Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 1 (Ποιος είναι ο θείος γνόφος)

Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος: Περί Μυστικής Θεολογίας - Κεφάλαιο 1 (Ποιος είναι ο θείος γνόφος)


ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ 
1. Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν· ἔνθα τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐγκεκάλυπται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστα τον ὑπερλάμποντα καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας.
Ἐμοὶ μὲν οὖν ταῦτα ηὔχθω· σὺ δέ, ὦ φίλε Τιμόθεε, τῇ περὶ τὰ μυστικὰ θεάματα συντόνῳ διατριβῇ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἀπόλειπε καὶ τὰς νοερὰς ἐνεργείας καὶ πάντα αἰσθητὰ καὶ νοητὰ καὶ πάντα οὐκ ὄντα καὶ ὄντα καὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν, ὡς ἐφικτόν, ἀγνώστως ἀνατάθητι τοῦ ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν καὶ γνῶσιν· τῇ γὰρ ἑαυτοῦ καὶ πάντων ἀσχέτῳ καὶ ἀπολύτῳ καθαρῶς ἐκστάσει πρὸς τὸν ὑπερούσιον τοῦ θείου σκότους ἀκτῖνα, πάντα ἀφελὼν καὶ ἐκ πάντων ἀπολυθείς, ἀναχθήσῃ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
1. Τριάς υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, που εφορεύεις επί της θεοσοφίας των Χριστιανών, οδήγησέ μας στην υπεράγνωστη και υπερφώτεινη και ακρότατη κορυφή των μυστικών Λογίων. οδήγησέ μας εκεί όπου είναι σκεπασμένα τα απλά και απόλυτα και αμετάβλητα μυστήρια της θεολογίας, στον υπέρφωτο γνόφο της κρυφιόμυστης σιγής που με το βαθύ του σκοτάδι υπερλάμπει υπερφανέστατα και, μένοντας ανέγγικτος κι αόρατος, γεμίζει με υπέρκαλη λάμψη τους τυφλωμένους νόες. 

Αυτή την προσευχή είχα να αναπέμψω εγώ. Εσύ δε, αγαπητέ Τιμόθεε, ασχολήσου έντονα με τα μυστικά θεάματα. άφησε τις αισθήσεις και τις νοερές ενέργειες, όλα τα αισθητά και τα νοητά, όλα τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι εφικτό ανυψώσου για να ενωθείς κατά τρόπο ακατάληπτο με αυτόν που είναι επάνω από κάθε ουσία και κάθε γνώση. Διότι, όταν έλθεις σε έκσταση, που θα σε ελευθερώσει τελείως από τον εαυτό σου και από όλα τα πράγματα, όταν αφαιρέσεις τα πάντα και απαλλαγείς από τα πάντα, θα αναχθείς στην υπερούσια ακτίνα του θείου σκότους. 

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
2. Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ· τούτους δέ φημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄντα ὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλ' οἰομένους εἰδέναι τῇ καθ' αὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρ τούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλον ἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶ τῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπ' αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
2. Πρόσεχε όμως να μην ακούσει κανένας αμύητος αυτά τα μυστικά. Κι εννοώ με τον όρο "αμύητοι" εκείνους που είναι εμπεπλεγμένοι στα αισθητά όντα και δεν φαντάζονται ότι υπάρχει κάτι υπερούσιο επάνω από τα όντα, αλλά νομίζουν ότι με την γνωστική τους ικανότητα μπορούν να γνωρίσουν αυτόν που έχει ορίσει το σκότος κρυψώνα του. Αν τώρα οι θείες μυσταγωγίες είναι επάνω από τις δυνάμεις των αμύητων, τι θα έλεγε κανείς για τους περισσότερο αμύστους, οι οποίοι την υπερκειμένη αιτία των όλων χαρακτηρίζουν με βάση τα χαμηλότερα όντα, κι ισχυρίζονται ότι δεν υπερέχει καθόλου από τα αθεϊστικά και πολύμορφα είδωλα που αυτοί κατασκευάζουν; Η αλήθεια είναι ότι πρέπει από το ένα μέρος ν' αποδίδωμε σ' αυτήν καταφατικά όλες τις θέσεις των όντων, σαν αιτία των όλων, κι από το άλλο σωστότερα να τις αποφάσκωμε όλες, με την πεποίθηση ότι υπερβαίνει τα πάντα, και να μη νομίζομε ότι οι απο-φάσεις αντίκενται στις κατα-φάσει, αλλά να νομίζομε ότι αυτή πολύ πρωτύτερα υπερβαίνει τις στερήσεις, διότι ευρίσκεται επάνω από κάθε αφαίρεση και θέση.


ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
3. Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίαν εἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συν τετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶ πολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶ ἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴν ὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶ ἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰ διαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασιν ὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγους οὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ» ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχ ἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶ αὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσιν ἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰς ἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας· εἶτα τῶν πολλῶν ἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ, θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτο δὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶ νοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷ πάντα ὑπερέχοντι, δι' ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσία δείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπων ἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντως μυστικόν, καθ' ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινα καὶ οὐδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇ πάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷ μηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
3. Με αυτή την έννοια λοιπόν λέγει ο θείος Βαρθολομαίος ότι η θεολογία είναι και πολλή και ελαχίστη, και ότι το ευαγγέλιο είναι από το ένα μέρος πλατύ και μεγάλο και από το άλλο συντετριμμένο. Εμένα μου φαίνεται ότι με αυτά τα λόγια εννοούσε υπερφυώς τούτο. ότι η αγαθή αιτία των πάντων είναι πολύλογη και συγχρόνως βραχύλογη και άφωνη, αφού δεν έχει ούτε λόγο ούτε νόηση, διότι υπέρκειται των όλων υπερουσίως και αποκαλύπτεται φανερά κι αληθινά μόνο σ' εκείνους που ξεπερνούν όλα τα ανόσια και τα καθαρά πράγματα, που υπερβαίνουν κάθε ύψωμα όλων των αγίων κορυφών, που εγκαταλείπουν πίσω τους όλα τα θεία φώτα, όλους τους ουρανίους ήχους και λόγους, για να εισδύσουν στον γνόφο, όπου πραγματικά ευρίσκεται ο επέκεινα των πάντων, όπως λέγουν τα Λόγια.

Πραγματικά ο θείος Μωυσής δεν παίρνει απλώς την εντολή να καθαρθεί πρώτα ο ίδιος κι έπειτα να χωρισθεί από τους ακαθάρτους. αλλά έπειτα από την τελεία κάθαρση ακούει τις πολύφωνες σάλπιγγες, βλέπει πολλά φώτα που στέλλουν αστραπτερές και πολύχυτες ακτίνες. Ύστερα χωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εγκρίτους ιερείς φθάνει στην κορυφή των θείων αναβάσεων. Κι εν τούτοις εκεί δεν συναντάται με τον ίδιο τον Θεό και δεν βλέπει αυτόν (διότι αυτός είναι αθέατος), αλλά τον τόπο όπου ευρίσκεται αυτός.

Τούτο νομίζω ότι σημαίνει ότι τα θεία και κορυφαία από τα οράματα και τα νοήματα είναι σπερματικοί λόγοι των πραγμάτων που είναι υποτεταγμένα στον υπέρτατο όλων, με τους οποίους φανερώνεται η επάνω από κάθε κατάληψη παρουσία των που επιβαίνει στις νοητές κορυφές των αγιοτάτων τόπων του. Τότε ο Μωυσής αποδεσμεύεται και από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στο γνόφο της αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγικτο και αόρατο, παραδίδεται ολόκληρος στο επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανένα άλλον. και, κατόπιν της ανενεργησίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε ανώτερο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μη γνωρίζει τίποτε, γνωρίζει πέρα από κάθε νόηση.            




Μέγας Βασίλειος: Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες

Μέγας Βασίλειος: Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες

Το θαυμάσιο τούτο κείμενο δε ξέρουμε ποιο χρόνο γράφηκε. Εκφωνήθηκε όμως στη μνήμη (9 Μαρτίου) των 40 Μαρτύρων, που το 320 θανατώθηκαν κατά το διωγμό του Λικινίου. Τους ιερούς αυτούς αθλητές, επειδή γενναία ομολόγησαν πίστη στον Χριστό, τους σύναξαν και τους έστησαν στην παγωμένη λίμνη στο κέντρο της Σεβάστειας. Ο Μέγας Βασίλειος, χάρη στις άριστες ιατρικές του γνώσεις, περιγράφει με τρόπο εκπληκτικό τις διεργασίες που συντελούνται στον ανθρώπινο οργανισμό από το ψύχος και το πάγωμα και πώς επέρχεται ο θάνατος. Πέραν όμως τούτου έχουμε στα μάτια μας ένα πολύ αρρενωπό κείμενο, έξοχα δομημένο, που δίνει ανάγλυφη τη θεολογία του μαρτυρίου, τη σημασία που αυτό έχει για τον ίδιο το μάρτυρα, για τους λοιπούς πιστούς και για την Εκκλησία γενικά.

1. Πώς θα μπορούσε να υπάρξει κορεσμός από τη μνήμη των μαρτύρων σ’ όποιον τους αγαπά; Γιατί η τιμή στους γενναίους από τους συνδούλους τους αποδεικνύει την καλή διάθεση προς τον κοινό Κύριο. Μια κι είναι φανερό πως όποιος παραδέχεται τους γενναίους άνδρες, δεν θα παραλείψει να τους μιμηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις.

Να μακαρίσεις ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις μάρτυρας κατά την προαίρεση, με αποτέλεσμα, χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγωμα, ν’ αξιωθείς τις ίδιες μ’ εκείνους ανταμοιβές. Εμείς, τώρα, δεν πρόκειται να θαυμάσουμε ούτε έναν, ούτε δυο μονάχα, ούτε στους δέκα φθάνει ο αριθμός αυτών που μακαρίζονται. Αλλά σαράντα άνδρες, που σαν να είχαν μια ψυχή σε ξεχωριστά σώματα, με μια σύμπνοια κι ομόνοια πίστης, μιαν εμφάνισαν και την καρτερία στα δεινά και την αντίσταση χάρη της αλήθειας. Όλοι όμοιοι ο καθένας στον άλλο, ίδιοι στη διάθεση κι ίδιοι στην άθληση. Γι’ αυτό και καταξιώθηκαν ισότιμα τα στεφάνια της δόξας. Ποιος λοιπόν λόγος θ’ απόδινε την αξία τους; Ούτε σαράντα γλώσσες δεν θ’ αρκούσαν ν’ ανυμνήσουν την αρετή τόσο μεγάλων ανδρών. Ενώ, ακόμα κι αν ένας ήταν ο θαυμαζόμενος, θ’ αρκούσε βέβαια να συντρίψει τη δύναμη των λόγων μας, πιο πολύ δε πλήθος τόσο, στρατιωτική φάλαγγα, παράταξη δυσκολοκαταγώνιστη, το ίδιο και σε πολέμους ανίκητη και σ’ επαίνους απρόσιτη.
2. Εμπρός λοιπόν, ας τους φέρουμε στη μέση, θυμίζοντας την ιστορία τους. Κι έτσι θα ωφεληθούν όλοι οι παρόντες, ατενίζοντας, σαν σε ζωγραφιά, τα λαμπρά κατορθώματα αυτών των ανδρών. Έτσι προβάλλουν και τα πολεμικά ανδραγαθήματα πολλές φορές οι ρήτορες κι οι ζωγράφοι. Οι πρώτοι, με τον στολισμένο απ’ αυτά λόγο τους. Οι άλλοι, αποδίνοντάς τα με τις ζωγραφιές τους. Με αποτέλεσμα, να κεντρίζουν προς την ανδρεία πολλούς κι οι μεν κι οι δε. Γιατί το ίδιο θέμα η προφορική ιστορία παριστάνει στην ακοή κι η ζωγραφική σιωπώντας εμφανίζει με την απεικόνιση. Έτσι λοιπόν κι εμείς ας ανακαλέσουμε στη μνήμη σας την αρετή αυτών των ανδρών. Και σαν να θέτουμε μπροστά στα μάτια σας τα κατορθώματά τους, ας κινήσουμε σε μίμησή τους όσους είναι γενναιότεροι κι έχουν ψυχική διάθεση πλησιέστερη στην ψυχική διάθεση εκείνων. Γιατί αυτό είναι το καλύτερο εγκώμιο των μαρτύρων, το να ωθεί και να προτρέπει κανείς προς την αρετή το εκκλησίασμα.
Άλλωστε, οι λόγοι που έχουν θέμα τους τους αγίους, δεν καταδέχονται να υπηρετούν στους κανόνες των κοσμικών εγκωμίων. Γιατί οι ρήτορες που επαινούν, αντλούν τα υμνητικά τους λόγια από κοσμικές αιτίες. Αλλά για όσους ο κόσμος έχει σταυρωθεί, αυτοί πώς είναι μπορετό ν’ αντλήσουν από τον κόσμο κάτι που θα τους δόξαζε; Δεν ήταν μια η πατρίδα στους αγίους. Ο ένας καταγόταν από εδώ, ο άλλος από εκεί. Τί λοιπόν; Θα πούμε ότι δεν είχαν πόλεις ή ότι ήταν πολίτες της οικουμένης; Όταν γίνεται κάποιος έρανος, ό,τι συνεισφέρει ο καθένας, καταντά κοινό κτήμα όλων όσοι πρόσφεραν στον έρανο. Έτσι και με τους μακαρίους αυτούς. Η πατρίδα του καθενός είναι κοινή για όλους κι όλοι μοιράζονται ο ένας με τον άλλο τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, απ’ όπου κι αν κατάγονται. Αλλά γιατί να κοιτάζουμε να βρούμε τις γενέτειρες που είναι στο χώμα, ενώ θα έπρεπε να σκεφθούμε ποια είναι η τωρινή τους πόλη;
Πόλη λοιπόν των μαρτύρων είναι η πόλη του Θεού, «που τεχνίτης και δημιουργός της είναι ο Θεός» (Εβρ. 11, 10), η άνω Ιερουσαλήμ, η ελεύθερη, η μητέρα του Παύλου και των ομοίων του. Κι ως προς το γένος, από ανθρώπινη μεν πλευρά, το ένα διαφέρει από το άλλο, ενώ από πνευματική πλευρά είναι ένα για όλους. Γιατί κοινό πατέρα έχουν το Θεό κι είναι όλοι αδελφοί, όχι επειδή γεννήθηκαν από έναν άνδρα και μια γυναίκα, αλλά γιατί συνδέθηκαν αρμονικά ο ένας με τον άλλο μέσα στην ομόνοια που χαρίζει η αγάπη, αφού τους ανέδειξε τέκνα Θεού το Πνεύμα. Σύνολο έτοιμο, μεγάλη συνδρομή όσων ανέκαθεν δοξάζουν τον Κύριο, χωρίς να έχουν συναθροισθεί ένας-ένας, αλλά αφού όλοι μαζί μετατέθηκαν. Και πώς μετατέθηκαν; Αυτοί, με το εντυπωσιακό σωματικό τους ανάστημα και με τα χρυσά τους νιάτα και με τη δύναμή τους αφού διακρίθηκαν ανάμεσα σε όλους τους συνομηλίκους τους, κατατάχθηκαν στο στρατό. Και χάρη στην πολεμική τους εμπειρία και την ανδρεία της ψυχής τους, τους τιμούσαν ήδη πρώτους-πρώτους οι βασιλιάδες κι είχαν βγάλει όνομα για την αρετή τους ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους.
3. Κι όταν εκδόθηκε και κυκλοφόρησε εκείνο το άθεο κι ασεβές διάταγμα, να μην ομολογεί κανείς το Χριστό, αλλιώς θα έπεφτε σε κίνδυνο. καθώς επισειόταν κάθε λογής τιμωρία και πολύς και θηριώδης ο θυμός από τους κριτές της αδικίας είχε κινηθεί κατά των πιστών χριστιανών. καθώς μηχανορραφίες και σκευωρίες πλέκονταν εναντίον τους κι ο νους κατέβαζε διάφορα είδη βασάνων. όταν οι βασανιστές δεν αποφεύγονταν, η φωτιά ήταν έτοιμη, το ξίφος είχε συρθεί πάνω στο ακόνι κι ο σταυρός είχε μπηχθεί στο χώμα. όταν ακόμα οι λάκκοι είχαν ανοιχθεί, ο τροχός ήταν στημένος και τα μαστίγια ήταν εκεί. όταν άλλοι τρέπονταν σε φυγή, άλλοι λύγιζαν κι άλλοι κλονίζονταν όταν μερικοί, πριν πάθουν τίποτα, τα έχαναν μπροστά σε μόνη την απειλή, άλλων δε, φθάνοντας σιμά στα δεινά, σάλεψε ο νους. όταν άλλοι, αφού κατέβηκαν στους αγώνες, κατόπιν δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στην επίπονη προσπάθεια ως το τέλος και τα παράτησαν όλα κάπου στη μέση της άθλησης και, όπως αυτούς που τους λαχαίνει φοβερή τρικυμία στο πέλαγος, βούλιαξαν μαζί με το φορτίο της υπομονής που είχαν ως εκείνη τη στιγμή. τότε λοιπόν αυτοί οι ανίκητοι και γενναίοι στρατιώτες του Χριστού πρόβαλαν στη μέση, ενώ ο άρχοντας έδειχνε το βασιλικό διάταγμα κι απαιτούσε υπακοή. 
Μ’ ελεύθερη φωνή, με θάρρος πολύ κι ανδρεία, δεν ζάρωσαν από το φόβο μπροστά σε ό,τι έβλεπαν, ούτε τρόμαξαν από τις απειλές, αλλά φώναξαν για να το ακούσουν όλοι πως ήταν χριστιανοί. Ω μακάριες γλώσσες απ’ όπου ανάβρυσε εκείνη η ιερή ομολογία, που ο αέρας σαν τη δέχθηκε άγιασε, οι δε άγγελοι ακούοντάς τη την επικρότησαν, ο διάβολος με τους δαίμονες τραυματίσθηκε απ’ αυτή, ο δε Κύριος στους ουρανούς την έγραψε για να μη χαθεί!
4. Είπαν λοιπόν ο καθένας, προχωρώντας στη μέση: Είμαι χριστιανός. Και συνέβη ό,τι κάνουν οι αθλητές στα στάδια, όπου πηγαίνουν να λάβουν μέρος στα αγωνίσματα λέγοντας συνάμα τα ονόματά τους και στον τόπο του αγωνίσματος καταλήγοντας. Έτσι κι αυτοί τότε. Αφού πέταξαν σαν άχρηστα τα ονόματα που είχαν αφ’ ότου γεννήθηκαν, έλεγαν σαν όνομά του ο καθένας τη λέξη που παράγεται από το όνομα του κοινού Σωτήρα (Χριστός - χριστιανός). Κι αυτό το έκαναν όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Έτσι, όλοι παρουσιάσθηκαν μ’ ένα όνομα. Γιατί πλέον δεν ήταν ο άλφα ή ο βήτα, αλλά όλοι φώναζαν σαν όνομά τους τη λέξη χριστιανός. Τί έκανε λοιπόν τότε ο άρχοντας; Ήταν άνθρωπος φοβερός και πολύτροπος, τόσο για να τους παρασύρει με καλοπιάσματα, όσο και για να τους μεταπείσει με απειλές. Αρχικά μεν τους έπαιρνε με το καλό, αποσκοπώντας να τους παραλύσει τη δύναμη της ευσέβειας. Μην προδώσετε τα νιάτα σας, τους έλεγε, μήτε με πρόωρο θάνατο ν’ αφήσετε αυτή τη γλυκεά ζωή. Γιατί δεν είναι σωστό οι συνηθισμένοι σε πολεμικές αριστείες να πεθαίνουν με το θάνατο των κακοποιών. Ακόμα, τους υποσχόταν και χρήματα. Κι άλλα τους πρόσφερνε, όπως βασιλικές τιμές κι απονομές αξιωμάτων και με χίλιες δυο επινοήσεις προσπαθούσε να τους εξουδετερώσει. Και καθώς δεν νικήθηκαν σ’ αυτή την απόπειρα, χρησιμοποίησε το άλλο είδος της παραπλάνησης. Τους απειλούσε με πλήγματα και θανάτους και βασανιστήρια αθεράπευτα. Κι αυτά μεν έκανε εκείνος. Των δε μαρτύρων ποια στάθηκε η συμπεριφορά; Τί, λέει, μας δελεάζεις, εχθρέ του Θεού, να φύγουμε από το Θεό το ζώντα και να είμαστε δούλοι σε καταστροφικούς δαίμονες, προσφέροντάς μας τα αγαθά σου; Δίνεις πολλά, γιατί πολλά πασχίζεις να μας αφαιρέσεις; Μισώ τη δωρεά που προξενεί ζημιά. Δεν δέχομαι την τιμή που γεννά ατίμωση. Προσφέρεις χρήματα που απομένουν εδώ στη γη, δόξα που σαν άνθος μαραίνεται. Με κάνεις γνώριμο στο βασιλιά, αλλά με αποξενώνεις από τον αληθινό βασιλιά. Γιατί, με φειδώ, λιγοστά από τα αγαθά του κόσμου προσφέρεις; Εμείς όλο τον κόσμο έχουμε καταφρονήσει. Απέναντι σ’ αυτά που ποθούμε κι ελπίζουμε, δεν έχουν αξία τα ορατά πράγματα. Βλέπεις αυτόν τον ουρανό πόσο ωραίος είναι στην όψη και τί απέραντος; Και τη γη, πόσο μεγάλη και τί θαυμαστά είναι όσα υπάρχουν σ’ αυτή; Τίποτ' απ’ αυτά δεν είναι ίσο με τη μακαριότητα των δικαίων. Γιατί αυτά φεύγουν και χάνονται, ενώ τα δικά μας μένουν. Μια χάρη ποθώ, το στεφάνι της δικαιοσύνης. Μια δόξα λογαριάζω με δέος, αυτήν που υπάρχει στη βασιλεία των ουρανών. Επιζητώ τιμή, αλλά την άνω και φοβάμαι την τιμωρία που είναι στη γέεννα. Εκείνη η φωτιά είναι για μένα φοβερή, ενώ αυτή που σεις με απειλείτε, είναι ομόδουλη. Γνωρίζει να σέβεται αυτούς που καταφρονούν τα είδωλα. Σαν βέλη νηπίων λογαριάζω τα πλήγματά σας. Γιατί το σώμα πλήττεις που, αν μεν αντέξει περισσότερο, λαμπρότερα στεφανώνεται. Αν δε πιο γρήγορα υποκύψει, φεύγει απαλλαγμένο από δικαστές τόσο βαναύσους που, ενώ σας ανατέθηκε να υπηρετείτε τα σώματα, επιδιώκετε να εξουσιάζετε και τις ψυχές. Σας πειράζει λοιπόν πολύ το ότι δεν σας τιμάμε περισσότερο από το Θεό και το θαρρείτε άκρα προσβολή για το πρόσωπό σας. Κι έτσι μας απειλείτε μ’ αυτές τις φοβερές τιμωρίες, καταλογίζοντάς μας σαν ενοχή την ευσέβεια. Αλλά δεν θα έχετε να κάνετε με δειλούς, ούτε με ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή τους, ούτε με ανθρώπους που εύκολα τρομάζουν και τα χάνουν. Εδώ πρόκειται για την αγάπη προς το Θεό. Λοιπόν, εμείς είμαστε έτοιμοι και στον τροχό να μας βάλετε και να μας στρεβλώσετε τα μέλη και να μας κάνετε παρανάλωμα της φωτιάς και γενικά κάθε είδους βασανιστήρια ν’ αντιμετωπίσουμε.
5. Κι αφού τους άκουσε εκείνος ο αλαζόνας και βάρβαρος, δεν βάσταξε το θάρρος των λόγων τους. Άναψε στο έπακρο από θυμό. Και συλλογιζόταν ποιο σατανικό τρόπο να βρει, ώστε να τους κάνει το θάνατο κι αργό και πικρό μαζί. Βρήκε λοιπόν κάτι πρωτότυπο και κοιτάχτε τι φοβερό. Έλαβε υπ' όψη τη φύση της χώρας, ότι ήταν παγερή. Και την εποχή του χρόνου, ότι ήταν χειμώνας. Παραφύλαξε τη νύχτα, όπου προ παντός το κακό γίνεται πιο αβάσταχτο, αφού άλλωστε έπνεε τότε βοριάς. Πρόσταξε λοιπόν να τους γυμνώσουν όλους στο ύπαιθρο, καταμεσίς της πόλης και να τους αφήσουν να πεθάνουν παγώνοντας. Και γνωρίζετε βέβαια όλοι όσοι έχετε πείρα του χειμώνα, πόσο ανυπόφορο είναι αυτό το είδος βασάνου. Κι ούτε είναι μπορετό να το παραστήσει κανείς σε άλλους, εξόν απ’ αυτούς που έχουν υπ’ όψη σχετικά παραδείγματα από την ίδια τους την πείρα. Το σώμα λοιπόν που βρέθηκε μέσα στο μεγάλο ψύχος, πρώτα ολάκερο γίνεται πελιδνό, καθώς πήζει το αίμα. Έπειτα κλονίζεται κι αναταράζεται, τα δόντια χτυπούν δυνατά, οι ίνες σπάζουν και χάνεται ο έλεγχος όλων των κινήσεων. Κι ένας κοφτερός πόνος, που δεν περιγράφεται και που φθάνει ως το μεδούλι των οστών, κάνει όσους παγώνουν να αισθάνονται απεριόριστη δυσφορία. Ύστερα το σώμα ακρωτηριάζεται, σαν να καίει και ν’ αποκόπτει τα άκρα η φωτιά. Γιατί η ζέστη διώχνεται από τα πέρατα του σώματος και φεύγει όλη μαζί στο βάθος κι έτσι αφήνει νεκρά τα μέρη απ’ όπου απομακρύνθηκε, τα δε άλλα, όπου συμμαζεύεται, τα κάνει να πονούν κι ο θάνατος, με το πάγωμα, επέρχεται λίγο-λίγο. Τότε λοιπόν στο ύπαιθρο να περάσουν τη νύχτα καταδικάσθηκαν, όταν η μεν λίμνη που γύρω της είναι η πόλη χτισμένη κι όπου οι άγιοι έκαναν αυτά τα κατορθώματα, έμοιαζε με γήπεδο ιπποδρομιών, έχοντας μεταμορφωθεί από τον πάγο. Το ψύχος την είχε κάνει σαν στερεό έδαφος κι οι περίοικοι μπορούσαν έτσι να περπατούν στην επιφάνειά της, χωρίς φόβο να βουλιάξουν. Τα δε ποτάμια που έρρεαν αέναα, αφού δέθηκαν από το πάγωμα, σταμάτησαν το ρου τους. Κι η ρευστή φύση του νερού άλλαξε κι έγινε σκληρή σαν πέτρα. Του δε βοριά οι ψυχρότατες πνοές κάθε έμψυχο το ωθούσαν στο θάνατο.
6. Τότε λοιπόν, σαν άκουσαν το πρόσταγμα (και βλέπε εδώ των ανδρών αυτών το ανίκητο φρόνημα), μετά χαράς πέταξαν κατά γης ο καθένας και τον τελευταίο χιτώνα. Κι όρμησαν προς το θάνατο που αιτία του ήταν το ψύχος, προτρέποντας ο ένας τον άλλο, σαν ν’ άρπαζαν λάφυρα. Δεν αποβάλλουμε, έλεγαν, ιμάτιο, αλλά τον παλαιόν άνθρωπο ξεντυνόμαστε, «που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4, 22). Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που μαζί μ’ αυτό το ιμάτιο αποβάλλουμε και την αμαρτία. Αφού εξ αιτίας του φιδιού ντυθήκαμε (πρβλ. Γεν. 3, 21), ας γδυθούμε χάρη στον Χριστό. Ας μην κρατήσουμε πάνω μας ιμάτια για τον παράδεισο που χάσαμε. Τί ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο; Γδύθηκε κι ο Κύριός μας. Είναι τόσο σπουδαίο για το δούλο να πάθει ό,τι κι ο Κύριος; Άλλωστε και τον ίδιο τον Κύριο εμείς είμαστε που τον γδύσαμε. Γιατί εκείνο το τόλμημα στρατιώτες το έπραξαν. Εκείνοι τον έγδυσαν και «διεμερίσαντο τα ιμάτια» (Ματθ. 27, 35). Λοιπόν, κατηγορία γραμμένη εναντίον μας ας τη σβήσουμε οι ίδιοι. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Γεμάτο πόνο το πάγωμα, αλλά ευχάριστη η ανάπαυση. Λίγο ας περιμένουμε και θα βρεθούμε στη θαλπωρή της αγκάλης του πατριάρχη Αβραάμ. Με μια και μόνη νύχτα, ας κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα. Ας καεί το πόδι, για να κροτεί χορευτικά μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα. Ας πέσει το χέρι, για να έχει θάρρος να υψώνεται δεητικά προς τον Κύριο. Πόσοι από τους συναδέλφους μας στο στρατό έπεσαν στη μάχη για ν’ αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε βασιλιά φθαρτό; Κι εμείς, χάρη της πίστης στον αληθινό βασιλιά, θα λογαριάσουμε αυτή τη ζωή; Πόσοι υποβλήθηκαν στο θάνατο των κακοποιών, αφού καταδικάσθηκαν για τα εγκλήματά τους; Κι εμείς, για χάρη της δικαιοσύνης, δεν θα υποφέρουμε το θάνατο; Ας μην πλαγιοδρομήσουμε, συνάδελφοι, ας γυρίσουμε τις πλάτες στο διάβολο. Σάρκες είναι ας μη τις λυπηθούμε. Αφού οπωσδήποτε θα πεθάνουμε μια μέρα, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε. «Ας γίνει η θυσία μας ενώπιόν σου» (Δαν. 3, 40), Κύριε. Κι ας μας δεχθείς σαν «θυσία ζώσα» (Ρωμ. 12, 1), ευάρεστη σε σένα, καθώς μας κατακαίει αυτό το ψύχος. Ωραία η προσφορά. Νέο το ολοκαύτωμα, που πραγματοποιείται όχι με φωτιά, αλλά με το ψύχος. Αυτά τα στηριχτικά λόγια ανταλλάσσοντας μεταξύ τους κι ο ένας τον άλλο προτρέποντας, έμοιαζαν με προχωρημένο τμήμα σε ώρα πολέμου κι έτσι έκαναν να περνά η νύχτα τους, υπομένοντας με γενναία καρδιά τα παρόντα, δοκιμάζοντας χαρά για τα ελπιζόμενα και καταγελώντας τον εχθρό. 
Κι ένα ήταν όλων το τάμα: Σαράντα μπήκαμε στο στάδιο κι οι σαράντα ας στεφανωθούμε. Κύριε. Ας μη χαλάσει τον αριθμό ούτε ένας. Είναι αριθμός τιμημένος. Τον τίμησες με τη νηστεία των σαράντα ημερών. Μέσ’ απ’ αυτόν, ο νόμος σου εισήλθε στον κόσμο. Ο προφήτης Ηλίας, αφού με τη νηστεία σαράντα ημερών εκζήτησε τον Κύριο, τέλος πέτυχε να τον δει. Και το μεν τάμα εκείνων αυτό ήταν. Ένας όμως από τον αριθμό τους λύγισε μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε κι έφυγε, αφήνοντας απαρηγόρητο πένθος στους αγίους. Μα ο Κύριος δεν άφησε απραγματοποίητη την παράκλησή τους. Γιατί εκείνος που του είχε ανατεθεί η επιτήρηση των μαρτύρων, βρισκόταν πλησίον τους και θερμαινόταν σ’ ένα χώρο καταυλισμού, αναμένοντας τί θα συμβεί, έτοιμος να υποδεχθεί όσους στρατιώτες θα κατέφευγαν τυχόν εκεί. Αφού κι αυτό είχε προνοηθεί, να υπάρχει εκεί κοντά λουτρό, που να υπόσχεται γρήγορη τη βοήθεια σε όσους θ’ άλλαζαν γνώμη. Αυτό όμως που επινόησαν με κακό σκοπό οι εχθροί, να βρουν δηλαδή τέτοιο τόπο για το μαρτύριο, ώστε η έτοιμη παρηγορία να παραλύει τη σταθερότητα των αγωνιστών, αυτό ακριβώς ανάδειξε λαμπρότερη την υπομονή των μαρτύρων. Γιατί καρτερικός δεν είναι όποιος στερείται τα αναγκαία, αλλά εκείνος που υπομένει τις δοκιμασίες ενώ γύρω του είναι άφθονες οι απολαύσεις.
7. Καθώς λοιπόν εκείνοι αγωνίζονταν κι αυτός περίμενε να δει τί θ’ απογίνει, βλέπει ένα παράξενο θέαμα. Κάποιες δυνάμεις να κατεβαίνουν από τα ουράνια και σαν βασιλικές δωρεές μεγάλες να μοιράζουν στους στρατιώτες. Αυτές οι δυνάμεις σε όλους τους άλλους μοίραζαν τις δωρεές, αλλά έναν μονάχα άφησαν αβράβευτο, αφού τον έκριναν ανάξιο για τις ουράνιες τιμές. Αυτός, ευθύς λυγίζοντας μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε στους εχθρούς. Αξιοθρήνητο θέαμα για τους δικαίους: Ο στρατιώτης να το βάλει στα πόδια. Ο αριστέας να καταλήξει αιχμάλωτος. Το πρόβατο του Χριστού να πέσει στα δόντια του θηρίου. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο είναι ότι και την αιώνια ζωή έχασε, αλλά και την εδώ κάτω δεν απόλαυε, γιατί η σάρκα του, μόλις ήλθε σ’ επαφή με τη θερμότητα, διαλύθηκε. Έτσι, αυτός που αγαπούσε τη ζωή του έπεσε, αμαρτάνοντας μάταια. Ο δήμιος όμως, σαν είδε να ξεστρατίζει και να τρέχει στο λουτρό, τον αντικατέστησε, παίρνοντας ο ίδιος τη θέση εκείνου. Κι αφού έρριξε πέρα τα ρούχα του, βρέθηκε ανάμεσα στους γυμνούς, φωνάζοντας την ίδια με τους αγίους φράση: Είμαι χριστιανός. Κι έχοντας, με την ξαφνική του αλλαγή, εκπλήξει όσους ήταν παρόντες, αναπλήρωσε τον αριθμό και προσθέτοντας τον εαυτό του παρηγόρησε τη λύπη τους για εκείνον που άνανδρα έπεσε. Κι έτσι θυμήθηκε τους πολεμιστές, που, όταν πέσει κανείς στην πρώτη γραμμή της παράταξης, ευθύς τον αναπληρώνουν, ώστε το τείχος των ασπίδων εμπρός να μη διακοπεί με την απουσία του σκοτωμένου. Κάτι παρόμοιο λοιπόν κι αυτός έπραξε. Είδε τα ουράνια θαύματα, φωτίσθηκε από την αλήθεια, έτρεξε στον Κύριο, έγινε ένας από τους μάρτυρες. Έτσι, ξανασυνέβη ό,τι και με τους μαθητές του Χριστού. Έφυγε ο Ιούδας και τη θέση του πήρε ο Ματθίας (πρβλ. Πράξ. 1, 26). Μιμητής έγινε του Παύλου, χθες κατατρέχοντας, σήμερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο (Πράξ. 9, 20). Άνωθεν έλαβε κι αυτός την κλήση, «όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπου» (Γαλ. 1, 1). Πίστεψε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βαπτί­σθηκε σ’ αυτόν, όχι από άλλον, αλλά με τη δική του πίστη. Όχι στο νερό, αλλά στο δικό του αίμα.
8. Κι έτσι, ενώ ξημέρωνε, ακόμα αναπνέοντας, παραδόθηκαν στη φωτιά. Κι ό,τι απόμεινε από τη φωτιά, απορρίχθηκε στο ποτάμι, ώστε μες απ’ όλη την κτίση να περάσει το κατόρθωμα των μακαρίων εκείνων. Πάνω στη γη αγωνίσθηκαν. Απέναντι στον αέρα έδειξαν τη μεγάλη τους καρτερία. Στη φωτιά παραδόθηκαν. Το νερό τους υποδέχθηκε. Δική τους σαν να είναι η φράση: «Περάσαμε μες από φωτιά και νερό και μας έβγαλες σε ανάπαυση» (Ψαλ. 65, 12). Αυτοί είναι που στην περιοχή μας εγκαταστάθηκαν και σαν πύργοι στερεοί μας παρέχουν ασφάλεια απέναντι στις εφόδους των εχθρών. Και δεν έχουν περιορισθεί σ’ ένα τόπο, αλλά ήδη φιλοξενήθηκαν σε πολλά μέρη και πολλές πατρίδες καταστόλισαν. Και το θαυμαστό είναι ότι δεν προσέρχονται, σε όσους τους δέχονται, ένας-ένας χωρισμένοι, αλλά όλοι μαζί, σαν αδιαίρετο σύνολο, είναι. Ω τί θαύμα! Ούτε υπολείπονται στον αριθμό, ούτε τον ανέχονται να γίνει μεγαλύτερος. Αν σ’ εκατό τους διαιρέσεις, δεν ξεπερνούν το δικό τους αριθμό. Αν σ’ ένα τους συνοψίσεις, σαράντα πάλι παραμένουν, σύμφωνα με τη φύση της φωτιάς. Γιατί κι εκείνη και σ’ αυτόν που την ανάβει μεταβαίνει κι ολόκληρη υπάρχει σ’ αυτόν που την έχει. Έτσι κι οι σαράντα. Κι όλοι είναι μαζί κι όλοι είναι στον καθένα. Η άφθονη ευεργεσία, η ανεξάντλητη χάρη. Έτοιμη βοήθεια για τους χριστιανούς, εκκλησία μαρτύρων, στρατός τροπαιοφόρων, λατρευτικό σύνολο δοξολογίας. Πόσο θα κόπιαζες για να βρεις μόλις έναν που για σένα να εκλιπαρεί τον Κύριο; Σαράντα είναι που αναπέμπουν προσευχή με μια φωνή. Όπου δυο ή τρεις είναι συναγμένοι στο όνομα του Κυρίου, εκεί βρίσκεται ανάμεσά τους. Κι όπου είναι σαράντα, ποιος αμφιβάλλει για την παρουσία του Θεού; Όποιος θλίβεται, στους σαράντα καταφεύγει. Όποιος χαίρει, σ’ αυτούς τρέχει. Ο πρώτος, για ν’ απαλλαγεί από τα δυσάρεστα. Ο άλλος, για να εξασφαλίσει τα καλύτερα. Εδώ προβάλλει γυναίκα ευσεβής να προσεύχεται για τα τέκνα της, να ζητά το γυρισμό του ξενητεμένου άνδρα της, τη σωτηρία του αρρώστου. Μαζί με τους μάρτυρες ας γίνονται τα αιτήματά σας. Οι νεαροί ας μιμούνται τους συνομηλίκους τους. 
Οι πατέρες ας εύχονται τέτοιων γιων να είναι πατέρες. Οι μητέρες ας διδα­χθούν από την ιστορία μιας καλής μητέρας. Η μητέρα ενός από τους μακαρίους εκείνους είδε τους άλλους να έχουν ήδη πεθάνει από το ψύχος, το γιο της δε ν’ αναπνέει ακόμα εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης και της καρτερίας του στα δεινά. Οι δήμιοι, στο μεταξύ, τον είχαν παρατήσει, γιατί ήταν πιθανό ν’ αλλάξει γνώμη. Η ίδια τότε, με τα ίδια της τα χέρια, τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στην άμαξα, όπου οι υπόλοιποι σαν ένας σωρός φέρνονταν προς τη φωτιά, αληθινή μητέρα μάρτυρα. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ από δειλία, ούτε ξεστόμισε κάτι το τιποτένιο κι ανάξιο της ώρας. Αλλά είπε: Πήγαινε παιδί μου, στον καλό δρόμο, μαζί με τους συνομηλίκους σου, μαζί με τους συναδέλφους σου. Μη μείνεις έξω από την ομάδα τους. Μην εμφανισθείς στον Κύριο έπειτ’ απ’ αυτούς. Αληθινά, καλής ρίζας καλό βλαστάρι. Έδειξε η γενναία μητέρα πως τον είχε εκθρέψει με τις αλήθειες της πίστης μάλλον παρά με το γάλα της. Κι εκείνος, αφού έτσι ανατράφηκε, έτσι προπέμφθηκε από την ευσεβή μητέρα του. Ο δε διάβολος έφυγε καταντροπιασμένος. 
Γιατί, αφού κίνησε εναντίον τους όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα είδε νικημένα από την αρετή εκείνων των ανδρών, τη μανιασμένη νύχτα, την παγερή χώρα, την εποχή της χρονιάς, τη γύμνωση των σωμάτων. Ω αγία ομάδα! Ω ιερή στρατιωτική μο­νάδα! Ω αδιάσπαστε συνασπισμέ! Ω κοινοί φύλακες του ανθρώπινου γένους! Καλόβολοι συμμέτοχοι των φροντίδων μας, συνεργοί στις δεήσεις μας, μεσολαβητές ισχυρότατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν σας έκρυψε στα σπλάχνα της η γη, αλλά ο ουρανός σας υποδέχθηκε. Άνοιξαν για σας οι πύλες του παραδείσου. Άξιο θέαμα για τη στρατιά των αγγέλων, για τους πατριάρχες, για τους προφήτες, για τους δικαίους, άνδρες που όντας πάνω στο άνθος της νιότης, δεν λογάριασαν καθόλου τη ζωή, γιατί αγάπησαν τον Κύριο πάνω από γονείς, πάνω από τέκνα. Ενώ βρίσκονταν ακριβώς στην ηλικία που έχει μπροστά της τη ζωή, παρέβλεψαν την πρόσκαιρη ζωή, για να δοξάσουν το Θεό στα ίδια τους τα μέλη. Έγιναν θέαμα στον κόσμο. Και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Κι έτσι, όσους είχαν πέσει τους σήκωσαν, όσους αμφέβαλλαν τους στερέωσαν και στους πιστούς αύξησαν τον ιερό πόθο. Αφού ένα για χάρη της πίστης έστησαν τρόπαιο, μ’ ένα επίσης στεφάνι της δικαιοσύνης καταστολίσθηκαν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, που του ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 
* Η απόδοση του λόγου έγινε από τον κ. Βασ. Μουστάκη και είναι έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (1980).
πηγή ηλεκτρ. κειμένου: impantokratoros.gr

Βαρσανούφιος και Ιωάννης: Ερωταποκρίσεις (1-14)

Βαρσανούφιος και Ιωάννης: Ερωταποκρίσεις (1-14)

1.
Απόκριση του μεγάλου Γέροντα(1) προς τον Αββά Ιωάννη από τη Μυρωσάβη, που ζήτησε να έλθει και να μείνει κοντά τους στο κοινόβιο. 
Έχει γραφεί στον Απόστολο, ότι "αυτός που άρχισε ανάμεσά σας έργο αγαθό, ο ίδιος και θα το τελειώσει μέχρι την ημέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού"(2). Και πάλι ο Δεσπότης μας είπε σ' εκείνον που τον πλησίασε. "εάν κάποιος δεν απαρνηθεί όλα τα υπάρχοντά του, και την οικογένεια, και ακόμα αν δεν μισεί και την ψυχή του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου"(3).


Ο Θεός έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει το λόγο σ' εμάς. Διότι τι είναι πιο καλό και πιο ευχάριστο από το να κατοικούν οι αδελφοί στο ίδιο μέρος; Αλλά εύχομαι να φθάσεις το μέτρο που είναι γραμμένο στις Πράξεις. ότι δηλαδή όσοι είχαν κτήματα, τα πουλούσαν και, φέροντας τα χρήματα από εκείνα που πουλούσαν, τα τοποθετούσαν μπροστά στα πόδια των Αποστόλων(4).
Και εγώ, επειδή γνωρίζω την προθυμία σου, που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, θα πω στον αγαπητό υιό μας Σέριδο, ο οποίος μαζί με το Θεό μάς προστατεύει από τους ανθρώπους (και ελπίζουμε στο Θεό, ότι θα προστατέψει μαζί με μας και σένα), δέξου τον αδελφό Ιωάννη με πολλή αγάπη και μη διστάσεις καθόλου. Διότι πριν από δύο χρόνια μου αποκάλυψε ο Θεός, ότι πρόκειται να έλθει εδώ, και ότι πολλοί από τους αδελφούς πρόκειται να συγκεντρωθούν κοντά μας. Και εγώ τήρησα την αποκάλυψη ως που να μάθω, τι θα κάνει ο Κύριος.
Μόλις λοιπόν πληρώθηκε ο καιρός, και εγώ σας το φανέρωσα. Και επειδή σκέφθηκες ότι απ' όσα φορώ σου δίνω, να λοιπόν μπροστά στον αδελφό πήρα το κουκούλιό μου από το κεφάλι μου και σου το έστειλα μ' αυτόν, λέγοντάς του. "Δώσε το σ' αυτόν και φέρε μου αντί αυτού άλλο". Κράτησε λοιπόν αυτό μέχρι το θάνατό σου. διότι πρόκειται να σε προστατέψει από πολλά κακά και πειρασμούς. Και να μη το δώσεις σε κανένα. διότι είναι ευλογία Θεού από τα χέρια μου. και φρόντισε να τελειώσεις το έργο σου και ν' απαλλαχθείς από κάθε ενόχληση, όπως απαλλαχθήκαμε και εμείς, και μείνε κοντά μας αμέριμνα, συγκεντρώνοντας την αφοσίωσή σου στο Θεό.
Και εγώ ο Σέριδος(5) σου λέγω ένα θαυμαστό πράγμα. διότι, όταν ο Γέροντας είπε αυτά, σκέφθηκα μόνος μου. "Πώς μπορώ να συγκρατηθώ από το να γράψω αυτά τα πράγματα; εάν ήθελε ο Γέροντας , μπορούσα να φέρω εδώ τη μελάνη και το χαρτί και ν' ακούσω ένα λόγο και να τον γράψω". Και αυτός κατάλαβε αυτά που σκέφθηκα, και έλαμψε το πρόσωπό του σαν φωτιά και μου είπε: "Πήγαινε γράψε, μη φοβηθείς. εάν σου πω να γράψεις μύριους λόγους, το Πνεύμα του Θεού δε θα σε αφήσει να γράψεις ούτε ένα γράμμα περισσότερο ή λιγότερο, ούτε κι αν εσύ το θέλεις, αλλά θα οδηγεί το χέρι σου πως να τα γράψεις αυτά με τη σειρά".

----------------------------------------------------

1. Μεγάλος Γέροντας λέγεται ο Βαρσανούφιος.
2. Φιλ. 1, 6. 
3. Λουκ. 14, 33.
4. Πραξ. 4, 34. 
5. Ο Σέριδος αυτός ήταν ηγούμενος του κοινοβίου που βρισκόταν στην Γάζα, και πνευματικό τέκνο του μεγάλου Βαρσανουφίου, για τον οποίο έκανε και αυτές τις απαντήσεις. Τα λόγια αυτά είναι προσθήκη του Σέριδου. 



2.

Απόκριση του ιδίου μεγάλου Γέροντα προς τον ίδιο, που του προμηνύει τις διάφορες θλίψεις που θα του συμβούν, τη σωματική ασθένεια και την προκοπή της ψυχής από αυτές.

Πες στον αδελφό Ιωάννη. Στερέωσε την καρδιά σου σαν στερεά πέτρα(Ησ. 50,7). Πέτρα εννοώ τη νοητή, για να μπορείς να ακούσεις αυτά που πρόκειται να πω. πρόσεχε λοιπόν τον εαυτό σου, μη τυχόν ακούοντας αυτό το πράγμα υπερηφανευθεί η καρδιά σου και εκπέσεις από την πνευματική επαγγελία. Διότι η αλαζονεία κατέστρεψε πολλούς και από αυτούς που έφθασαν στο τέλειο μέτρο. ετοίμασε λοιπόν τον εαυτό σου να ευχαριστεί όλους, ακούοντας τον άγιο Απόστολο που λέγει: "να ευχαριστείτε σε κάθε περίπτωση"(Α΄Θεσ. 5,18). Είτε λοιπόν κατά τις θλίψεις είτε κατά τις ανάγκες ή στενοχωρίες είτε κατά τις ασθένεις και τους σωματικούς κόπους, σε όλα αυτά που θα σου συμβαίνουν να ευχαριστείς το Θεό. Διότι ελπίζω ότι κι εσύ μπορείς να φθάσεις στην ανάπαυσή του. "διότι εμείς πρέπει να φθάσουμε δια μέσου πολλών θλίψεων στην βασιλεία του Θεού"(Πραξ. 14, 22).

Μην νοιώσεις λοιπόν δισταγμό στην ψυχή σου και να μην παραλύσει η καρδιά σου ως προς κάτι. Αλλά να θυμάσαι τον Αποστολικό λόγο ότι, "αν και ο εξωτερικός άνθρωπός μου φθείρεται, όμως ο εσωτερικός ανακαινίζεται ημέρα με την ημέρα"(Β΄ Κορ. 4, 16). Εάν λοιπόν δεν υπομείνεις τα πάθη, δεν μπορείς να έλθεις στο σταυρό. εάν όμως βαστάξεις πρώτα τα πάθη, θα εισέλθεις στο λιμάνι της ησυχίας του και θα ησυχάζεις στο εξής με πολλή αμεριμνησία, έχοντας την ψυχή στερεωμένη και προσκολλημένη στον Κύριο για πάντα, φρουρούμενη με την πίστη, χαιρόμενη με την ελπίδα, ευφραινόμενη με την αγάπη και φυλασσόμενη από την αγία και ομοούσια Τριάδα, και τότε θα εκπληρωθεί εκείνο που λέχθηκε για σένα: "ας ευφρανθούν οι ουρανοί του Θεού κι ας νοιώσει αγαλλίαση η γη"(Ψαλμ. 95, 11). Αυτή είναι η αμέριμνη ζωή του ανθρώπου του Θεού. διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα χαίρονται για τη σωτηρία της ψυχής σου, αγαπητέ μου αδελφέ. 


3.
Απόκριση του άλλου γέροντα(1) προς τον ίδιο που ζήτησε να τον συναντήσει.
Πες στον αδελφό, συγχώρησέ με στο όνομα του Κυρίου, επειδή επιθυμώ να σε δω, αλλά για τη συνείδηση των άλλων, δεν βρίσκω ελευθερία. Συγχαίρω την αγάπη σου για τις ευλογίες που σου στέλνει ο άγιος Γέροντας(2) και είσαι αξιομακάριστος που αξιώθηκες να λάβεις αυτές.

----------------------------------------------------   
1. Δηλαδή του Ιωάννη του Ησυχαστή, του επονομαζόμενου Προφήτη, προς τον ίδιο τον Ιωάννη από τη Μυρωσάβη. Είναι συνοδευτική επιστολή της παραπάνω του Βαρσανουφίου. 
2. Ο Βαρσανούφιος με την επιστολή 2.    


4. 
Επειδή συνέβηκε πειρασμός στους μοναχούς του τόπου όπου ζούσε ο Αββάς Ιωάννης πριν έλθει στο κοινόβιο, και επειδή επρόκειτο να προκληθεί εκεί ταραχή, όσο αυτός ήταν εκεί, ο μεγάλος Γέροντας, προβλέποντάς το αυτό δια του Πνεύματος, γράφει σ' αυτόν αυτά. 
Γράψε στον αδελφό Ιωάννη. Να σου στέλνω τρεις μαρτυρίες από τη δύναμη του Θεού και από τις Γραφές του Αγίου Πνεύματος, με τις οποίες σου αφυπνίζω το νου, ώστε να είναι άγρυπνος προς το Θεό και τα νοήματα του αγίου Πνεύματος, για να γνωρίσεις τι είναι αυτά τα σχετικά με τον παρόντα καιρό. 
Πρώτη μαρτυρία είναι αυτή: Ο Θεός είπε με τον άγιο προφήτη Ησαΐα: "βάδιζε, λαέ μου και είσελθε στο ταμείο σου, κλείσε τη θύρα σου, και κρύψου για λίγο, ως που να περάσει η οργή του Κυρίου"(Ησ.26, 20)
Η δεύτερη μαρτυρία πάλι είναι αυτή: "βγείτε ανάμεσα από αυτούς και αποχωρισθείτε αυτούς και μην εγγίζετε ακάθαρτο, λέγει ο Κύριος, και εγώ θα σας δεχθώ και θα είμαι για σας ο Πατέρας και εσείς θα είσθε υιοί μου και θυγατέρες, λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ"(Β΄ Κορ. 6, 17-18).  
Τρίτη μαρτυρία είναι: "Να προσέχετε πώς περπατάτε, όχι σαν άσοφοι, αλλά σαν σοφοί, εξαγοράζοντας τον καιρό, επειδή οι μέρες είναι πονηρές"(Εφ. 5, 15-16).  
Εγώ όμως σου λέγω, τρέχε σε όσα έχεις προγραμματισμένα και τελείωσε το έργο σου γρήγορα, ενθυμούμενος τον Κύριό σου που λέγει: "κανένας που πιάνει το άροτρο και στρέφει το βλέμμα του προς τα πίσω, δεν είναι ευπρόσδεκτος στη βασιλεία των ουρανών"(Λουκ. 9, 62). διότι εγώ βλέπω την ήσυχη ζωή σου, που είναι σύμφωνη με τις εντολές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.


5. 

Απόκριση του μεγάλου Γέροντα προς τον Αββά, που λυπήθηκε (δηλαδή προς τον αββά της Μονής Σέριδο), επειδή καθυστέρησε να έλθει ο Αββάς Ιωάννης, και από αυτό ενόμισε ότι δεν θα έλθει. 
Μη μικροψυχήσεις, τέκνο μου, ούτε να λυπηθείς για τον αδελφό μας. διότι, αν και είναι μακριά με το σώμα, όμως παραβρίσκεται εδώ με το πνεύμα και είναι μαζί μας για πάντα. διότι είναι ομόψυχός μας και τίποτε δεν τον χωρίζει από την αγάπη μας από τώρα και μέχρι το αιώνα.



6. 

Επιστολή του ίδιου μεγάλου Γέροντα γραμμένη προς τον αββά Ιωάννη, που τακτοποιούσε στη χώρα του κάποιες ανάγκες του κοινοβίου και ενοχλούνταν από σωματικό πόλεμο*.  
 Γράψε στον αδελφό, ότι ακόμα είσαι έξω κοπιάζοντας σύμφωνα με τη δύναμή σου, για το Θεό και για τις ψυχές των αδελφών. ή καλύτερα για τη δική μας και τη δική σου ανάπαυση και ησυχία. διότι, αν αναπαυθούν οι αδελφοί και προστατευθούν από εμάς και εμείς από αυτούς, βρίσκουμε την τέλεια ησυχία. και εκπληρώνεται σε μας ο γραμμένος λόγος. "αδελφός που βοηθείται από αδελφό, μοιάζει με οχυρή και περιτοιχισμένη πόλη"(Παρ. 18,19). Κόψε όλες τις σχέσεις και τις προφάσεις που έχεις, όσο είσαι έξω, και μην αφήσεις πρόφαση ούτε σχέση με κανέναν που να σε σύρει προς τα πίσω. διότι, εάν δεν συμβαίνει αυτό, δεν ησυχάζεις με τέλεια ησυχία. το ίδιο κάναμε κι εμείς. Κάνοντας λοιπόν αυτά ελπίζω ότι θα ησυχάσεις τέλεια. διότι έτσι γίνεσαι συγκληρονόμος μας με το Θεό και το μερίδιό σου θα είναι μαζί μας στον αιώνα(Β΄ Κορ. 4, 10).

Κανένας να μη μάθει έως τότε τα γραφόμενα προς εσένα. κάνε λοιπόν τον κόπο, εάν κατευοδοθεί το πράγμα μπροστά σου, ευχαρίστησε το Θεό και προσευχήσου σ' αυτόν. διότι αυτό σημαίνει το "να ευχαριστείτε για όλα το Θεό"(Α΄ Θεσ. 5, 18). Και να μην αμελήσουμε να αποδώσουμε την ευχαριστία στο Θεό, όπως εκείνος για τον οποίο είπες κάποτε την παραβολή. ότι πήγαινε να προσευχηθεί στην εκκλησία προς εξοικονόμηση τροφής, και τον συνάντησε τότε κάποιος και του είπε, 'γευμάτισε σήμερα μαζί μου και πήγαινε να προσευχηθείς'. και είπε, 'δε θα πάω, διότι αυτό πήγαινα να ζητήσω από το Θεό'.

Αλλά εμείς είτε βρούμε είτε δε βρούμε, ας προσφέρουμε την προσευχή και την ευχαριστία μας στο Θεό. Και πρόσεχε να κρατάς για πάντα τη νέκρωση του Ιησού στο σώμα σου(Β΄ Κορ. 4, 10)

---------------------------------------------
*Την  απάντηση αυτή γράφει ο αββάς Βαρσανούφιος προς τον από Μυρωσάβης, Αββά Ιωάννη, που ήλθε στο κοινόβιο, έξω από το οποίο ήταν έγκλειστος και ο Βαρσανούφιος.  


7. 

Απόκριση του μεγάλου Γέροντα προς τον ίδιο, που επρόκειτο να φύγει με τους αδελφούς για να μαζέψουν εργόχειρα και φοβήθηκε την ερημία των τόπων. Επίσης υπενθύμηση να είναι άγρυπνος απέναντι στον σωματικό πόλεμο που τον ενοχλεί, καθώς και υπόσχεση της βοήθειας του Θεού για την ετοιμαζόμενη αναχώρησή του προς αυτούς.   
 Πες σ' εκείνον που κλήθηκε με το άνωθεν θείο νεύμα να κατοικήσει κοντά μας, όχι μόνο τώρα, αλλά και στο μέλλον, στον γνήσιο και ομόψυχο αδελφό Ιωάννη. Ο Δεσπότης μας Χριστός είπε στους μαθητές του: "δεν πωλούνται δύο σπουργίτια για ένα ασσάριο;κι όμως ούτε ένα από αυτά δεν πέφτει στην γη, χωρίς τη θέληση του ουράνιου Πατέρα μου. Σε σας όμως και οι τρίχες της κεφαλής είναι μετρημένες. Μη φοβηθείτε λοιπόν, διότι έχετε μεγαλύτερη αξία από πολλά σπουργίτια. Εκείνος λοιπόν που θα με αναγνωρίσει μπροστά στους ανθρώπους, και εγώ θα τον αναγνωρίσω μπροστά στον Πατέρα μου τον ουράνιο(Ματθ. 10, 29-31 κ΄ Λουκ. 12, 6-7)
Πρόσεχε λοιπόν να έχεις με επαγρύπνηση το Θεό μπροστά σου για πάντα, για να εκπληρωθεί και για σένα ο προφητικός λόγος, "έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο για πάντα, ότι βρίσκεται δεξιά μου, για να μην κλονισθώ"(Πραξ. 2, 25). Άπλωσε λοιπόν τα χέρια σου με όλη την ψυχή σου προς αυτά που βρίσκονται μπροστά σου και μελέτα πάντα αυτά, για ν' ακούσεις τη φωνή του Θεού να σου λέγει: "να, σου στέλνω τον άγγελό μου πριν από σένα, ο οποίος θα σου ετοιμάσει το δρόμο σου μπροστά σου"(Ματθ. 11, 10)
      

8. 

Ο ίδιος(δηλαδή ο Ιωάννης), επειδή κουράσθηκε αρκετά και δεν βρήκε εργόχειρο, στενοχωριόταν και απορούσε, πώς σύμφωνα με τα λόγια του Γέροντα, "δεν στάλθηκε ο άγγελος μπροστά του", μη γνωρίζοντας ότι αυτό του ελέχθηκε για την ευκολία της αναχωρήσεως. και γι' αυτό ο Γέροντας του γράφει αυτά. 
     
Γράψε στον αδελφό σου ότι, όσο το πλοίο βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, δέχεται κινδύνους και προσβολή ανέμων. Εάν όμως φθάσει στο λιμάνι της ησυχίας και της ειρήνης δεν έχει πια φόβο κινδύνων και θλίψεων και προσβολών ανέμων, αλλά βρίσκεται σε γαλήνη. Το ίδιο και η αγάπη σου, όσο ζεις μαζί με τους ανθρώπους να περιμένεις θλίψεις και κινδύνους και προσβολή των νοητών ανέμων, όταν όμως φθάσεις σ' εκείνα που ετοιμασθηκαν για σένα, τότε θα γίνεις άφοβος.

Όσο για εκείνο που προείπα, ότι ο Δεσπότης μας είπε, "να σου στέλνω τον άγγελό μου πριν από σένα"(Ματθ. 11, 10), στάλθηκε. Για το ότι πάλι δεν βρήκες εργόχειρο,ο Θεός είπε στο μωσαϊκό βιβλίο. "γι' αυτό σε περικύκλωσε και σε παίδευσε και σε διέφθειρε με ασθένεια σ' εκείνη τη φοβερή έρημο, για να γνωρίσει αυτά που έχεις στην καρδιά σου"(Δευτ. 8, 3).

Σκέψου τα λεγόμενά μου προς εσένα και ενήργησε σταθερά και αδίστακτα, αγαπητέ αδελφέ.  



9. 

Επιστολή του ιδίου μεγάλου Γέροντα προς αυτόν, όταν επήγε για υπηρεσία του κοινοβίου και ολιγώρησε, επειδή βρήκε πολλή θλίψη.   
     
Γράψε, τέκνο, στον αδελφό μας Ιωάννη χαιρετισμό εν Κυρίω, από εμένα και σένα και από τον αδελφό μας Ιωάννη, και πες του: "Μη δυνασχετήσεις στις θλίψεις και στους σωματικούς κόπους που υπομένεις και κοπιάζεις για μας και για το κοινόβιό μας. διότι είναι κι αυτό σαν εντολή, να θέτεις την  ψυχή σου υπέρ των αδελφών, και ελπίζω ότι η αμοιβή αυτού του κόπου θα είναι μεγάλη. Και όπως ο Θεός όρισε τον Ιωσήφ να θρέψει τους αδελφούς του σε περίοδο λιμού στην Αίγυπτο, με τον ίδιο τρόπο όρισε και σένα να βοηθήσεις το κοινόβιο μαζί με το τέκνο μας τον Σέριδο. και εγώ σου λέγω τον αποστολικό λόγοτον απευθυνόμενο προς τον Τιμόθεο. "εσύ λοιπόν, τέκνο μου, να δυναμώνεσαιμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος"(Β΄Τιμ. 2, 1). Διότι βλέπω την ησυχία σου, πώς πρόκειται να έλθει, και σε συγχαίρω στο όνομα του Κυρίου. διότι, όσο ζεις έξω, πρόκειται να συναντάς θλίψη και σωματικό κόπο. όταν όμως φθάσεις στο λιμάνι της ησυχίας, θα βρεις ανάπαυση και ειρήνη. διότι είναι αψευδής ο Δεσπότης μας, ο οποίος λέγει: "θα δώσω σ' αυτούς εκατονταπλάσια τώρα και αιώνια ζωή στο μέλλον"(Ματθ. 19, 29).
 
Πρόθυμα λοιπόν κοπίασε, αδελφέ, για να βρεις μεγαλύτερη αγάπη και ανάπαυση. Διότι το πλοίο πριν φθάσει στο λιμάνι χτυπιέται και ταλαιπωρείται από τα κύματα και τις αναταραχές. όταν όμως φθάσει, βρίσκεται τότε σε πολλή γαλήνη. Σκέψου και φύλαξε τα λεγόμενα: "διότι ο Κύριος θα σου δώσει σύνεση σε όλα"(Β΄ Τιμ. 2, 7).



10. 

Απόκριση του μεγάλου Γέροντα προς τον ίδιο, επειδή έπεσε πέτρα στο πόδι του και του προκάλεσε μεγάλο πόνο και αθυμία.  
     
Στον αγαπητό αδελφό Ιωάννη, χαιρετισμός στο όνομα του Κυρίου. Για το κόπο του σώματός σου που γίνεται για μας και το σπάσιμο του ποδιού σου για το Θεό, είθε ο Δεσπότης Θεός να γεμίσει την ψυχή σου με εκατονταπλάσια από τα επουράνια αγαθά. Κατανόησε τα γραφόμενά μου, αδελφέ, και κρύψτα μέσα σου. διότι σου γίνονται πρόξενα χαράς μεγάλης, επουράνιας, δεσποτικής, θεϊκής. Πράγματι, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, βρίσκω ότι είσαι συγκληρονόμος των χαρισμάτων που μου δόθηκαν από τον Θεό, και ελπίζω ότι προοδευτικά ότι φθάνεις γρήγορα. Γιατί υπάρχει εκείνος που φθάνει στην κατάπαυσή του με τους κατά Θεόν κόπους, και υπάρχει πάλι εκείνος που φθάνει σ' αυτήν με την ταπείνωση. 
Ελπίζω ότι θα τα έχεις και τα δύο, αν πεθάνει η οργή από σένα, αν πνιγεί ο θυμός από την καρδιά σου, οπότε θα εκπληρωθεί σε σένα ο γραμμένος λόγος: "δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου"(Ψαλμ. 24, 18). Και επειδή είπα ότι φθάνεις προοδευτικά, κατανόησε τα Ευαγγέλια, πώς και πόσες φορές ο Χριστός έχει δώσει στους μαθητές τα χαρίσματα για θεραπείες και απομακρύνσεις δαιμόνων, ενώ την τελειότητα για την άφεση αμαρτιών την έδωσε, αφού τους είπε: "συγχωρούνται οι αμαρτίες εκείνων που τους τις συγχωρείται"(Ιω. 20, 23). Εάν λοιπόν για τον κόπο σουπρος χάρη του Θεού, σου συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, να το μέτρο που θέλω να φθάσεις. 
Εάν διαβάσεις στην επιστολή δυσνόητα λόγια, ρώτησε τον ομόψυχό σου Σέριδο και αγαπητό μου υιό, και με τη χάρη του Θεού θα σου εξηγήσει τα δυσνόητα. Διότι παρακάλεσα το Θεό γι' αυτόν και γι' αυτό. Εσύ λοιπόν, άνθρωπε του Θεού, να τρέχεις ακατάπαυστα τον ετοιμασμένο δρόμο, για να φθάσεις με χαρά στο λιμάνι του Χριστού, στο οποίο φθάσαμε εμείς, και ν' ακούσεις τη γεμάτη από χαρά και ζωή και φως και αγαλλίαση φωνή να σου λέγει: "εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. για λίγα φάνηκες πιστός, σε πολλά θα σε καταστήσω. είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου"(Ματθ. 25, 21)
Είθε να χαίρεις εν Κυρίω. είθε να χαίρεις εν Κυρίω. είθε να χαίρεις εν Κυρίω. Ο Κύριος είθε να φυλάξει την ψυχή σου και το σώμα σου από κάθε κακό και από κάθε διαβολική εναντίωση και πολύ θορυβώδη φαντασία. Ο Κύριος να σου είναι φως, σκέπη σου, οδός σου, δύναμή σου, στεφάνι αγαλλιάσεώς σου, και αιώνιος βοηθός σου. 
Πρόσεχε τον εαυτό σου. διότι έχει γραφεί: "μην αθετείς εκείνα που βγαίνουν από τα χείλη σου"(Ψαλμ. 88, 35).        

   
   
11.
Απόκριση του ιδίου μεγάλου Γέροντα προς αυτόν με την οποία τον προτρέπει να θυμάται πάντοτε τα γραφόμενα προς αυτόν προς ωφέλειά του και στηριγμό της καρδιάς του. 
Ο Σολομών είπε για τους γονείς του: "οι οποίοι και με δίδασκαν και έλεγαν, ας ριζωθεί καλά ο λόγος μας στην καρδιά σου"(Παροιμ. 4,4). Το ίδιο και εγώ σου λέγω, αδελφέ. ας ριζωθούν οι λόγοι μου στην καρδιά σου. και μελέτα πάντοτε όλα αυτά που σου έγραψα, όπως ο Θεός είπε με το στόμα του Μωυσή: "θέσε αυτά στο δεξί σου χέρι και θα είναι ασάλευτα μπροστά στα μάτια σου για πάντα, και μελέτα αυτά ξαπλωμένος και όρθιος και όταν περπατάς στο δρόμο και όταν πλαγιάζεις στο σπίτι"(Δευτ. 6,7).
Δείξε λοιπόν τα ίδια με τελειότητα έργων και ο Θεός μου θα είναι μαζί σου στους αιώνες. Γένοιτο.



12.
Ο ίδιος ανέθεσε στον αδελφό έργο και επειδή δεν το έκανε γρήγορα, τον επέπληξε.  Και ο αδελφός αν και λυπήθηκε, αποφάσισε να μην το πει σε κανέναν από τους αδελφούς, και γι' αυτό ο Γέροντας του είπε αυτά.  
Πες στον αδελφό Ιωάννη, ότι αυτός ο καιρός είναι μαλθακός, και ότι με πολύν κόπο βρίσκεις κατ' αυτόν τον καιρό άνθρωπο που να έχει σταθερή καρδιά. αλλά κράτησε τον λόγο του αγίου Αποστόλου που λέγει: "έλεγξε, τιμώρησε, παρακάλεσε με όλη τη μακροθυμία και διδαχή"(Β΄ Τιμ. 4,2).



13.
Όταν γινόταν οικοδομή στο κοινόβιο, αυτός, δηλαδή ο Ιωάννης, σαν έμπειρος χάραξε τα μέτρα του έργου. μερικοί τότε από τους αδελφούς κρυφά από αυτόν, νομίζοντας ότι κάνουν καλό, πρόσθεσαν κάτι σ' αυτά και το παράβλεψαν λίγο, και επειδή εκείνος ταράχθηκε και ολιγόρησε εξαιτίας τους, ο Γέροντας του λέγει αυτά.    
Πες στον ομονοούντα αδελφό μας Ιωάννη, ότι είναι πολλά αυτά που σου γράφρω με το χέρι του γνησίου και αγαπητού τέκνου μας, που αγαπά με όλη την ψυχή του εξίσου εμάς τους τρεις με τέλεια αγάπη. Και όλα αυτά δεν τα γράφω με δικό μου θέλημα, αλλά κατά παραγγελία του αγίου Πνεύματος. και όλα προς διόρθωση και ωφέλεια της ψυχής και της συνειδήσεως του εσωτερικού ανθρώπου καθώς και προς θλίψη και παιδεία του σώματος και συντριβή της καρδιάς σου.

Πρώτα πρόσεχε από το πνεύμα της ακηδίας. διότι γεννά κάθε κακό και παρδαλό πράγμα. Και πραγματικά, εάν σου γράψω τους πειρασμούς που υπέμεινα, σου λέγω ότι ακόμα δεν μπορούν να τους βαστάξουν τα αυτιά σου και ίσως ούτε κανενός άλλου κατ' αυτόν τον καιρό. Ελπίζω όμως ότι φθάνεις, και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορείς να τους δεις και με τα ίδια σου τα μάτια και να λυτρωθείς από αυτούς με την πίστη δια της χάριτος του Χριστού.

Γιατί απομακρύνεται η καρδιά σου εξαιτίας της ολιγωρίας από τα πρόβατα του Χριστού; ή δε γνωρίζεις ποιον κεφαλόπονο υπομένει ο καλός διδάσκαλος από τα παιδιά, ως που να προκόψουν; Και αυτό, επειδή άκουσες από μένα τον αποστολικό λόγο, "έλεγξε, επίπληξε, παρακάλεσε με κάθε μακροθυμία και διδαχή"(Β΄ Τιμ. 4,2). Άκουσε και πρόσεχε αυτά που σου λέγω. η μακροθυμία είναι μητέρα όλων των αγαθών. κατανόησε τον Μωυσή που διάλεξε για τον εαυτό του "να ταλαιπωρείται μαζί με τον λαό του Θεού, παρά να έχει την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας"(Εβρ. 11,25). Όταν λοιπόν ταράσσεται ο λογισμός σου από τον δαίμονα εναντίον κάποιου ανθρώπου, πες στον λογισμό με μακροθυμία: "Εγώ υποτάχθηκα στο Θεό, για να δουλαγωγήσω άλλους;" και τότε θα φύγει από σένα.

Τρέξε σταθερά και δυνατά, ενθυμούμενος τα λόγια μου, ή καλύτερα τα λόγια του Κυρίου, για να μας φθάσεις εν Χριστώ Ιησού του Κυρίου μας. Γένοιτο, γένοιτο.



14.
Απόκριση του ιδίου μεγάλου Γέροντα προς τον ίδιο επειδή αγανάκτησε, ακούοντας ότι κάποιος από τους αδελφούς για να τον εξευτελίσει έλεγε: "ποιος τάχα είναι αυτός; ή από που κατάγεται, ώστε να θλίβεται;"     
Πες στον αδελφό: όπως έκρινε ο Μιχαήλ για το σώμα του Μωυσή(Ιούδα 9), με τον ίδιο τρόπο αγωνίζομαι για σένα, ως που ν' απαλλαγείς από τον παλαιό άνθρωπο. Διότι οι Ιουδαίοι δυσανασχετούσαν για τον Σωτήρα, λέγοντας: "δεν είναι αυτός ο υιός του Ιωσήφ; δεν γνωρίζουμε την μητέρα και τους αδελφούς του;"(Ιω. 6,42).

Σκέψου τα καλά και υπόμεινέ τα μέχρι το τέλος. 
 
 

Η πανουργία του σατανά!

Η πανουργία του σατα

Μία φοβερή προσέγγιση του αββά Ησαϊα περί της πονηρίας και πανουργίας του διαβόλου. Αναλύει το πώς τελικά ο διάβολος καταφέρνει να αποσπά τον άνθρωπο από την προσευχή και την ησυχία και να του φέρνει ταραχή και να τον κάνει συμμέτοχο της κακίας του ακόμα και όταν ο πιστός νομίζει ότι τον πολεμά!
 
Ο αββάς Ησαϊας είπε: «Τούτοις δε πάσι τοις κακοίς κεφαλή εστί μία, η καλουμένη κακία της έχθρας».
Εάν θέλης να νικήσης τα πάθη, πρέπει να νικήσης μονίμως την έχθρα. Εδώ αξίζει να προσέξωμε ιδιαίτερα την σοφία του αγίου. Η αφετηρία των αμαρτιών δεν είναι ούτε ο εγωισμός, ούτε η υπερηφάνεια, ούτε η έλλειψις αγάπης, ούτε η αποστασία, ούτε η αμετανοησία, ούτε κάτι άλλο, αλλά η κακία της έχθρας, το αντίθετο της αρετής.
Ας αναφέρωμε μία άλλη λέξη, η οποία σχετίζεται με την λέξη αρετή, την πανουργία. Παράγεται από το επίθετο πανούργος, το οποίο προέρχεται από το επίθετο παν και το ουσιαστικό έργον και εκφράζει έννοια αντίθετη προς εκείνη της λέξεως πανοπλία. Οι δύο λέξεις έχουν ως κοινό συνθετικό το επίθετο παν. Η πανουργία αντιτίθεται προς τις ενέργειες του Θεού οι οποίες μας ενδύουν, αντιτίθεται προς την θεία δόξα, η οποία επικάθηται στην καρδιά μας και μας χορηγεί τα πάντα.
Επομένως η αποσχόλησις, η αγωνία, η μέριμνα να επιδιώξω, να αγωνισθώ και να επιτύχω, δηλαδή κάθε έργο έρχεται σε αντίθεσι με το σχόλασμα, με την ειρήνη, με την αταραξία, που χαρίζει η μέθεξις της θείας δόξης, της θείας ζωής, της θεότητος.
Πανούργο καλούμε τον σατανά. Η αρετή είναι το αποτέλεσμα της ενεργείας του Θεού. Η έχθρα είναι η ιδιότης του εχθρού, του πονηρού δαίμονος. Αποκαλούμε πανούργο τον σατανά, τον μόνον στην πραγματικότητα εχθρό του ανθρώπου, διότι μας ωθεί σε ποικίλες απασχολήσεις, επιδιώξεις, επιθυμίες, οι οποίες είναι έργα είτε του νου μας, είτε της καρδιάς μας, είτε του θυμικού μας, είτε του βουλητικού μας. έτσι, ο μεν εχθρός είναι πανούργος, ο δε απασχολημένος άνθρωπος, ο εργαζόμενος, δεν έχει αρετή, διότι δεν έχει σχολή, ησυχία, διότι δεν βλέπει τον Θεόν.
Γιατί δεν λέγει η έχθρα αλλά η κακία της έχθρας; Προηγουμένως έλεγε η «πανοπλία των αρετών», ενώ εδώ η «κακία της έχθρας», που είναι η ιδιότης του εχθρού να εκτοξεύη συνεχώς απασχολήσεις, λογισμόύς, επιθυμίες. Μου ρίχνει, λόγου χάριν, έναν λογισμό βλασφημίας ή ανηθικότητος ή απιστίας την ώρα της προσευχής. Ο λογισμός αυτός δεν είναι ενέργεια που πηγάζει από εμένα, διότι δεν τον ήθελα, ενώ προσευχόμουν, ήρθε μέσα μου σαν βολίδα. Άρα δεν βλασφήμησα, δεν αμάρτησα.
Ο σατανάς όμως τι πετυχαίνει; Μόνον με τον λογισμό δεν μπορεί να με μολύνη, διότι ο λογισμός είναι ξένος, δεν είναι δικός μου. είμαι υπόλογος για τα δικά μου αμαρτήματα και όχι για τα αμαρτήματα του εχθρού. Πετυχαίνει όμως ο πονηρός τούτο: να δώση έργο στην διάνοιά μου και εν συνεχεία στην βούλησί μου. η διάνοιά μου τώρα παρακαλεί: Χριστέ μου, συγχώρησέ με, διότι είμαι άθεος. Με το να το πη, αμέσως η βούλησίς μου στρέφεται σε αυτό και αφήνει την προσευχή, ασχολείται με το πώς να διώξη τον λογισμό της βλασφημίας ή της ανηθικότητος, οπότε αλλάζω αμέσως στάσι, ενέργεια, αφήνω την απάθεια και ολόκληρος γίνομαι ένα πάθος εναντίον αυτού του λογισμού. Το αποτέλεσμα; Νίκησε ο πονηρός, μου έδωσε έργο.
Όπως ρίχνεις το μπαλάκι στα πόδια του μικρού παιδιού και αυτό το αρπάζει και αρχίζει να παίζη αφήνοντας εσένα ήσυχο, έτσι ακριβώς και ο πονηρός έριξε τον λογισμό, όχι γι’ αυτόν τούτον τον λογισμό, αλλά για να μας δώση έργο, να μας δώση απασχόλησι. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοούμε όλες τις πανουργίες, όλα όσα προβάλλει ενώπιόν μας ο σατανάς.
Η κακία λοιπόν της έχθρας είναι το αντίθετο της αρετής. Η αρετή είναι το αποτέλεσμα της κοινωνίας μας με τον Θεόν, ενώ η κοινωνία μας με τον πονηρό δαίμονα είναι το αποτέλεσμα των αμαρτιών μας.
Επομένως, αμαρτάνοντας ο άνθρωπος μετέχει των εχθροτήτων, των ιδιοτήτων του πονηρού εχθρού, ενώ κοινωνώντας τον Χριστόν, αποκτά τα θεία χαρίσματα, μετέχει των θείων ιδιοτήτων. Δηλαδή, όταν ασχολούμαστε με την αμαρτία μας, γινόμαστε μέτοχοι της ζωής του πονηρού δαίμονος και κατά κανόνα ρίχνομε το βάρος στους άλλους, θεωρώντας του ως αφορμή και αιτία της αμαρτίας μας. αλλά και αν ακόμη πούμε ότι εγώ φταίω, ο τάλας, ο αμαρτωλός, ο καταραμένος, και τότε πάλι δεν κάνομε τίποτε άλλο, παρά  ξεχνάμε τον Θεόν και ασχολούμαστε με το εγώ μας. σπέρνομε άνεμο και θερίζομε καταιγίδα. Μία ανεμοφθορία υπάρχει στην ζωή μας, διότι έχομε κοινωνία με το σκότος. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Η παρουσία των παθών είναι αποδεικτικό στοιχείο ότι αγαπάμε να είμαστε κοινωνοί του δαίμονος και όχι του Θεού.
 
 
“Λόγοι ασκητικοί” ερμηνεία στον αββά Ησαϊα
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Ινδικτος
 
 
imverias.blogspot.com

Άνθρωπε αγάπα……..

Άνθρωπε αγάπα……..

«Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείται…» (Λουκά. στ’ 35)
Μέσα στη ζούγκλα της παγκοσμιοποίησης και των οικονομικών θεοτήτων, μέσα στον άκρατο ατομισμό και την ιδιοτέλεια, και πέρα απ’ τις ιδιοτυπίες της φιλοσοφίας του Νίτσε περί του υπερανθρώπου, που τόσο ασπάζεται η «Νέα Εποχή μας»γίνετε χαλί οι αδύνατοι για να πατήσουν πάνω σας οι δυνατοί… αλλά και σε αντιδιαστολή με τον προτεινόμενο και πολυδιαφημιζόμενο «άνθρωπο κυνηγό» στην προτεινόμενη αξία, «ο θάνατός σου η ζωή μου», μια «άλλη» πρόταση ζωής καταθέτει ή Εκκλησία σήμερα στον κόσμο, καθιστώντας τον κοινωνό στα λόγια του Νυμφίου της.
Μια πρόταση επαναστατική, αείποτε νέα και δυνατά ανθρώπινη: «…Εγώ σας λέγω ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους ευεργετείτε, …χωρίς να ελπίζετε σε κανένα αντάλλαγμα…».
Πρόκειται για την «πρόταση» της χριστιανικής αγάπης, που είναι γλυκύτερη και πιο δυνατή κι απ’ τη ζωή, που δεν λογαριάζει τίποτε αφού είναι πιο ισχυρή κι απ’ αυτόν τον θάνατο.
Πρόκειται για τη μοναδική απάντηση στον κόσμο, που αυτοφυλακισμένος στη βία και στη λατρεία του μίσους, γεύεται την απόγνωση, και τον όλεθρο.
Η γη μας, αδελφοί μου, έχει καταντήσει ένα στοιχειωμένο δάσος από σταυρούς και μνήματα.
Ένα δάσος που αντί να μοσχομυρίζει φρεσκάδα, όζει θανατίλα. Γίνηκε ένας τόπος εξορίας.
Γιατί κι αν μας χαρίστηκε η ζωή όμορφη και γλυκιά, εμείς καταντήσαμε, σαν τ’ άγρια θηρία, αφού ανάμεσα μας ανοίξαμε πόλεμο ανελέητο, αφού ο καθένας μας, «σαν πεινασμένο κοράκι, τροφή βλέπει στου αδελφού το πτώμα κι ας σμίγει το αίμα μας στο ίδιο αυλάκι κι ας βρέχει ό ίδρωτας μας το ίδιο χώμα», κατά τον ποιητή.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ο Άβελ και ο Κάιν ξαναζούν για να ξανασκοτωθούν, δίχως έλεος κανένα, σ’ αυτόν τον κόσμο ο Χριστός κραυγάζει: Άνθρωπε αγάπα…
Το να αγαπήσω και αυτόν τον διπλανο μου «ως εαυτόν», αγαπητοί Χριστιανοί, σημαίνει, ότι νοιώθω τον άλλον και τον αισθάνομαι σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου, σαν εμένα τον ίδιο.
Άρα αγάπη δεν σημαίνει να δώσω στον άλλο μια ελεημοσύνη, για να τον ξεφορτωθώ ή για να καθησυχάσω κάπως την συνείδησή μου.
Σημαίνει ότι πονώ για τον άλλο, και δεν μπορώ να φάγω ευχάριστα, όταν ξέρω ότι ο άλλος πεινά.
Ότι δεν μπορώ να απολαύσω τη θαλπωρή του σπιτιού μου, όταν γνωρίζω ότι ο άλλος είναι άστεγος.
Ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα, όταν ο άλλος ουρλιάζει στον πόνο.
Αγάπη σημαίνει ανησυχία, φροντίδα, μέριμνα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αναπτυχθεί στις καρδιές ανθρώπων, που είναι… φιλοτομαριστές.
Αγάπη σημαίνει έξοδο από τον εαυτό μου. Σημαίνει στοργή για τον άλλον.
Ο διπλανός μας μπορεί πολλές φορές να μην έχει ανάγκη της υλικής βοηθείας μας.
Θέλει όμως την αγάπη μας. Θέλει το ενδιαφέρον μας. Θέλει να πεισθεί, ότι τον έχουμε στη καρδιά μας.
Από έλλειψη στοργής πάσχει ο σύγχρονος άνθρωπος, αδελφοί μου.
Έργα ελεημοσύνης γίνονται πολλά. Ιδρύματα φιλανθρωπικά υπάρχουν άφθονα.
Η κοινωνική πρόνοια, ας πούμε, ότι είναι ανεπτυγμένη. Η στοργή όμως λείπει τις πιο πολλές φορές. Και αυτήν ζήτα επίμονα η κουρασμένη εποχή μας. Ο πονεμένος, η χήρα, το ορφανό, ο απόκληρος της ζωής θέλουν τη στοργή μας.
Η ΑΓΑΠΗ ΘΕΛΕΙ ΚΟΠΟ 
Δεν είναι όμως εύκολο πράγμα η χριστιανική αγάπη. Θέλει κόπο και θυσία. Θέλει αγωνία για τον άλλο, φροντίδα, ενδιαφέρον, ανησυχία.
Θα τρέξεις, θα χάσεις ώρες από την ανάπαυση σου, θα θυσιάσεις το χουζούρι σου, εάν θέλεις να είσαι άνθρωπος αγάπης.
Θα κάνεις πολλές φορές όχι εκείνο που σου αρέσει και σε ευχαριστεί, αλλ’ αυτό που ωφελεί τους άλλους.
Το να σταθείς δίπλα σε κάποιον, που έχει ανάγκη της συντροφιάς σου, θέλει κόπο και θυσία. Το να καταβάλεις προσπάθεια να φέρεις στο δρόμο του Θεού κάποιον παραστρατημένο, θέλει πολύ κόπο και αρκετό πνεύμα θυσίας. Το να ανεχθείς ένα δύστροπο, ένα κακότροπο, και να φανείς άνθρωπος αγάπης, θέλει αρκετό κόπο και πολλή θυσία.
Το να τρέξεις να εξυπηρέτησης κάποιον, να ανεβοκατεβείς μαζί του σκάλες, να παρακαλέσεις και να υποχρεωθείς, θέλει ικανό κόπο και θυσία.
Το να προσφέρεις απλόχερα από τα δικά σου, θέλει ιδιαίτερη θυσία.
Κάθε προσφορά απαιτεί κόπο και θυσία. Και η αγάπη είναι μια συνεχής προσφορά, και πράξη θυσίας. «Η μεγαλύτερη δυστυχία είναι να μην είμεθα χρήσιμοι σε κανέναν», λέγει ο Ραούλ Φολλερώ.

Σταχυολογήματα

Σταχυολογήματ

Σταχυολογήματα
…Η προσευχή κατευθύνει την ιστορία. ΗΣΥΧΙΑ <<Η Ασκητική του Προσώπου>>
…Η ησυχία του ησυχαστή δεν είναι βουδιστική νιρβάνα ή μηδενισμός της ύπαρξης. Δεν ζει το μηδέν αλλά ζει το πάν, αφού ζει τον Θεό. << Η Αγωνία είναι η βίωση του μηδενός>> ΗΣΥΧΙΑ <<Η Ασκητική του Προσώπου>>
… Η σπουδή τίκτει την προσευχή. Η προσευχή την ησυχία, η ησυχία τίκτει την Θεωρία, η θεωρία την γνώση, η γνώση την των μυστηρίων κατάληψη, τέλος δε των μυστηρίων η θεολογία. ΗΣΥΧΙΑ <<Η Ασκητική του Προσώπου>>
… Το Άγχος είναι φυσικό παιδί της αντιπνευματικής ζωής. Το τρέφουν και το μεγαλώνουν οι διάφοροι παράγοντες, όπως πρακτικός υλισμός, τα ένοχα αισθήματα, οι τύψεις, η απολυτοποίηση σχετικών αξιών και γενικά η αποξένωση απ’ τη χριστιανική ζωή. ΗΣΥΧΙΑ <<Η Ασκητική του Προσώπου>>
Η εκκλησία δεν εκσυγχρονίζεται αλλά εκσυγχρονίζει τον κόσμο δημιουργώντας πολιτισμό με τη μεταμόρφωση της φθαρτής και κτιστής πραγματικότητας . ΣΥΝΑΞΗ Τευχ. 70
Η Ακηδία (αφροντισιά) ξεκινάει από την ανυπομονησία και η ανυπομονησία από τη φιληδονία.
Η άσκηση είναι για να συντρίβεται το Εγώ όχι για να φουσκώνει. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Η οργή είναι ο αμείλικτος πόλεμος που Κηρύσσει το Εγώ σε ότι το εμποδίζει. Ενδιαφέρει μόνο να νικηθεί το εμπόδιο, να βεβαιωθεί το Εγώ, όχι να σταματήσει το κακό. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Η Φλυαρία δεν δείχνει μόνο αδιαφορία για τον λόγο και τον δέκτη του, δείχνει κυρίως την αγωνία ενός δικού μας κενού. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Ο άνθρωπος επιβεβαιώνεται κατηγορώντας τους άλλους , βουλιάζοντας δηλαδή στην αυταρέσκεια , οπότε φορτώνει την ύπαρξή του με ένα ακανθωτό Εγώ. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Η προσευχή είναι η ατμόσφαιρα της ψυχής. Ότι είναι η αναπνοή για το σώμα είναι η προσευχή για την ψυχή.
Αμαρτία δεν είναι ότι πράττουμε το απαγορευμένο, είναι ότι δεν ζούμε στο φώς της αλήθειας. Η πτώση αποτελεί υποδούλωση στην υλική μας πυκνότητα , το ψεύδος αποτελεί πτώση πνευματική, συνειδητή απόκρουση της γυμνότητητος και της διαφάνειας , ως πεμπτουσίας μας κατ’εικόνα και ομοίωση του Θεού. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
<<Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ίδια: το να θέλει κανείς να γίνει Kαλός δια του εαυτού του, το να θέλει κανείς να γίνει τέλειος δια του εαυτού του, το να θέλει κανείς να γίνει Θεός δια του εαυτού του. Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον». Π. Ιουστίνος Ποποβιτς …Το διδάξαι τον πλησίον, όμοιον εστί του ελέγξαι. Αββας Ποιμήν Πάθος είναι η εγκατάλειψις της ψυχικής απλότητας υπέρ της γοητείας των πραγμάτων. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ. Πρέπει να κατανοήσουμε την ζωή εν Χριστώ, ως μηδενισμό, όχι καταστροφική δύναμη θεσμών και αξιών , αλλά μηδενισμό του Εγώ – θετικό μηδενισμό. Ο Άγιος μηδενίζει κάτι που κανένας αναρχικός , κανένας ανατροπέας δεν αποτολμά, μηδενίζει το Εγώ και εισάγει έτσι στη ζωή το μηδέν ποιητικά, του δίνει θέση βασιλέως. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ Ο Ανθρωπος δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με αυτά που έχει επειδή η ψυχή του δεν πλάστηκε για τον κόσμο αυτό και τα γήινα πράγματα Δεν μπορούν να τον αναπαύσουν. Γέροντας Ζωσιμάς Ταπεινός είναι όποιος έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του , επηρμένος όποιος έχει απ’τους άλλους. Η ηθική κρίση του ανθρώπου της εποχής μας σ’αυτό συνοψίζεται : Δεν προβάλλει απαιτήσεις στον εαυτό του. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ. «Θεέ μου μη με εγκαταλείπεις , κανένα καλό δεν έκανα ενώπιόν Σου αλλά δός μου για την ευσπλαχνία Σου να βάλω αρχή» Ευχή του Μεγάλου Αρσενίου. … Να έχετε εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σας. ΗΣΥΧΙΑ <<Η Ασκητική του Προσώπου>>
ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΦΕΣΕΙΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ
- Βάπτισμα.
- Μαρτύριο.
- Ελεημοσύνη.
- Το ‘’Αφιέναι τοις άλλοις τα οφειλήματα αυτών’’
- Το ‘’Επιστρέψαι αμαρτωλόν και καλύψειν πλήθος αμαρτιών’’
- Η πολλή αγάπη.
- Η Μετάνοια (η πιό κοπιαστική). ΩΡΙΓΕΝΗΣ
‘’ Ο λόγος μένει αργός αν δεν είναι σαρκωμένος, αν δεν γίνει στάση ζωής. Για την ορθόδοξη παράδοση, η στάση ζωής όπου λόγος και πράξη συνάπτονται λέγεται μετάνοια’’ Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Αμαρτία είναι να δεχόμαστε χλιαρά το ύδωρ της ζωής, να φοβώμαστε την κοινωνία της αλήθειας. Στ. Ραμφ. .
Είδον πάσας τας παγίδας του εχθρού ηπλωμένας επί της γής , και στενάξας είπον,Τις άρα παρέρχεται ταύτας; και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι, η ταπεινοφροσύνη. Μέγας Αντώνιος
Γνωρίζουμε πάντοτε ότι μας κολακεύουν , αλλά δεν το πιστεύουμε για τι δεν θέλουμε να στερηθούμε τέτοια απόλαυση.
Η κολακεία λειτουργεί σαν εκείνο το ανεπαίσθητο , το αδιόρατο ναι, που λέμε κάθε μέρα στον καθρέπτη, σαν εκείνη τη άνευ όρων συγκατάθεση, που μεταβάλει το είδωλό μας σε απόλυτη πραγματικότητα. Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Ο σύγχρονος Άνθρωπος νομίζει πως τα όρια των αισθήσεων είναι και του παντός όρια, του Διαφεύγει ότι δεν πρόκειται για εσχατιές του κοσμικού ορίζοντος, αλλά για πλαίσια του νου, άνευ των οποίων θα διαλυθούμε κατ’ ανάγκη στο άπειρο. Οι αισθήσεις βάζουν τάξη στα πράγματα και η προσευχή βάζει τάξη στις αισθήσεις. Στ. Ραμφ.
Μη μισήσης τον Αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι.
… Δυστυχώς σήμερα οι άνθρωποι δεν είναι υπομονετικοί αλλά υστερόβουλοι, δεν είναι ευγενείς αλλά κόλακες, δεν είναι ταπεινοί αλλά υποκριτές , δεν είναι επιεικείς με τους άλλους αλλά εγωιστές. Αρχ. Αλ. Ψ.
Εκτός του Θεού Ο κόσμος γίνεται ακατανόητος, ανεπίδεκτος απαντήσεων και άρα σημασίας. Στ. Ραμφ. Πελ.
Ανελεύθερος είναι ό δουλοπρεπής προς τα άνω και τυραννικός προς τα κάτω,ο δέσμιος των παθών και των αντανακλαστικών τους . Ο καθαρός είναι ελεύθερος, δοσμένος στην αγάπη του Θεού και του αγαθού μέριμνα. Οχι μόνο δεν τυρανεί ο άνθρωπος αυτός αλλά ούτε καν ελέγχει.Στ. Ραμφ. Πελ. Ερημ.
Στην πολυλογία βρίσκονται φοβερότατα πάθη, το ψεύδος, η θρασύτητα, οι αστειότητες η αισχρότητα, η μωρολογία. Από την πολυλογία δεν ξεφεύγεις την αμαρτία .
H μοναξιά είναι φοβερή οδύνη για τον άνθρωπο. Είναι πόνος αφόρητος. Είναι η πιο αβάσταχτη δυστυχία.
Να ζεις ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους και να αισθάνεσαι μόνος, κατάμονος. Να πορεύεσαι με τόσους άλλους στο πλάι σου και να μην αντιλαμβάνεσαι την παρουσία τους Να ζεις για χρόνια στην πολυκατοικία και νάχεις την αίσθηση πως είναι άδεια η πολυκατοικία και η πόλη έρημη . Να συνεργάζεσαι με τόσους ανθρώπους και μέσα σου να νιώθεις ερημιά. Γύρω σου να σφύζει η ζωή και συ να ασφυκτιάς στα δεσμά της μοναξιάς σου. Ολοι και όλα να βρίσκονται σε μια αέναη κίνηση και συ σαν φυλακισμένος, να μην αφουγκράζεσαι κανενός τη φωνή … <<Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο απ’ το να νιώθεις μόνος μέσα στο πλήθος. Η μοναξιά είναι ο μεγαλύτερος πόνος>> (Kierkegaard)
To μεγαλύτερο μαρτύριο του Ντοστογιέφσκι στην εξορία της Σιβηρίας, ήταν ο πόνος, που ένιωθε να μένει μόνος ανάμεσα σε διακόσιους πενήντα τόσους συντρόφους, κλέφτες, φονιάδες … Μοναξιά δεν είναι η θεληματική μόνωση, η απομόνωση από τους ανθρώπους. Μοναξιά είναι το να ζεις μ’ ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά, αντίθετα από σένα. Είναι σε τελευταία ανάλυση, ο πόλεμος των ιδεών. Να πιστεύεις στο φως, ενώ όλοι οι άλλοι Αγαπούν το σκοτάδι. Ακόμα πιο πολύ να πολεμάνε τις ιδέες σου. Και δεν πρόκειται για ιδέες, προσωπικές, πλανεμένες, ψεύτικες, αλλά για Θείες αλήθειες, μοναδικές και αιώνιες.
Τέτοια εχθρική στάση απέναντι στην αλήθεια, είναι – γι’ αυτόν που πιστεύει – μαρτύριο, δοξασμένο μαρτύριο. Ο ίδιος είναι μάρτυρας, μάρτυρας του Θεού.
Αγία και ηρωική τέτοια μοναξιά όταν την επιτρέπει ο Θεός.
ΗΣΥΧΙΑ<<Η Ασκητική του Προσώπου>>Μιχαήλ Μιχαιλίδη
Οποιος αγαπά το θεό, δεν λυπεί ούτε λυπάται από κανένα για πρόσκαιρα πράγματα. Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Εκείνος που πιστεύει φοβάται κι όποιος φοβάται, ταπεινώνεται και όποιος ταπεινώνεται, γίνεται πράος γιατί απόκτά συνήθεια να κρατεί ανενέργητες τις παραφύση κινήσεις του θυμού και της επιθυμίας . Ο πράος τηρεί τις εντολές κι όποιος τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται και όποιος καθαρίστηκε, φωτίζεται κι εκείνος που φωτίζεται, αξιώνεται να ενωθεί με τον ουράνιο Νυμφίο, το Θεό Λόγο , στο νυμφώνα των Μυστηρίων. Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
<< Εν ολίγοις το φυσικό σύμπαν είναι μάλλον μία Σκέψη παρά ένα πράγμα, και η σκέψη προυποθέτει και επαιτεί Ενα που σκέπτεται >> J. A . Flemming
Στο χριστιανισμό ο Θεός έχει την πρωτοβουλία στην ιστορία του ανθρώπου . (Ουσιαστική διαφορά από τις άλλες θρησκείες). Καθ. Ηλίας Βουλγαράκης
Γνωρίζουμε το Θεό καλλιεργώντας μια σχέση, όχι κατανοόντας μιαν έννοια. Χρ. Γιανναράς (Εορτολ. Παλινοδ.)
Αν θέλεις να σε γνωρίσει ο Θεός , μείνε όσο περισσότερο μπορείς άγνωστος στους ανθρώπους. Φιλ. Β 327 Οσιος Θεόγνωστος
Η Ηθική και η Θρησκεία εμφανίζονται από τη στιγμή που έχει καταλυθεί η οργανική και άμεση σχέση του ανθρώπου με το Θεό, είναι η προσπάθεια να αναπληρωθεί η απουσία σχέσεως με πράξεις ατομικές εξιλεώσεων και αντιμισθιών. H Ηθική και η Θρησκεία είναι αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου, της άρνησής του να αναφέρει ώς ευχαριστία στον Θεό τη σχέση του με τον κόσμο. Χρ. Γιανναράς (Εορτολ. Παλινοδ.)
Ο φόβος είναι η μεγαλοποίηση αναμενόμενων συμφορών , που συνδέονται με ένοχη συνείδηση. Ιερός Χρυσόστομος
Eίναι θρησκόληπτη πιστη η εμμονή στην ανερμήνευτη πίστη της << Τυχαιότητας>> Χρ. Γιανναράς
<< Εστι δε χριστιανού το έργο ουδέν άλλο ή το μελετάν αποθνήσκειν>> Αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος
Η εθνικότητα είναι ένα δώρο Θεού. Κάλλιστος Ware
‘’ Τα έθνη είναι ό πλούτος της Ανθρωπότητας, είναι τα συλλογικά πρόσωπα. Και το μικρότερο από αυτά φοράει τα δικά του χρώματα και φέρει μέσα του μια ιδιέτερη όψη της θεικής ευδοκίας’’ Αλέξανδρος Σολζενίτσυν
‘’’Οταν βλέπεις τον αδελφό ή την αδελφή σου βλέπεις το Θεό. Μετά το Θεό πρέπει όλους να τους υπολογίζουμε σαν τον ίδιο το Θεό’’ Κλήμης Αλεξανδρείας.
“Τον έπαινο για τους άλλους τον ανεχόμαστε τόσο μόνο, όσο πιστεύουμε πως και ‘μεις οι ίδιοι θα μπορούσαμε να τον αξίζουμε. Κάθε τι που είναι ανώτερό μας, από φθόνο δεν το πιστεύουμε.’’ Θουκυδίδου Ιστορία Περικλέους Επιτάφιος (Β,34)
‘’ Καθ΄ ην ημέραν ανοίξεις το στόμα σου και κατηγορήσεις τινά, θεώρει σ΄ εαυτόν νεκρόν εκείνην την ημέραν, και πάντα τα έργα σου μάταια , καν σοι φαίνηται, ότι ειλικρινώς, και προς οικοδομήν σε παρεκίνησε ο λογισμός σου να λαλήσεις, διότι τις η χρειά να καταστρέψει τις την εαυτού οικίαν, και να διορθώσει την του φίλου αυτού;΄΄ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ
‘’Ο Θεός υποφέρει πάσας τας ασθενείας των ανθρώπων, δεν υπομένει όμως εκείνον που γογγύζει πάντοτε αλλά και παιδεύει αυτόν.’’ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΛΟΓΟΣ ΟΓ’
ΠΑΡΑΒΟΛΗ
…Δεν υπάρχει τίποτα το στερεότυπο, το συμβατικό, νιώθει κανείς ότι η σύγκριση ανέβηκε αυτόματα στα χείλη του ρήτορα, είναι απλή, σαφώς, έχει αμίμητο ύφος- που δεν υπάρχει στις Πράξεις των Αποστόλων και ακόμα λιγότερο στα απόκρυφα Ευαγγέλια – πραγματική υπογραφή του Κυρίου . Η ευαγγελική παραβολή «ξεκινώντας από τις πιο ασήμαντες πραγματικότητες, καθρεφτίζει με σαφήνεια τις πιο υψηλές έννοιες, κατανοητή για τον αδαή, προσφέρεται στην περισυλλογή του πολυδιαβασμένου. Είναι, από λογοτεχνική άποψη, απογυμνωμένη από κάθε τέχνασμα, ξεπερνάει, χάρη στη δυνατή συγκίνηση που προκαλεί, και τα πιο καλομελετημένα λογοτεχνικά τεχνάσματα ακόμα. Δεν εκπλήσσει αλλά πείθει δεν ξέρει μόνο να κατανικά αλλά και να μεταπείθει … Από το Βιβλίο ΄΄Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΣΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ΄΄ του ΝΤΑΝΙΕΛ ΡΟΠΣ
Η νηστεία είναι υπερασπιστής και φύλαξ πάσης αρετής. Είναι η αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατευτών και το κάλλος της παρθενίας και της καθαρότητος, και η λαμπρότης της σωφροσύνης. Η νηστεία είναι η αρχή της οδού του χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η οδηγός όλων των καλών έργων. Και καθώς επί τους υγιείς οφθαλμούς ακολουθεί η λάμψις του φωτός, ούτω και εις την μετά διακρίσεως γινομένην νηστείαν ακολουθεί η επιθυμία της προσευχής . ΛΟΓΟΣ ΠΕ’ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥΑΣΚΗΤΙΚΑ
«Όσο πιο πνευματικός άνθρωπος είσαι, τόσο πιο λίγα δικαιώματα έχεις στη ζωή. Η μεγαλύτερη χαρά είναι η διακονία και η συγχώρηση του σφάλματος του άλλου. Αυτός που δέχεται κάποια ευεργεσία, νιώθει την ανθρώπινη χαρά. Ενώ αυτός που την προσφέρει νιώθει τη θεϊκή χαρά». Γέρων Παίσιος
Στην Ορθόδοξη Παράδοση ποτέ ο Θεός δεν είναι μια παρελθοντολογία, αλλά ζωή. Είναι έρως και εραστόν, γι’ αυτό και η ορθόδοξη ζωή είναι η κατ’ εξοχήν ερωτική ζωή. Ο Θεός, όπως ομολόγησε ο Απόστολος Θωμάς είναι ο Κύριός μας και ο Θεός μας. Αντίθετα στην Δύση ο Θεός έγινε αξία, έννοια, καθήκον. Μ. Ναυπ. Ι Βλάχος
Όπως ο άρρωστος φαίνεται από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ο εμπαθής από την κατάθλιψη. Αγιος Σεραφείμ του Σάρωφ.
Εάν οι ορθόδοξοι χριστιανοί ήταν πιστοί ελεήμονες και πονόψυχοι, άπιστοι και αιρετικοί δεν θα υπήρχαν. Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Η ακόρεστη όρεξη του ανθρώπου ανέχεται ως μόνο μέτρο το νόμο. Οποιοσδήποτε άλλος, εθελούσιος περιορισμός του ηδονισμού θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση ανοησία.
Oι άθεοι είναι άθεοι γιατί αντιτίθενται στη φρικτή γελοιογραφία του Θεού που έκαναν οι χριστιανοί, με το να ακολουθούν τα εξωτερικά γνωρίσματα της ευλάβειας και να συμβιβάζονται με το κακό. Φρανσουά Μωριάκ
΄Μήτε έν πονηροίς όντες απογινώσκομεν. μήτε εν αγαθοίς όντες θαρρώμεν, άλλά και κατορθούντες φοβώμεθα, ίνα μη θαρρήσαντες πέσωμεν και αμαρτάνοντες μετανοώμεν΄
Ούτε σαν βρισκόμαστε στην αμαρτία να απογοητευόμαστε, ούτε σαν νομίζουμε πως πάμε καλά, να παίρνουμε θάρρος και να το «ρίχνουμε έξω». Σήμερα πάμε καλά, αύριο, αν δεν προσέξουμε, θα ξυπνήσουν τα θηρία των παθών και θα μας κατασπαράξουν. Αγιος Ι. Χρυσόστομος
Οι συνέπειες της μέριμνας.
Η μέριμνα μας αφαιρεί τη γαλήνη και σκοτεινιάζει το φως της ζωής. Η μέριμνα τεντώνει τα νεύρα και κομματιάζει την προσωπικότητα. Η μέριμνα από πρόσωπα μας κάνει ελατήρια μιας μηχανής, που αδιάκοπα εργάζεται τη φθορά και τη δυστυχία μας. Φθ.Ν.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Μικρός Ευεργετινός

Μικρός Ευεργετινός

Από το βίο της άγίας Συγκλητικής
Τις αμελείς και ράθυμες ψυχές – έλεγε ή μακάρια Συγκλητική – κι εκείνες πού από νωθρότητα δεν καταφέρνουν να προκόψουν στην αρετή, καθώς και όσες κυριεύονται εύκολα από την απόγνωση, πρέπει νά τις ενθαρρύνουμε. “Αν μάλιστα παρουσιάσουν ακόμα κι ένα μικρό καλό, να το θαυμάζουμε και νά το μεγαλοποιούμε. ‘Απεναντίας, και τα πιο σοβαρά και μεγάλα σφάλματά τους, νά τα χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σαν πολύ μικρά κι ασήμαντα. Γιατί ο διάβολος, πού θέλει όλα νά τα διαστρέφει για νά μας κολάσει, προσπαθεί νά κρύβει από τούς αγωνιστές και τούς επιμελείς στην άσκηση τις αμαρτίες τους, κάνοντάς τους νά τις ξεχνούν, για νά τούς ρίξει έτσι στην υπερηφάνεια. Ενώ, αντίθετα, στις αρχάριες και αστερέωτες ψυχές παρουσιάζει εξογκωμένα τα αμαρτήματά τους, για νά τις ρίξει σε απελπισία.
Νά πως πρέπει λοιπόν νά παρηγορούμε τις ψυχές αυτές πού κλονίζονται: Νά τούς θυμίζουμε την απέραντη συμπάθεια και αγαθότητα του Θεού. Νά τις βεβαιώνουμε πώς ο Κύριός μας είναι πολυέλεος και σπλαχνικός και μακρόθυμος, έτοιμος πάντα νά ανακαλέσει την καταδίκη των αμαρτωλών ανθρώπων (πρβλ. Ίωήλ2:13). Σ’ αυτές τις ψυχές νά φέρνουμε και μαρτυρίες από τις αγίες Γραφές, πού νά φανερώνουν την απροσμέτρητη συμπάθεια του Θεού σ’ εκείνους πού αμάρτησαν και μετανόησαν. Νά τούς λέμε, για παράδειγμα, πώς ή Ραάβ ήταν πόρνη, άλλά σώθηκε χάρη στην πίστη της (Ίησ. Ναυή 2:1 κ.έ.’ <Εβρ. 11:31). Πώς ο Παύλος ήταν διώκτης, έγινε όμως σκεύος εκλογής (Πραξ. 9:1 κ.έ.). και πώς ο ληστής λεηλατούσε και σκότωνε, άλλά μ’ έναν του μόνο λόγο άνοιξε πρώτος τη θύρα του παραδείσου (Λουκ. 23:39-43). Νά τούς λέμε ακόμα για τον ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. 9:9-13) και τον τελώνη (Λουκ. 18:9-14) και τον άσωτο (Λουκ. 15:11-32) και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση. και με όλα αυτά νά στηρίζουμε τις αδύνατες ψυχές, γλιτώνοντας τες από την απόγνωση.
τις ψυχές πάλι πού κυριεύονται από την υπερηφάνεια, νά τις διορθώνουμε με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα.
Νά ενεργούμε δηλαδή σαν τούς πολύ έμπειρους κηπουρούς, πού, όταν δουν ένα φυτό καχεκτικό και ασθενικό, το ποτίζουν με άφθονο νερό και το περιποιούνται με πολλή φροντίδα, για ν’ αναπτυχθεί και νά δυναμώσει. Ενώ, αντίθετα, όταν δουν σ’ ένα φυτό πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τα περιττά, για νά μην ξεραθούν σύντομα. ‘Αλλά και οι γιατροί, σ’ άλλους άρρώστους συνιστούν πολυφαγία και κινητικότητα, ενώ σ’ άλλους επιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα και ακινησία.
Του Παλλαδίου
‘Έμαθα για το Μωϋσή τον Αιθίοπα, πού ήταν πολύ φημισμένος ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης ότι, πριν γίνει μοναχός, ήταν δούλος κάποιου, πού ανακατευόταν ατή διοίκηση της πολιτείας. ο κύριός του όμως τον έδιωξε, επειδή ήταν πολύ δύστροπος και είχε χαρακτήρα αιμοβόρο και άγριο.
‘Έφυγε λοιπόν ο Μωυσής κι έγινε ληστής. Αναδείχθηκε μάλιστα σε λήσταρχο, για την υπερβολική σωματική του δύναμη.
Ανάμεσα ατά ληστρικά του κατορθώματα αναφέρεται και τούτο: Χολώθηκε κάποτε μ’ ένα βοσκό, επειδή τα τσοπανόσκυλά του τον εμπόδισαν νά κάνει μια νυχτερινή ληστεία. Βάζοντας λοιπόν σκοπό νά σκοτώσει το βοσκό, πάσχιζε με κάθε τρόπο νά τον εντοπίσει μαζί με το κοπάδι του.
Επιτέλους άκουσε πώς ήταν από την άλλη μεριά του Νείλου. Εκείνη την εποχή το ποτάμι πλημμύριζε και ή κοίτη του πλάταινε, φτάνοντας το ένα σημείο, (δηλαδή το ένα περίπου μίλι):Ο Μωυσής όμως έβγαλε τον κοντό χιτώνα πού Φορούσε και τον έβαλε στο κεφάλι του.
Άρπαξε και το μαχαίρι με τα δόντια, και ρίχθηκε στο ποτάμι. Κατόρθωσε νά φτάσει κολυμπώντας στην άλλη όχθη.0 βοσκός, βλέποντάς τον από μακριά νά περνάει απέναντι κολυμπώντας, το βαλε στα πόδια και κρύφτηκε. Τότε ο Μωυσής, έχοντας χάσει το βοσκό, ξέσπασε πάνω στο κοπάδι.
‘Έσφαξε τέσσερα κριάρια, τα καλύτερα, τα έδεσε στη σειρά και πέρασε πάλι κολυμπώντας το Νείλο. Ήρθε σ’ ένα πλάτωμα, έγδαρε τα σφαχτά, άναψε φωτιά, τα έψησε, κι έφαγε τα πιο καλά κομμάτια. Τις προβιές τις πούλησε, και αγόρασε κρασί σαίτικο
Ήπιε περίπου δεκαοχτώ ιταλικούς ξεστούς, κι έπειτα τράβηξε για το λημέρι του, πενήντα σημεία μακρύτερα από κεί.
Αυτός λοιπόν ο φοβερός ληστής, μετά από πολύ καιρό και με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, ήρθε σε κατάνυξη, μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του και προσχώρησε ατή μοναχική πολιτεία.
Πήρε ένα κελί στη Σκήτη και επιδόθηκε σε αυστηρή άσκηση.
Λέγεται μάλιστα, ότι στην αρχή κιόλας της μοναχικής του ζωής, μόλις πήρε το κελί, του επιτέθηκαν τέσσερις ληστές, αγνοώντας βέβαια πώς ο καλόγερος αυτός ήταν ο διαβόητος Μωυσής.
‘Έτσι, εκείνος τούς εξουδετέρωσε, τούς έδεσε, τούς φορτώθηκε στην πλάτη σαν ένα σακί άχυρο, τούς έφερε ατή εκκλησία, όπου ήταν συναγμένοι οι αδελφοί, και είπε.
- Επειδή δεν μου πρέπει νά κάνω πια κακό σε κανένα, τι προστάζετε γι’ αυτούς εδώ, πού τούς έπιασα νά έρχονται εναντίον μου;
Οι αδελφοί τούς έλυσαν και τούς άφησαν ελεύθερους. Οι ληστές όμως, στο μεταξύ, αναγνώρισαν το Μωϋσή και είδαν τη μετάνοιά του. δεν θέλησαν λοιπόν ούτε κι αυτοί νά γυρίσουν στην προηγούμενη ζωή τους. ‘Ακολουθώντας το παράδειγμα τού Μωϋσή, εγκατέλειψαν τη ζωή της αμαρτίας και έγιναν δοκιμότατοι μοναχοί.
‘Αλλά κι ο Μωυσης τόσο σκληρή άσκηση έκανε, για την όποία και αλλού έχει γραφτεί, και τόσο πολέμησε τούς δαίμονες, ύπο6άλλοντας τον εαυτό του σε κάθε είδος σκληραγωγίας, ώστε συν αριθμήθηκε κι αυτός στους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έγινε και πρεσβύτερος, και διακρίθηκε για τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα. ‘Έτσι, κοιμήθηκε αφήνοντας και εβδομήντα μαθητές.
Από το Γεροντικό
_Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο θεός δέχεται τη μετάνοια τού αμαρτωλού. και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε: . Πες μου, αγαπητέ. Αν σχισθεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι. – “Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, τού είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο θεός το δικό του πλάσμα;
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω νά μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια
Πολύ είναι, τού λέει ο γέροντας. Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί: Φτάνουν σαράντα μέρες;
Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ’ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό νά κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο ο ‘Ίδιος;
Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο νά συγχωρεί «έως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Άλλος πάλι ρώτησε τον ίδιο γέροντα: Τι είναι μετάνοια για την αμαρτία; Και είπε ο γέροντας:
Το νά μην την ξανακάνεις πια. Γι’ αυτό, άλλωστε, ονομάστηκαν άμωμοι οι δίκαιοι, γιατί έπαψαν ν’ αμαρτάνουν και έγιναν δίκαιοι.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:
Τι νά κάνω, αββά, πού έπεσα; Του λέει ο γέροντας: Νά σηκωθείς. Σηκώθηκα και ξανάπεσα. Νά σηκωθείς πάλι και πάλι. Μέχρι πότε; Μέχρι πού νά σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ’ οποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ’ αύτή και φεύγει.
Κάποιος αδελφός ησύχαζε σ’ ένα κελί της Αιγύπτου, ζώντας με πολλή ταπείνωση. Είχε όμως στην πόλη μιαν αδελφή πόρνη, πού γινόταν αιτία νά χάνονται πολλές ψυχές. Οι γέροντες παρακινούσαν συχνά τον αδελφό νά πάει νά τη βρει, μήπως με τις συμβουλές του κατορθώσει νά την αποσπάσει από την αμαρτωλή ζωή της. Τελικά κατάφεραν νά τον πείσουν.
Μόλις έφτασε στον τόπο πού έμενε ή αδελφή του, κάποιος γνωστός τον είδε κι έτρεξε νά της μηνύσει:
Έλα νά δεις! Ό αδελφός σου είναι έξω, στην πόρτα! Σκίρτησε ή καρδιά της μόλις τ’ άκουσε.
Παράτησε τούς εραστές, πού περιποιόταν, κι έτρεξε ξέσκεπη νά συναντήσει τον αδελφό της. ‘Έκανε αυθόρμητα νά τον αγκαλιάσει, και εκείνος της είπε:
Αδελφή μου γνήσια, λυπήσου την ψυχή σου.
Πώς θ’ αντέξεις τα πικρά κι ατέλειωτα βασανιστήρια της κολάσεως, για τούς τόσου πού χάνονται εξαιτίας σου; Περίτρομη εκείνη τού λέει: Είσαι βέβαιος πώς -υπάρχει πλέον για μένα σωτηρία;
Υπάρχει, φτάνει νά θέλεις, απάντησε ο αδελφός.
‘Έπεσε τότε στα πόδια του και τον παρακαλούσε νά την πάρει μαζί του στην έρημο.
Ρίξε στο κεφάλι σου το ιμάτιο σου κι έλα, της είπε. ‘Όχι, πάμε νά φύγουμε! Με συμφέρει νά κυκλοφορώ άπρεπα
ξέσκεπη, παρά νά ξαναμπώ οστό εργαστήριο της ανομίας.
Καθώς προχωρούσαν, ο αδελφός της τη νουθετούσε για νά μετανοήσει. Κάποια στιγμή όμως είδε μερικούς διαβάτες νά τούς πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση. της λέει λοιπόν:
- Επειδή δεν ξέρουν πώς είσαι αδελφή μου, βγές για λίγο έξω από το δρόμο, ώσπου νά περάσουν αυτοί πού έρχονται. Εκείνη ξεμάκρυνε από κοντά του.
Ας συνεχίσουμε τώρα το δρόμο μας, αδελφή μου, της είπε μετα την απομάκρυνση των περαστικών.
Μα δεν πήρε απόκριση.
Πλησίασε κοντά της, και τη βρίσκει νεκρή! Συνάμα βλέπει και τα πόδια της καταματωμένα ήταν, βλέπετε, ξυπόλητη.
Όταν αργότερα ο αδελφός ανακοίνωσε το γεγονός στους γέροντες, εκείνοι διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αν σώθηκε ή όχι. Τελικά όμως ο Θεός αποκάλυψε γι’ αυτήν σ’ ένα γέροντα, ότι δέχθηκε τη μετάνοιά της, επειδή, μόλις μεταμελήθηκε, αδιαφόρησε πια για όλα τα υλικά πράγματα, καταφρόνησε ακόμα και το σώμα της και δεν έβγαλε ούτε ένα στεναγμό για τις τόσες πληγές της.
Ένας αδελφός (πού αμάρτησε), αφού μετανόησε, γύρισε στην ησυχία.
Λίγο αργότερα όμως σκόνταψε απότομα σε μία πέτρα και πλήγωσε το πόδι του.
‘Έχασε μάλιστα τόσο αίμα από την πληγή, πού λιποθύμησε και σε λίγο ξεψύχησε.
‘Έρχονται λοιπόν οι δαίμονες για νά παραλάβουν την ψυχή του. Οι άγγελοι όμως τούς λένε:
Προσέξτε την πέτρα και κοιτάξτε το αίμα του, πού το έχυσε για τον Κύριο!
Μόλις είπαν αυτά τα λόγια οι άγγελοι, ή ψυχή αναχώρησε ελεύθερη για τον ουρανό.
Σ’ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς του λέει: Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδελφός του αποκρίθηκε: Ό,τι και νά ‘μαι, τώρα σε αφήνω και φεύγω!
Σου το λέω, θα πας στην κόλαση! επέμεινε ο σατανάς. Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
‘Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε.
Ό αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.
Ένας αδελφός, πού βασανιζόταν από τη λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα:
- Τι νά κάνω, πού έρχονται οι λογισμοί και μου λένε πώς άδικα άφησα τον κόσμο, και πώς δεν πρόκειται νά σωθώ; Και ο γέροντας απάντησε:
Κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε νά μπούμε στη γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο νά πέσουν τα κορμιά μας στην έρημο, παρά νά γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο (πρβλ. Άριθ. 14: 29-33).
Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα:
Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ουκ εστί σωτηρία αυτώ εν τώ Θεώ αυτού»; (Ψαλμό. 3:3).
Εννοεί τούς λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ’ όποιον αμάρτησε.
Τού λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια νά τον σώσει, και έτσι προσπαθούν νά τον γκρεμίσουν ατά βάραθρα της απογνώσεως.
Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει νά τούς διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τούς πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμό. 24:15).
Είπε ο αββάς Αλώνιος
Αν θελήσει ο άνθρωπος, μπορεί από το πρωί ως το βράδυ νά φτάσει σε θεία μέτρα.
Μιας κόρης, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς της κι απόμεινε ορφανή. Μετά άπ’ αυτό έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη των πατέρων της Σκήτης, και γι’ αρκετό καιρό τούς δεχόταν εκεί και τούς περιποιόταν.
‘Έπειτα όμως, αφού ξόδεψε όσα είχε, έπεσε σε στέρηση. Την πλησίασαν τότε κάποιοι άνθρωποι διεστραμμένοι και κατόρθωσαν νά τη βγάλουν από τον ίσιο δρόμο. ‘Έτσι άρχισε νά ζει αμαρτωλά, ώσπου κατάντησε και σε πορνείο.
Όταν το άκουσαν οι πατέρες, λυπήθηκαν υπερβολικά. Κάλεσαν τον αββά ‘Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν:
Μάθαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει μέσα στην αμαρτία. ‘Επειδή όμως αυτή, όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της, κι εμείς τώρα ας τη βοηθήσουμε ‘όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο νά πάς κοντά της και, μ’ όση σοφία σου έδωσε ο Θεός, νά οικονομήσεις την κατάστασή της.
Πήγε πράγματι δ γέροντας ατό σπίτι της και λέει ατή γριά πορτάρισσα
Πες στην κυρά σου πώς τη θέλω! ‘Εκείνη τον αποπήρε:
‘Εσείς οι καλόγεροι καταφάγατε το βίος της! και νά πού τώρα βρίσκεται μέσα στη φτώχεια!
Πες το της! επέμενε ο γέροντας. Γιατί έχω νά την ωφελήσω πολύ. Τότε ή γριά ανέβηκε πάνω και είπε στην κόρη για το γέροντα.
Σαν τ’ άκουσε εκείνη, μονολόγησε: Αυτοί οι μοναχοί τριγυρνάνε πάντοτε ατά μέρη της ‘Ερυθράς
θάλασσας και βρίσκουνε μαργαριτάρια.
Στολίστηκε, κάθισε ατό κρεβάτι και είπε στην πορτάρισσα: ‘Ανέβασέ τον επάνω!
Μόλις μπήκε ο αββάς ‘Ιωάννης, πήγε και κάθισε κοντά της. Την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και της λέει: Γιατί τα έβαλες με τον ‘Ιησού και κατάντησες έτσι; Πάγωσε σύγκορμη ή κόρη μ’ αυτά τα λόγια.
Ό γέροντας έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε νά κλαίει γοερά. – ‘ Αββά, γιατί κλαις; τον ρωτάει εκείνη. Σήκωσε το κεφάλι του, το ξανακατέβασε και είπε: Βλέπω το σατανά νά παίζει στο πρόσωπο σου, και νά μη κλάψω;
‘Η κόρη τότε τον ρώτησε: Υπάρχει μετάνοια, αββά; Υπάρχει. Πάρε με, λοιπόν, όπου θέλεις! Πάμε!
Στη στιγμή ή κόρη σηκώθηκε και τον ακολούθησε. και ο γέροντας θαύμασε, βλέποντας πώς δεν έδωσε καμιά παραγγελία για το σπίτι της.
Είχε πια νυχτώσει, όταν έφτασαν στην έρημο. Ο γέροντας της έφτιαξε ένα μικρό προσκεφάλι, το σταύρωσε και της είπε: Κοιμήσου εδώ.
Αφού ετοίμασε και για τον εαυτό του λίγο πιο πέρα, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε κι εκείνος.
Ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα. και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο, από τον ουρανό μέχρι την Ταϊσία, και τούς αγγέλους του Θεού ν’ ανεβάζουν την ψυχή της!
Σηκώθηκε, πήγε κοντά της και τη σκούντησε με το πόδι του. Ήταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι’ αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσευχήθηκε ατό Θεό. “Άκουσε τότε φωνή νά του λέει, πώς ή μία ώρα της μετάνοιάς της έγινε ευπρόσδεκτη περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, πού χρόνια ολόκληρα μετανοούν, δεν δείχνουν όμως της δικής της μετάνοιας τη θέρμη.
Κάποιος μοναχός, από δαιμονική επήρεια, έπεφτε συχνά σε σαρκικό αμάρτημα. Ολοένα όμως βίαζε τον εαυτό του νά μην πετάξει το σχήμα του. και κάνοντας την καθημερινή του προσευχή, ικέτευε το Θεό στενάζοντας και λέγοντας:
- Κύριε, θέλω δε θέλω, σώσε με! Γιατί εγώ, σαν λάσπη πού είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας. Εσύ όμως, σαν Θεός παντοδύναμος, μπορείς νά μ’ εμποδίσεις. ” Αν ελεήσεις τον δίκαιο, τίποτα το σπουδαίο. Κι αν σώσεις τον καθαρό, τίποτα το θαυμαστό. Αυτοί εΙναι άξιοι ν’ απολαύσουν την αγαθότητά Σου. σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου (Ψαλμ. 16:7), και σ’ αυτό μου το κατάντημα δείξε την ανείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στα χέρια Σου έχω αφεθεί εγώ, ο φτωχός από κάθε αρετή.
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε κλαίγοντας καθημερινά ο αδελφός, είτε συνέβαινε ν’ αμαρτήσει είτε όχι.
Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του. Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος!
- Άθλιε! του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στο Θεό χωρίς νά κοκκινίζεις; Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ’ όνομα Του; και πώς τολμάς νά προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;
- Τούτο το κελί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός. Μία σφυριά δίνεις, Μία παίρνεις. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, νά παλεύω μαζί σου μέχρι νά πεθάνω, κι όπου με βρει ή τελευταία μου μέρα. Νά, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σου λέω: στο όνομα ‘Εκείνου, πού ήρθε νά καλέσει σε μετάνοια και νά σώσει τούς αμαρτωλούς, Δεν θα πάψω νά προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου νά πάψεις κι εσύ νά με πολεμάς. και θα δούμε ποίος θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός!
Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει:
- Μα την αλήθεια, ποτέ πια Δεν θα σε πολεμήσω, για νά μη γίνω αφορμή νά στεφανωθείς με την υπομονή πού κάνεις.
και από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός έφυγε μακριά του.
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε για τις αμαρτίες του.
Τώρα όμως ο λογισμός του έλεγε συχνά: “Καλό έργο κάνεις, πού κλαις”. Άλλ’ αυτός εναντιωνόταν στο λογισμό: “‘Ανάθεμα σ’ αυτό το καλό! Ό Θεός δεν θέλει νά χάσει κανείς την ψυχή του σ’ όλα τα έργα της ατιμίας, κι έπειτα νά κάθεται και νά τη μοιρολογάει, όπότε ή τη σώζει ή και δεν τη σώζει”.
‘Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
Αν συμβεί, με ενέργεια του διαβόλου, νά υποκύψει κανείς σε πειρασμό, άς πούμε σε πορνεία, τι γίνεται μ’ αυτούς πού σκανδαλίστηκαν;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε με την ακόλουθη διήγηση:
Σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποτε ένας διάκος πασίγνωστος. Στο κοινόβιο εκείνο κατέφυγε από την πόλη, μαζί μ’ όλους τούς ανθρώπους τού σπιτιού του, ένας πολιτικός, πού είχε πέσει στη δυσμένεια τού άρχοντα. Και, με επήρεια τού διαόλου, ο διάκος αμάρτησε με μία γυναίκα της συνοδείας τού πολιτικού.
Το πράγμα μαθεύτηκε και όλοι ντροπιάστηκαν.
Ό διάκος έτρεξε σ’ έναν αγαπητό του γέροντα και τού φανέρωσε το περιστατικό. ο γέροντας εκείνος είχε στο βάθος τού κελιού του κάτι σαν κρυψώνα, πού την ήξερε και ο διάκος. Τού ζήτησε λοιπόν την άδεια νά χωθεί εκεί μέσα Και νά θαφτεί κυριολεκτικά ζωντανός, χωρίς νά Το ξέρει άλλος κανείς πέρα από τον ίδιο Το γέροντα. Και ο τελευταίος Το δέχθηκε.
Κλείστηκε λοιπόν ο διάκος στο σκοτεινό εκείνο μέρος και μετανόησε βαθιά ενώπιον τού Θεού, πενθώντας συνεχώς για την αμαρτία του. Και τίποτ’ άλλο δεν έβαζε στο στόμα του, παρά μονάχα ψωμί Και νερό, πού τού έδινε κάπου-κάπου ο γέροντας.
Πέρασε αρκετός καιρός, Και τα νερά τού ποταμού Νείλου δεν ανέβηκαν, όπως πάντα, (για νά ποτιστούν τα χωράφια). Και καθώς όλοι έκαναν λιτανείες Και ακατάπαυστες προσευχές στο Θεό (για νά τούς λυτρώσει από την ξηρασία), ένας άγιος άνθρωπος είχε θεϊκή αποκάλυψη, ότι τα νερά τού ποταμού δεν θ’ ανέβουν, αν δεν έρθει ο τάδε διάκος πού κρύβεται στον τάδε μοναχό.
Μόλις ο άνθρωπος εκείνος πήρε την πληροφορία, φανέρωσε σε όλους όσα τού αποκάλυψε ο Θεός. Τ’ άκουσαν Και θαύμασαν. Ύστερα ήρθαν στον τόπο όπου κρυβόταν ο διάκος, τον έβγαλαν έξω Και τον ανάγκασαν νά προσευχηθεί.
Προσευχήθηκε, κι αμέσως τα νερά ανέβηκαν!
‘Έτσι, όσοι είχαν σκανδαλιστεί πριν με την πτώση του, πολύ περισσότερο ωφελήθηκαν τώρα με τη μετάνοιά του και δόξασαν το Θεό.
Του άγίου Εφραίμ
Πρόσεχε, αδελφέ, γιατί ο εχθρός πολεμάει με διάφορους τρόπους τούς αγωνιστές. και πριν μεν πραγματοποιηθεί ή αμαρτία, ο εχθρός τη δείχνει ατά μάτια τους πολύ μικρή. Προπαντός την επιθυμία της σαρκικής ηδονής τόσο ασήμαντη την παρουσιάζει πριν γίνει πράξη, ώστε φαίνεται στον αδελφό ότι σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από το νά του χυθεί στη γη ένα ποτήρι κρύο νερό.
Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως, ο πονηρός την παρουσιάζει υπερβολικά βαριά στα μάτια εκείνου πού αμάρτησε, σηκώνοντας εναντίον του μύρια κύματα λογισμών, έτσι ώστε, πνίγοντας μέσα σ’ αυτά τη λογική σκέψη του αδελφού, νά τον καταποντίσει ατό βυθό της απελπισίας.
Κι εσύ λοιπόν, αγαπητέ, γνωρίζοντας από πριν αυτές τις πανουργίες του εχθρού, πρόσεχε μη σε γελάσει και αμαρτήσεις. ‘Αλλά κι αν έχεις ήδη πέσει σ’ ένα παράπτωμα, μην το συνεχίζεις, απελπισμένος για τη σωτηρία σου.
Σήκω και γύρνα πίσω στον Κύριο και Θεό σου. Κι Εκείνος θα σ’ ελεήσει. Γιατί ο Δεσπότης μας είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν περιφρονεί όσους μετανοούν ειλικρινά, άλλά πρόθυμα και με χαρά τούς δέχεται.
Όταν λοιπόν σου λέει ο εχθρός, “Χάθηκες, δεν μπορείς πια νά σωθείς!”, εσύ πες του: “‘Εγώ έχω θεό εύσπλαχνο και μακρόθυμο, γι’ αυτό και δεν απελπίζομαι για τη σωτηρία μου. Εκείνος πού μας άφησε εντολή νά συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας «εως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22), ο ‘Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες εκείνων πού
επιστρέφουν κοντά Του μ’ όλη τους την ψυχή”.
Κι έτσι, με τη χάρη του θεού, θα λυτρωθείς από τον πόλεμο.
Του άββά Ησαΐα
Πρόσεχε, αδελφέ, το πονηρό πνεύμα, πού φέρνει τη λύπη στον άνθρωπο. Γιατί ειναι φοβερή ή καταδίωξη πού σου κάνει, μέχρι νά σε ρίξει κάτω.
Η κατά θεό λύπη, αντίθετα, εΙναι χαρά για σένα, γιατί βλέπεις τον εαυτό σου νά στέκεται ατό θέλημα του θεού. Εκείνος πού σου λέει, “που θα πας για νά ξεφύγεις; Μετάνοια δεν έχεις!”, αυτός είναι εχθρός, πού πασχίζει νά κάνει τον άνθρωπο νά εγκαταλείψει την εγκράτεια. Γιατί ή κατά Θεό λύπη δεν έρχεται στον άνθρωπο με επιθετική ορμή, αλλά ειρηνικά, και του λέει:
“Μη φοβάσαι. ‘Έλα πάλι”.
Γνωρίζει, βλέπεις, ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατος, και τον δυναμώνει με γενναιοφροσύνη αντιμετώπιζε τούς λογισμούς, και θα σου γίνουν ελαφρότεροι. Γιατί όποιον τούς φοβάται, τον λυγίζουν κάτω από το βάρος τους.
Η δύναμη εκείνων πού θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, φανερώνεται σε τούτο:
Νά μη μικροψυχήσουν αν συμβεί νά πέσουν, αλλά πάλι νά ρίχνονται στον αγώνα. και ή αγαθότητα του Θεού φανερώνεται σε τούτο: Οποιαδήποτε ώρα επιστρέψει ο άνθρωπος από τις αμαρτίες του, τον υποδέχεται με χαρά, χωρίς νά του λογαριάζει τα προηγούμενα σφάλματά του, όπως είναι γραμμένο για τον άσωτο υιό (Λουκ. 15: 11-32). Αυτός άφησε την τροφή των χοίρων, δηλαδή τα σαρκικά του θελήματα, και γύρισε ταπεινωμένος στον πατέρα του.
Γι’ αυτό κι εκείνος τον δέχθηκε, προστάζοντας αμέσως νά του φορέσουν τη στολή της αγνότητας και τον αρραβώνα της υιοθεσίας, πού χαρίζει το Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Ρωμ. 8:15,23. Β’ Κορ. 1:22,5:5. Έφ. 1:13-14). Γιατί ο Κύριός μας είναι ελεήμων και θέλει την επιστροφή του ανθρώπου, καθώς είπε: «Αμήν αμήν λέγω ύμίν’ χαρά γίνεται εν το ουρανό, επί ενί αμαρτωλό μετανοούντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Αφού λοιπόν, αδελφοί, έχουμε το τόσο μεγάλο έλεός Του και τον πλου το της ευσπλαχνίας Του, ας επιστρέψουμε κοντά Του μ’ ‘όλη μας την καρδιά. Κι Αυτός θα μας δεχθεί φιλάνθρωπα και θα μας κάνει κοινωνούς της αιώνιας ζωής.
Αφού ‘όμως επιστρέψεις, νά κυριαρχείς στην καρδιά σου και νά μην πέσεις σε ακηδία (δηλαδή σε πνευματική χαυνότητα) λέγοντας, “Πώς μπορώ εγώ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος, νά φυλάξω λες τις αρετές; Η μετάνοια όμως δεν σου ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατί ‘όταν ο άνθρωπος αφήσει τις αμαρτίες του και επιστρέψει ατό Θεό, αμέσως ή μετάνοιά του τον αναγεννάει και του δίνει, σαν σε βρέφος, γάλα από τούς αγίους μαστούς της, και τον ανατρέφει σαν στοργική μάνα. Γιατί όσο το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του, εκείνη το φυλάει κάθε στιγμή από κάθε κακό. Κι όταν κλάψει, του δίνει αμέσως το μαστό της. Μετά, ανάλογα με την αντοχή του, το. χτυπάει λίγο-λίγο και το φοβερίζει, για νά δεχθεί έστω κι από φόβο το γάλα της και νά μην έχει καρδιά ανυπότακτη. “Αν όμως βάλει τα κλάματα, το σπλαχνίζεται – γιατί από τα σπλάχνα της βγήκε – και αρχίζει νά το παρηγορεί και νά το φιλάει και νά το καλοπιάνει, ώσπου νά δεχθεί το μαστό της.” Αν κάποιος δείξει στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή άλλα πράγματα του κόσμου τούτου, εκείνο τα παρατηρεί βέβαια με προσοχή, όσο όμως βρίσκεται στην αγκαλιά της μάνας του, όλα τα παραβλέπει προκειμένου νά θηλάσει.
Κι εμείς λοιπόν, αδελφοί, άς φροντίσουμε για τούς εαυτούς μας: “Ας μείνουμε κάτω από τη σκέπη της μετάνοιας και άς θηλάσουμε γάλα από τούς αγίους μαστούς της. “Ας την αφήσουμε νά μας θρέψει κι άς σηκώσουμε τον παιδευτικό ζυγό της, ώσπου ν’ αναγεννηθούμε από το θεό, για νά κάνουμε πια το θέλημά Του και νά φτάσουμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ήλικίας τού πληρώματος τού Χριστού» (Έφ. 4:13).
Του Άββα Μάρκου
Αμαρτία θανάσιμη είναι εκείνη για την όποία ο άνθρωπος μένει αμετανόητος. Κανένας δεν είναι τόσο αγαθός και σπλαχνικός όσο ο θεός. τον αμετανόητο ‘όμως ούτε Αυτός τον συγχωρεί.
Πολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αιτίες τους όμως με ευχαρίστηση Τις δεχόμαστε.
Β. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΟΥΜΕ. ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.
Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό: Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!
Στείλε μου λοιπόν κεραυνό η καμιά άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο ή πωρωμένη μου ψυχή.
Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς εΙναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου.
Γι’ αυτό και δεν τολμώ νά Σου ζητήσω νά με συγχωρέσεις. ” Αν όμως εΙναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου.
Αν πάλι εΙναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη.
Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας κι αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα νά με τιμωρείς. ‘Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα
κι ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα, καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Και νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός Και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
Τι έχεις, άνθρωπε μου; Γιατί κλαις έτσι;
Ό αδελφός τον αναγνώρισε Και αποκρίθηκε έντρομος:
Γιατί έπεσα, Κύριε! Έ, σήκω! Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!
Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό Και τον σήκωσε. Μα κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεί.
Γιατί κλαις, άνθρωπε μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξανά λέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
Δεν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω και νά λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ’ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
Μη λυπάσαι πια. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεί.
Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. ‘Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.
Είπε ένας γέροντας:
Αν πέσεις Σε μία αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις νά θλίβεσαι και νά μετανοείς γι’ αυτήν, πρόσεξε νά μη σταματήσεις τη λύπη και τούς στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου ως την ήμέρα του θανάτου σου.
‘Αλλιώς θα πέσεις πάλι γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Ή κατά Θεό λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι, πού δεν την αφήνει να πέσει.
Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης:
Ό άνθρωπος πού βρίσκεται σε κατάσταση μετάνοιας, δεν δεσμεύεται από την εντολή.
Ήθελε, δηλαδή, νά πει ότι εκείνος πού μετανοεί πραγματικά, δεν εμποδίζεται καθόλου, αν θέλει, νά ξεπεράσει και της εντολής τα όρια. Και λέγοντας “εντολή”, δεν εννοούσε μία μονάχα, μα όλες όσες θέσπισε το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. και επιπλέον τον ειδικό κανόνα, πού ίσως του όρισε κάποιος πνευματικός.
Δύο μοναχοί, πού πολεμήθηκαν από το δαίμονα της πορνείας, πέταξαν το σχήμα τους και πήραν γυναίκες. ‘Αργότερα (συναντήθηκαν και) έλεγαν μεταξύ τους:
Τι κερδίσαμε, πού αφήσαμε την αγγελική πολιτεία και ήρθαμε σ’ αύτή την ακαθαρσία, πού θα μας στείλει
τελικά στο αιώνιο πυρ και στ’ ατέλειωτα βάσανα; Ας επιστρέψουμε λοιπόν πάλι στην έρημο και ας μετανοήσουμε.
Πραγματικά, ξαναγύρισαν, εξομολογήθηκαν όλα όσα έκαναν και παρακάλεσαν τούς πατέρες νά τούς βάλουν κανόνες. Οι γέροντες λοιπόν όρισαν νά μείνουν έγκλειστοι κι οι δύο για ένα χρόνο, και νά τούς δίνουν μόνο ψωμί και νερό.
Οι αδελφοί εκείνοι έμοιαζαν ατά εξωτερικά χαρακτηριστικά, Μόλις λοιπόν συμπληρώθηκε ο καιρός της μετάνοιάς τους, βγήκαν έξω. ‘Αλλά τι νά δουν Οι πατέρες!
Ο ένας ήταν χλωμός, σκυθρωπός και αποκαμωμένος, ενώ ο άλλος πρόσχαρος και θαλερός. και απόρησαν, πώς είχαν τόσο μεγάλη διαφορά στην εμφάνιση, αφού και την ίδια τροφή έτρωγαν και κλεισμένοι ήταν κι οι δύο τους.
Ρώτησαν λοιπόν τον σκυθρωπό: Τι έλεγες με τούς λογισμούς σου, όσο καθόσουν στο κελί; Συλλογιζόμουν συνεχώς τα κακά πού έκανα και την κόλαση, όπου πρόκειται νά πάω, αποκρίθηκε εκείνος. Κι από το φόβ0, κόλλησε το δέρμα μου ατά κόκαλά μου (Ψαλμ. 101:6). Ρώτησαν και τον άλλο τι σκεφτόταν στο κελί του.
Ευχαριστούσα το Θεό, απάντησε, πού δεν με άφησε νά πεθάνω μέσα στην αμαρτία, αλλά μ’ έβγαλε από την ακαθαρσία του κόσμου και της κολάσεως και με οδήγησε στην αγγελική τούτη πολιτεία. Και φέρνοντας ατό νου μου το Θεό, γέμιζα χαρά. Ύστερα από αυτά, οι γέροντες έκριναν πώς και των δύο αδελφών τι μετάνοια είναι ισάξια απέναντι στο Θεό.
‘Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος κοσμικός. Μία νύχτα ο μοναχός αποφάσισε νά πετάξει το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι αποφάσισε νά γίνει μοναχός. Και οι δύο όμως πέθαναν την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν νά πραγματοποιήσουν τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε.
‘Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε Σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν.
Διηγούνταν για κάποιον γέροντα, πώς, όταν οι λογισμοί του έλεγαν, “” Άφησε σήμερα, Και αύριο μετανοείς”, τούς πολεμούσε λέγοντας: “‘Όχι! Σήμερα θα μετανοήσω, Και αύριο ας γίνει το θέλημα του Θεού”.
Είπε ένας γέροντας:
Κακία πού δεν πραγματοποιήθηκε, κακία δεν είναι. Και αρετή πού δεν πραγματοποιήθηκε, αρετή δεν είναι.
Του αββά ‘Ισαάκ
Σ’ αυτά πού έχασες την αρετή, σ’ αυτά νά την αποκτήσεις και πάλι. Χρωστάς χρυσάφι στο Θεό; Δεν δέχεται νά του δώσεις μαργαριτάρι. Έχασες, για παράδειγμα, την άγνεία σου; Ο Θεός δεν δέχεται από σένα ελεημοσύνη, όσο επιμένεις στην πορνεία. Σου ζητάει τον εξαγνισμό του σώματος, επειδή αυτή την εντολή αθέτησες, νικημένος από το φθόνο του διαβόλου. Τι κι αν πολεμάς τον ύπνο αγρυπνώντας; Τι κι αν καταγίνεσαι με τη νηστεία; Καθόλου δεν θα σε ωφελήσουν αυτά ενάντια σ’ εκείνο το πάθος. Γιατί κάθε αρρώστια, είτε ψυχική είτε σωματική, με τα δικά της Και κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού. τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού, σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, ο τωρινός καιρός εΙναι καιρός για μετάνοια. Μακάριος λοιπόν εΙναι εκείνος, πού δεν έπεσε καθόλου στα δίχτυα του εχθρού. Μακάριος εΙναι για μένα κι εκείνος πού έπεσε στα δίχτυα του, αλλά κατόρθωσε νά τα σκίσει Και νά του ξεφύγει όσο βρίσκεται στην παρούσα ζωή. Αυτός, ζώντας ακόμα σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει από τον πόλεμο Και νά σωθεί, όπως ξεγλιστράει το ψάρι από το δίχτυ. Γιατί το ψάρι, και νά πιαστεί, αν σκίσει το δίχτυ και ορμήσει προς το βυθό, όσο βέβαια είναι ακόμα στο νερό, σώζεται. Αν όμως το τραβήξουν στη στεριά, τότε πια δεν μπορεί νά βοηθήσει τον εαυτό του. ‘Έτσι κι εμείς. ‘Όσο είμαστε σ’ αυτή τη ζωή, έχουμε πάρει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τις αλυσίδες των θελημάτων του εχθρού, νά πετάξουμε το φορτίο των αμαρτιών μας με τη μετάνοια και νά σωθούμε, κερδίζοντας τη βασιλεία των ουρανών. Αν όμως μας προφτάσει το φοβερό εκείνο πρόσταγμα, αν ή ψυχή χωριστεί από το σώμα και το σώμα μπει στον τάφο, τότε δεν μπορούμε πια νά βοηθήσουμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ψάρι, πού το τράβηξαν απ’ το νερό Και το έκλεισαν μέσα σε δοχείο.
Αδελφέ, μην πεις, “Σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ”, γιατί δεν έχεις σιγουριά. Στον Κύριο ανήκει ή φροντίδα για το αύριο.
Τού άββα Mάρκoυ
Αν κάποιος πέσει σε μίαν αμαρτία και δεν λυπηθεί ανάλογα με το σφάλμα του, εύκολα θα ξαναπιαστεί στο ίδιο δίχτυ.
Όταν αποφεύγεις την κακοπάθεια και τούς εξευτελισμούς, μην ισχυρίζεσαι πώς θα μετανοήσεις με άλλες αρετές, γιατί ή κενοδοξία και ή αποφυγή της κακοπάθειας από τη φύση τους υποδουλώνουν στην αμαρτία ακόμα και με εύλογες προφάσεις.
Γ. ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ.
Από το βίο του άγίου Αντώνιου
ΑΓΙΟΣ Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: Για νά μην πέφτουμε σε αμέλεια και αφήνουμε την άσκηση, καλό είναι νά μελετάμε πάντα τον αποστολικό λόγο: «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» (Α’ Κορ. 15:31).
Γιατί αν έτσι ζούμε κι εμείς, με καθημερινή δηλαδή την αίσθηση τού θανάτου, δεν θ’ αμαρτήσουμε.
Αυτό πού λέω, σημαίνει τούτο: Κάθε πρωί πού ξυπνάμε, (νά πιστεύουμε πώς δεν θα ζήσουμε μέχρι το βράδυ. Και όταν πέφτουμε για ύπνο,) νά πιστεύουμε πώς δεν θα σηκωθούμε. Γιατί είναι άγνωστη, φυσικά, ή διάρκεια της ζωής μας και μετριέται καθημερινά από τη θεία πρόνοια.
Αν λοιπόν είμαστε έτσι τοποθετημένοι εσωτερικά, ούτε θ’ αμαρτήσουμε ούτε καμιά κακή επιθυμία θα έχουμε ούτε θα οργιστούμε εναντίον κανενός ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στη γη.
‘Αλλά, περιμένοντας καθημερινά το θάνατο, θα γίνουμε φτωχοί, και σε όλους θα τα συγχωρούμε όλα. Μα ούτε και γυναίκα θα ποθήσουμε ούτε κάποιας άλλης αισχρής ηδονής την απόλαυση θα κυνηγήσουμε, αλλά, σαν φευγαλέα πού είναι, θα τη σιχαθούμε, ζώντας συνεχώς με την αγωνία (της φρικτής απολογίας μας) και έχοντας μπροστά στα μάτια μας την ήμέρα της κρίσεως τού Θεού και του το γιατί ο μεγάλος φόβος και ή ταλαιπωρία των βασάνων διαλύει τη γλυκύτητα της ηδονής και ανασταίνει την ψυχή όταν αρχίσει νά πέφτει.
Από το βίο του άγίου ‘Ιωάννου του Ελεήμονος
Ο μεγάλος ‘Ιωάννης, ο πατριάρχης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, για νά χαράξει βαθιά μέσα ατό νου του τη μνήμη του θανάτου και νά την έχει πάντα ζωηρή μπροστά στα μάτια του, τι κάνει; Προστάζει πρώτα νά του φτιάξουν τον τάφο του. νά μην τον ολοκληρώσουν όμως, αλλά νά τον αφήσουν μισοτελειωμένο. Κι έπειτα δίνει εντολή στους κατασκευαστές νά έρχονται σε κάθε επίσημη γιορτή, και νά του λένε δυνατά μπροστά σε όλους τούς πανηγυριστές:
- Δέσποτα, το μνήμα σου είναι ατέλειωτο μέχρι σήμερα. Δώσε μας την άδεια νά το τελειώσουμε, γιατί είναι άγνωστο πότε θα σ’ επισκεφθεί ο κλέφτης ο θάνατος
‘Από το Γεροντικό
Ένας γέροντας είπε: ‘Όταν δουλεύω, κατεβάζω το αδράχτι και, πριν το ανεβάσω, φέρνω το θάνατο μπροστά στα μάτια μου. ‘Ο ίδιος είπε:
Ό άνθρωπος , πού έχει κάθε ώρα το θάνατο μπροστά στα μάτια του, νικάει τη μικροψυχία.
Άλλος γέροντας είπε:
Σε κάθε έργο πού πρόκειται νά κάνεις, λέγε πάντα: “”Αν μ’ επισκεφθεί τώρα δα ο Θεός, τι γίνεται;”. Και πρόσεξε τι θα σου αποκριθεί ο λογισμός. “Αν Σε κατακρίνει, σταμάτησε αμέσως και ματαίωσε το έργο πού έπιασες.
Καταπιάσου με άλλο, πού θα το τελειώσεις με σιγουριά. Γιατί ο πνευματικός εργάτης πρέπει νά είναι κάθε ώρα έτοιμος νά τραβήξει το δρόμο του (προς την αιωνιότητα). Είτε λοιπόν κάθεσαι στο εργόχειρο Είτε βαδίζεις στο δρόμο Είτε τρως, τούτο λέγε πάντα μέσα σου: Αν αυτή τη στιγμή με καλέσει ο Θεός, τι γίνεται;. Βλέπε ύστερα τι απάντηση σου δίνει ή συνείδησή σου Και κάνε χωρίς χρονοτριβή ό,τι σου λέει. Θέλοντας πάλι νά μάθεις αν ελεήθηκες, ξαναρώτησε τη συνείδησή σου.
Και μη σταματήσεις νά ρωτάς, ώσπου νά πληροφορηθεί ή καρδιά σου Και νά σου πει ή συνείδησή σου: “Πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε ή ευσπλαχνία τού Θεού θα μας ελεήσει”.
Πρόσεχε όμως, μήπως ή καρδιά σου λέει αυτό το λόγο με δισταγμό. Γιατί κι αν ακόμα έχει επιφυλακτικότητα ίσαμε μία τρίχα, το έλεος τού Θεού είναι μακριά από σένα.
Είπε ο αββάς Ευάγριος:
Νά θυμάσαι πάντα την αιώνια κρίση Και νά μην ξεχνάς ότι θα πεθάνεις. Έτσι δεν θα υπάρξει ενοχή στην ψυχή σου.
Είπε ο αββάς Ηλίας:
Εγώ τρία πράγματα φοβάμαι πάντα: Όταν θα βγαίνει ή ψυχή μου από το σώμα όταν θα βρίσκομαι μπροστά στο Θεό. Και όταν θα βγει ή απόφαση εναντίον μου.
Του άγίου Εφραίμ
Αδελφέ, νά περιμένεις κάθε μέρα το θάνατό σου Και νά ετοιμάζεσαι κατάλληλα για την πορεία εκείνη. Γιατί το φοβερό πρόσταγμα θα έρθει όταν δεν θα το περιμένεις. Και αλίμονο σ’ εκείνον πού θα βρεθεί ανέτοιμος.
Αν είσαι ακόμα νέος, ο εχθρός σου σπέρνει συχνά λογισμούς σαν κι αυτόν: “Νέος είσαι ακόμη. ‘Απόλαυσε τις ηδονές σου, Και στα γεράματά σου μετανοείς. Πόσους τάχα δεν ξέρεις, πού Και τις επίγειες ηδονές απόλαυσαν.
Και τα ουράνια αγαθά κέρδισαν ύστερα με τη μετάνοια; Τι θέλεις και λιώνεις το σώμα σου από τόσο μικρή ηλικία, με κίνδυνο ν’ αρρωστήσεις;
Εσύ όμως εναντιώσου στον εχθρό Και πες του: “Διώκτη και εχθρέ της ψυχής μου! Πάψε νά μου βάζεις λόγια! Γιατί, αν μ’ αρπάξει ο θάνατος στα νιάτα μου και δεν προφτάσω νά γεράσω, τι θ’ απολογηθώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Νά, βλέπω πολλούς νεώτερους νά πεθαίνουν και πολλούς ηλικιωμένους νά ζουν πολλά χρόνια ακόμη.” Άγνωστη είναι στους ανθρώπους ή ώρα του θανάτου τους. Αν λοιπόν με προλάβει ο θάνατος, μπορώ νά πω τότε στον Κριτή ότι με πήρε νέο, και νά μ’ αφήσει για νά μετανοήσω; Μήπως πάλι δεν βλέπω, πως δοξάζει ο Κύριος όσους Τον υπηρετούν από τα νιάτα ως τα γεράματά τους; Νά, στον προφήτη .Ιερεμία είπε: «’ Εμνήσθην ελέους νεότητός σου Και αγάπης τελειώσεώς σου τού εξακολουθείν σε οπίσω άγίου ‘Ισραήλ» (πρβλ. .Ιερ. 2:2). Αντίθετα, εκείνον πού συνεχώς, από τα νιάτα ως τα γεράματά του, ακολούθησε το λογισμό της πλάνης, πως τον αποδοκίμασε ο προφήτης, αν και νέος; «Πεπαλαιωμένε ήμερών κακών, νύν ηκασιν αί αμαρτίαις σου, ας εποίεις το πρότερον» (Δαν. Σωσ.: 52). Γι’ αυτό Και το Άγιο Πνεύμα μακαρίζει εκείνους πού σηκώνουν το ζυγό της αρετής από τη νεότητά τους (βλ. Θρ. .Ιερ. 3:27). Φύγε λοιπόν από κοντά μου, εργάτη της ανομίας και πονηρέ σύμβουλε. Ο Κύριος και Θεός μου νά διαλύσει τις δολοπλοκίες σου Και νά λυτρώσει κι εμένα από τις επιβουλές σου, με τη δύναμη Και τη χάρη Του.”
Πάντα λοιπόν, αγαπητέ, νά έχεις στο νου σου την ήμέρα του τέλους σου. .Όταν φτάσεις πια νά πέσεις στην ψάθα σου ψυχομαχώντας – αλίμονο, τι φόβος Και τρόμος ζώνει την ψυχή σου τότε, και μάλιστα αν έχει τη συνείδηση νά την κατηγορεί!
Αν μεν έχει κάνει κάτι καλό σ’ αυτή τη ζωή, αν δηλαδή βάσταξε θλίψεις Και ατιμώσεις για χάρη του Κυρίου και έκανε όσα είναι ευάρεστα σ’ Εκείνον, τότε με πολλή χαρά οδηγείται από τούς άγίους αγγέλους στους ουρανούς. Γιατί όπως ο εργάτης πού κοπιάζει στη δουλειά ολόκληρη την ήμέρα, μ’ απαντοχή περιμένει τη δωδέκατη ώρα, για νά πάρει το μεροκάματό του και νά ξεκουραστεί μετά το μόχθο, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των δικαίων περιμένουν εκείνη την ήμέρα.
Οι ψυχές όμως των αμαρτωλών είναι γεμάτες από φόβο και τρόμο μεγάλο την ώρα εκείνη. Γιατί όπως ο κατάδικος, πού πιάστηκε από τούς φύλακες Και οδηγείται στο δικαστήριο, καρδιοχτυπάει Και τρέμει ολόκληρος στη σκέψη των βασανιστηρίων πού τον περιμένουν, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των άδικων ανθρώπων συνταράζονται τότε, καθώς βλέπουν πια καθαρά το ατέλειωτο μαρτύριο της αιώνιας φωτιάς και τις άλλες τιμωρίες, τις παντοτινές και ατερμάτιστες. Κι αν ο αμαρτωλός πει τότε σ’ έκεί νους πού τον σέρνουν, “Αφήστε με για λίγο νά μετανοήσω”, όχι μόνο δεν θα τον ακούσει κανείς, αλλά θα του πούνε κιόλας: “Τότε πού είχες καιρό, δεν μετανοούσες. Και τώρα βεβαιώνεις πώς θα μετανοήσεις; Όταν το στάδιο ήταν ανοιχτό για όλους, δεν αγωνίστηκες. Και θέλεις ν’ αγωνιστείς τώρα, πού κλείστηκαν όλες οι πύλες και πέρασε ο καιρός του αγώνα; δεν άκουσες τι είπε ο Κύριος; «Γρηγορείτε, ότι ουκ οιδατε την ήμέραν ουδέ την ωραν…» (Ματθ. 25:13)”.
Γνωρίζοντας από τώρα, αγαπητέ, αυτά και τα παρόμοια, ν’ αγωνίζεσαι όσο έχεις ακόμα καιρό. Και νά διατηρείς άσβεστη πάντα τη λαμπάδα της ψυχής σου με την καλλιέργεια των αρετών. ‘Έτσι, όταν έρθει ο Νυμφίος, θα βρεθείς έτοιμος και θα μπεις μαζί Του στον νυφικό θάλαμο, όπως και οι άλλες παρθένες ψυχές, πού έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).
του άββα Ησαΐα
Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος – Και είναι αυτά πού συντηρούν όλες τις αρετές: το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και ή θύμηση του θανάτου του. Γιατί όποιος καθημερινά συλλογίζεται το θάνατο Και λέει στον εαυτό του, “Μόνο τη σημερινή μέρα έχω νά ζήσω σ’ αυτόν Τον κόσμο”, αυτός ποτέ δεν θ’ αμαρτήσει ενώπιον του Θεού. “Οποίος, αντίθετα, ελπίζει πώς θα ζήσει πολλά χρόνια, αυτός θα πέσει Σε πολλές αμαρτίες.
0 Θεός φροντίζει νά διατηρεί καθαρό από την αμαρτία το δρόμο της ζωής εκείνου, πού ετοιμάζεται νά δώσει λόγο για όλες του τις πράξεις στο Θεό. ‘Εκείνος όμως πού αδιαφορεί λέγοντας, “‘Έχω καιρό ως τότε”, βρίσκεται δίπλα στους δαίμονες.
Κάθε μέρα, πριν πιάσεις δουλειά, νά θυμάσαι πού βρίσκεσαι και πού πρόκειται νά πας όταν χωριστείς από το σώμα. Και μην παραμελήσεις ούτε μία μέρα την ψυχή σου. Νά παρακολουθείς προσεκτικά Τον εαυτό σου, ώστε πάντα νά θυμάται, πάντα νά έχει μπροστά στα μάτια του το θάνατο Και τα αιώνια κολαστήρια Και όσους βασανίζονται και υποφέρουν εκεί. Και νά θεωρείς Τον εαυτό σου σαν έναν από εκείνους μάλλον παρά από τούς ζωντανούς.
Αλίμονο μας! ‘Ενώ πρόκειται νά φύγουμε από τη γη, όπου προσωρινά κατοικούμε, καταπιανόμαστε με πολύχρονες φροντίδες για γήινα Και φθαρτά πράγματα. Και στον καιρό της αναπόφευκτης αναχωρήσεως μας από δω, δεν είμαστε ικανοί νά κρατήσουμε τίποτα δικό μας.
Αλίμονο μας! για κάθε πράξη της επίγειας ζωής, για κάθε αργό λόγο, για κάθε πονηρό Και ακάθαρτο λογισμό, για κάθε αναθύμηση της ψυχής θα λογοδοτήσουμε στον φοβερό Δικαστή.
Ωστόσο, λες και είμαστε ανεύθυνοι, μίαν ολόκληρη ζωή αδιαφορούμε για τις ψυχές μας.
Γι’ αυτό μας περιμένει εκεί ή άσβεστη φωτιά της γέεννας και το μακρινό σκοτάδι και το ακοίμητο σκουλήκι Και ο θρήνος Και το τρίξιμο των δοντιών Και το αιώνιο ντρόπιασμα μπροστά Σε όλα τα ουράνια Και επίγεια δημιουργήματα(Ματθ. 5:22. 8:12. Μαρκ. 9:43-48. Β’ Θεσ. 1:8-10).
‘Αλίμονό μας! τα κεντρίσματα και τα δαγκώματα των ψύλλων και των κοριών και των Ψειρών και των μυγών και των κουνουπιών και των μελισσών δεν τα υποφέρουμε. δεν φροντίζουμε όμως – ούτε Και θέλουμε! – νά ξεφύγουμε από τον νοητό δράκοντα, πού καθημερινά μας δαγκώνει Και μας ρουφάει Και μας καταπληγώνει από παντού με τα φαρμακερά κεντριά του θανάτου. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε νά υποφέρουμε τις φοβερές και αιώνιες τιμωρίες;
Δ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΆΓΙΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ. ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΠΟΘΟΥΜΕ ΟΛΟΨΥΧΑ. Έλεγε ή μακάρια Συγκλητική:
Σ’ αυτή τη γη βρισκόμαστε σαν μέσα σε δεύτερη μητρική κοιλιά.
‘Όπως δηλαδή μέσα στη μήτρα της μάνας μας δεν ζούσαμε όπως ζούμε τώρα, ούτε απολαμβάναμε τις στέρεες τροφές πού τρώμε τώρα, ούτε και μπορούσαμε νά κάνουμε ότι κάνουμε τώρα – κι αυτό γιατί ήμασταν μακριά από το φως του ήλιου κι από κάθε άλλο φως .
Και, γενικά, όπως τότε στερούμασταν πολλές επίγειες απολαύσεις, έτσι και στον κόσμο τούτο στερούμαστε ορισμένα μεγάλα και θαυμαστά αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
Αφού λοιπόν γνωρίσαμε καλά τα επίγεια, άς επιζητήσουμε τα ουράνια. τις εδώ τροφές τις δοκιμάσαμε, άς επιθυμήσουμε τις θεϊκές το επίγειο φως το απολαύσαμε, άς ποθήσουμε Τον ήλιο της δικαιοσύνης.
“Ας θελήσουμε ν’ αντικρίσουμε την άνω ‘Ιερουσαλήμ, σαν πατρίδα Και μητέρα μας. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας ας Τον ζήσουμε με την προσδοκία του ουρανού, για ν’ απολαύσουμε Και τα αιώνια αγαθά.
‘Όπως λοιπόν τα έμβρυα, από ατελέστερη τροφή και μορφή ζωής, περνούν ύστερα – αφού αναπτυχθούν μέσα ατή μήτρα – σε τελειότερη (μορφή ζωής Και) διατροφή, έτσι Και οι δίκαιοι, αφού αναπτυχθούν πνευματικά με Τον τρόπο της ζωής τους μέσα στον κόσμο, προχωρώντας, κατά τη Γραφή, «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» (Ψαλμ. 83:8), πηγαίνουν έπειτα στην ουράνια πολιτεία. οι αμαρτωλοί, αντίθετα, όπως ακριβώς τα έμβρυα πού πέθαναν στη μητρική κοιλιά, από το ένα σκοτάδι παραδίνονται ατό άλλο. Επειδή κακία τη γη πού βρίσκονται, ζουν σαν μέσα Σε σκοτάδι, προσκολλημένοι καθώς είναι στα γήινα. ‘Αλλά Και στον πεθάνουν, σε πιο σκοτεινούς και μαύρους τόπους ρίχνονται.
Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τούς μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. με τις άλλες δύο γεννήσεις, όμως, ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές ή μία, πού πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, Και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας Και τούς κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα.
Από το γεροντικό
Είπε κάποιος γέροντας:
Μην απορείς πού, αν Και άνθρωπος, μπορείς νά γίνεις άγγελος. Γιατί κι εμάς αγγελική δόξα μάς περιμένει. Αυτήν όμως ο αγωνοθέτης (Χριστός) την υπόσχεται σ’ εκείνους πού αγωνίζονται.
Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
Νά έχεις παντοτινά το νου σου στη βασιλεία των ουρανών, Και εύκολα θα την κληρονομήσεις.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί μου, μεγάλη και ασύλληπτη είναι ή δόξα πού περιμένει τούς άγίους. Αντίθετα, ή δόξα της ζωής αυτής μαραίνεται σαν το λουλούδι και ξεραίνεται γοργά σαν το πράσινο χορτάρι(Ψαλμ. 36:2).
Πραγματικά, πολλοί δυνάστες και βασιλιάδες κυριάρχησαν σε χώρες και πολιτείες διάφορες, αλλά μετά από λίγο (χάθηκαν και) ήταν σαν νά μην υπήρξαν ποτέ. Πόσοι βασιλιάδες, πού κυβέρνησαν έθνη πολλά, κατασκεύασαν ανδριάντες τους και αναμνηστικές στήλες, νομίζοντας ότι μ’ αυτά θα έμενε το όνομά τους και μετά το θάνατό τους, όταν όμως πήραν άλλοι την εξουσία, γκρέμισαν τούς ανδριάντες κι έκαναν συντρίμμια τ’ αγάλματα; Μερικοί μάλιστα αφαίρεσαν από τούς ανδριάντες τις κεφαλές (των προκατόχων τους) Και τοποθέτησαν τη δική τους μορφή. Μα κι αυτών τα έργα καταστράφηκαν από άλλους.
Άλλοι πάλι κατασκεύασαν για τον εαυτό τους τάφους περίφημους, και πάνω σ’ αυτούς χάραξαν τη μορφή τους, νομίζοντας ότι θα διατηρήσουν έτσι το όνομά τους αιώνιο. Ήρθε όμως άλλη γενιά, και παραχωρήθηκαν οι τάφοι στην εξουσία εκείνων’ και για νά καθαρίσουν τούς τύμβους, μετέφεραν, όπως ήταν φυσικό, τα οστά (των νεκρών) σαν χαλίκια. Τι τούς ωφέλησε, επομένως, ο πολυδάπανος τύμβος ή πυραμίδα; Νά λοιπόν, πού όλα τα μάταια έργα καταλήγουν στο μηδέν.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και μ’ εκείνους πού δοξάζει ο Θεός. Γιατί τούς ετοίμασε ζωή αιώνια και δόξα άφθαρτη. Όπως, μ’ άλλα λόγια, το φως του ήλιου και της σελήνης και των άστρων δεν έσβησε ούτε μειώθηκε, από τη δημιουργία τους μέχρι σήμερα; Αλλά είναι το ίδιο πάντα ζωηρό και δυνατό και λαμπρό, για νά εκπληρώνεται ο σκοπός πού από την αρχή όρισε ο Δημιουργός (γι’ αυτά τα ουράνια σώματα), νά κυριαρχούν δηλαδή στην ήμέρα και στη νύχτα, έτσι και γι’ αυτούς πού τον αγαπούν όρισε βασιλεία ουράνια και χαρά ατέλειωτη. Και όπως ακριβώς σ’ αυτά τα αισθητά ο Θεός αποδεικνύεται αξιόπιστος, έτσι οπωσδήποτε και σ’ εκείνα τα νοητά. Τα αισθητά, βέβαια, θα πάψουν νά υπάρχουν όποτε το θελήσει ο Δημιουργός. Η δόξα όμως των αγίων δεν θα έχει τέλος.
Ας φροντίσουμε λοιπόν νά δώσουμε καρπούς αντάξιους της μετάνοιας, για νά μην αποκλειστούμε από τη χαρά εκείνη και ριχθούμε στο αιώνιο σκοτάδι, όπου ή οδύνη είναι αβάσταχτη.
Νά, μπες, αν θέλεις, στον κοιτώνα σου, κλείσε πόρτες και παράθυρα, φράξε κι όλες τις χαραμάδες πού βάζουν Φως, και μετά κάθισε έκεί μέσα. Τότε θα καταλάβεις πόσο βασανιστικό είναι το σκοτάδι. ‘Έ, λοιπόν, αν τόσο βασανίζεσαι εδώ, μολονότι κάθεσαι ήσυχος, χωρίς πόνους και μαρτύρια, και μολονότι έχεις τη δυνατότητα νά βγεις μετά από λίγο στο Φως, πόση άραγε οδύνη νομίζεις ότι θα έχει εκείνο το πηχτό σκοτάδι, όπου, όσοι μία για πάντα ρίχθηκαν, θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους και θα τιμωρούνται αιώνια από την άσβηστη φωτιά (Ματθ. 8:12. 13:42, 50);
Ας σκεφτούμε, επιπλέον, και πόση ντροπή θα νιώσουμε πριν ακόμα πάμε στην κόλαση, όταν από τη μία θα δούμε τούς άγίους νά ντύνονται την ολοφώτεινη και απερίγραπτη εκείνη στολή, πού έφτιαξαν οι ίδιοι με τα καλά τους έργα, κι από την άλλη θα βλέπουμε τούς εαυτούς μας όχι μόνο γυμνούς απ’ αυτή την αστραφτερή δόξα, μα και μελανιασμένους και ζοφερούς και βρωμερούς, έτσι όπως ετοιμαστήκαμε από εδώ με τα σκοτεινά έργα και τη σπατάλη και την ασωτία μας.
Ας κλάψουμε λοιπόν ενώπιον του Κυρίου Και Θεού μας, για νά βρούμε το έλεος Του.
Ό αγώνας μας δεν γίνεται για χρήματα, πού, κι αν τα χάσει κανείς, μπορεί πάλι ν’ αποκτήσει άλλα στη θέση τους. ο κίνδυνος είναι για την ψυχή μας, πού, αν τη χάσουμε, δεν μπορούμε πια να την ξαναβρούμε, σύμφωνα μ’ αυτό πού έχει γραφτεί: «τι ωφελείται άνθρωπος εάν Τον κόσμον όλον κερδήσn, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί; η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. 16:26). Ας συλλογιστούμε μόνο, πώς οι στρατιώτες της κοσμικής εξουσίας, αν και παίρνουν τιποτένια δώρα από το βασιλιά, όμως κινδυνεύουν πρόθυμα ως το θάνατο για χάρη του. Πόσο περισσότερο λοιπόν εμείς, πού πήραμε τέτοιες διαβεβαιώσεις (από το Θεό), οφείλουμε νά μην παραμελούμε την εργασία της αρετής, για νά σωθούμε από τη μέλλουσα κρίση και νά κερδίσουμε τα άρρητα αγαθά;
Αλλά άς αναλογιστούμε και τούτο: Τον καύσωνα του ήλιου η την ένταση του πυρετού δεν μπορούμε νά τα υποφέρουμε. Πώς τότε θα σηκώσουμε το κάψιμο της αιώνιας φωτιάς, πού καίει ακατάπαυστα και χωρίς νά καταστρέφει εκείνο πού καίει;
Κι αν θέλεις, αγαπητέ μου, κάνε μία δοκιμή από τώρα με την υλική φωτιά, και θα καταλάβεις, πόσο ανυπόφορο είναι εκείνο το μαρτύριο. ‘Άναψε δηλαδή το λυχνάρι και βάλε πάνω στη φλόγα την άκρη του δαχτύλου σου. Αν μπορείς νά βαστάξεις Τον πόνο, ίσος μπορέσεις ν’ αντέξεις κι εκεί αν όμως δεν μπορείς νά υποφέρεις τούς πόνους απ’ αυτό το μικρό κάψιμο, τι θα κάνεις όταν το σώμα σου ολόκληρο θα ριχθεί μαζί με την ψυχή σ’ εκείνη τη φοβερή και άσβηστη φωτιά;
Του άγίου Μαξίμου
Αν γι’ αυτό έγινε γιος ανθρώπου και άνθρωπος ο Θεός Λόγος του Θεού και Πατέρα, για νά κάνει δηλαδή θεούς και παιδιά τού Θεού τούς ανθρώπους, άς πιστέψουμε πώς θα φτάσουμε εκεί, πιο ψηλά απ’ όλους τούς ουρανούς, όπου τώρα είναι ο ίδιος ο Χριστός, σαν κεφαλή όλου του σώματος (Κολ. 1:18), κι έχει γίνει για χάρη μας πρόδρομός μας (Εσρ. 6:20) προς Τον Πατέρα με τη δική μας φύση. Γιατί στη σύναξη των θεών, δηλαδή αυτών πού θα σωθούν, θα σταθεί στη μέση ο Θεός (Ψαλμ. 81:1), μοιράζοντας τις αμοιβές της ουράνιας μακαριότητας, χωρίς νά υπάρχει καμιά απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τούς άξιους.
Μερικοί λένε πώς ή βασιλεία των ουρανών είναι ή ζωή των αξίων στους ουρανούς. Άλλοι πάλι, πώς είναι ή όμοια με των αγγέλων κατάσταση των σωζόμενων. Άλλοι, τέλος, πώς είναι ή μορφή της ίδιας της θεϊκής ωραιότητας εκείνων πού φόρεσαν «την εικόνα του επουρανίοv» (Α’ Κορ. 15:49). Εγώ πάντως νομίζω, πώς και οι τρεις αυτές γνώμες συμφωνούν με την αλήθεια. Γιατί σε όλους δίνεται ή μελλοντική χάρη, ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα της δικαιοσύνης τους (δηλαδή της υπακοής τους στο θέλημα του Θεού).
Ε . ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥΣ ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΘΕΪΚΗ, ΕΠΙΣΚΙΑΣΗ, ΕΝΩ ΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΡΟΜΟ ΓΙΑ` ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥΣ.
Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
ΧΑΡΗ στη φιλανθρωπία του Θεού, συμβαίνει και τούτο σε πολλούς δικαίους: Νά βλέπουν στα τελευταία τους οπτασίες ορισμένων άγίων, ώστε νά μη φοβηθούν με την απόφαση του θανάτου τους, αλλά νά λυθούν από το δεσμό της σάρκας χωρίς λύπη και φόβο, καθώς φανερώνεται στην ψυχή τους με ποίους άγίους θα είναι συμμέτοχοι στον ουρανό. Αρκετές φορές μάλιστα, για παρηγοριά της ψυχής πού βγαίνει, εμφανίζεται ο ίδιος ο ‘Αρχηγός της ζωής και ανταποδότης των πράξεών μας. Πάνω σ’ αυτό, θα μιλήσω για την Ταρσίλα, τη θεία μου.
Ζούσε ησυχαστικά μαζί με δύο αδελφές της, και με την αδιάλειπτη προσευχή και τη μεγάλη εγκράτειά της ανέβαινε συνεχώς στην κορυφή της αγιότητας. Σ’ αυτήν εμφανίστηκε σε όραμα ο προπάππος μου Φήλιξ, πού διετέλεσε αρχιεπίσκοπος αυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, και της έδειξε έναν τόπο στολισμένο με την αιώνια λαμπρότητα, λέγοντας:
‘Έλα! σε περιμένω σ’ αυτή τη φωτεινή κατοικία.
Σύντομα την έπιασε πυρετός κι έφτασε στα τελευταία της. και Όπως συνήθως Όταν πεθαίνουν σπουδαίοι άνδρες και γυναίκες, συγκεντρώνονται πολλοί για νά παρηγορήσουν τούς συγγενείς τους, έτσι και σ’ αυτήν, την ώρα της εξόδου της κύκλωσαν το κρεβάτι της πολλοί άνδρες και γυναίκες.
Ξαφνικά λοιπόν ή ετοιμοθάνατη κοίταξε ψηλά και είδε τον ‘Ιησού νά έρχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής της τότε άρχισε νά κραυγάζει σ’ αυτούς πού παράστεκαν τριγύρω της: Παραμερίστε, παραμερίστε! Ό ‘Ιησούς έρχεται… και με την προσοχή της στραμμένη σ’ Αυτόν πού έβλεπε, βγήκε από το σώμα ή άγία εκείνη ψυχή. Αμέσως τότε ξεχύθηκε τόση θαυμαστή ευωδία, ώστε αυτή και μόνο ή ευωδία μπόρεσε νά φανερώσει σε Όλους πώς εκεί είχε έρθει ο ‘Αρχηγός της ευωδιάς.
Άλλες φορές, Όταν οι ψυχές των εκλεκτών ανθρώπων βγαίνουν από το σώμα, ακούγεται ουράνιος ύμνος, έτσι ώστε, με το γλυκύτατο αυτό άκουσμα, νά μην αισθάνονται οι ψυχές το χωρισμό τους από το σώμα.
Υπήρχε (στη Ρώμη) κάποιος παράλυτος, ονόματι Σέρβουλος, πού ζούσε στο στενορύμι πού οδηγεί στην εκκλησία του άγίου Κλήμεντος αν και ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά και συχνά βρισκόταν ξαπλωμένος στο δρόμο (ζητώντας ελεημοσύνη), υπήρχε όμως πολύ πλούσιος σε αρετές.
Αυτού λοιπόν το σώμα τού το παρέλυσε μία πολύχρονη αρρώστια. ‘Από τότε πού τον γνωρίσαμε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν παράλυτος, χωρίς νά μπορεί νά σταθεί όρθιος ή ν’ ανασηκωθεί στο κρεβάτι, αφού δεν είχε τη δύναμη ούτε το χέρι του η το πόδι του νά κουνήσει.
για τις ανάγκες του τού παραστέκονταν ή μητέρα του με τον αδελφό του, και οτιδήποτε δεχόταν από ελεημοσύνη με τα χέρια αυτών των δύο το έδινε πάλι ελεημοσύνη.
Γράμματα δεν ήξερε καθόλου, ωστόσο είχε αγοράσει για τον εαυτό του βιβλία της Αγίας Γραφής, και παρακαλούσε επίμονα τούς θεοσεβείς ανθρώπους πού τον επισκέπτονταν νά τα διαβάζουν μπροστά του. το αποτέλεσμα ήταν, αν και αγράμματος, νά μάθει με τον δικό του τρόπο ολόκληρη την Αγία Γραφή. Όσο για τον πόνο, τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα το Θεό.
Σαν έφτασε λοιπόν ο καιρός νά ανταμειφθεί ή τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε νά πονάει. και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στο θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε νά σηκωθούν και νά ψάλουν μαζί του ύμνους στο Θεό, περιμένοντας την έξοδο της ψυχής του.
Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τούς σταμάτησε βγάζοντας με έκπληξη μεγάλη κραυγή: Σωπάστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;
Προσέχοντας σ’ αυτούς τούς ύμνους πού άκουγε μυστικά με τ’ αυτιά της καρδιάς του, λύθηκε από τα δεσμά Του σώματος ή άγία εκείνη ψυχή. και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορπίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύτητα, ώστε και μ` αυτό το σημείο νά γίνει φανερό ότι την ψυχή εκείνη την υποδέχθηκαν οι ύμνοι στον ουρανό.
Από το Γεροντικό
‘Έλεγαν για τον αββά Σισώη, πώς, όταν έφτασε στα τελευταία του, έλαμψε το πρόσωπό του υπερβολικά. και είπε στους πατέρες πού κάθονταν κοντά του:
Νά ο αββάς ‘Αντώνιος ήρθε .Και μετά από λίγο επανέλαβε: Νά ο χορός των Προφητών ήρθε.
και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο, και είπε: Νά ο χορός των ‘Αποστόλων ήρθε.
Διπλασιάστηκε τότε ή λαμπρότητα του προσώπου του και φαινόταν σαν νά συνομιλεί με κάποιους.
Με ποιόν μιλάς, πάτερ; τον ρώτησαν παρακλητικά οι γέροντες.
Νά, ήρθαν άγγελοι νά με πάρουν, αποκρίθηκε εκείνος, και τούς παρακαλώ νά με αφήσουν λίγο νά μετανοήσω.
Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, πάτερ, του είπαν οι γέροντες.
Πραγματικά δεν ξέρω, τούς απάντησε, αν έβαλα ακόμη αρχή. , Απ’ αυτό κατάλαβαν όλοι, ότι είναι τέλειος.
Και ξαφνικά το πρόσωπό του άστραψε πάλι σαν τον ήλιο κι όλοι τους φοβήθηκαν.
Βλέπετε; τούς ρωτάει. Ήρθε ο Κύριος και λέει: “Φέρτε μου το σκεύος της έρήμου”.
Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του, ενώ κάτι σαν αστραπή φάνηκε και ο τόπος γέμισε ευωδία.
Ένας γέροντας πήγε κάποτε σε μία πόλη για νά πουλήσει τα εργόχειρα του. Έκεί του δόθηκε ευκαιρία και κάθισε στην πόρτα ενός πλουσίου πού ήταν στα τελευταία του. Καθώς λοιπόν καθόταν, κοίταζε με προσοχή’ και βλέπει μερικούς μαύρους και φοβερούς ανθρώπους νά είναι καβάλα σε μαύρα άλογα και νά κρατούν στα χέρια τους φλογισμένα τύμπανα. Αυτοί, αφού έφτασαν στην πόρτα, άφησαν τα άλογα έξω και οι ίδιοι μπήκαν μέσα. σαν τούς είδε ο άρρωστος, κραύγασε με μεγάλη φωνή:
- Κύριε, ελέησε με και βοήθησέ με!
- Τώρα πού βασίλεψε ο ήλιος, θυμήθηκες το θεό; τον ρώτησαν εκείνοι. Γιατί δεν τον ζήτησες όταν ή μέρα έλαμπε; Τώρα δεν υπάρχει για σένα ούτε ελπίδα σωτηρίας ούτε παρηγοριά.
και αφού τράβηξαν με βία την ψυχή του, έφυγαν.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, μεγάλος είναι ο φόβος την ώρα του θανάτου. Γιατί την ώρα του χωρισμού της ψυχής παρουσιάζονται μπροστά του όλα τα έργα πού έκανε νύχτα και μέρα, καλά και πονηρά, ενώ συγχρόνως άγγελοι σπεύδουν βιαστικά νά τη βγάλουν από το σώμα.
Η ψυχή λοιπόν του αμαρτωλού βλέπει τα έργα της και δειλιάζει νά βγει.
Καθώς όμως πιέζεται από τούς αγγέλους και τρέμει γι’ αυτά τα έργα της, παρακαλεί φοβισμένη:
Δώστε μου διορία μία ώρα, και ύστερα βγαίνω. Τότε όλα μαζί τα έργα της απαντούν μ’ ένα στόμα:
-Εσύ μας έκανες, μαζί μ’ εσένα θα πάμε στο Θεό.
Κι έτσι, με τρόμο και οδυρμούς, χωρίζεται από το σώμα, και φεύγει για νά παρουσιαστεί στο αθάνατο Κριτήριο.
Του άγίου Γρηγoρίoυ του Διαλόγου
Πέτρoς . Πώς γίνεται αυτό πού παθαίνουν μερικοί, και σαν κατά λάθος αρπάζονται από το σώμα, ξεψυχούν για λίγο και μετά επιστρέφουν στο σώμα;
Γρηγόριoς. Τούτο, Πέτρε, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι λάθος, αλλά νουθεσία. Γιατί το οικονομεί ή ευσπλαχνία του Θεού και το προσφέρει σαν την πιο μεγάλη δωρεά του ελέους της, ώστε αυτοί πού μετά την έξοδο ξαναγυρίζουν στο σώμα νά φοβούνται τα βασανιστήρια του Άδη, πού είδαν με τα μάτια τους, ενώ προηγουμένως τα άκουγαν και δεν τα πίστευαν.
Κάποιος μοναχός πού ζούσε μαζί μου στο μοναστήρι, εδώ στην πόλη μας, συνήθιζε νά μου διηγείται αυτό πού έμαθε όταν ακόμα ζούσε στην έρημο.
Έκεί λοιπόν, στην έρημο της Έβάσα, (στην σημερινή Ίμπιζα στα νησιά Βαλεαρίδες) ήρθε κι έμενε μαζί του ένας μοναχός ονόματι Πέτρος. Αυτός, όπως διηγιόταν ο ίδιος, προτού κατοικήσει στην έρημο αρρώστησε και πέθανε. ‘Αμέσως όμως ξαναβρέθηκε στο σώμα του και πιστοποιούσε πώς είχε δει τα βασανιστήρια του Άδη και τούς αμέτρητους φλογισμένους τόπους. Βεβαίωνε μάλιστα πώς είδε και μερικούς από τούς ισχυρούς αυτού του κόσμου νά κρέμονται σ’ αυτές τις Φλόγες.
Καθώς λοιπόν μεταφερόταν κι αυτός για νά ριχθεί εκεί μέσα, ξαφνικά εμφανίστηκε, όπως έλεγε, ένας αστραφτερός άγγελος πού εμπόδισε το βύθισμά του στη φωτιά. Τού είπε, μάλιστα:
- Φύγε, και κοίταξε πώς θα ζήσεις στο έξης όσο γίνεται πιο προσεκτικά.
Μετά από τούτα τα λόγια, άρχισαν σιγά-σιγά νά ξαναζεσταίνονται τα μέλη του και ξυπνώντας από τον ύπνο του αιώνιου θανάτου διηγήθηκε όλα όσα του είχαν συμβεί. Από τότε – αφού είχε δει και φοβηθεί τα βάσανα του Άδη – επιδόθηκε σε τόσες νηστείες και αγρυπνίες, πού κι αν ακόμα -κι γλώσσα του σιωπούσε, -η όλη του ζωή μιλούσε γι’ αυτά. ‘Έτσι λοιπόν, χάρη στη θαυμαστή πρόνοια του Θεού, συνέβη ο προσωρινός θάνατος για νά μην πεθάνει αιώνια.
Μερικές φορές οι ψυχές, ενώ βρίσκονται ακόμα μέσα στα σώματά τους, βλέπουν κάποια βασανιστήρια της κολάσεως από τα πονηρά πνεύματα, κι αυτό συμβαίνει σε ορισμένους για τη δική τους ωφελεία, ενώ σε άλλους για την ωφελεία αυτών πού τα ακούνε.
Υπήρχε ένα πολύ ατίθασο παιδί πού ονομαζόταν Θεόδωρος. Αυτός ακολούθησε τον αδελφό του στο μοναστήρι, από ανάγκη περισσότερο παρά από τη δική του θέληση. Ήταν τόσο απείθαρχος πού αν κανείς του έλεγε κάποιον καλό λόγο για τη σωτηρία του, όχι μόνο δεν τον υπολόγιζε, αλλά Ούτε καν νά τον ακούσει ήθελε ούτε νά συμμορφωθεί δεχόταν με τούς τρόπους της θεάρεστης ζωής.
Συνέβη λοιπόν σε μία θανατηφόρο επιδημία νά προσβληθεί και ο Θεόδωρος στη βουβωνική χώρα και νά φτάσει ατά πρόθυρα του θανάτου. Κοντά του μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί και καθώς τον έβλεπαν νά ξεψυχάει – όλο του το σώμα είχε σχεδόν παγώσει και μόνο στο στήθος του απέμενε κάποια ζωτική θέρμη – παρακαλούσε επίμονα τον φιλάνθρωπο Θεό νά γίνει ίλεως τούτη την ώρα που έβγαινε -γι ψυχή του.
Ξαφνικά, ενώ οι αδελφοί προσεύχονταν, αυτός άρχισε νά κραυγάζει και με μεγάλες φωνές νά διακόπτει τις προσευχές τους λέγοντας:
Φύγετε από κοντά μου! Φύγετε! Νά, με έδωσαν σ’ ένα δράκοντα νά με καταβροχθίσει, ο όποίος εξαιτίας της δικής σας παρουσίας δεν μπορεί νά με καταπιεί. Τώρα το κεφάλι μου βρίσκεται πια στο στόμα του. Φύγετε λοιπόν για νά μη με βασανίζει άλλο, αλλά νά κάνει γρήγορα ότι έχει νά κάνει. ‘ αφού παραδόθηκα σ’ αυτόν για νά με κατασπαράξει, γιατί νά ταλαιπωρούμαι με την καθυστέρηση;
Σφράγισε, αδελφέ, τον εαυτό σου με τη σφραγίδα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, του είπαν οι αδελφοί.
- Θέλω νά σφραγιστώ, απάντησε εκείνος με σπαραχτική φωνή, μα δεν μπορώ γιατί με δυσκολεύουν τα σάλια του δράκοντα.
Σαν τ’ άκουσαν αυτό οι αδελφοί, γονάτισαν όλοι τους και με δάκρυα προσεύχονταν εντονότερα και θερμότερα για τη λύτρωσή του. και καθώς αυτοί επέμεναν στην προσευχή, ξαφνικά ο άρρωστος έβγαλε μεγάλη κραυγή:
Ευχαριστώ το Θεό. Γιατί, νά, ο δράκοντας πού μ’ άρπαξε για νά με καταβροχθίσει, έφυγε με τις προσευχές σας δεν μπόρεσε νά σταθεί εδώ. Προσευχηθείτε τώρα για τις αμαρτίες μου. Είμαι έτοιμος νά επιστρέψω ατό Θεό και νά εγκαταλείψω εντελώς την κοσμική ζωή.
Ανέκτησε λοιπόν αμέσως τις δυνάμεις του και μ’ ολόκληρη την καρδιά του έζησε ατό έξης κοντά ατό Θεό, αφού άλλαξε μυαλά με την παιδευτική μάστιγα πού δέχθηκε.
Ο Θεόδωρος λοιπόν είδε την τιμωρία πού τον περίμενε μετά το θάνατό του για τη δική του ωφελεία, (εφόσον του δόθηκε χρόνος νά μετανοήσει).το αντίθετο όμως Συνέβη μ’ έναν άνθρωπο πού ονομαζόταν Χρυσαύριος.
Αυτός υπήρξε ένας απ’ τούς πολύ σπουδαίους ανθρώπους του κόσμου τούτου. και όσο πλούσιος ήταν σε υλικά αγαθά, άλλο τόσο ήταν γεμάτος από πάθη, φουσκωμένος από υπερηφάνεια, υποταγμένος στις σαρκικές ηδονές.
Φλεγόμενος από την πλεονεξία και τη φιλαργυρία. στα τόσα του λοιπόν κακά θέλοντας νά βάλει τέλος ο Κύριος, επέτρεψε νά πέσει σε θανατηφόρα ασθένεια.
Φτάνοντας στην ώρα του θανάτου, είδε με ανοιχτά τα μάτια του νά στέκονται μπροστά του φοβερά και σκοτεινά πνεύματα, πού με οία τον πίεζαν για νά τον αρπάξουν (και νά τον σύρουν) στις πύλες του Άδη. “
άρχισε λοιπόν νά τρέμει, νά χλομιάζει, νά ιδρώνει και με κραυγές νά ζητάει αναβολή, και το γιο του Μάξιμο
τον όποίο κι εγώ αργότερα γνώρισα ως μοναχό – με μεγάλη και ταραγμένη φωνή νά προσκαλεί:
Μάξιμε, τρέξε… Ποτέ δεν σου έκανα κακό… Σώσε με με τη δική σου πίστη.
Θορυβημένος και κλαίγοντας ο Μάξιμος έφτασε αμέσως, και μαζί του όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού. δεν μπορ ου σαν όμως νά δουν τα πονηρά πνεύματα πού τον τυραννούσαν, αλλ’ αντιλαμβάνονταν την παρουσία τους από τα λόγια του, από τη χλομάδα του και τη συμπεριφορά του. Γιατί οι σκοτεινές μορφές εκείνων και ο δικός του φόβος τον ανάγκαζαν νά περιστρέφεται πέρα-δώθε στο κρεβάτι.
Αφού λοιπόν απελπίστηκε για τη λύτρωσή του, άρχισε να κραυγάζει με μεγάλη φωνή:
Διορία τουλάχιστον ως το πρωί. Διορία τουλάχιστον ως το πρωί… και μ’ αυτές τις φωνές ξεψύχησε.
Από τούτο γίνεται φανερό πώς όχι για τον εαυτό του, αλλά για μας τα είδε όλα αυτά, για νά τα μάθουμε εμείς, νά φοβηθούμε και νά διορθωθούμε.
Γιατί τι τον ωφέλησε εκείνον ή θεωρία των πονηρών πνευμάτων και ή αναβολή πού ζήτησε και δεν πήρε;
Σ. ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ο άββάς Μακάριος ότι, περπατώντας ‘κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ’ αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ;
Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ’ αυτόν τον τόπο. Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.
Ποία είναι ή παρηγοριά και Ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας.
Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας. Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά.
Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε:
Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός.
Καλύτερα θα ήταν νά μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον ‘Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24).
Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο: – Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – και ποιοι βρίσκονται εκεί;
- Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε.
‘Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.
Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε – συνειδητά ή από άγνοια – από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα.
Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.
Αντιμέτωπες σ’ αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ’ αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ’ ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος νά διηγηθεί ή νούς νά συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου νά τελειώσει ή δίκη και νά βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή.
Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και ή ψυχή αρπάζεται απ’ αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ’ ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Άρθήτω ο ασεβής, ίνα μη Ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι’ αυτήν ή ήμέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται ατό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που ή κενοδοξία και ή καλοπέραση και ή απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που ή σπουδαία καταγωγή; που Ο πατέρας η ή μητέρα η οι αδελφοί η οι φίλοι; Ποιος απ’ αυτούς θα μπορέσει νά γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;
Από το βίο του άγίου ‘Αντωνίου
Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος, Αντώνιος ετοιμαζόταν νά φάει. Καθώς σηκώθηκε νά προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά. και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν νά έχει βγει από το σώμα και νά οδηγείται από κάποιους στον αέρα. ‘Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, νά στέκονται στον αέρα και νά θέλουν νά εμποδίσουν τη διάβασή του. εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. και ενώ ήθελαν νά κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του άγίου Αντώνιου τούς εμπόδιζαν, λέγοντας:
ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του. Μπορείτε νά λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε ατό Θεό.
Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς νά μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. και αμέσως είδε την ψυχή του νά επιστρέφει, κι ένιωσε νά συνέρχεται και νά γίνεται πάλι ο ‘Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα.
Ξέχασε τότε νά φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. ‘Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε νά παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς νά περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου νά φτάσει στον ουρανό). και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί ή εξουσία του εχθρού αυτή είναι’ νά πολεμάει και νά προσπαθεί νά εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του θεού, για νά μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε νά καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει νά πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.
Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε:
- Σήκω, . Α Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει νά υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, νά στέκεται όρθιος και νά φτάνει μέχρι τα σύννεφα. και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τούς εμπόδιζε νά περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή νά λέει στον Αντώνιο:
- Προσπάθησε νά καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.
Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε νά περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε νά τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.
Του άββα ‘Ισαάκ
Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. ‘!ω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ’ εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ’ ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως νά μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ’ έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας.
Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε ατό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ’ εκεί νους πού έμεναν μακριά. στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα.
Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε νά του ανοίξουν το μνήμα. ‘Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του νά τον μεταφέρουν στο ναό.
Έκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του.
Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.
Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.
Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.
Ζ. ΟΙ ΘΕΟΦΙΛΕΙΣ ΓΟΝΕΙΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ.
Από τη διήγηση για τη θανάτωση των άγίων πατέρων στο όρος Σινά και τη Ραϊθού
ΜΟΛΙΣ ή μάνα του νεαρού εκείνου μοναχού, πού σε άλλο σημείο του λόγου φανερώσαμε τη μεγαλοψυχία του, έμαθε ότι αγωνίστηκε τόσο γενναία κατά των βαρβάρων, και ότι σφαγιάστηκε μέσα ατό ίδιο το κελί όπου ασκήτευε, αφού δέχθηκε τ’ αναρίθμητα εκείνα πλήγματα, και ότι δεν υπάκουσε στους βαρβάρους νά βγάλει το ρούχο του, μα ούτε κι από το κελί του νά βγει, μολονότι υπόσχονταν νά μην τον σκοτώσουν αν έκανε κάτι απ’ αυτά, αλλά τόσο ανδρεία αντιστάθηκε και τόσο γενναία δέχθηκε το θάνατο, αυτά μαθαίνοντας, λέω, ή μάνα του, έδειξε έμπρακτα τη συγγένειά της μ’ εκείνον, φανερώνοντας πώς ήταν πραγματικά γνήσια μητέρα του.
Αφού λοιπόν φόρεσε αμέσως ωραίο φόρεμα και γενικά περιποιήθηκε την εμφάνισή της, ώστε νά δείχνει χαρούμενη, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό κι έλεγε στο Σωτήρα Χριστό τούτα τα λόγια:
σε Σένα, Δέσποτα, πρόσφερα το παιδί μου, και μου έχει σωθεί πια, και τώρα και στον αιώνα. Σε Σένα εμπιστεύθηκα το βλαστάρι μου και Σ’ έβαλα κοντά του φύλακα, κι αληθινά μου έχει πια φυλαχτεί σώο και άτρωτο. δεν σκέφτομαι, λοιπόν, ούτε έτι πέθανε ούτε ότι τέλειωσε τη ζωή του, αλλά παρατηρώ ότι ξέφυγε από κάθε αμαρτία. ούτε ότι καταπληγώθηκε το σώμα του και είχε πικρό τέλος, μα ότι έφερε εκεί (στον ουρανό), ψυχή καθαρή και άμωμη, και ότι πρόσφερε άσπιλο το πνεύμα του στα χέρια Σου. Βραβεία λογαριάζω εγώ τις μαχαιριές. Στεφάνια θεωρώ τις πληγές. Μακάρι στο σώμα σου, παιδί μου, νά χωρούσαν περισσότερα χτυπήματα, για νά ‘ταν μεγαλύτερος και ο μισθός σου. ‘Έτσι μου πλήρωσες τούς κόπους της εγκυμοσύνης μου. ‘Έτσι με άμειψες για τούς πόνους της γέννας. ‘Έτσι με τίμησες πού σ’ ανάθρεψα. Τι .λοιπόν; δεν θα με κάνεις κοινωνό και στα κατορθώματά σου; Γίνομαι κι εγώ συμμέτοχη στην άθλησή σου! Μαρτύρησες εσύ; Συμμετέχω κι εγώ στη χαρά του μαρτυρίου σου. ‘Αντιστάθηκες εσύ στη βαρβαρική οργή; Πολεμώ κι εγώ με την τυραννία του φυσικού πόνου. Περιφρόνησες εσύ φανερά το θάνατο; Ξεπερνάω κι εγώ το μητρικό μου φίλτρο. Σήκωσες εσύ την οδύνη της σφαγής με ανδρεία; Σηκώνω κι εγώ αυτόν το βασανισμό, ενώ τα σπλάχνα μου σπαράζουν. ‘Ίσα είναι, κι όχι κατώτερα από τα δικά σου, τα δικά μου μαρτύρια. με ξεπερνάς εσύ στην ένταση της οδύνης; σε ξεπερνάω εγώ στη χρονική της διάρκεια. Γιατί ο θάνατός σου, όσο φοβερός κι αν ήταν, συντελέστηκε πάντως μέσα σε λίγη ώρα. Εγώ όμως υποφέρω για πολύ καιρό από τον πόνο, κι άς τον υπομένω ήρεμα φιλοσοφώντας, επειδή έχω την πληροφορία ότι ζεις κοντά στο Θεό την αμόλυντη ζωή, και επειδή πιστεύω πώς ύστερα από λίγο θα σ’ έχω εκεί γηροκομώ μου, όταν θα γίνει κομμάτια μ’ οποιοδήποτε τρόπο και το δικό μου οστράκινο σκεύος (Β’ Κορ. 4:7) και θα τραβήξω για την άλλη ζωή. Ευτυχισμένη είμαι εγώ ανάμεσα στις άλλες μάνες, γιατί πρόσφερα στο Θεό εν αν τέτοιον αγωνιστή! Ευτυχισμένη και πάλι εγώ! με θάρρος λοιπόν καυχιέμαι αληθινά για σένα, επειδή πέθανες για το Χριστό και θα είσαι πια μαζί Του αιώνια και θ’ απολαμβάνεις την ατελεύτητη μακαριότητα
Από το βίο του αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος
Όταν ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμα νήπιο, πέθανε ο πατέρας του. Ή μητέρα του λοιπόν, μένοντας έρημη από άντρα και στηρίζοντας πια όλες της τις ελπίδες, μετά το Θεό, στο παιδί της μονάχα, του αφοσιώθηκε με τόση φροντίδα, πού έγινε γι’ αυτό τα πάντα, και πατέρας και μητέρα και δάσκαλος.
Ενώ λοιπόν ο Κλήμης βρισκόταν μέσα σε τέτοια χέρια και μεγάλωνε με καλή ανατροφή από μητέρα φιλόστοργη, εκείνη προαισθάνθηκε έτι πλησίαζε το τέλος της. ‘Αγκάλιασε τότε με τρυφερότητα και πόθο το παιδί της, πού δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα του χρόνια, το φιλούσε γλυκά-γλυκά και, καθώς βιαζόταν νά το κάνει όχι τόσο διάδοχο στα δικά της πλούτη όσο κληρονόμο των θησαυρών του ουρανού, του έδινε (συμβουλές και) παραγγελίες σαν κι αυτές:
- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πριν γνωρίσεις τον πατέρα σου, γνώρισες την ορφάνια, μα πλούτισες, κάνοντας το Θεό πατέρα και χρησιμοποιώντας την ορφάνια για την ευτυχία σου! Εγώ μεν σε γέννησα σωματικά, μα ο Χριστός σε μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπόν τον Πατέρα σου. Μη διαψεύσεις τ’ όνομα του γιου. το Χριστό μονάχα λάτρευε. στο Χριστό μονάχα έχε εμπιστοσύνη. Αυτός εΙναι, πραγματικά, ή αθανασία. Αυτός εΙναι ή σωτηρία. Αυτός, πού κατέβηκε για μας από τα ουράνια και μας ανέβασε μαζί Του και μας έκανε παιδιά Του και θεούς. Οποίος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία αυτού του Δεσπότη, θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, και όχι μόνο θα νικήσει τούς τυράννους και τούς βασιλιάδες πού προσκυνούν τα είδωλα, μα και θα ντροπιάσει ακόμα κι αυτούς τούς δαίμονες, πού τιμούν εκείνοι, και τον αρχηγό και προστάτη τους διάβολο…
Έκεί πού μιλούσε, τα μάτια της βούρκωσαν. και γεμίζοντας από τη χάρη, είδε θεία θεωρία και άρχισε νά δι ηγείται προφητικά τα μελλούμενά του.
και σε παρακαλώ, έλεγε, γιε μου πολυαγαπημένε, σε παρακαλώ νά μου κάνεις μία χάρη για όλα (όσα εγώ έκανα για σένα). Επειδή έφτασαν καιροί δύσκολοι, επειδή φυσάει φοβερός ο άνεμος του διωγμού της ασέβειας και επειδή ξέρω πώς κι εσύ θα οδηγηθείς, όπως είπε ο Δεσπότης μας, «επί βασιλείς και ηγεμόνας» για χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αυτή την τιμή: Αντιστάσου γενναία για χάρη Του και κράτησε σταθερή για χάρη μου την ομολογία σου ως το τέλος. και πιστεύω πώς ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πώς και στο δικό σου κεφάλι θα κάνει ν’ ανθήσει σύντομα το μαρτυρικό στεφάνι.
Νά ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου σε αντρειοσύνη, για να μη βρεθείς απροετοίμαστος στους αγώνες. Γιατί δεν θα παλέψεις με τυχαίους εχθρούς ή για τυχαία πράγματα… ‘
“Τιποτένιο ειναι, Υιέ μου, το νά πεθαίνουν θεληματικά οι στρατιώτες για έναν όμόδουλο και θνητό βασιλιά, κι εμείς νά μη σηκώνουμε το θάνατο, όπως εκείνοι, για Βασιλιά αθάνατο. και μάλιστα, όταν εκείνοι δεν παίρνουν απ’ αυτόν κανένα αντάλλαγμα άξιο μιας τέτοιας αφοσιώσεως. Γιατί ποίο δώρο είναι ισάξιο με τη ζωή; “Η ποια από τις μεταθανάτιες τιμές γίνεται αισθητή (στον σκοτωμένο στρατιώτη);” Αν όμως πεθάνεις για τον κοινό Δεσπότη όλων, το Χριστό, αντί για την πρόσκαιρη ζωή θ’ αποκτήσεις την αθάνατη. Αντί για τη φευγαλέα απόλαυση και τη δόξα και τον πλούτο, θ’ απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι λοιπόν; Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε πάντως μετά από λίγο, πληρώνοντας το κοινό χρέος όλων; ” Άλλωστε, ο θάνατος για το Χριστό δένει ναι σωστό νά θεωρείται θάνατος. Γιατί πάντοτε, με την ανώτερη ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, χάνεται ή αίσθηση (κι αυτού του θανάτου) . . .
Μ’ αυτά τον εμψύχωνε ή μητέρα του, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής Σοφίας, πού μιλούσε με το στόμα της, μία πού ο Υιός της ήταν κιόλας – πριν την ώρα του – συνετός σαν γέροντας, και είχε ανάγκη από σοβαρότερες παραινέσεις. στο τέλος μάλιστα πρόσθετε και τούτα:
Τέτοιον αμοιβή για την ανατροφή σου δώσε, παιδί μου, σε μένα, τη μάνα σου. Αυτός άς γίνει ο μισθός μου, Υιέ μου γλυκύτατε, για τούς πόνους πού δοκίμασα στη γέννα σου, για νά σωθώ κι εγώ, σύμφωνα με τον Παύλο, «διά της τεκνογονίας» (ΑΙ Τιμ. 2:15) και νά δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου. Γιατί νά, παιδί μου, εγώ φεύγω κιόλας με τη δύναμη της θείας χάριτος – αισθανόταν, βλέπετε, πώς πέθαινε – και το αισθητό τούτο φως δεν θα με φωτίσει το πρωί.
Εσύ όμως θα είσαι για μένα φως εν Χριστό και ζωή. σε παρακαλώ λοιπόν, σπλάχνο μου, νά μη διαψεύσεις τις ελπίδες πού στήριξα πάνω σου. μία Εβραία γυναίκα ανέδειξε κάποτε εφτά γιους μάρτυρες. και ήταν σαν ν’ αθλείσαι κι ή ίδια με εφτά σώματα, τα σώματά τους. μα σε μένα είσαι αρκετός εσύ μονάχα για νά δοξαστώ. και είμαι ευτυχισμένη μέσα στις μανάδες εγώ, επειδή ακριβώς θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Νά, θα προχωρήσω μπροστά σου, γιε μου. Σωματικά μεν χωρίζομαι σήμερα κιόλας από τα ποθεινά σου μάτια. Η ψυχή μου όμως – πίστευέ το -, μόλις πεθάνω, θα κρεμαστεί για πάντα πάνω στη δική σου ψυχή. Μαζί της θα προσκυνήσομε παρρησία στο βήμα του Χριστού. και θα καμαρώνω για τα παθήματά σου. και θα είμαι στολισμένη με τις πληγές σου. και θα έχω μερίδιο στα πολύτιμα εκείνα βραβεία και στη χαρά σου.
Αυτά έλεγε ή μάνα στο γιο. και κατά φιλούσε όλα μαζί τα μέλη του, λέγοντας πάλι ή μακάρια:
Μαρτυρικά μέλη φιλώ, μέλη πού θα προσφερθούν θυσία στο Χριστό.
‘Ενώ λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του γλυκομιλούσε, αναπαύθηκε πραγματικά τη μακάρια ανάπαυση, παραδίνοντας το πνεύμα στο Θεό και το σώμα στα γλυκύτατα χέρια του παιδιού της.
Εκείνος πάλι έκανε όσα έπρεπε, σαν γιος πού αγαπούσε τη φιλόστοργη μητέρα του. Κι αφού παρέδωσε το σώμα της στη γη, ο ίδιος διάλεξε τον μοναχικό βίο, εκπληρώνοντας αμέσως τις μητρικές παραγγελίες με τούτο πρώτα, τη φυγή δηλαδή από τον κόσμο για το Χριστό, πού για χάρη Του θα έφευγε αργότερα κι από τη ζωή.
Από το βίο Του άγίου ‘Αλυπίου
Ο μεγάλος Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στο Θεό, προβληματιζόταν
Τι νά κάνει στην παρούσα ζωή, για νά κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν πού ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία
Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του.
‘Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και νά φύγει, φυσικά μακριά από φίλους, συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του τη μάνα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. την απόφασή του την εμπιστεύθηκε μόνο στη μητέρα του.
Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός νά πάω κατά την Ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτόν το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό. Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες (συνήθως, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους). δεν πρόβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε τη μοναξιά της. δεν είπε πώς είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες νά χάνουν ένα γιο τόσο καλό ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. δεν προσπάθησε νά ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιου της πιο πολύ από το δικό της. ‘Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:
Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε έκεί πού σε οδηγεί η κλήση του (Άγίου) Πνεύματος. Νά, ο Θεός, πού σ’ Αυτόν μέσα ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίνω, θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου (Εξ. 23:20), για νά σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημά Του. “Άμποτε νά σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό Του και νά σε προστατέψει από την ουράνια Σιών (Ψαλμ.19:3). Νά σου φορέσει σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και νά σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας (Ήσ. 59:17. ‘Εφ. 6:14-17). σαν ήλιος του μεσημεριού νά λάμψει η αρετή στα έργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), πού χάρη σ’ αυτά αγάπησες το Δεσπότη περισσότερο κι από γονείς κι από πατρίδα.
Ήταν εκείνη γνήσια μάνα ενός τέτοιου γιου. και γι’ αυτό, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη Φύση, δεν προσπάθησε νά κάνει ή νά πει τίποτε ανάξιό της.
‘Έπειτα, μετά την ευχή, ο Υιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το Υιό, ενώ βρέχονταν και οι δύο τους με θερμά δάκρυα. και αφού κατά φιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ή μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο Υιός πήρε το δρόμο πού ποθούσε.
Από το μαρτύριο των άγίων Tεσσαράκoντα Mαρτύρων
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως. το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητά τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τούς τραβούσαν στην ακρολιμνιά για νά τούς συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα.
Η μητέρα ενός απ’ αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας το Υιό της. Αυτός ήταν, βλέπετε, πιο νέος απ’ όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή νά δειλιάσει και νά φανεί έτσι ανάξιος της στρατιωτικής ιδιότητος και τιμής. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας:
- Παιδί μου γλυκύτατο! του ουράνιου Πατέρα πια παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. “Όλ’ αυτά πέρασαν. τα ‘χεις όλα νικήσει με τη γενναιότητά σου. ‘Από δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη… Αυτά θα γευθείς, βασιλεύοντας μαζί με το Χριστό και πρεσβεύοντας σ’ Εκείνον και για μένα, πού σε γέννησα.
Μετά τη συντριβή λοιπόν των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια κι έβαλαν σ’ αυτά τα ιερά σώματα, για νά τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πώς ο νέος εκείνος, πού λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει.
Σαν είδε ή μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παρέβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία Σήκωσε το Υιό της στους ωμούς κι ακολουθούσε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πώς τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον ε6λεπε νά είναι τελειωμένος και νεκρός.
την ώρα λοιπόν πού τον κου6αλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πια ή μητέρα του απαλλάχθηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατά απ’ τη μεγάλη της χαρά για το τέλος του γιου της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των άγίων, τον βάζει πάνω σ’ αυτά και τον συναριθμεί μαζί τους, για νά μη χωριστεί από τα σώματά τους ούτε το σώμα Εκείνου, πού την ψυχή του βιαζόταν νά συναριθμήσει με τις ψυχές τους.
Ανάβουν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του εχθρού (διαβόλου) και κατάκαινε τα σώματα των άγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, Επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία βέβαια οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποιον όχθη και διασώθηκαν. και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντάς μας πλούτο ασύλητο.
Η. ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
ΑΒΒΑΣ Παλλάδιος είπε.
Η ψυχή πού αγωνίζεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει ή νά μαθαίνει σωστά όσα δεν ξέρει ή νά διδάσκει με σαφήνεια όσα έμαθε. ” Αν δεν θέλει νά κάνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν είναι καλά. Γιατί ή αρχή της αποστασίας βρίσκεται στην έλλειψη της διδαχής και στην ανορεξία του θείου λόγου, πού τον πεινάει πάντα ή φιλόθεη ψυχή.
Είπε πάλι ο αββάς Παλλάδιος:
Περισσότερο κι από παράθυρο φωτεινό, πρέπει νά κυνηγάει κανείς τις συναναστροφές ενάρετων ανθρώπων, γιατί με τη βοήθειά τους θα μπορέσει νά δει την καρδιά του σαν ένα καθαρογραμμένο βιβλίο και, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων, νά διαπιστώσει τη δική του ραθυμία ή επιμέλεια. Γιατί στους ενάρετους υπάρχουν πολλά, και εξωτερικά ακόμα στοιχεία, πού φανερώνουν την καθαρότητα της ψυχής τους: το χρώμα, πού απλώνεται αυτοπρόσωπο με τη θεάρεστη πολιτεία, ο τρόπος της ενδυμασίας, ή απλότητα του ήθους, ή σεμνότητα ατά λόγια, το απέριττο στις λέξεις, ή σύνεση στις σκέψεις, ή προσοχή στις εκδηλώσεις. Όλα τούτα τα ωφελούν υπερβολικά όσους τα παρατηρούν και αποτυπώνουν στις ψυχές τους αναλλοίωτα πρότυπα αρετής.
Ένας γέροντας – διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός – πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό νά του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, νά μη νυστάζει ποτέ. όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε νά τον παίρνει ο ύπνος, για νά μη μολύνονται τ’ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό πού ζητούσε.
‘Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι θιασώτης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους νά κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας νά φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν’ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! ‘Αναστέναξα και τούς είπα: “Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια ‘όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις ‘όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, νά συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι νά είστε προσεκτικοί και νά φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό”.
Τρεις πατέρες είχαν τη συνήθεια νά πηγαίνουν κάθε χρόνο στον μακάριο Αντώνιο. Άπ’ αυτούς οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις για τούς λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ό τρίτος όμως σώπαινε και δεν ρωτούσε τίποτα. ‘Αφού λοιπόν ήρθαν πολλές φορές και ο αδελφός εκείνος έτσι πάντα σώπαινε, μη ρωτώντας το παραμικρό, του λέει κάποτε ο αββάς , Αντώνιος:
Μα τόσον καιρό έχεις πού έρχεσαι εδώ, και δεν με Ρώτας τίποτα.
‘Εκείνος τότε αποκρίθηκε:
Μου φτάνει μόνο πού σε βλέπω, πάτερ.
‘Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ότι όσο ζούσαν οι γέροντες, πού έμεναν δώδεκα μίλια μακριά από το κελί του, πήγαινε και τούς συναντούσε δύο φορές το μήνα. Τούς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι εκείνοι δεν του έλεγαν τίποτε άλλο, παρά μόνο τούτο: “Όπου κι αν βρεθείς, μη λογαριάζεις τον εαυτό σου, και θα έχεις ανάπαυση”.
Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μία φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό νά του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. ‘Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: “Νά, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα. “Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και άς τον ρωτήσω”. Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε:
οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες νά πας στον αδελφό σου, εκείνος μ’ έστειλε για νά σου εξηγήσω το ρητό. Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε.
Είπε κάποιος γέροντας:
Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. ‘Έτσι συμβαίνει και μ’ αυτόν πού επισκέπτεται τούς πατέρες. “Αν θελήσει νά εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων.
Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά νά τούς πει ωφέλιμο λόγο. .0 γέροντας όμως σώπαινε. .0 αδελφός συνέχισε νά τον παρακαλεί ώρα πολλή, όπότε εκείνος τούς είπε:
Θέλετε ν’ ακούσετε ψυχωφελή λόγο; – Ναι, αββά, αποκρίθηκαν.
Δεν υπάρχει πια λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τούς γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τούς συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για νά ωφεληθούν εκείνοι πού ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τούς γέροντες. δεν βρίσκουν πια τι νά πουν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν: – Προσευχήσου για μας, αββά.
Του αββά Μάρκου
Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ’ αυτόν πού ακούει ανάλογα με την πίστη του.
0 άνθρωπος πού μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση (Παροιμ. 14:29). το ίδιο κι εκείνος πού τεντώνει το αυτί του για ν’ ακούει λόγους πνευματικής σοφίας.
Μην αρνείσαι νά μαθαίνεις, κι άς τυχαίνει νά ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό πού μπορεί νά οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας φρόνηση.
Αυτός πού θέλει νά σηκώσει το σταυρό του και ν’ ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει πρώτα-πρώτα νά επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας ακατάπαυστα τούς λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία του και ρωτώντας τούς δούλους του Θεού, πού έχουν το ίδιο φρόνημα και αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ’ αυτόν, έτσι ώστε νά μην αγνοεί που και πώς βαδίζει και νά μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο νά του φέγγει. Γιατί εκείνος πού βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς ευαγγελική γνώση, χωρίς διάκριση και χωρίς την καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι πού πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσεις και κακοπάθειες και πού υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά ή ιδιορρυθμία, ή αδιακρισία και ή έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον πλησίον έκαναν τούς τόσους και τόσους κόπους τους ανίσχυρους και μάταιους
Γι’ αυτό, αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς νά φροντίζει και ν’ αγωνίζεται νά είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους πού έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό, αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί μ’ εκείνον πού έχει, νά Μην περπατάει στο σκοτάδι, νά Μην κινδυνεύει από βρόχια και παγίδες και νά Μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, πού ζουν στο σκοτάδι και πού αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ’ αυτό χωρίς τον νοητό λύχνο του θείου λόγου.
Του άγίου Μαξίμου
Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη φυσική αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους έχει φυσικό σύνδεσμο με τούς λόγους του. και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους, τα θεωρούν πώς είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, ακόμα κι αν είναι σε ‘όλα τα πιο καταγέλαστα, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμα κι αν είναι οι χειρότεροι απ’ ‘όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. στον σοφό όμως νου δεν φαίνονται έτσι οι λόγοι του. απεναντίας, όταν νομίσει ‘ότι είναι αντικειμενικοί και καλοί, τότε προπαντός δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς νά κρίνουν τούς λόγους και τούς λογισμούς του, «μήπως εις κενόν τρέχn η έδραμε» (ΓΑΛ. 2:2), και απ’ αυτούς βεβαιώνεται.
Του άγίου Έφραίμ
Μην αρνείσαι τη συμβουλή αγίων ανθρώπων, έστω κι αν έχεις πνευματική γνώση. Γιατί κι αυτό είναι καρπός γνώσεως.
Του αββά ‘Ισαάκ
Μη ζητήσεις νά πάρεις συμβουλή από κάποιον πού δεν ακολουθεί τον δικό σου τρόπο ζωής, έστω κι αν είναι πολύ σοφός. Είναι προτιμότερο ν’ αναθέσεις τα προβλήματά σου σ’ έναν απλοϊκό άνθρωπο με πείρα από τα πράγματα, παρά σ’ έναν φιλόσοφο, πού μιλάει με λογική στηριγμένη στη θεωρητική εξέταση των πραγμάτων, χωρίς όμως νά έχει και τη σχετική πείρα. και ή πείρα είναι όχι το νά μπει κανείς στα πράγματα α και νά ερευνήσει μερικές μονόπλευρες τους, χωρίς νά έχει ακόμη αποκτήσει ο ίδιος τη γνώση από την εργασία, αλλά το νά αισθανθεί έμπρακτα την ωφέλεια η τη ζημιά των πραγμάτων αυτών, έχοντας τα δοκιμάσει για πολύ καιρό γιατί πολλές φορές ένα πράγμα φαίνεται επιζήμιο, ενώ κρύβει μέσα του μεγάλη ωφέλεια. Άλλοτε πάλι, αντίθετα, φαίνεται απόλυτα ωφέλιμο, ενώ εσωτερικά είναι όλο βλάβη. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι ζημιώθηκαν όχι λίγο από πράγματα φαινομενικά κερδοφόρα. Νά χρησιμοποιείς λοιπόν ως σύμβουλό σου εκείνον, πού από πείρα γνωρίζει καλά τη φύση και τη δύναμη των διαφόρων πραγμάτων, και ‘πού μπορεί νά τα διακρίνει αλάθητα.
‘Όποιος έκανε σωστή χρήση της ελευθερίας πρώτα στον εαυτό του, είναι μετά άξιος εμπιστοσύνης για νά την παραδώσει και στους άλλους με επιστημοσύνη.
Θ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ, Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠ` ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΡΘΩΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Από το Γεροντικό
ΕΙΠΕ ο αββάς Αντώνιος, ότι ή υπακοή με την εγκράτεια έχει τη δύναμη νά υποτάσσει και τα θηρία.
Ό αββάς Ποιμήν είπε, ότι μία φορά ρώτησε κάποιος τον αββά Παισιο:
Τι θα κάνω με την ψυχή μου, πού είναι αναίσθητη και δεν έχει φόβο Θεού;
Πήγαινε, απάντησε ο γέροντας, και υποτάξου σ’ έναν άνθρωπο πού έχει φόβο Θεού. Ή αναστροφή σου μ’ εκείνον θα σε μάθει κι εσένα νά φοβάσαι το Θεό.
Είπε ο αββάς Μωυσης σ’ έναν αδελφό:
Έλα, αδελφέ μου, στην αληθινή υπακοή, όπου υπάρχει ταπείνωση όπου υπάρχει δύναμη, όπου υπάρχει χαρά, όπου υπάρχει υπομονή, όπου υπάρχει μακροθυμία, όπου υπάρχει φιλαδελφία, όπου υπάρχει κατάνυξη, όπου υπάρχει αγάπη. Γιατί όποιος κάνει καθαρή υπακοή, έχει αποκτήσει όλες τις εντολές του Θεού.
Κάποτε τέσσερις σκητιώτες, ντυμένοι με δέρματα ζώων, ήρθαν στον μεγάλο Παμβώ.
Ο καθένας τους του φανέρωσε την αρετή του αλλού: Ο πρώτος έκανε μεγάλη νηστεία.
Ο δεύτερος είχε τέλεια ακτημοσύνη.
Ο τρίτος- ξεχώριζε για την πολλή του αγάπη. και ο τέταρτος έκανε υπακοή σ’ έναν γέροντα είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Τούς λέει λοιπόν ο αββάς Παμβώ:
- Σάς βεβαιώνω, πώς ή αρετή του τετάρτου είναι μεγαλύτερη από τις αρετές των άλλων. Γιατί ο καθένας σας την κάθε αρετή, πού απέκτησε, την κράτησε με το δικό του θέλημα. Αυτός όμως έκοψε το θέλημά του και κάνει αλλού το θέλημα. Γι` αυτό είναι ανώτερός σας. Ομολογητές είναι όσοι κάνουν υπακοή, αν τη φυλάξουν ως το τέλος.
Ο αββάς Ρούφος είπε, ότι αυτός πού κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα, έχει περισσότερο μισθό από τον αναχωρητή, πού μένει μόνος του στην έρημο.
Ο αββάς Ποιμήν είπε:
Μη μετράς τις αρετές σου, αλλά υποτάξου καλύτερα σε κάποιον πού ζει ενάρετα.
Ο αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος είπε, ότι τρία πράγματα είναι πού εκτιμά περισσότερο ο Θεός το πρώτο, όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και του έρχονται κι άλλοι πειρασμοί, κι αυτός τούς δέχεται ευχαριστώντας τον Κύριο.
Το δεύτερο, όταν όλα τα έργα γίνονται καθαρά ενώπιον του Θεού, χωρίς νά έχουν τίποτα το ανθρώπινο.
Το τρίτο, όταν κανείς μένει στην υποταγή πνευματικού πατέρα και απαρνιέται όλα τα δικά του θελήματα. ο τελευταίος έχει ένα στεφάνι παραπάνω.
Του αββά Μάρκου
‘Εκείνος πού βρίσκεται κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν μπορεί μόνος του νά νικήσει το σαρκικό φρόνημα, γιατί έχει τον ερεθισμό ακατάπαυστο και εγκατεστημένο μέσα στα μέλη του.
‘Όσοι είναι εμπαθείς, πρέπει νά προσεύχονται και νά υποτάσσονται.
‘Εκείνος πού αγωνίζεται με υποταγή και προσευχή εναντίον του σαρκικού θελήματος, είναι αγωνιστής πού μεταχειρίζεται καλή μέθοδο, εκδηλώνοντας τον νοητό πόλεμο με την αποχή από τα αισθητά.
Του άγίου Διαδόχου
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί σαν το πρώτο καλό ανάμεσα σ’ όλες τις βασικές αρετές, γιατί διώχνει την οίηση (δηλαδή τη μεγάλη ιδέα πού έχει κανείς για τον εαυτό του) και γεννάει μέσα μας την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και σ’ εκείνους πού τη δέχονται με ευχαρίστηση, γίνεται θύρα πού οδηγεί στην αγάπη του Θεού.
Την υπακοή αθέτησε ο Αδάμ, και κατρακύλησε στον αβυσσαλέο τάρταρο. Την υπακοή αγάπησε ο Κύριος, και, οικονομώντας τη δική μας σωτηρία, έγινε άνθρωπος και υπάκουσε στον Πατέρα Του μέχρι θανάτου – κι αυτό, ενώ δεν ήταν καθόλου κατώτερος από τη μεγαλοσύνη Εκείνου – για νά καταργήσει το έγκλημα της ανθρώπινης παρακοής με τη δική Του υπακοή και νά επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους πού θα ζήσουν με υπακοή.
Πρώτα λοιπόν γι’ αυτή την αρετή πρέπει νά φροντίζουν, όσοι θέλουν νά πολεμήσουν τη
διαβολική οίηση. Και αυτή ή αρετή, με τον καιρό, θα μας δείξει αλάθητα όλους τούς δρόμους των αρετών.
Του αββά Κασσιανού
Ο διάβολος με κανένα άλλο ελάττωμα δεν οδηγεί τόσο στο βάραθρο της απώλειας τον άνθρωπο, όσο με το νά τον πείσει νά μην καταδέχεται νά ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδασκαλία και τις υποδείξεις των Πατέρων, αλλά ν’ ακολουθεί το δικό του θέλημα. Γιατί αυτός πού πορεύεται σύμφωνα με τη δική του κρίση και γνώμη, ποτέ δεν θα προχωρήσει με ασφάλεια, αλλά πολλές φορές θα σκοντάψει και θα πλανηθεί, και, βαδίζοντας λες συνεχώς μέσα στο σκοτάδι, θ’ αντιμετωπίσει κινδύνους πολλούς και φοβερούς.
Πρέπει νά μάθουμε και τούτο, παίρνοντας παραδείγματα και από τις ανθρώπινες τέχνες και επιστήμες: Αν δηλαδή εκείνες, πού αφορούν πράγματα χειροπιαστά, δεν μπορούμε μόνοι μας νά τις μάθουμε, αλλά έχουμε ανάγκη από κάποιον, πού θα μας τις διδάξει σωστά και θα μας αναλύσει κάθε πλευρά τους, δεν είναι αφελές και ανόητο νά νομίζουμε, ότι την πνευματική τέχνη, πού είναι απ’ όλες τις τέχνες και τις επιστήμες ή πιο δύσκολη κι ή πιο επίμοχθη, θα κατορθώσουμε νά τη μάθουμε χωρίς δάσκαλο; Γιατί δεν πρόκειται για τέχνη σωματική και ορατή, όπως είναι οι υπόλοιπες τέχνες, πού ασχολούνται μόνο με σωματικά ζητήματα. πρόκειται για τέχνη κρυμμένη και αόρατη, καθώς αποβλέπει μόνο στην ψυχή και έχει σκοπό νά την κάνει θεοειδή. Ή αποτυχία σ’ αυτή την τέχνη δεν προκαλεί πρόσκαιρη βλάβη, αλλ’ απώλεια της ψυχής και αιώνιο. θάνατο και κόλαση.
Του άγίου Μαξίμου
Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα βρίσκεται μυστικά μέσα σε καθεμιά από τις εντολές Του. Ό Θεός και Πατέρας, πάλι, είναι εκ φύσεως όλος αχώριστος σε όλον το Λόγο Του. Εκείνος λοιπόν πού δέχεται μία θεία εντολή και την εφαρμόζει, δέχεται το Λόγο του Θεού πού υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Εκείνος πού δέχθηκε το Λόγο διαμέσου των εντολών, δέχθηκε δια μέσου Αυτού και τον Πατέρα, πού υπάρχει εκ φύσεως μέσα σ’ Αυτόν, όπως και το Πνεύμα, πού επίσης υπάρχει εκ φύσεως μέσα σ’ Αυτόν. Γιατί λέει: «Αμήν λέγω ύμίν, ο λαμβάνων όντινα πέμψω, εμέ λαμβάνει. ο δε εμέ λαμβάνων, λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ίω. 13:20). Εκείνος λοιπόν πού δέχθηκε εντολή και την τήρησε, δέχθηκε και κρατάει μυστικά μέσα του την Άγία Τριάδα.
Του άγίου Έφραίμ
Επειδή δεν υπομένουμε εκούσια μικρή θλίψη για τον Κύριο, πέφτουμε ακούσια σε πολλές και βαρείες θλίψεις. και επειδή δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε το δικό μας θέλημα για τον Κύριο, προξενούμε στους εαυτούς μας ψυχική βλάβη και καταστροφή. και επειδή δεν ανεχόμαστε νά ζούμε ή νά μπούμε σε υποταγή και εξουδένωση για τον Κύριο, στερούμε τούς εαυτούς μας από την παρηγοριά των δικαίων. και επειδή δεν πειθαρχούμε στις νουθεσίες όσων μας βάζουν νόμους για τον Κύριο, γινόμαστε αντικείμενα της χαιρεκακίας των πονηρών δαιμόνων. και επειδή δεν ανεχόμαστε την αυστηρή τιμωρία, θα μας δεχθεί το καμίνι της άσβηστης φωτιάς, όπου δεν θα υπάρχει πια ποτέ παρηγοριά.