύονται ἀπὸ τὸν εἰλικρινῆ καὶ ἀληθινὸ λόγο, ὅσο αὐστηρὸς καὶ ἂν εἶναι· προσελκύονται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα τοῦ διδάσκοντος, τοῦ ἱερέως. Ὅσες προσαρμογὲς καὶ ἐκπτώσεις καὶ ἂν κάνουμε, ὅσες ὁμάδες ποδοσφαίρου καὶ μπάσκετ καὶ ἂν ὀργανώσουμε, ὅσους πολιτιστικοὺς συλλόγους μὲ δημοτικοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια καὶ ἂν ἱδρύσουμε, ὅσους ραδιοφωνικοὺς καὶ τηλεοπτικοὺς σταθμοὺς μὲ κοσμικὰ προγράμματα καὶ πρότυπα καὶ ἂν στήσουμε, δὲν πρόκειται χωρὶς συνέπεια λόγων καὶ ἔργων, χωρὶς ἁγιότητα στὴν ζωή μας, ὅσο πειστικοὶ ρήτορες καὶ δημαγωγοὶ καὶ ἂν εἴμαστε, νὰ ἀλλάξουμε τὸν κόσμο, νὰ βελτιώσουμε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπέρασαν πολλοὶ φιλόσοφοι, ρήτορες, παιδαγωγοί, στρατηγοί, βασιλεῖς, ἄρχοντες, κολακεύοντες πολλάκις τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στὸν λαό. Τίποτε δὲν κατόρθωσαν, γιατί προηγουμένως δὲν εἶχαν ἀλλάξει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ᾖρθε ἡ ἁπλοϊκὴ διδαχὴ τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, μὲ ἀποστόλους ἀγραμμάτους ψαράδες καὶ μὲ ἁγίους ἀνθρώπους στὴν συνέχεια μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄλλαξαν τὴν μορφὴ τοῦ κόσμου, μὲ τὸν ἀπόλυτο λόγο τῆς ἀληθείας, τὸν ζωντανὸ καὶ τομώτερο ὑπὲρ μάχαιραν δίστομον, τὸν εὐθὺ καὶ τσεκουράτο, καὶ ὄχι διπλωματικό, ὑποκριτικὸ καὶ περιπεπλεγμένο, καὶ μὲ τὴν ἁγία ζωή τους. Λέγει λοιπὸν ἐξ ἀρχῆς ὁ Μ. Βασίλειος -ἀντίθετα πρὸς τὰ προβαλλόμενα ὑπὸ σημερινῶν θεολόγων καὶ ἠθικολόγων ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ὅλα τὰ δέχεται καὶ ὅλα τὰ καθαγιάζει, τὰ θέατρα, τὸν ἀθλητισμό, τὶς διασκεδάσεις- ὅτι ὁ παρὼν βίος δὲν ἔχει καμμία ἀξία καὶ τίποτε δὲν θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ ὡς ἀγαθό, ὅταν περιορίζεται ἡ ὠφέλεια καὶ ἡ χρησιμότης τοῦ μόνο σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή. Οὔτε ἡ προγονικὴ ὑπεροχὴ καὶ καταγωγή, οὔτε ἡ εὐρωστία καὶ ἡ δύναμη τοῦ σώματος, οὔτε τὸ κάλλος, οὔτε τὸ μέγεθος, οὔτε οἱ τιμὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα· τίποτε μεγάλο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἀξιολογικὰ σημαντικό, ὥστε νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ ἀποκτήσουμε ἢ νὰ προσευχόμαστε νὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός. Οἱ Χριστιανοὶ βλέπουμε πολὺ μπροστά· προχωροῦμε μακρυὰ μὲ τὶς ἐλπίδες μας καὶ ὅλες οἱ πράξεις μας ἀποσκοποῦν στὸ νὰ μᾶς προετοιμάσουν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Ὅ,τι συντελεῖ σ᾿ αὐτήν μας τὴν προετοιμασία τὸ ἀγαποῦμε καὶ τὸ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ὅσα ὅμως εἶναι ἄσχετα μὲ αὐτόν μας τὸν στόχο τὰ παραβλέπουμε καὶ τὰ περιφρονοῦμε ὡς τιποτένια. Ποιὰ σχέση λοιπὸν ἔχουν μὲ τὴν προετοιμασία μας γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ὁ ἀθλητισμός, τὸ ποδόσφαιρο, τὸ μπάσκετ, τὰ θέατρα, οἱ δημοτικοὶ χοροὶ καὶ τὰ τραγούδια, ὥστε νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐπιτυχίες σ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ θριαμβολογοῦμε; Τὸ πολὺ διδακτικὸ αὐτὸ κείμενο γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῆς ποιμαντικῆς δράσεως τὸ παραθέτουμε αὐτούσιο: «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλαιαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὐκοῦν προγόνων περιφάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῇ πρὸς τοῦτο ἡμῖν, ἀγαπᾶν τε καὶ διώκειν παντὶ σθένει χρῆναί φαμεν, τὰ δὲ οὐκ ἐξικνούμενα πρὸς ἐκεῖνον, ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν»11.

γ´. Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι μεταξὺ ὅλων τῶν Πατέρων ὁ αὐστηρότερος κριτὴς τοῦ τρόπου ψυχαγωγίας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του· ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ θεάτρου ἀπήγγειλε φιλιππικοὺς ὄντως λόγους. Δὲν ὑπῆρχε βέβαια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ ποδόσφαιρο· ὑπῆρχε ὅμως ὁ ἱππόδρομος, οἱ ἀγῶνες τῶν ἵππων, μὲ ἐξασκημένους ἀναβάτες ἀνθρώπους, τοὺς ἡνιόχους. Ὁ ἱππόδρομος ἀποτελοῦσε ἰσχυρότατο πόλο ἕλξεως τῶν φιλοθεαμόνων, τὸ ὅλο δὲ σκηνικὸ τῶν ἀγώνων, ἡ συμπεριφορὰ καὶ οἱ ἐκδηλώσεις τῶν θεατῶν γιὰ τὴν νίκη ἢ ἧττα τῶν ἵππων καὶ τῶν ἡνιόχων ἐνθυμίζουν πολὺ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ποδοσφαιρικοὺς ἀγῶνες. Ἑπομένως καὶ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Πατὴρ γιὰ τοὺς ἱππικοὺς ἀγῶνες ἰσχύουν ἀναλογικὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες ποδοσφαίρου. Ὅπως μας πληροφορεῖ, κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀγώνων ἡ ἀγορὰ καὶ τὰ σπίτια ἄδειαζαν καὶ ὅλη ἡ πόλη μεταφερόταν στὸν ἱππόδρομο. Λόγω τῆς κοσμοσυρροῆς ὁ χῶρος τοῦ ἱπποδρόμου συνήθως δὲν ἀρκοῦσε· γι᾿ αὐτὸ οἱ θεαταὶ κατελάμβαναν τὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο σπίτια, τὶς ταράτσες, τοὺς λόφους καὶ τὰ ὑψώματα ποὺ ἔδιναν τὴν δυνατότητα θέας. Τὴν μανία τῆς παρακολουθήσεως τῶν ἀγώνων κανένα ἐμπόδιο δὲν μποροῦσε νὰ ἀναστείλει· οὔτε ἡ φτώχεια, οὔτε ἡ ἐργασία, οὔτε ἡ ἀσθένεια οὔτε ἡ ἡλικία· γέροντες, «τὴν πολιὰν καταισχύνοντες», ἔτρεχαν στοὺς ἀγῶνες μὲ περισσότερο ἀπὸ τοὺς νέους ζῆλο. Σφοδρὲς βροχοπτώσεις, διαπεραστικὸ κρύο, ἰσχυροὶ ἄνεμοι, καυτερὸς ἥλιος, συνωστισμὸς ἀπὸ τὴν κοσμοσυρροὴ δὲν ἐπηρέαζαν τὴν διάθεση τῶν θεατῶν. Ἀντίθετα, ὅπως μὲ χάρη περιγράφει, «καὶ ἥλιον γυμνῇ δεχόμενοι τῇ κεφαλῇ, καὶ πατούμενοι, καὶ ὠθούμενοι καὶ μετὰ πολλῆς πιεζόμενοι τῆς σφοδρότητος, καὶ μυρία ἕτερα πάσχοντες δεινά, καθάπερ ἐν λειμῶνι τρυφῶντες οὕτω διάκεινται»12.
Διεισδυτικώτατη εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν ἀντιδράσεων τῶν θεατῶν κατὰ τὴν διάρκεια καὶ μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀγώνων. Οἱ διαπληκτισμοὶ καὶ οἱ βωμολοχίες ἦσαν συνηθισμένες ἐνέργειες. Οἱ ἀντίθετοι στὶς προτιμήσεις τους θεατὲς περιέλουαν τοὺς ἀντιπάλους μὲ λοιδορίες καὶ ὕβρεις, διήγειραν τὸν θυμὸ καὶ δημιουργοῦσαν ἀτμόσφαιρα μάχης. Ἡ βοὴ καὶ ὁ θόρυβος καὶ οἱ ἐπευφημίες γέμιζαν ὅλη τὴν πόλη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν ἀγώνων ἄλλοι ἀπὸ τοὺς θεατὲς ποὺ ἀνῆκαν στοὺς νικητὲς ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ἱππόδρομο φαιδροὶ καὶ χαρούμενοι στὴν ὄψη, σκιρτοῦσαν καὶ χόρευαν, ἐνῷ οἱ ἡττημένοι μὲ κατεβασμένα τὰ κεφάλια εἶχαν ἀποτυπωμένη στὰ πρόσωπά τους τὴν ὀδύνη καὶ τὴν λύπη. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ψυχαγωγίας πληρωνόταν ἀκόμη καὶ μὲ θανάτους καὶ τραυματισμούς. Ἀναφέρεται σὲ περιστατικό, κατὰ τὸ ὁποῖο κάποιο πρόσωπο ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένο μὲ καθήκοντα τάξεως στοὺς ἀγῶνες, ἐνῷ ἐπρόκειτο τὴν ἑπομένη νὰ τελέσει τὸν γάμο του, βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἵππους καὶ τοῦ ἀποκόπηκαν ἡ κεφαλὴ καὶ τὰ ἄκρα. Ἀπὸ τὸν συνωστισμὸ ἐπίσης καὶ τοὺς διαπληκτισμοὺς ἦσαν συνηθισμένο φαινόμενο οἱ τραυματισμοί13.
Ἀπέναντι λοιπὸν αὐτῆς τῆς καταστάσεως ποιὰ στάση τηροῦσε ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης καὶ ποιμήν, ὁ διδάσκαλος τῆς ἱερωσύνης, ὁ θεμελιωτὴς τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης; Ἔχει καμμία σχέση ἡ δική του ἀντιμετώπιση μὲ παρόμοια φαινόμενα τῆς ἐποχῆς μας; Πῶς ἀντιμετώπιζε τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὅσους συμμετεῖχαν σ᾿ αὐτούς; Συνεόρταζε καὶ συμπανηγύριζε μαζί τους; Προσευχόταν γιὰ τὴ νίκη κάποιων ἡνιόχων καὶ ἵππων, ἔκαμνε ἁγιασμοὺς γιὰ νὰ νικήσουν; Θεωροῦσε, ὅπως πολλοὶ κληρικοὶ σήμερα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται καὶ ἁγιάζει τὰ πάντα; Ξαναδιάβασα αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὶς σχετικὲς ὁμιλίες καὶ τὶς σχετικὲς ἀναφορές, τὶς ὁποῖες θὰ παραθέσω ὡς παράρτημα κειμένων, ὅταν τὰ γραφόμενα ἐδῶ ἐκδοθοῦν σὲ τευχίδιο. Στενοχωρήθηκα καὶ λυπήθηκα γιὰ τὸ πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ τὸν ἀποστολικὸ καὶ πατερικὸ δρόμο. Καὶ ἡ μόνη ἐπιεικὴς ἐξήγηση ποὺ ἔδωσα γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀπομάκρυνση εἶναι ἡ ἄγνοια τῆς πατερικῆς διδασκαλίας. Ἡ ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν δυστυχῶς δὲν πέρασε στὴν πράξη, στὴν ποιμαντική· ἔμεινε σὲ θεωρητικό, σὲ ἀκαδημαϊκὸ ἐπίπεδο, σὲ περισπούδαστες μονογραφίες καὶ ἄρθρα, στὶς βιβλιοθῆκες τῶν σπουδαστηρίων καὶ τῶν γραφείων. Ἐξακολουθεῖ ὁ εὐσεβιστικός, ἐκκοσμικευμένος καὶ ὑποκριτικὸς τρόπος συμπεριφορᾶς τῶν Χριστιανῶν· τὰ ἔχουμε καλὰ καὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸν Διάβολο, καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸν κόσμο· οἱ ἀπαγορεύσεις καὶ ἡ αὐστηρότητα δὲν ταιριάζουν στὴν συγκαταβατική, ἰσοπεδωτική, εὔκολη ἐποχή μας. Τὰ δύσκολα ἐνοχλοῦν καὶ ἀπωθοῦν σὲ ὅλα γίνονται ἐκπτώσεις, παραχωρήσεις· ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει σχεδὸν ἐξαφανισθῆ ἢ τρομακτικὰ περιορισθῆ, ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετό της ἢ ἀρετή. Γιατί εἶναι ἁμαρτία τὸ θέατρο, ὁ κινηματογράφος, ἡ τηλεόραση; Τί κακὸ ὑπάρχει στὸ νὰ παρακολουθεῖ κανεὶς ἕνα ἀγῶνα στὸν ἱππόδρομο, ἕνα ἀγῶνα ποδοσφαίρου σήμερα, ἢ μπάσκετ; Στὸ ἴδιο ἐρώτημα τῶν ἀκροατῶν του μὲ πολὺ αὐστηρὸ τρόπο ἀπαντᾷ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὑπάρχουν καὶ πράγματα τὰ ὁποῖα ἴσως νὰ μὴν εἶναι καλά, δὲν εἶναι ὅμως καὶ κακά. Εἶναι ἠθικῶς ἀδιάφορα, οὐδέτερα, καὶ δὲν ἁμαρτάνει κανεὶς ὅταν τὰ πράττει, ὅπως τὸ νὰ λέγει κανεὶς ἀστεῖα καὶ ἀνέκδοτα, τὸ νὰ καλοπερνᾷ καὶ νὰ διασκεδάζει. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ «τὸ εἰς θέατρα ἀναβαίνειν καὶ ἵππων ἁμίλλας θεωρεῖν καὶ κυβεύειν», τὸ νὰ παίζει δηλαδὴ κανεὶς κύβους, τὸ χαρτοπαίγνιο14. Διαμαρτύρεται, γιατί προβάλλεται αὐτὴ ἡ ἔνσταση, ποὺ τὴν θεωρεῖ ἀπάτη καὶ τέχνασμα τοῦ Διαβόλου· «Ἀλλὰ μὴ μοὶ πάλιν τῆς διαβολικῆς ἐκείνης ἀπάτης ρήματα τὶς παραγαγέτω, λέγων ποῖον γὰρ ἁμάρτημα ἰδεῖν ἵππους τρέχοντας;»15.
Ὀνομάζει ἐν πρώτοις χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἐπανειλημμένως τοὺς ἀγῶνες στὸν ἱππόδρομο «σατανικὴ πομπή». Τοὺς δὲ Χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι ἀμελοῦν τόσο ἐπικίνδυνα τὴν σωτηρία τους καὶ ἄλλοτε μὲν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἄλλοτε δὲ μόνοι τους παραδίδονται στὰ δίκτυα τοῦ Διαβόλου καὶ ἐπιστρέφουν στὶς ἱπποδρομίες, τοὺς παρομοιάζει, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, πρὸς σκύλο ποὺ ἐπιστρέφει καὶ τρώγει τὸν ἐμετό του· «ὅμοιός ἐστι κυνὶ ἐπιστρέφοντι ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον»16. Δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει καὶ νὰ δικαιολογήσει πῶς εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τὸ «πνευματικὸν θέατρον», τὰ πνευματικὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, μετὰ ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρει ἡ διήγηση τῶν κατορθωμάτων τους, σὰν σὲ ἕνα πνευματικὸ λειμῶνα, νὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ γίνονται «ἵππων ἀλόγων θεαταί, λοιδορίαις καὶ ὕβρεσιν ἀλλήλους πλύνοντες»17. Εἶναι ἄξιο κατακρίσεως μετὰ τὶς εὐχὲς καὶ τὰ φρικτὰ μυστήρια καὶ τὴν πνευματικὴ διδασκαλία, μετὰ τὴν συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία, μετὰ τὴν κάθαρση τῶν λογισμῶν, τὴν κατάνυξη, τὴν νήψη, νὰ πηγαίνει κανεὶς «εἰς τὴν σατανικὴν ἐκείνην θεωρίαν» καὶ νὰ καταρυπαίνει τὸν ἑαυτὸ του18. Πῶς θὰ τολμήσουν νὰ ξαναέλθουν στὴν ἐκκλησία μὲ παρρησία; Δὲν θὰ τοὺς ἐλέγχει ἡ συνείδηση; Ἂν ἤθελες, λέγει, νὰ παρακολουθήσεις τὸν δρόμο τῶν ἀλόγων ζῴων, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἀλόγων, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὀργανώνουν τοὺς ἀγῶνες καὶ συμμετέχουν, λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο, ἔπρεπε νὰ τιθασσεύσεις τὰ δικά σου ἄλογα πάθη, τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, νὰ τὰ ζεύξεις κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ νὰ ὁρμήσεις νὰ κατακτήσεις τὸ βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως, τρέχοντας ὄχι ἀπὸ βρωμιὰ σὲ βρωμιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἱπποδρομίας μαζὶ μὲ τὴν εὐχαρίστηση ἔχει μεγάλη ὠφέλεια. Ἐσὺ ὅμως ἀφήνεις τὰ δικά σου στὴν τύχη, τὸν δικό σου ἀγῶνα, καὶ κάθεσαι ὅλην τὴν ἡμέρα γιὰ τὴν νίκη ἄλλων, ξοδεύοντας τὸν καιρό σου ὄχι μόνον εἰκῇ καὶ μάτην ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κακῷ19.
Στενοχωρεῖται καὶ ὀργίζεται γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος Πατήρ· ἐπιτιμᾷ, κατακρίνει, συμβουλεύει· μερικὲς φορὲς καὶ ἀπειλεῖ ὅτι σὲ ὅσους ἐξακολουθοῦν, μετὰ τὶς τόσες ὑποδείξεις καὶ συστάσεις, νὰ ἐπισκέπτονται τὶς ἱπποδρομίες καὶ τὰ θέατρα, γιὰ τὸ καλό τους, θὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ μεταλαμβάνουν τῶν ἁγίων μυστηρίων. Εἶναι δυνατόν, λέγει, νὰ τὰ ἀνεχθοῦμε ὅλα αὐτά, νὰ τὰ ἐπιδοκιμάσουμε; «Ταῦτα ἀνεκτά; Ταῦτα φορητά;». Νὰ αὐτομολοῦν ὅλοι στὸν ἱππόδρομο καὶ νὰ ὑπάρχει τέτοια βακχικὴ διέγερση, ὥστε ὅλη ἡ πόλη νὰ δονεῖται ἀπὸ βοὲς καὶ ἄτακτες κραυγές; «Ἐγὼ οὖν οἴκοι καθήμενος καὶ τῆς φωνῆς ἀκούων ἐκρηγνυμένης τῶν κλυδωνιζομένων χαλεπώτερον ἔπασχον». Τραυμάτιζαν τὰ αὐτιά του οἱ θόρυβοι καὶ οἱ πανηγυρισμοί, ἔπεφτε κάτω καὶ σκέπαζε τὸ κεφάλι του: «Καὶ εἰς τὴν γῆν ἔκυπτον καὶ ἐνεκαλυπτόμην». Σήμερα συμπανηγυρίζουμε, συμμετέχουμε, εὐχόμαστε καὶ προσευχόμαστε. Ταιριάζουν, λέγει, αὐτὰ στὴν πόλη τῶν Ἀποστόλων, στὴν πόλη τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου, σὲ φιλόχριστο λαό, σὲ πνευματικὸ θέατρο καὶ πνευματικοὺς ἀγωνιστάς20;
Δὲν παραλείπει ὁ ἱερὸς Πατὴρ νὰ ἐπιχειρηματολογήσει, νὰ διδάξει, νὰ ἐξηγήσει αὐτὴν τὴν αὐστηρὴ στάση τοῦ ἀπέναντι στὶς ἱπποδρομίες καὶ στὰ θέατρα, νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσους ἔλεγαν ὅτι οἱ ἐκδηλώσεις αὐτὲς ἠθικὰ εἶναι ἀδιάφορες, οὐδέτερες. Δὲν πρόκειται βέβαια ἐδῶ νὰ ἀναλύσουμε ἐν πλάτει τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς στάσεως, τῆς αὐστηρῆς, ἡ ὁποία πάντως πνευματικὰ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη, ἄσειστη, καὶ μόνον ἄγνοια ἢ ἐθελοκακία θὰ δικαιολογοῦσαν τὴν ἀγνόησή της. Τὸ ἐπράξαμε αὐτὸ πρὸ τριάντα πέντε ἐτῶν στὴν μνημονευθεῖσα μελέτη μας γιὰ τὴν «Ψυχαγωγία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν ὁποῖο συνετέλεσε νὰ ἀποκόψει καὶ ὁ γράφων τὴν ὅποια ἀγάπη εἶχε πρὸς τὸ ποδόσφαιρο καὶ ὅποια συμμετοχή, μὲ ἐπίδραση τῆς περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας καὶ τῆς σχολικῆς πρακτικῆς. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε καὶ δὲν τολμᾷ νὰ μιλήσει ἐναντίον τοῦ ποδοσφαίρου, οὔτε στὰ ἐκκλησιαστικὰ σχολεῖα οὔτε καὶ στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη ὁμάδα ποδοσφαίρου, ποὺ μετέχει στὸ διασχολικὸ πρωτάθλημα τοῦ Πανεπιστημίου. Αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου περίεργο σήμερα, ἀφοῦ καὶ σὲ διαγωνισμοὺς καλλιστείων παίρνουν μέρος φοιτήτριες τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες, ντρέπεσαι νὰ τὶς ἀντικρύσεις, γιατὶ δὲν εἶναι ντυμένες, ἀλλὰ ξεντυμένες, ὅπως οἱ περισσότερες γυναῖκες σήμερα.

δ´. Οἱ λόγοι ἀπορρίψεως τοῦ ποδοσφαίρου

Γιὰ τρεῖς βασικοὺς λόγους ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταδικάζει τὴν κοσμικὴ Ψυχαγωγία, ὅπου συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἱππόδρομο, σήμερα δὲ ἀσφαλέστατα θὰ περιελάμβανε καὶ τὸ ποδόσφαιρο. Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ βλάβη ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιδράσεις, ἀπὸ τὴν παρότρυνση σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα καὶ σὲ βία, ἀπὸ τὴν διάλυση τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, μὲ τὰ αἰσχρὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα, μὲ τὶς βιαιότητες, τὶς βωμολοχίες, τὶς ὕβρεις, τὰ κακὰ συναπαντήματα. Ἀκόμη καὶ ἐκδηλώσεις ποὺ θεωροῦνται ἠθικὰ ἀδιάφορες καὶ οὐδέτερες, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, πρέπει νὰ ἀποφεύγονται, καὶ ὄχι μόνο τὰ ἐμφανῆ ἁμαρτήματα, γιατὶ καὶ ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀδιάφορα σιγὰ-σιγὰ παρασυρόμαστε πρὸς ἁμαρτωλὲς πράξεις: «Τοῦτο ἀσφαλείας ἡμῖν ἔσται μεγίστης ὑπόθεσις, τὸ μὴ τὰ ἁμαρτήματα φεύγειν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀδιάφορα μὲν εἶναι δοκούντα, πρὸς δὲ τὰς ἁμαρτίας ἡμᾶς ὑποσκελίζοντα. Οἶόν τι λέγω· τὸ γελᾶν καὶ ἀστεῖα λέγειν οὐ δοκεῖ μὲν ὡμολογημένον ἁμάρτημα εἶναι, ἄγει δὲ εἰς ὡμολογημένον ἁμάρτημα. Πολλάκις γοῦν ἀπὸ γέλωτος αἰσχρὰ ρήματα τίκτεται, ἀπὸ ρημάτων αἰσχρῶν πράξεις αἰσχρότεραι». Στὶς θεωρούμενες ἠθικὰ ἀδιάφορες ψυχαγωγικὲς ἐκδηλώσεις ἀναφέρει στὴ συνέχεια, ὅπως εἴδαμε, τὸ «τρυφᾶν», τὸ γλέντι δηλαδὴ καὶ τὴν καλοπέραση, τὸ θέατρο καὶ τὶς ἱπποδρομίες, ἀναλύοντας καὶ σὲ ποιὰ ἐμφανῆ ἁμαρτήματα μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν21.
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε καμμία ἠθικὴ συνέπεια καὶ βλάβη, καὶ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἁπλὴ ψυχολογικὴ ἀνάγκη καὶ διέξοδο, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοί, ὑπάρχουν ἄλλοι βασικοί, βασικώτατοι λόγοι γιὰ τὴν χριστιανικὴ ὕπαρξη καὶ ζωή, ποὺ καθιστοῦν γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανοὺς ἀδιανόητη καὶ ἐπικίνδυνή τη συμμετοχή τους. Τὸ ἰδιάζον πράγματι στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν τῶν ψυχαγωγικῶν ἐκδηλώσεων, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση, δὲν ἔγκειται στὴν θεώρησή τους ἀπὸ ἄποψη ἠθικῆς ὠφελείας ἢ βλάβης, γιατὶ παρόμοια θεώρηση ὑπάρχει καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφοὺς καὶ στὴν Π. Διαθήκη. Τὰ δυὸ οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς νέας, τῆς χριστιανικῆς, ἀντιμετωπίσεως εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ χρόνου ὡς «καιροῦ» ὁρισμένου καὶ μετρημένου, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν σωτηρία μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ σπουδαιότατος ρόλος ποὺ διαδραματίζουν στὴν πνευματικὴ τελείωση ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ὁ Σταυρός. Ἡ παρακολούθηση θεατρικῶν, κινηματογραφικῶν, τηλεοπτικῶν ἔργων, ὡς καὶ ἀθλητικῶν ἀγώνων καὶ τοῦ ποδοσφαίρου, ἀποτελοῦν «ἀνάλωμα χρόνου, καὶ δαπάνην ἡμερῶν περιττήν». Ἡ ἐπίγεια ζωὴ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ παρακολουθοῦμε τὴν τέχνη τοῦ θεάτρου, τῶν χορευτῶν καὶ τῶν ἠθοποιῶν, τὸν ἱππόδρομο καὶ ἄλλες ἀνωφελεῖς συγκεντρώσεις καὶ συνάξεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν τέχνη τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ζητήσει λόγο γιὰ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποιήσαμε τὸν χρόνο. Τὸν μεταβάλαμε σὲ σωτηριώδη χρόνο ἢ τὸν σπαταλήσαμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ; Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀρίστους τρόπους καλῇς χρήσεως τοῦ χρόνου εἶναι ἡ συμμετοχή μας στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ἡ ὁποία ὅμως πλήττεται καὶ ἀμελεῖται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ Ψυχαγωγία καὶ τὸν ἀθλητισμό. Ὅλοι τρέχουν προθύμως πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ σὲ ἡμέρες μεγάλων ἑορτῶν, ἐνῷ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς προβάλλονται τοῦ κόσμου οἱ προφάσεις22.
Ἡ κατάνυξη, ἔπειτα, ἡ νήψη, ἡ ἐνάρετη καὶ ἁγία ζωή, δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν διάχυση, μὲ τὴν κοσμικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἄνεση. Ἡ ἄνεση τοῦ παραδείσου, ἡ ἀπουσία πόνων καὶ θλίψεων, δὲν βοήθησε τοὺς πρωτοπλάστους. Γι᾿ αὐτὸ παιδαγωγικὰ ὁ Θεός, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ζωὴ τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ, μᾶς ἐδίδαξε τὸν ἐσταυρωμένο βίο, τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό. Ἡ διαρκὴς μάχη πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὸν Διάβολο ἀπαιτεῖ ἔνταση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, διαρκῆ ἐγρήγορση, δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἀστεϊσμῶν καὶ χαλάρωσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων στὶς ἁγιογραφίες εἶναι αὐστηρά, σοβαρὰ καὶ συγκεντρωμένα23. Ἂς προσθέσουμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅσα στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σάββα γράφονται ὡς σύσταση τοῦ Ἁγίου στὴν περγαμηνὴ ποὺ κρατᾷ στὸ ἀριστερό του χέρι: «Στενὴν ὁδὸν βάδιζε καὶ τεθλιμμένην, μισῶν πλαδαρὸν καὶ διάῤῥυτον βίον».
* * *

Ἐπίλογος

Οἱ νῖκες τῆς ἐθνικῆς ὁμάδος ποδοσφαίρου στὸ εὐρωπαϊκὸ πρωτάθλημα καὶ ἡ κατάκτηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κυπέλλου πανηγυρίσθηκαν ὑπερβαλλόντως καὶ σχολιάσθηκαν κατὰ τὸ πλεῖστον θετικά. Δὲν διαφωνοῦμε μὲ ὅσους ἐπήνεσαν καὶ προέβαλαν αὐτὴν τὴν ἐθνικὴ ἔξαρση καὶ τὴν ἐκδήλωση τοῦ ἐπὶ δεκαετίες καταπιεσμένου πατριωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος βρῆκε ἀφορμὴ καὶ κάλυψη τὸ ὑπὸ πάντων ἐπαινούμενο καὶ ἐνισχυόμενο ποδόσφαιρο νὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ νὰ ξεσπάσει. Δὲν κατακρίνεται ὁ πατριωτισμός, ὁ ὁποῖος πάντως πρέπει νὰ ἀποτελεῖ μόνιμο καὶ σταθερὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς παιδευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς στοχοθεσίας· πάντοτε πρέπει νὰ κυματίζει ἡ ἑλληνικὴ σημαία, ἰδιαίτερα κατὰ τὶς μεγάλες μας ἐθνικὲς ἑορτές. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς πῆραν καλὸ μάθημα ὅσοι τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὑπετίμησαν καὶ προσέβαλαν τὰ ἐθνικὰ σύμβολα καὶ ἐδυσφήμησαν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ παράδοση.
Οἱ Χριστιανοὶ ὅμως καὶ οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ζωντας μέσα στὶς ἐπίγειες πατρίδες μας καὶ συμμεριζόμενοι τὴν ἱστορική τους πορεία, δὲν ξεχνοῦμε ὅτι γιὰ μᾶς μεγαλύτερη σπουδαιότητα ἔχει ἡ οὐράνια πατρίδα μας· «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοὶς ὑπάρχει»24. Ἡ ἐπὶ γῆς συμπεριφορά μας, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὶς ἐθνικὲς καὶ φυλετικὲς ἰδιαιτερότητες, τὶς ὑπερβαίνει, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι. Πρῶτα εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ κατόπιν ὀ,τιδήποτε ἄλλο· καυχώμαστε ὄχι γιὰ τὴν ἐθνική μας καταγωγή, τὰ πλούτη, τὴν σωματική μας ἐμφάνιση, τὰ ἀξιώματα καὶ ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ τὴν χριστιανική μας ταυτότητα, καὶ ἐπιδιώκουμε μόνον ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ καὶ βοηθεῖ στὴν ἐπιτυχία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Τὸ ποδόσφαιρο ἐπαινέθηκε, γιατί ἔγινε τὸ μέσο γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ καλὸς στόχος τοῦ πατριωτισμοῦ. Δὲν ὑπηρετήθηκε βέβαια μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι στόχοι. Ὅπως πάντως φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀνάλυση, χριστιανικὰ δὲν δικαιώνεται μὲ κανένα τρόπο, ἔστω καὶ ἂν ἐξυπηρετεῖ καλοὺς σκοπούς, ποὺ αὐτὸ δὲν συμβαίνει πάντοτε. Ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα. Γι᾿ αὐτὸ οἱ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ μὴ στέλνομε λάθος μηνύματα· ἀντὶ νὰ στρέψουμε τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τοὺς νέους, στὴν συνεπῆ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, τοὺς στρέφουμε στὰ γήπεδα, στὰ θέατρα καὶ στὸ τραγούδι, βραβεύοντας καὶ ἐκθειάζοντας τοὺς πρωταγωνιστὰς αὐτῶν τῶν σατανικῶν πομπῶν καὶ παγίδων.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Φιλιπ. 3, 20.
2. Λειτουργικὴ προτροπή.
3. Ἔφ. 6, 12.
4. Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 20, ΕΠΕ 6, 162.
5. Αὐτόθι: «Ἐν δ᾿ ἀμφοτέροις ἔργον, ἡ ἀρετή, καὶ τὸ ζῆν πρὸς τὰς μελλούσας ἐλπίδας, πρὶν ἐνθένδε ἀπελθεῖν, ἐνθένδε μεθισταμένοις».
6. Αὐτόθι.
7. Αὐτόθι 21, ΕΠΕ 6, 164.
8. Αὐτόθι 15, ΕΠΕ 6, 154.
9. Αὐτόθι 21, ΕΠΕ 6, 166: «Εἴπω τί συντομώτερον· βλαβεραὶ μὲν τοῖς ἄλλοις Ἀθήναι, τὰ εἰς ψυχὴν (οὗ γὰρ φαύλως τοῦτο ὑπολαμβάνεται τοῖς εὐσεβεστέροις)· καὶ γὰρ πλουτοῦσι τὸν κακὸν πλοῦτον, εἴδωλα, μᾶλλον τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καὶ χαλεπὸν μὴ συναρπασθῆναι τοῖς τούτων ἐπαινέταις καὶ συνηγόροις· ἡμῖν δι᾿ οὐδεμία παρὰ τούτων ζημία, τὴν διάνοιαν πεπυκνωμένοις καὶ πεφραγμένοις. Τουναντίον μὲν οὖν, εἴ τι χρῇ καὶ παράδοξον εἰπεῖν, εἰς τὴν πίστιν ἐντεῦθεν ἐβεβαιώθημεν, καταμαθόντες αὐτῶν τὸ ἀπατηλὸν καὶ κίβδηλον, ἐνταῦθα δαιμόνων καταφρονήσαντες, οὗ θαυμάζονται δαίμονες».
10. Αὐτόθι.
11. Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318.
12. Εις Ἄνναν 4, 1, ΡG 54, 661.
13. Βλ. σχετικὲς παραπομπὲς εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ψυχαγωγία. Κοσμικὴ καὶ Χριστιανική, Σειρὰ «Καιρός», ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 13.
14. Εἰς Ἀνδριάντας 15, 4, ΡG 49, 158-159.
15. Εἰς Γένεσιν Ὄμ. 6, 2, ΡG 53, 56. Βλ. ἐπίσης Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα 2, ΡG 56, 266: «Καὶ ποία κακία; φησί. Διὰ γὰρ τοῦτο ὀδυνῶμαι, ὅτι καὶ νόσων οὐκ οἶδας ὅτι νοσεῖς, ἵνα καὶ τὸν ἰατρὸν ἐπιζητήσῃς».
16. Αὐτόθι, ΡG 53, 55. Παροιμ. 26, 11.
17. Ομιλία εἰς τὸ «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς...» 2, ΡG 63, 518.
18. Πρὸς τοὺς εἰς τὰς ἱπποδρομίας ἀπελθόντας 1, ΡG 48, 1046.
19. Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα 1, ΡG 56, 265. Εἰς τὸ «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς...» 2, ΡG 63, 518: «Τίνος δὲ οὐκ ἂν εἴῃ κολάσεως ἑκάτερος ὑμῶν ἄξιος, τῆς μὲν ἑαυτοῦ ψυχῆς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ὑπὸ τῶν παθῶν παρασυρομένης οὐδένα ποιούμενος λόγον, ὑπὲρ δὲ ἀλόγων ζῴων καὶ ἀνθρώπων ἑτέρων ἀλόγων χαίρων ἢ ὀδυνώμενος;».
20. Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν 1, ΡG 56, 264.
21. Εἰς Ἀνδριάντας 15, 4, ΡG 49, 158-160.
22. Βλ. σχετικὸ ὑλικὸ εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21-27
23. Αὐτόθι, σελ. 27-33.
24. Φιλιπ. 3, 20.

π. Θεόδωρος Ζήσης - Τὸ καρναβάλι λοιμικὴ νόσος

π. Θεόδωρος Ζήσης - Τὸ καρναβάλι λοιμικὴ νόσος


Διαστάσεις λοιμικῆς νόσου προσλαμβάνει κάθε χρόνο τὸ καρναβάλι, ἀφοῦ πολλοὶ δήμαρχοι καὶ ἄλλοι φορεῖς ἐπιδεικνύουν ἀσυνήθιστο ζῆλο καὶ κοπιώδη δραστηριότητα γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ὀργανώσει τὸ ἐντυπωσιακότερο καρναβάλι ξοδεύοντας τεράστια ποσὰ καὶ ἀπασχολώντας ἑκατοντάδες ἢ χιλιάδες ἀνθρώπων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο ἡ σπατάλη τόσων χρημάτων, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν σὲ κάλυψη ἄλλων σπουδαίων ἀναγκῶν, ὄχι μόνο στὴν ἀνακούφιση πτωχῶν καὶ ἐνδεῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ σὲ πολιτιστικοὺς καὶ πνευματικοὺς στόχους, στὴ βελτίωση π.χ. τῶν συνθηκῶν ὑγείας καὶ παιδείας. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ἡ ἠθικὴ ζημία καὶ βλάβη ἀπὸ τὴν ἀναισχυντία τῆς γύμνιας, τὴν ξετσιπωσιὰ τῆς αἰσχρότητας, τὶς βωμολοχίες καὶ τὰ πορνικὰ ᾄσματα καὶ θεάματα, τὴν παρότρυνση σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα κάτω μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία κινήσεων ποὺ προσφέρει ἡ μάσκα, ἄσυλο ἀδιαντροπιᾶς καὶ ἀποπροσωποίησης. Κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι πρόσωπο, ποὺ ἔχει ἀπέναντί του καὶ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους — πρὸς + ὄψις ἢ —ὤψ— καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀπρόσωπο ὄν, μέλος ἑνὸς ἀνωνύμου πλήθους, ποὺ κινεῖται μόνο ἀπὸ ἐμπαθεῖς ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίες.
Παλαιότερα τὸ καρναβάλι εἶχε κάποια σεμνότητα στὴν ἐμφάνιση ὅσων ἔπαιρναν μέρος, καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀνεχόταν, μολονότι κατ᾿ ἀκρίβειαν καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς κανόνες· πολὺ περισσότερο σήμερα, ποὺ ἔχει ὑποστῇ τελεία ἀλλαγὴ ἐπὶ τὰ χείρω με εἰσαγόμενα πρότυπα καρναβαλιοῦ ἀπὸ μεγαλουπόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ, καὶ πολλὲς φορὲς μὲ περιφερόμενους καὶ ἁδρὰ ἀμειβόμενους ξένους καρναβαλικοὺς θιάσους, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ γυμνὲς γυναῖκες. Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε καὶ τὴν διαφαινόμενη σαφῆ τάση τῶν φορέων ποὺ ὀργανώνουν τὸ καρναβάλι ἐπιστροφῆς στὸ παγανιστικὸ εἰδωλολατρικὸ παρελθόν, ἀπ᾿ ὅπου κατάγεται τὸ καρναβάλι, μὲ σύγχρονη ἀδιαφορία καὶ περιφρόνηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔβαλε τέρμα στὰ παλιά, ξερίζωσε τὶς κακὲς συνήθειες καὶ εἰσήγαγε τὸ νέο ἄνθρωπο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας. Ὅταν πρόκειται μερικοὶ νὰ ἀντισταθοῦν στὸ Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, ξεχνοῦν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ καὶ τὴν πρόοδο καὶ ἐπιστρέφουν αἰῶνες πίσω, στὸ σκοτάδι τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς.
Ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ὅσες ἄλλες πόλεις δὲν ὀργανώνουν καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις πρέπει νὰ καυχῶνται, γιατὶ δὲν μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιρά τους μὲ τὶς αἰσχρότητες καὶ βωμολοχίες τοῦ καρναβαλιοῦ καὶ δὲν ἀποδιώχνουν ἔτσι τὴν χάρη καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων πολιούχων τους. Οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες ἐπίσης πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν καὶ κρίνουν θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ ὅλες τὶς ἐνέργειές τους, καταδικάζουν δὲ ἀπερίφραστα ὅσα καταδικάζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐπ᾿ αὐτοῦ καμμία ἀμφιβολία καὶ ἀμφιταλάντευση, οὔτε ἐκ μέρους λαϊκῶν πιστῶν, οὔτε πολὺ περισσότερο ἐκ μέρους κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδεικνύουν ἀδικαιολόγητη ἐλαστικότητα καὶ ἐπιείκεια, παραθέτουμε τὸν 62 κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὶς μεταμφιέσεις καὶ τὶς μάσκες, ὅπως καὶ τοὺς χοροὺς καὶ τοὺς ἀστεϊσμούς, ποὺ ἐλάμβαναν χώρα σὲ παρόμοιες καρναβαλικὲς ἑορτὲς τοῦ παρελθόντος, καὶ ἐπιβάλλει στοὺς κληρικούς, ποὺ μετέχουν τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, στοὺς δὲ λαϊκοὺς τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ: «Τὰς οὕτω λεγομένας Καλάνδας, καὶ τὰ λεγόμενα Βοτά, καὶ τὰ καλούμενα Βουμάλια, καὶ τὴν ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ Μαρτίου ἐπιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ ἐκ τῆς τῶν πιστῶν πολιτείας περιαιρεθῆναι βουλόμεθα. Ἀλλὰ μὴ καὶ τὰς τῶν γυναικῶν δημοσίας ὀρχήσεις, καὶ πολλὴν λύμην καὶ βλάβην ἐμποιεῖν δυναμένας. Ἔτι μὴν καὶ τὰς ὀνόματι τῶν παρ᾿ Ἕλλησι ψευδῶς ὀνομασθέντων θεῶν, ἢ ἐξ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν γινομένας ὀρχήσεις καὶ τελετάς, κατὰ τί ἔθος παλαιὸν καὶ ἀλλότριόν του τῶν Χριστιανῶν βίου, ἀποπεμπόμεθα, ὁρίζοντες μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολὴν ἐνδιδύσκεσθαι ἢ γυναῖκα τὴν ἀνδράσιν ἁρμόδιον ἀλλὰ μήτε προσωπεῖα κωμικὰ ἢ σατυρικὰ ἢ τραγικὰ ὑποδύεσθαι· μήτε τὸ τοῦ βδελυκτοῦ Διονύσου ὄνομα τὴν σταφυλὴν ἐκθλίβοντος ἐν τοῖς ληνοῖς ἐπιβοᾶν μηδὲ τὸν οἶνον ἐν τοῖς πίθοις ἐπιχέοντας, γέλωτα ἐπικινεῖν ἀγνοίας τρόπω ἢ ματαιότητος ἢ τὰ τῆς δαιμονιώδους πλάνης, ἐνεργοῦντας. Τοὺς οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν τι τῶν προειρημένων ἐπιτελεῖν ἐγχειροῦντας, ἐν γνώσει τούτων καθισταμένους, τούτους, εἰ μὲν κληρικοὶ εἶεν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, εἰ δὲ λαϊκοί, ἀφορίζεσθαι».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὸ ἐπιχείρημα ὅτι μὲ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις διασκεδάζουν καὶ εὐφραίνονται οἱ ἄνθρωποι, ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἀπαντᾷ ὅτι αὐτὸ εἶναι τελείως παράλογο, διότι ἡ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πρέπει νὰ συμβαδίζουν μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν εὐπρέπεια. Ὅταν μεταβάλλεται ἕνα σπίτι σὲ πορνεῖο, εἶναι ἐντροπὴ νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση. Πολὺ περισσότερο, ὅταν ὁλόκληρες πόλεις μεταβάλλονται σὲ πορνεῖα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς. Σὲ λίγο ὅλη ἡ Ἑλλάδα, ἡ χώρα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων, θὰ μεταβληθεῖ σὲ ἀπέραντο πορνεῖο. Στατιστικὲς στὴ πόλη τῶν Πατρῶν ἔχουν δείξει ὅτι μετὰ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκτρώσεων φθάνει σὲ ἀνησυχητικὸ σημεῖο: «Πορνεῖον γέγονέ σου ἡ οἰκία, μανία καὶ οἶστρος, καὶ οὐκ αἰσχύνη ταῦτα ἡδονὴν καλῶν;».
Οἱ τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριωδίου ὁρίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν σταδιακὴ προετοιμασία τῶν πιστῶν στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὄχι γιὰ γλέντια καὶ ξεφαντώματα. Εἶναι περίοδος κατανύξεως, περισυλλογῆς καὶ μετανοίας (προσθήκη «Ἄλ. Ὄψις»: βλέπε καὶ τὸ βιβλίο «Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή» του Ἀλεξάνδρου Σμέμαν). Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ Κρίσεως, μαζὺ μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους ὕμνους, εἶναι ἰσχυρὴ προτροπὴ πρὸς μετάνοια καὶ ἐπιστροφή· ὅλο τὸ ἔτος γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν οἱ ἄνθρωποι. Πότε θὰ συμμαζευθοῦν στὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ συνέλθουν πνευματικά, νὰ σκεφθοῦν ὑψηλότερα θέματα, νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν αὐτογνωσία καὶ στὴν θεογνωσία; Ὅ, τί πρόκειται νὰ κερδίσουν ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, προλαβαίνει ὁ Διάβολος καὶ τοὺς τὸ ἀφαιρεῖ μὲ τὸ καρναβάλι, τὸ ὁποῖο οἱ Ἅγιοι ὀνομάζουν «σατανικὴ πομπή». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης στὸ βιβλίο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν»1, ἀναφερόμενος σὲ ὅσα γίνονται κατὰ τὶς Ἀπόκριες γράφει: «Κατ᾿ ἀλήθειαν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινάς, ὅτι τότε οἱ Χριστιανοὶ δαιμονίζονται ὅλοι· διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδοῦν ἀσυνειδήτως, ἕως καὶ αὐτοὶ οἱ πλέον γέροντες... τότε δὲν ἔχει διαφορὰν ἡ ἡμέρα ἀπὸ τὴν νύκτα· διότι ἐπίσης μὲ τὴν ἡμέραν καὶ ὅλη ἡ νύκτα ἐξοδεύεται εἰς χοροὺς καὶ παίγνια καὶ ἀταξίας καὶ μασκαραλίκια· τότε διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, πανηγυρίζει ἡ ἀσέλγεια· ἑορτάζει ἡ ἀκολασία· εὐφραίνεται ἡ μέθη· ἀγάλλεται ἡ τρυφὴ καὶ ἀσωτεία· χορεύει ὁ διάβολος μὲ δέκα μανδήλια καὶ συγχορεύει μὲ αὐτὸν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων διότι ὅσον κέρδος κάμνουν εἰς μόνας τὰς ἀποκρέας, δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸ κάμουν εἰς ὅλον τὸν χρόνον».
Ὅσα σχετικὰ λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος γιὰ τὶς καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὴν ζημία ποὺ προκαλοῦν τὰ τελειώνει λέγοντας πῶς εἶναι ἀφροσύνη νὰ καταστρέφουμε προκαταβολικὰ καὶ νὰ ἀχρηστεύουμε τὴν Ἁγία Τεσσαρακοστή· προτρέπει ἐπίσης τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς διδασκάλους νὰ ἐμποδίσουν τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό. Τώρα οἱ μὲν ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πνευματικοὶ σιωποῦν, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ μὴ ἡσυχάζουν μπροστὰ στὴν ἐπέκταση τοῦ κακοῦ, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς γονεῖς ὀργανώνουν οἱ ἴδιοι γιὰ τὰ παιδιά τους καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις: «Ἀσυγκρίτως γὰρ εἶναι μεγαλυτέρα ἡ βλάβη, ὅπου προσλαμβάνουν εἰς τὰς ἀποκρέας, πάρεξ ἡ ὠφέλεια ὅπου λαμβάνουν ἀπὸ τὴν ἐρχομένην Τεσσαρακοστὴν ἴλεως, ἴλεως, ἴλεως, νὰ γίνῃ ὁ Θεός! Καὶ αὐτὸς εἴθε νὰ φωτίσῃ τοὺς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικοὺς καὶ διδασκάλους νὰ ἐμποδίσουν τὰ τοιαῦτα κακά, μὲ ἀφορισμοὺς καὶ ἐπιτίμια, καθὼς προστάζει καὶ ὁ ξβ´ κανὼν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς στ´ Συνόδου».
1. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35 ἑ.

π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο Σειρὰ «Καιρὸς» (Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπικαιρότητος)

π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν
κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο

Σειρὰ «Καιρὸς» (Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπικαιρότητος)
Ἐκδόσεις «Βρυέννιος», 1998. Σχῆμα: 12x19, σελίδες: 40

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ δύο μικρὲς ραδιοφωνικὲς ὁμιλίες ποὺ ἐκφωνήθηκαν τὸ 1976 στὸν τότε κρατικὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Βορείου Ἑλλάδος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ὁμιλίες ποὺ ἐκάλυψαν τὰ ἔτη 1975-1976 μὲ γενικὸ θέμα «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐποχή μας». Ἡ ἐπικαιρότητα τῶν παιδαγωγικῶν ἀπόψεων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει πολὺ περισσότερο σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἔτη, ἡ παρέλευση τῶν ὁποίων ἀντὶ νὰ βελτιώσει τὰ πράγματα στὴν ἀγωγὴ τῶν νέων δυστυχῶς τὰ ἐχειροτέρευσε.
Ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου καὶ ἡ οἰκογένεια διέρχονται τρομερὴ κρίση μὲ σημαντικὴ αὔξηση τῶν διαζυγίων καὶ νομιμοποίηση σχεδὸν τῶν ἐξωγαμιαίων καὶ προγαμιαίων σαρκικῶν σχέσεων. Χωρὶς σωστὲς οἰκογένειες τὰ παιδιὰ γίνονται ἕρμαιο στὶς αὐξηθεῖσες κακὲς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος, ἐνῶ συγχρόνως τὰ σχολεῖα ἀδυνατοῦν νὰ βοηθήσουν, γιατὶ δὲν στοχεύουν πλέον στὴ διαμόρφωση καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴ μετάδοση γνώσεων.
Δὲν ἔγιναν ἀλλαγὲς στὸ κείμενο. παραμένει ὅπως ἐκφωνήθηκε τὸ 1976. Προστέθηκε μόνο στὸ τέλος ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὸ προγραμματισμένο ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας μάθημα τῆς «Σεξουαλικῆς διαπαιδαγώγησης». Τὸ κείμενο κυκλοφοροῦσε δακτυλογραφημένο καὶ χρησιμοποιήθηκε βιβλιογραφικὰ ἀπὸ μεταπτυχιακοὺς φοιτητὰς καὶ ἄλλους στὴ διαπραγμάτευση σχετικῶν θεμάτων.
27 Ἰανουαρίου 1997
Μνήμη Ἄγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης

1. Ἕνα κλασικὸ παιδαγωγικὸ ἔργο

Στοὺς πιὸ μεγάλους παιδαγωγοὺς ὅλων τῶν αἰώνων ἀνήκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ γέννημα, ὁ καρπὸς τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ δόξασε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς πρωτεύουσας τοῦ Βυζαντίου. Τὸ πιστοποιεῖ αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ ἀναγνώρισή του ὡς παιδαγωγοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς μελετητὲς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του, ἀλλὰ καὶ ἡ σύνδεσή του μὲ τὴν παιδεία, στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἱεράρχας, τοὺς ὁποίους στὶς 30 Ἰανουαρίου γιορτάζουμε στὰ σχολεῖα μας ὡς προστάτες τῶν γραμμάτων, ὡς πρότυπα τῶν παιδαγωγῶν καὶ τῶν διδασκάλων, ὡς φορεῖς καὶ προβολεῖς τοῦ ὀνομασθέντος ἑλληνοχριστιανικοῦ μορφωτικοῦ ἰδεώδους.
Ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ πολυγραφότερος μεταξὺ τῶν πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Στὴ γνωστὴ σειρὰ τοῦ Γάλλου μοναχοῦ Migne, Patrologia Graeca, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 161 ὀγκώδεις τόμους, τὰ συγγράμματά του καταλαμβάνουν τοὺς 18 ἐξ αὐτῶν. Μέσα στὸ πλούσιο αὐτὸ ὑλικὸ βρίσκονται κατεσπαρμένες παιδαγωγικὲς γνῶμες, πού, ἂν συγκεντρώνονταν, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν ἕνα ἄριστο ἐγχειρίδιο χριστιανικῆς παιδαγωγικῆς. Καὶ θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ἀναλάβει κάποιος τὸ ἔργο αὐτό, σὰν προσφορὰ ὑγιῶν παιδευτικῶν ἀρχῶν γιὰ τὴ μόρφωση τῶν νέων μας1.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς κατάσπαρτες αὐτὲς γνῶμες στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του, διεσώθη εὐτυχῶς μία εἰδικὴ παιδαγωγικὴ πραγματεία, ἡ ὁποία, μολονότι ἔχει διπλὸ τίτλο, εἶναι ἔργο ἑνιαῖο, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ἔχει σὰ σκοπὸ νὰ δώσει τὶς ἀρχὲς γιὰ μία σωστὴ ἀγωγὴ τῶν νέων. Στὴ χειρόγραφη παράδοση ὁ τίτλος της εἶναι, «Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονέας ἀνατρέφειν τὰ τέκνα». Γενικῶς ὁ τίτλος εἶναι γνωστός, σὲ συντετμημένη μορφή, «Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων». Πῶς ἡ κενοδοξία συνδέεται μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν τέκνων, θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ὅταν θὰ κάνουμε ἀνάλυση τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ἔργου. Εἰδικοὶ μελετητὲς εἶπαν γιὰ τὸ ἔργο ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ἀρχαιοτάτην, πλήρη καὶ τελείαν περὶ ἀγωγῆς χριστιανικὴν διδασκαλίαν, ἕνα ἀπὸ τοὺς λαμπροτέρους πνευματικοὺς καρποὺς τῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανικῆς ψυχῆς, ὅτι εἶναι πλήρης καὶ συστηματικὴ ἔκθεσις περὶ τῆς χριστιανικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν τέκνων, ἐπὶ τὴ βάσει ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχολογικῶν καὶ παιδαγωγικῶν διδαγμάτων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τῆς πείρας2.
Ἦταν μεγάλο ἀτύχημα γιὰ τὴ μελέτη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴ διαμόρφωση τῶν μορφωτικῶν ἰδανικῶν καὶ ἀρχῶν, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν περιελήφθη στὴ μεγάλη ἔκδοση τοῦ Migne καὶ ἔμεινε ἔτσι ἀχρησιμοποίητο καὶ ἀνεκμετάλλευτο. Μολονότι εἶχε ἤδη ἐκδοθῆ τὸ 1656 στὸ Παρίσι ἀπὸ τὸν F. Combefis, ὁ ὁποῖος μάλιστα στὸν τίτλο τῆς ἐκδόσεως τὸ ἐχαρακτήριζε ὡς χρυσὸ βιβλίο (De educandis liberis, liber aureus), ὁρισμένες ἀμφιβολίες γιὰ τὴ γνησιότητά του ἄλλων ἐρευνητῶν ἔγιναν αἰτία νὰ μὴ τὸ περιλάβει ὁ Montfaucon στὴν ἔκδοσή του καὶ στὴ συνέχεια οὔτε ὁ Migne ποὺ στηρίχθηκε στὸν Montfaucon. Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας ἡ γνησιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἀποκαταστάθηκε μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, ἔγιναν δὲ καὶ ἐκδόσεις αὐτοῦ. Στοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς γνησιότητας τοῦ ἔργου ἀνήκει καὶ ὁ Ἕλλην ἀκαδημαϊκὸς διδάσκαλος, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Βασίλειος Ἔξαρχος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δυναμικοὺς καὶ πιὸ συγκροτημένους ἐκπροσώπους τῶν θεολογικῶν γραμμάτων τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Ἔξαρχος ὑπεστήριξε μὲ εἰδικὴ μελέτη τὴ γνησιότητα τοῦ ἔργου3 καὶ ἑτοίμασε κριτικὴ ἔκδοση τοῦ κειμένου ποὺ τὴν παρουσίασε γερμανικὸς ἐκδοτικὸς οἶκος τὸ 19554. Ἐνωρίτερα, τὸ 1947, ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἀστὴρ» ἐξεδόθη μετάφραση τοῦ ἔργου στὴν ἁπλοελληνική, φιλοπονημένη ἀπὸ τὸν Βασίλειο Ἔξαρχο. Στὸν πρόλογο αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως ὁ ἐκπονητῆς τῆς μεταφράσεως λέγει τὰ ἑξῆς:
«Ἐπειδή, ὅπως θὰ ἴδῃ εὐθὺς ἀμέσως ὁ προσεκτικὸς καὶ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης, τὸ βιβλίον αὐτὸ ἔχει ἀδαμαντίνης ἀξίας περιεχόμενον διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν Ἑλλήνων Χριστιανοπαίδων, ἐκρίθη καλὸν καὶ ὠφέλιμον νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὸ ὅλον ἐπιστημονικὸν ἔργον ἡ νεοελληνική του μετάφρασις καὶ νὰ ἐκδοθῇ αὐτοτελῶς, ὥστε πᾶς Ἕλλην γονεύς, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ἀναθρέψῃ Ἑλληνοπρεπῶς καὶ Χριστιανοπρεπῶς τὰ τέκνα του, νὰ ἠμπορῇ νὰ ἐντρυφήσῃ καὶ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ τὸ βιβλίον αὐτὸ τοῦ Μεγάλου Διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔχει ἴσως τὸ ὅλον βιβλίον ὡς μυστικὴν ἐμπειρίαν ὅ,τι ὁ ἴδιος ὡς ὀρφανὸς ἐδοκίμασεν κατὰ τὴν ἀνατροφήν του ἐκ μέρους τῆς μητρὸς του Ἀνθούσης καὶ ἄρα τὸ βιβλίον ἀντικατοπτρίζει μίαν ζῶσαν πραγματικότητα, μίαν ἐπιτυχῆ δοκιμὴν καὶ ἀπόδειξιν τῆς δυνάμεως τῆς ἐκτιθεμένης Χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων. Ἐὰν δὲ ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχὴ ἀνασυγκροτήσεως τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος, τότε ἡ σπουδαιότης τῆς ἐκδόσεως τοῦ παρόντος βιβλίου παρουσιάζεται μεγαλυτέρα. Διότι οἱαδήποτε προσπάθεια κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἀνασυγκροτήσεως εἶναι καταδικασμένη εἰς ἀποτυχίαν, ἐὰν δὲν ἀρχίσῃ ἀπὸ τὴν ἠθικὴν πνευματικὴν ἀνασύνταξιν καὶ ψυχικὴν ρύθμισιν τῆς νέας ἰδίᾳ γενεᾶς. Ὅσοι λοιπὸν εἶναι γονεῖς καὶ διδάσκαλοι πρέπει νὰ ἀναλάβουν μὲ πίστιν τὸ ἔργον τοῦτο καὶ νὰ ζητήσουν σπουδαίας συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας διὰ τὴν ἐκτέλεσίν του. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ εἶναι καὶ τοῦ παρόντος βιβλίου τὸ περιεχόμενον καὶ διὰ τοῦτο ἀσφαλῶς θὰ γίνῃ εὐπρόσδεκτον ἀπὸ κάθε γνήσιον Ἕλληνα Χριστιανὸν γονέα καὶ μορφωτὴν τῆς νέας γενεᾶς μας, εἰς γλωσσικὴν μορφὴν ἁπλὴν κοινήν, ὥστε νὰ εἶναι περισσότερον εὐανάγνωστον καὶ διὰ τοὺς πολλούς».
Σὲ ἐπιμελημένη κριτικὴ ἔκδοση ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἐκυκλοφόρησε τὸ ἔργο μὲ παράλληλη γαλλικὴ μετάφραση, ἐκτενῆ εἰσαγωγὴ καὶ πλούσιο σχολιασμὸ στὴ γνωστὴ πλέον στοὺς εἰδικοὺς σειρὰ «Χριστιανικὲς Πηγὲς» (Sources Chretiennes)5. Σὲ κείμενο μὲ παράλληλη νεοελληνικὴ μετάφραση ἐξεδόθη ἐπίσης στὴν γνωστὴ σειρὰ τῆς Θεσσαλονίκης «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας»6.
Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ εἰδικὸ παιδαγωγικὸ ἔργο τοῦ μεγάλου τῆς Ὀρθοδοξίας πατρὸς θὰ σταχυολογήσουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, ποὺ ἰσχύουν καὶ στὴ δική μας ἐποχὴ σὰν ἀρχὲς θεμελιώδεις γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων μας. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε χαρακτηρίσαμε τὸ ἔργο ὡς κλασικό, γιατὶ ἀπευθύνεται καὶ στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, γιατὶ καὶ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει7. Στὴ συνείδηση ἄλλωστε τῆς Ἐκκλησίας οἱ Πατέρες γενικῶς εἶναι οἱ κλασικοὶ διδάσκαλοι, οἱ κλασικοὶ παιδαγωγοί, γιατὶ μὲ τὸν πλούσιο μορφωτικὸ ἐξοπλισμό τους, μὲ τὰ ἐξαίρετα πνευματικὰ χαρίσματά τους, ἀλλὰ πρὸ παντὸς μὲ τὴν εἰδικὴ ὅραση καὶ διεισδυτικότητα ποὺ χαρίζει ὁ θεῖος φωτισμός, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, μπόρεσαν νὰ εἰσχωρήσουν στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, νὰ ἀνατάμουν τὸν μυστηριώδη καὶ ἄγνωστο ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, νὰ βροῦν τὶς σκοτεινὲς καὶ τὶς φωτεινὲς πλευρές του. Βοηθοῦν ἔτσι στὴν καταπολέμηση, στὴν ἐξαφάνιση τῶν σκοτεινῶν, τῶν κακῶν στοιχείων, καὶ στὴν τόνωση, στὴν ἐνίσχυση τῶν φωτεινῶν.

2. Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τότε καὶ τώρα. Οἱ τρεῖς ἔρωτες

Γιὰ νὰ πεισθοῦμε ὅμως γιὰ τὴν ἐπικαιρότητα τῶν παιδαγωγικῶν ἰδεῶν τοῦ χρυσοστομικοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ἀνάγκη νὰ δοῦμε γιὰ λίγο τὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς τότε ἐποχῆς, τὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀντιοχείας τὴν ὁποίαν ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Νὰ δοῦμε δηλαδὴ μὲ ποιὰ μορφωτικὰ ἰδανικὰ ἐφοδίαζε τότε τοὺς νέους της ἡ Ἀντιόχεια. Ἂν ὁ ἐφοδιασμὸς αὐτὸς εἶναι παρόμοιος πρὸς αὐτὸν ποὺ ἐμεῖς σήμερα δίνουμε στοὺς νέους μας, τότε ἡ κριτικὴ ποὺ κάνει ὁ ἱερὸς πατὴρ εἶναι κριτικὴ καὶ γιὰ τὴ δική μας ἐποχή, καὶ γιὰ τὸ δικό μας παιδαγωγικὸ ἔργο καὶ ὡς διδασκάλων καὶ ὡς γονέων. Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ γνώση αὐτῆς τῆς ἀτμόσφαιρας θὰ τὰ ἀντλήσουμε καὶ ἀπὸ τὸ ἔργο ποὺ παρουσιάζουμε καὶ ἀπὸ ἄλλα ἔργα τοῦ συγγραφέως.
Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν πνευματικὴ συγκρότηση τῶν νέων, γιὰ τὴν ἠθική τους ὁλοκλήρωση, ἦταν τὸ πρῶτο γνώρισμα τῆς στάσεως τῶν γονέων. Τὰ σχέδιά τους γιὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον περιορίζονταν στὸ νὰ ἐπιτύχουν ἐπαγγελματικὰ στὴ ζωή, στὸ νὰ εὐημερήσουν. Πρακτικοί, ὑλόφρονες καὶ ἀτομικιστικοὶ εἶναι οἱ στόχοι. Στὰ πλαίσια αὐτῶν τῶν στόχων οἱ γονεῖς ἐφρόντιζαν νὰ ἐξασφαλίσουν ὅλες τὶς ὑλικὲς ἀνέσεις γιὰ τὰ παιδιά τους, δὲν ἐλογάριαζαν δὲ ἔξοδα καὶ κόπους καὶ θυσίες γιὰ νὰ βροῦν τὰ κατάλληλα σχολεῖα, τοὺς καλυτέρους διδασκάλους, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν τὰ παιδιὰ τὰ ἐφόδια ἐκεῖνα ποὺ θὰ τὰ βοηθοῦσαν στὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ καρριέρα τους. Ἡ μανία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὑλικῶν ἀγαθῶν ἦταν τὸ ἰσχυρότερο κίνητρο τῆς φροντίδος γιὰ τὰ παιδιά. Ἀντιμετωπίζονταν οἱ νέοι μονομερῶς σὰν νὰ ἦσαν σωματικὰ μόνον ὄντα, σὰν νὰ μὴν εἶχαν ψυχὴ ποὺ ἤθελε καὶ αὐτὴ τὴ φροντίδα της. Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα λοιπὸν τῆς μανίας γιὰ πλούτη καὶ γιὰ κοσμικὴ δόξα ἀνέπνεαν καὶ ἐμεγάλωναν τὰ παιδιά.
Ὅταν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀκούσει κανεὶς τοὺς γονεῖς νὰ συμβουλεύουν τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα, ἡ ἐπιχειρηματολογία τους εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ τάδε, ἐνῶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ ἄσημη οἰκογένεια, μὲ τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθε κατάφερε νὰ γίνει μέγας καὶ τρανός, νὰ πάρει σπουδαῖες θέσεις, νὰ γίνει πλούσιος, νὰ νυμφευθεῖ μὲ πλούσια γυναίκα, νὰ κτίσει ὡραῖο σπίτι. Ἄλλος πάλι μὲ τὶς γλῶσσες ποὺ ἔμαθε πῆρε σπουδαία θέση στὰ ἀνάκτορα καὶ ρυθμίζει αὐτὸς ὅλες τὶς ὑποθέσεις. Οἱ περισσότεροι προβάλλουν σὰν παραδείγματα τοὺς ἐπιτυχημένους στὴ ζωή, «τοὺς ἐπὶ γῆς εὐδοκίμους». Στὶς εὔπλαστες ἔτσι καὶ δεκτικὲς ψυχὲς τῶν νέων οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς εἰσάγουν δυὸ μεγάλα κακά, δυὸ τυραννικοὺς ἔρωτες, τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων, τοῦ πλούτου, καὶ τὸν ἔρωτα τῆς κοσμικῆς δόξας, τῆς κοινωνικῆς ἀνόδου, θὰ λέγαμε σήμερα. Διαστρέφονται ἔτσι οἱ νέοι καὶ γίνονται ὑλόφρονες καὶ ματαιόδοξοι. Ἡ διαστροφὴ τῶν νέων σ᾿ αὐτὸ ὀφείλεται ἀποκλειστικά, παρατηρεῖ ὁ μέγας παιδαγωγός, στὴ μανία γιὰ τὰ βιωτικὰ ἀγαθά· «Οὐδαμόθεν τὴν διαστροφὴν γίνεσθαι τῶν παίδων, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς περὶ τὰ βιωτικὰ μανίας».
Ὅλοι οἱ γονεῖς ἐφρόντιζαν, λέγει, νὰ ἐξασφαλίσουν πλούτη, καὶ ἐνδυμασία, καὶ ὑπηρέτες, καὶ οἰκόπεδα. Τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἐφρόντιζαν ἦταν ἡ ψυχικὴ καλλιέργεια, τὸ νὰ γίνει ὁ νέος ἐνάρετος καὶ εὐσεβής. Ἀντιθέτως μάλιστα τὶς ἀρετὲς τὶς θεωροῦσαν ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίες. Ἐπικρατοῦσε μία πλήρης ἀντιστροφὴ τῶν ἀξιῶν. Οἱ κακίες ἐπῆραν τὰ ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ ἀρετὲς τὰ ὀνόματα τῶν κακιῶν. Ὁ ἔρωτας τῆς δόξης ὀνομαζόταν μεγαλοψυχία, τοῦ πλουτισμοῦ ἐλευθερία, ἡ αὐθάδεια ὀνομαζόταν παρρησία, ἡ ἀδικία ἀνδρεία. Ἀντίθετα ἡ σωφροσύνη ἐθεωρεῖτο χωριατιά, ἡ ἐπιείκεια δειλία, ἡ δικαιοσύνη ἀνανδρία, ἡ ἀνεξικακία ἀσθένεια καὶ ἡ ταπείνωση δουλοπρέπεια.
Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ σύγχυση τίποτε τὸ σαφὲς καὶ σταθερὸ δὲν ὑπῆρχε. Οὔτε δικαστήρια, οὔτε νόμοι, οὔτε σχολεῖα ἠμποροῦσαν νὰ βοηθήσουν. Τοὺς δικαστὲς τοὺς διέφθειραν οἱ πλούσιοι μὲ τὰ χρήματα, οἱ δὲ διδάσκαλοι ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴν ἀμοιβή τους· «Οὐδὲν ὄφελος δικαστηρίων, οὐδὲ νόμων, οὐδὲ παιδαγωγῶν, οὐ πατέρων, οὐκ ἀκολούθων, οὐ διδασκάλων· τοὺς μὲν γὰρ ἴσχυσαν διαφθεῖραι χρήμασιν, οἱ δ᾿ ὅπως αὐτοῖς μισθὸς γένοιτο ὁρῶσι». Ὅσοι ἀνησυχοῦσαν γι᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἢ παρεπλανῶντο μὲ καθησυχαστικὰ κηρύγματα ἢ δὲν μιλοῦσαν, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τὴν δύναμη τῶν ἀκολάστων.
Ἡ ἠθικὴ ἀσυδοσία καὶ οἱ κοινωνικὲς ἀναταραχὲς ὀφείλονται κατὰ τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο στὴν ἐσφαλμένη φροντίδα γιὰ τὰ παιδιά, στὴν παραμέληση τῆς ψυχικῆς τους καλλιέργειας· «Τοῦτό ἐστι, ὃ τὴν οἰκουμένην ἀνατρέπει πᾶσαν, ὅτι τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων, καὶ τῶν μὲν κτημάτων αὐτῶν ἐπιμελούμεθα, τῆς δὲ ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν». Δὲν διστάζει γι᾿ αὐτὸ νὰ ὀνομάσει ἐγκληματικὴ αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία τῶν γονέων γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν· εἶναι παιδοκτόνοι, φονεῖς τῶν παιδιῶν τους, ὅσοι τὰ ἐφοδιάζουν μὲ τυραννικὰ πάθη, μὲ κακίες ποὺ σκοτώνουν καὶ τυραννοῦν καθημερινῶς τὴν ψυχή τους8.
Ἡ κοινωνία δὲν πάσχει ἀπὸ ἔλλειψη ἐπιτηδείων ἐπιχειρηματιῶν, ἀπὸ ἔλλειψη ἐγγραμμάτων καὶ σπουδασμένων, πάσχει ἀπὸ ἔλλειψη ἐναρέτων ἀνθρώπων. Πάσχει, γιατὶ ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τοὺς ἐπιτηδείους, οἱ ὁποῖοι προκειμένου νὰ αὐξήσουν τὰ πλούτη καὶ νὰ σιγουρέψουν τὴν καλοπέρασή τους, εἶναι ἀδίστακτοι. Πάσχει, γιατὶ οἱ ἀρχομανεῖς στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀνέλθουν ἀναστατώνουν τὸ πᾶν. Πάσχει, γιατὶ ἡ ἀπόκτηση πολυτελῶν οἰκιῶν καὶ ἀνέσεων ἔχει γίνει ὁ μοναδικὸς στόχος. Εἰς αὐτὸ ὀφείλεται ἡ κοινωνικὴ κακοδαιμονία, αὐτοὶ καταστρέφουν τὴν ἁρμονικὴ κοινωνικὴ συμβίωση καὶ ὄχι ὅσοι ζοῦν μὲ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα· «Τοῦτο γάρ ἐστι, τοῦτο ὅπερ πάντα ἀπολώλεκεν, ὅτι πράγμα οὕτως ἀναγκαῖον, καὶ τὴν ἡμετέραν συνέχον ζωήν, περιττὸν εἶναι καὶ πάρεργον δοκεῖ». Καὶ τὸ ἀναγκαῖο καὶ συνεκτικὸ αὐτὸ τῆς κοινωνίας πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ψυχικὴ καλλιέργεια.
Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ δυὸ πάθη καὶ ἕνα ἄλλο ἐξ ἴσου τυραννικὸ καὶ ἐπικίνδυνο, ἢ μᾶλλον περισσότερο ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν εὔφλεκτη νεότητα, κυριαρχοῦσε στὸ κλίμα τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων. Ὁ πανσεξουαλισμός, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ἡ διέγερση δηλαδὴ καὶ ἡ ἰκανοποίηση τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ὁ ἔρωτας τῆς σάρκας. Διστάζει ὁ ἱερὸς πατὴρ νὰ ἀναφερθεῖ στὸ θέμα αὐτό, σ᾿ αὐτὸν τὸν τόσο ἱερὸ χῶρο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ποὺ εἶχε καταντήσει ὁ πιὸ βρωμερὸς χῶρος, τόσο βρωμερός, ὥστε νὰ εἶναι τῆς μόδας καὶ νὰ μὴ προκαλοῦν ἀντίδραση ἀκόμη καὶ οἱ σαρκικὲς σχέσεις μεταξὺ προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου. Ξεπερνάει ὅμως τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὴν ἐντροπή του, γιὰ νὰ ἐλέγξει καὶ νὰ καυτηριάσει τὴν ἀδιαφορία ὅλων τῶν ὑπευθύνων φορέων τῆς ἀγωγῆς, μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνατροπὴ ὄχι μόνον τῶν ἠθικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν φυσικῶν νόμων. Ἀπορεῖ δὲ καὶ ὁ ἴδιος, μαζὺ μὲ τὴν ἔκφραση τῆς ἀπορίας πολλῶν ἄλλων, πῶς ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ τόσο πολὺ καὶ ἀνέχεται αὐτὴν τὴν ἀποκτήνωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ δὲν στέλνει φωτιὰ γιὰ νὰ κάψει τὴν πόλη τῆς Ἀντιοχείας, ὅπως ἄλλοτε τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα.
Μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὸν ἠθικὸ ἐκτραχηλισμὸ ἀποδίδει στὸ θέατρο, τὸ θεματολόγιο τοῦ ὁποίου κυρίως ἐκαλύπτετο ἀπὸ ὑποθέσεις πορνειῶν καὶ μοιχειῶν, ἀπὸ ὑποθέσεις πορνό· «Καὶ γὰρ καὶ μοιχεῖαι καὶ γάμων ἐκεῖ κλοπαὶ καὶ γυναῖκες ἐκεῖ πορνευόμεναι, ἄνδρες ἠταιρηκότες, νέοι μαλακιζόμενοι, πάντα παρανομίας μεστά, πάντα τερατωδίας, πάντα αἰσχύνης», παρατηρεῖ ἐπὶ λέξει9.
Οἱ τρεῖς λοιπὸν ἔρωτες, τῶν χρημάτων, τῆς δόξας, καὶ τῆς σάρκας κυριαρχοῦσαν στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρυσοστόμου καὶ καθόριζαν καὶ τὶς ἀρχὲς πρὸς τὶς ὁποῖες ἦταν προσανατολισμένη ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ κρίνει στὴν πραγματεία του «Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων», ὅπου δίνει κατευθύνσεις γιὰ τὴν ὀρθὴ πορεία τῆς ἀγωγῆς.

3. Τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Ἡ ματαιοδοξία

Στὸ πρῶτο τμῆμα τῆς πραγματείας, τὸ περὶ κενοδοξίας, δείχνει ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα πράξη ζωῆς, ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως τῶν μελῶν τῆς ὁμάδος, μέσα στὴν ὁποίαν ἀναπτύσσεται ὁ νέος. Στὸ κλίμα τῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς ὁμάδος ἀναπνέει καὶ ἀναπτύσσεται ὁ νέος, καὶ ἀναποτρέπτως ἡ ἠθική του ποιότητα, ἡ πνευματική του ὀντότητα, προσδιορίζονται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα. Τὴν νοσηρότητα τοῦ κλίματος αὐτοῦ ἐντοπίζει ὁ Χρυσόστομος στὴν κενοδοξία, στὴ ματαιοδοξία δηλαδή, στὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ ἀξιοπρέπειας καὶ στὴ συνδεδεμένη μὲ αὐτὴ τάση γιὰ ἐπίδειξη πλούτου, ἐνδυμάτων, σπιτιῶν, ἐπιπλώσεων.
Ἀναφέρεται κατ᾿ ἀρχὴν στὴ συνήθεια ποὺ εἶχε ἐπικρατήσει μεταξὺ τῶν πλουσίων νὰ κάμνουν ἐπίδειξη τῶν οἰκονομικῶν τους δυνατοτήτων, χρηματοδοτώντας θεατρικὲς παραστάσεις ἢ ὀργανώνοντας ἀγώνες ἱπποδρόμου. Κίνητρο γι᾿ αὐτὰ ἦταν τὰ χειροκροτήματα, οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, ἡ δόξα. Ὁ ἀνταγωνισμὸς αὐτὸς στὴν ἐπίδειξη οἰκονομικῆς δυνάμεως εἶχε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μερικοὶ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ δυσφημισθοῦν, ἔφθαναν στὴν πτώχευση καὶ στὴν ἀθλιότητα, σκορπώντας τὰ χρήματά τους ἀλόγιστα σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ πέθαιναν ἀπὸ τὴν πείνα.
Ἡ τάση ὅμως αὐτὴ γιὰ ἐπίδειξη δὲν ἦταν γνώρισμα ὀλίγων πλουσίων μόνον· εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀκόμη καὶ οἱ φτωχοὶ ἐφρόντιζαν νὰ ἀγοράζουν τὰ καλύτερα ἐνδύματα, τὰ καλύτερα ἔπιπλα καὶ σκεύη, γιὰ νὰ ἐπιδεικνύονται. Ἀκόμη καὶ ὑπηρεσία εἰς τὸ σπίτι προσελάμβαναν, γιατὶ ἐνόμιζαν ὅτι ἡ αὐτοεξυπηρέτηση ἐμείωνε τὴν κοινωνική τους ὑπόσταση.
Πολλοί, ἐνῷ πεινοῦσαν, δὲν ἐφρόντιζαν γιὰ τὴ διατροφή τους παρὰ γιὰ τὴν κοινωνική τους ἀξιοπρέπεια, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι εἶναι κάτι, ὅτι εἶναι καλοστεκούμενοι. Ὁ ἰδανικὸς κοινωνικὸς τύπος, ὁ ἐπιτυχημένος, ὁ ἀξιοθαύμαστος δὲν ἦταν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ συνετός, ὁ πνευματικὰ καλλιεργημένος, ἀλλὰ ὁ πλούσιος, ὁ βολεμένος οἰκονομικά.
Ἀγανακτεῖ γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ Χρυσόστομος· ὅλα αὐτά, λέγει, εἶναι ἐξωτερικὰ καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, δὲν χαρακτηρίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἰδανικὸς ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρετή του. Ἡ ἀρετὴ δίνει ἀξιοπρέπεια, τιμὴ καὶ δόξα· «τοῦτο εὐσχημοσύνη, τοῦτο δόξα, τοῦτο τιμή». Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, συνδέοντας ἔτσι τὴν κενοδοξία μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, παρατηρεῖ ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ὅτι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μέσα στὸ νοσηρὸ αὐτὸ κλίμα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπ᾿ αὐτό.
Μόλις γεννηθεῖ τὸ παιδὶ οἱ γονεῖς κάνουν τὸ πᾶν, ὄχι γιὰ νὰ βροῦν τὸν κατάλληλο τρόπο τῆς διαπαιδαγώγησής του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ καλλωπίσουν, νὰ τὸ ντύσουν, καὶ νὰ τοῦ ἀγοράσουν χρυσαφικά. Δὲν φροντίζουν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ αὐτὴ τὴ μανία, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἰσάγουν τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ἀνώφελα πράγματα. Καὶ εἶναι ἡ παιδικὴ ἠλικία, ἡ πρώτη ἡλικία, τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ νὰ φυτεύσει κανεὶς εἴτε τὴν ἀρετὴ εἴτε τὴν κακία. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων, ὅταν ἀμελοῦν γιὰ τὴν ὀρθὴ καὶ ἔγκαιρη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους.

4. Τὸ ἔγκαιρο τῆς ἀγωγῆς

Οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν, λέγει, εἶναι μαλακὲς καὶ τρυφερές· ὅταν ἐντυπωθοῦν ἐπάνω τοὺς τὰ καλὰ διδάγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἐξαλείψει, ὅταν στὴ συνέχεια γίνουν σκληρὲς σὰν σφραγίδα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ κερί. Τὸ μαλακὸ πράγμα παίρνει ὁποιοδήποτε σχῆμα, γιατὶ δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμη σταθερὴ δική του μορφή. Μοιάζουν ἀκόμη οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν μὲ πίνακες ζωγραφικῆς ἢ μὲ ἀγάλματα. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ ἐκ μέρους τῶν ζωγράφων καὶ πολλὴ ἐπιμέλεια γιὰ νὰ φιλοτεχνήσουν ἕνα πίνακα ὡραῖο. Οἱ γλύπτες πάλι μὲ πολλὴ ὑπομονὴ ἀφαιροῦν τὰ περιττὰ καὶ προσθέτουν ὅ,τι πρέπει, γιὰ νὰ παρουσιάσουν τὸ ἔργο ποὺ ἐπιθυμοῦν. Δὲν ὑπάρχει θαυμασιότερο ὑλικὸ γιὰ φιλοτέχνηση ἀπὸ τὶς παιδικὲς ψυχές, ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ γίνει ἐγκαίρως. Κατασκευάζουν οἱ γονεῖς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ζωντανὰ ἀγάλματα.
Στὴ συνέχεια παρομοιάζει τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ σὰν μία πόλη καινούργια, καὶ τὸν γονέα σὰν τὸν βασιλέα αὐτῆς τῆς πόλεως, ποὺ ἀποστολή του εἶναι νὰ θέσει νόμους καὶ νὰ ὀργανώσει αὐτὴν τὴν πολιτεία, ὥστε νὰ μὴ καταστραφεῖ ἀπὸ τὴ δράση τῶν κακοποιῶν καὶ ἀναρχικῶν στοιχείων. Ποικίλες τάσεις καὶ κλίσεις καὶ δυνάμεις, ἀγαθὲς καὶ κακές, ἀγωνίζονται νὰ ἀποκτήσουν ἐρείσματα καὶ νὰ ἐμπεδώσουν τὴν κυριαρχία τους μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ. Στὴν καινούργια αὐτὴ πόλη οἱ γονεῖς εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ βάλουν τοὺς νόμους· καὶ εἶναι εὔκολο τὸ ἔργο αὐτὸ στὴν παιδικὴ ἡλικία, διότι ἄπειρα καὶ εὐπειθῆ ὅπως εἶναι τὰ παιδιὰ συμμορφώνονται εὔκολα. Ὅταν μεγαλώσουν, εἶναι δύσκολο πολὺ τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς οἰκοδομῆς, τοῦ κτισίματος τοῦ ψυχικοῦ τους κόσμου.

5. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ μορφωτικοῦ ὑλικοῦ. Αὐστηρότητα

Γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἡ ὀργάνωση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ, πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ ἐλέγχεται τί μπαίνει μέσα εἰς αὐτήν, τί μορφωτικὸ ὑλικὸ προσφέρεται. Ἡ ἐπιλογὴ λοιπὸν τοῦ μορφωτικοῦ ὑλικοῦ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία. Ἐποπτικῶς τὸν ἔλεγχο αὐτὸ τὸν παρουσιάζει ὁ Χρυσόστομος ὡς ἑξῆς. Τῆς ψυχικῆς πολιτείας τοῦ παιδιοῦ τεῖχος εἶναι τὸ σῶμα, πύλες δὲ οἱ πέντε αἰσθήσεις. Ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις εἰσέρχονται ὅλες οἱ ἐντυπώσεις καὶ οἱ ἐρεθισμοὶ ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἂν ἀνεξέλεγκτα ἀφήσουμε ἀπὸ τὶς πύλες αὐτὲς νὰ περνοῦν ὅλες οἱ ἐντυπώσεις, ἡ πόλη ὁπωσδήποτε θὰ ἁλωθεῖ καὶ θὰ καταστραφεῖ, διότι ἡ δύναμη ἀντιδράσεως τοῦ παιδιοῦ δὲν εἶναι μεγάλη.
Στὴ συνέχεια μὲ τὸ νὰ καθορίζει πῶς θὰ ἐλέγχουμε κάθε αἴσθηση ξεχωριστά, τί πρέπει νὰ βλέπει τὸ παιδί, νὰ ἀκούει, νὰ λέει, νὰ γεύεται καὶ νὰ ἐγγίζει, καλύπτει τὸ ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς πραγματείας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ παρουσίαση ὅλων αὐτῶν τῶν συστάσεων εἶναι ἐκτενής, θὰ ἀναφέρουμε μερικὲς μόνον.
Ἡ αὐστηρότητα εἶναι οὐσιώδης παράγων ἐπιτυχίας τοῦ παιδαγωγικοῦ ἔργου. Αὐστηρότητα ὅμως μετρημένη καὶ συνεπής, ἡ ὁποία οὔτε σὲ μόνιμη βαναυσότητα καταλήγει οὔτε ὅμως ἀφήνει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι πλαστή. Ὁ συνεχὴς ξυλοδαρμὸς π.χ. δὲν εἶναι ὀρθὸς τρόπος ἐπιβολῆς ποινῶν· συνηθίζει τὸ παιδὶ τὸ ξύλο καὶ δὲν συνετίζεται. Ἡ ἀπειλὴ γιὰ ἐπιβολὴ τιμωρίας, ἡ ὁποία κάπου-κάπου θὰ ἐπιβάλλεται, ὥστε νὰ φοβᾶται τὸ παιδὶ τὴν τιμωρία καὶ νὰ μὴ νομίσει ὅτι εἶναι μόνο λόγια, εἶναι ὁ πλέον ἐνδεδειγμένος τρόπος ἐπιβολῆς τιμωριῶν. Συνεχὴς αὐστηρότητα δὲν ἐπιτρέπεται, διότι ἐκ φύσεως ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται χαλαρότητα καὶ ἄνεση· «Ὅταν μέντοι ἴδης ἀπὸ τοῦ φόβου κερδάναντα, ἄνες· δεῖ γὰρ τίνος φύσει τῇ ἡμετέρᾳ καὶ ἀνέσεως».
Ἰδιαιτέρως ἐπιμένει στὸ θέμα τῆς φροντίδος γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ ἀκούει καὶ τί πρέπει νὰ βλέπει τὸ παιδί. Ὅσα δὲ ἐν προκειμένῳ λέγει ἰσχύουν ἀπείρως περισσότερο γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν σημερινῶν νέων, διότι τὰ μέσα πληροφορήσεως καὶ ἐνημερώσεως, βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση πολιορκοῦν ὄντως τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὅραση τῶν νέων, ποὺ γίνονται πύλες γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν νέων, τελείως ἀνεξέλεγκτα, χαμηλῆς ποιότητος ἢ καὶ ἐπικίνδυνο ἠθικῶς ὑλικό.
Ὅπως τὰ φυτά, λέγει, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ περισσότερη φροντίδα, ὅταν εἶναι τρυφερὰ καὶ ἀπαλά, ἔτσι καὶ τὰ παιδιά. Πρέπει νὰ προσέχουμε τὶς συναναστροφές τους, γιὰ νὰ ἐλέγχουμε τί λέγεται ἐκεῖ καὶ τί μαθαίνει τὸ παιδί. Δὲν πρέπει νὰ ἀφήσουμε στὸν ὁποιοδήποτε νὰ γίνει οἰκοδόμος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ παιδιοῦ μας. Ἱστορίες φλύαρες καὶ ἀνώφελες, ὅπως π.χ. «Ὁ τάδε ἀγάπησε τὴν τάδε· τὸ βασιλόπουλο καὶ ἡ βασιλοπούλα ἔκαναν αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο». Ὑπάρχουν μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἑλκυστικὲς διηγήσεις, οἱ ὁποῖες, ἂν προσφερθοῦν μὲ τὸ σωστὸ τρόπο, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ παιδιοῦ κρατοῦν ζωηρὸ καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ διδάσκουν. Ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος δίνει παραδείγματα σωστῆς προσφορᾶς αὐτῶν τῶν διηγήσεων.

6. Σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση

Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ὅσα λέγει γιὰ τὴν σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων, τὰ ὁποῖα βεβαίως βρίσκονται σὲ ἀντίθεση πρὸς ὅσα ἡ σημερινὴ ἐλευθεριάζουσα καὶ ἀχαλίνωτη βιοθεωρία καὶ παιδαγωγικὴ προβάλει. Ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας ἐπιτίθεται μὲ σφοδρότητα καὶ ἡ χαλιναγώγησή της εἶναι πολὺ δύσκολη. Συνιστᾶ νὰ ἀποφεύγονται τὰ αἰσχρὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ διεγείρουν τὴν ἐπιθυμία. Ὡς ἀντιστάθμισμα γιὰ τὴν ἀπώλεια αὐτῆς τῆς ψυχαγωγίας συνιστᾶ τὴ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν νέων πρὸς ἄλλες κατευθύνσεις· σὲ ἐκδρομές, ἐπισκέψεις πόλεων καὶ μουσείων, συναναστροφὲς μὲ πνευματικοὺς καὶ ἁγίους ἀνθρώπους.
Στὴν ἐποχή μας ἡ κατάσταση σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ εὑρίσκεται πλέον ἐκτὸς ἐλέγχου. Δὲν ἀρκεῖ ὁ καταιγισμὸς τῶν ἐντυπώσεων καὶ τῶν ἐρεθισμῶν ποὺ δέχονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ἀναίσχυντη ἐμφάνιση καὶ τὴν προκλητικὴ γύμνια ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ τείνει νὰ γίνει θεσμός, ὡς καὶ ἀπὸ τὴν πορνογραφικὴ ὑστερία ἰδιαίτερα τῶν καναλιῶν τῆς τηλεοράσεως, οἱ σοφοὶ παιδαγωγοὶ τῶν καιρῶν μας, οὐσιαστικὰ ὅμως καταστροφεῖς τῆς νεολαίας, προγραμματίζουν τὴν εἰσαγωγὴ στὰ σχολεῖα καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς «σεξουαλικῆς διαπαιδαγώγησης». Ἡ σοφὴ παιδαγωγικὴ παράδοση τῶν Πατέρων μας στὸ θέμα αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει τοὺς ἐρεθισμοὺς καὶ τὶς ἐντυπώσεις, ὥστε οἱ νέοι κατὰ τὸ δυνατὸν ἤρεμοι καὶ ἀπερίσπαστοι νὰ ἀσχοληθοῦν δημιουργικὰ μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν μάθηση ἀφ᾿ ἑνός, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου νὰ γευθοῦν τὶς χαρὲς αὐτῆς τῆς περιοχῆς μέσα στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος ἔτσι καὶ σὲ φυσικὸ ἐπίπεδο παραμένει πηγὴ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Οἱ σημερινοὶ ἀπαίδευτοι παιδαγωγοὶ δὲν ἀφήνουν ἥσυχους τοὺς νέους οὔτε μέσα στὸ σχολεῖο, ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἀποκλεισθῇ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ ἐρεθισμοί, γιὰ νὰ λειτουργεῖ ἡ παιδεία ὡς εὐγενικὴ διέξοδος καὶ κατάλληλος ἐργαστηριακὸς χῶρος γιὰ τὴ σπουδὴ καὶ τὴ μάθηση. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς εἶναι πρόσωπα ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ καλλιεργημένα, ὥστε νὰ ἀναλάβουν μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη τὸ ἔργο αὐτό; Καὶ πόσοι ἀπὸ τοὺς γονεῖς θὰ δέχονταν εὐχαρίστως αὐτὴ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἱερὴ καὶ προσωπικὴ περιοχὴ τῶν παιδιῶν τους νὰ κακοποιηθεῖ καὶ νὰ διαστραφεῖ στὰ χείλη καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ ὁποιουδήποτε δασκάλου, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ κουβαλᾷ στὸ θέμα αὐτὸ τὶς δικές του κακὲς ἐμπειρίες καὶ γνῶμες, ἀκόμη καὶ διαστροφές; Καὶ τί θὰ ἀπομείνει νὰ μάθουν καὶ νὰ γευθοῦν οἱ νέοι μέσα στὸ γάμο, ὅταν τὰ μαθαίνουν καὶ τὰ γεύονται ἔξω ἀπὸ αὐτόν; Γι᾿ αὐτὸ ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια ἔχουν χάσει στὶς ἡμέρες μας κάθε γοητεία καὶ ἕλξη, ἀφοῦ τελικῶς αὐτὸς ὁ ἱερὸς καὶ μοναδικὸς καὶ προσωπικὸς δεσμὸς δυὸ ἀνθρώπων ἑτερόφυλων κατήντησε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς δεσμοὺς ποὺ εἶχαν πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ἄνδρας καὶ γυναίκα, συγκριτικὰ μάλιστα σὲ χειρότερη θέση, ἀφοῦ συνδέεται μὲ τὰ προβλήματα τῆς ἀναγκαστικῆς συμβίωσης καὶ τῶν ποικίλων δεσμεύσεων.
Δὲν χρειάζεται διδασκαλία εἰς τὰ τοῦ γάμου. Εἶναι αὐτάρκης διδάσκαλος ἡ φύση. Ἀκριβῶς ὅπως δὲν χρειάζεται νὰ μάθουμε πῶς θὰ φᾶμε, καὶ πῶς θὰ πιοῦμε καὶ πῶς θὰ κοιμηθοῦμε10. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Γενεὲς γενεῶν ἀνθρώπων ἔκαναν γάμους καὶ οἰκογένειες, καὶ μάλιστα εὐτυχισμένες καὶ σταθερές, χωρὶς σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἀκόμη τορπίλη στὰ θεμέλια τῆς παιδείας καὶ τῆς οἰκογενείας. Τελικῶς πιστεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι ὁ γάμος σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶναι ἀπὸ τὰ προσφορότερα μέσα ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς σεξουαλικῆς ἐπιθυμίας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία μέσα στὸ γάμο.

Ἐπίλογος

Ἡ σταχυολόγηση τῶν λίγων αὐτῶν στοιχείων ἀπὸ τὴν παιδαγωγικὴ πραγματεία τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία περιέχει καὶ ἄλλα ἐξ ἴσου σπουδαῖα καὶ ὠφέλιμα, δείχνει τὴν μεγάλη εὐαισθησία τοῦ ἱεροῦ πατρὸς στὰ θέματα τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων καὶ τὴ βαθειὰ γνώση αὐτῶν τῶν προβλημάτων. Ἡ ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος, τὸ ἔγκαιρο τῆς ἀγωγῆς, ὁ τρόπος ἐπιβολῆς τῆς τιμωρίας, ἡ ἐπιλογὴ αὐτῶν ποὺ βλέπει καὶ ἀκούει ὁ νέος, ἡ προσοχὴ στὴ σεξουαλικὴ ἀγωγή του, εἶναι θέματα ποὺ προβληματίζουν καὶ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς καὶ τοὺς σημερινοὺς παιδαγωγούς. Οἱ συστάσεις τοῦ φωτισμένου παιδαγωγοῦ εἶναι χρήσιμες γιὰ ὅλους μας.

Σημειώσεις

1. Ὡς μία πρώτη καλὴ προσπάθεια μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ αὐτὴ τοῦ Π. Στάμου, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε τὸ ὑλικὸ αὐτὸ στὸ ἔργο του, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι περὶ τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, Ἀθῆναι 1962. Γενικὴ ἐπίσης παρουσίαση τῶν παιδαγωγικῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ πατρὸς ὑπάρχει στὴ μελέτη τοῦ Α. Κ. Danassis, Johannes Chrysostomus. Pädagogisch-psychologische Ideen in seinem Werk, Bonn 1971.
2. Βλ. σχετικῶς Chr. Baur, Johannes Chrysostomus und seine Zeit, τόμ. l. Munchen 1929, σελ. 143. Δ. Μωραΐτου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου Παιδαγωγικά, Βιβλιοθήκη Παπύρου 96, Ἀθῆναι 1940, σελ. 19.
3. Β. Ἐξάρχου, «Ἡ γνησιότης τῆς πραγματείας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων», Θεολογία 19 (1941-1948) 153-170, 340-355, 559-571. Στὶς ἀπόψεις τοῦ Β. Ἐξάρχου ἀντιτάχθηκε ὁ Δ. Μωραΐτης, «Ἡ γνησιότης τῆς πραγματείας περὶ κενοδοξίας», Θεολογία 19 (1941-1948) 718-733.
4. Β. Exarchos, Joh. Chrysostomus, Uber Hoffart und Kindererziehung, Munchen 1914.
5. Α.Μ. Malingrey, Jean Chrysostom, Sur la vaine gloire et l᾿ education des enfants, Sources Chretiennes 188, Paris 1972.
6. Βλ. ΕΠΕ, τόμ. 30.
7. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσοστομος ὡς ρήτωρ καὶ διδάσκαλος, Τεργέστη 1898, σελ. 38: «Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπευθύνεται πρὸς πάσαν ἐποχὴν καὶ πρὸς πάσαν γενεάν. Πάντες δύνανται νὰ διδαχθῶσι παρ᾿ αὐτοῦ, πάντες ἐν τὴ οἰκογενείᾳ, ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ἐν τῇ πολιτείᾳ, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ δὴ καὶ ἐν τῷ κατ᾿ ἰδίαν βίῳ».
8. Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας 3, 4, PG 47,356: «Οὐκ ἀπεικότως τῶν παιδοκτόνων χείρους ἂν εἴποιμεν εἶναι. Οὐδὲ γὰρ ἔστιν οὕτω δεινὸν ἀκονῆσαι ξίφος, καὶ δεξιὰν ὀπλίσαι καὶ εἰς αὐτὸν τοῦ παιδὸς βαπτίσαι τὸν λαιμόν, ὡς τὸ ψυχὴν ἀπολέσαι καὶ διαφθεῖραι· ταύτης γὰρ ἡμῖν ἴσον οὐδέν».
9. Βλ. σχετικῶς ἰδικάν μας μελέτην. Ψυχαγωγία· κοσμικὴ καὶ χριστιανική, Θεσσαλονίκη 1994.
10. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Παρθενίας 7, ΕΠΕ 9, 60: «Τούτου μὲν αὐτάρκης συνήγορος καὶ ἡ κοινὴ τῶν ἀνθρώπων φύσις ἐστὶν αὐτόματον τὴν πρὸς τὰ τοιαῦτα ῥοπὴν ἐντιθεῖσα πᾶσι τοῖς διὰ γάμου προϊοῦσιν εἰς γένεσιν».