Τρία τα τελούμενα εν ανθρώποις.
Το κατά φύσιν, το παρά φύσιν και το υπέρ φύσιν.http://
Και κατά φύσιν μεν εστίν ο γάμος
Παρά φύσιν ο σοδομισμός
Και υπέρ φύσιν η παρθενία.
Και πάλιν, κατά φύσιν ο δικαίως συναγόμενος πλούτος
Παρά φύσιν η πλεονεξία
Υπέρ φύσιν η ακτημοσύνη.
Ομοίως, κατά φύσιν η ειρήνη
Παρά φύσιν το μίσος
Υπέρ φύσιν η συγχώρησις και η ευεργεσία.
Μέγας Αθανάσιος
Υπάρχουν τρία είδη ζωής: Η παρά φύση, η φυσική και η Θεική. Η παρά φύση είναι η δαιμονική ζωή, που συνίσταται στη λήθη της αιωνιότητας και στο μίσος για Θεό και άνθρωπο[1].
Η φυσική, που διαγράφεται στην αγάπη του ανθρώπου για «τους αγαπώντας αυτόν»[2], δεν είναι μεν κατακριτέα, αλλά δεν επαρκεί για τη σωτηρία.
Η
υπερφυσική ζωή που διήγαν οι Άγιοι, στοχεύει να αποδώσει στον Κύριο το
«θερμότερον φίλτρον» που Του χρωστούμε, σύμφωνα με την εντολή Του. Τα
προστάγματα του Κυρίου δεν αναφέρονται στη φυσική ζωή που είναι
δεδομένη, αλλά στην υπερφυσική και δόθηκαν για να αποσπάσουν τον άνθρωπο
από τα πρόσκαιρα και σαλευόμενα, για να τον ανυψώσουν στο υπερβατικό
επίπεδο της θείας αγάπης.
Το
Άγιο Πνεύμα θεραπεύει «πάσαν πληγήν κεκρυμμένην εν ημίν», αποδιώχνει τη
μάστιγα της λήθης του Θεού, ανακαινίζει την ψυχή και οδηγεί πρώτα στο
κατά φύση και εν συνεχεία στο υπέρ φύση, όπως διαπιστώνεται στα πρόσωπα
των Αγίων όλων των γενεών.
Στον πιστό που γεύεται τη δωρεά Του, δίνει αμετάκλητη φορά προς τα άνω,
διότι κάθε χωρισμός από τον Δημιουργό του, έστω και ολιγοχρόνιος,
δημιουργεί στην καρδιά οξύ πόνο και βιώνεται ως ζοφερό σκότος, κόλαση
φρικτή, φθορά θανάτου. Στα μάτια του κόσμου η κατάσταση αυτή εμφανίζεται
ως μωρία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Απόστολο, είναι «σοφώτερη της σοφίας
των ανθρώπων»[3], διότι ο Θεός έσωσε τον άνθρωπο με τη μωρία και το ασθενές της αγάπης Του.
Όπως
γράφει ο άγιος Σιλουανός: «Η ψυχή από την αγάπη του Κυρίου είναι σαν να
παραφρόνησε· κάθεται, σιωπά, δεν θέλει να μιλά· και σαν παράφρονη
κοιτάζει τον κόσμο και δεν τον επιθυμεί και δεν τον βλέπει, διότι δεν
υπάρχει σε αυτόν η άφθαρτη γλυκύτητα»
1). Ιωάν. 8,44. 2) Βλ. Ματθ. 5,46-47. 3) Βλ. Α’ Κορ. 1,25.