Εγκύκλιος «Τοις απανταχού της γης και των νήσων
ευρισκομένοις ορθοδόξοις Χριστιανοίς» (1440-1)
Η εγκύκλιος αυτή εγράφη, λίγα χρόνια προ της Αλώσεως, από τη νήσο
Λήμνο. Εκεί είχε εξορισθεί ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός από τον
αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο τη απαιτήσει των λατινοφρόνων
Ρωμιών. Οι ενωτικοί αυτοί, όταν είδαν ότι απέτυχαν να επιβάλουν
την ψευδή ένωση της Φεράρας-Φλωρεντίας, κατέφυγαν σε ενέργειες
καταχθόνιες και σε σοφιστείες θεολογικές, για να παραπλανήσουν
τους αφελέστερους. Αργότερα, τον 16ο αιώνα, αυτά θα
συστηματοποιηθούν από τους λατίνους και θα δημιουργηθεί έτσι η ουνία.
Συνεπώς,
οι λατινόφρονες ενωτικοί Ρωμιοί είναι οι πρόδρομοι και προπαρασκευαστές της ουνίας,
μαζί με τον πάπα Ιννοκέντιο τον Δ΄(1243-1254), ο οποίος το 1254 εξέδωκε
εγκύκλιο και επέτρεψε να γίνονται ανεκτά τα ήθη και έθιμα των
Ανατολικών, με απώτερο σκοπό τη βαθμιαία κατάργηση αυτών και τον πλήρη
εκλατινισμό των ενουμένων, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορθοδόξων μετά της
Ρώμης.
Την εγκύκλιο αυτή του αγίου Μάρκου, με την οποία αντιμετωπίζει τους λατινόφρονες Ρωμιούς και τις δογματικές αποκλίσεις των παπικών από την Ορθοδοξία, θα παραθέσουμε σε περιληπτική διασκευή.
1. Οι παπικοί είναι αιρετικοί και όχι σχισματικοί, όπως διετείνοντο οι λατινόφρονες.
α΄. Όσοι εκ των παπικών έρχονται
στην Ορθοδοξία, τους δεχόμεθα δια χρίσεως αγίου μύρου-μερικές φορές και
τους ξαναβάπτιζαν-, κατατάσσοντας αυτούς μαζί με τους αρειανούς, τους
μακεδονικούς, τους σαββατιανούς, τους ναυατιανούς και λοιπούς αιρετικούς
του 4ου αιώνος.
Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος, που κατέγραψε την ιστορία της συνόδου της
Φλωρεντίας, λέει ότι ο άγιος Μάρκος το ετόνισε αυτό στην ορθόδοξη
αντιπροσωπεία, «αλλά το παρασιώπησε η Εκκλησία μας, επειδή το γένος τους
είναι μεγάλο και ισχυρότερο από το δικό μας» και «δεν θέλησαν οι
προγενέστεροι από εμάς να κατονομάσουν επισήμως τους λατίνους ως
αιρετικούς, αναμένοντας την επιστροφή τους και επιδιώκοντας την φιλία».
β΄. Ο άγιος Μάρκος αναφέρει την φράση του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Δεν ομολογούμε το άγιο πνεύμα ότι προέρχεται εκ του Υιού» και την φράση του αγίου Φωτίου «Αιρετικός είναι και στους κατά των αιρετικών νόμους υπόκειται αυτός που έστω και λίγο παρεκκλίνει από την ορθή πίστη».Συνεπώς οι λατίνοι, και μόνο από το Filioque, είναι αιρετικοί. γ΄. Οι λατινόφρονες λένε, ότι οι παπικοί είναι σχισματικοί διότι έτσι μας θεωρούν εκείνοι εμάς· διότι δεν έχουν να μας κατηγορήσουν για κάτι αιρετικό παρά μόνο για το ότι παύσαμε να υποτασσόμεθα σ’ αυτούς. Λοιπόν θα αντιχαριζώμεθα σ’ αυτούς και θα του αποκαλούμε σχισματικούς ενώ είναι αιρετικοί; δ΄. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος ερώτησε τον πατριάρχη Αντιοχείας Θεόδωρο Βαλσαμώνα, έγκριτο κανονολόγο της εποχής εκείνης, εάν μπορεί να δίδει τα θεία αγιάσματα σε λατίνους. Εκείνος απάντησε ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό, αφού το όνομα του πάπα -στον οποίο αυτοί υπάγονται- δεν μνημονεύεται στις αρχιερατικές θείες λειτουργίες της Εκκλησίας. Και δεν μνημονεύεται, διότι οι παπικοί έχουν «ήθη και δόγματα αλλότρια των ορθοδόξων», συνεπώς αιρετικά. Πρέπει οι λατίνοι να κατηχηθούν ορθοδόξως, να μυρωθούν, και μετά να τους δεχθούμε. Συνεπώς· Από πού λοιπόν εμφανίστηκαν ξαφνικά να είναι ορθόδοξοι, αυτοί που από τόσα χρόνια και από τους πατέρες και διδασκάλους κρίθηκαν ως αιρετικοί; Ποιος έτσι εύκολα τους έκανε ορθοδόξους; Ο χρυσός, εάν ήθελες να λέμε την αλήθεια, και το συμφέρον σου· Ή μάλλον εκείνους μεν τους έκανε ορθοδόξους, εσένα όμως, αφού σε έκανε όμοιο μ’ εκείνους, σε έσπρωξε στη μεριά των αιρετικών. 2. Πότε θα υπάρξει ενότης.
Όταν ενωθούν ήθη, έθη, δόγματα. Και αυτό θα γίνει με την επιστροφή των
παπικών στην ορθόδοξη παράδοση και θεολογία. Τώρα έχουμε δυο σύμβολα
πίστεως, ένζυμη και άζυμη λειτουργία, διττά βαπτίσματα (των ορθοδόξων με
τριττή κατάδυση, των παπικών με επίχυση· των ορθοδόξων το βάπτισμα με
μύρο, των παπικών χωρίς μύρο), διπλά ήθη και έθιμα και εντελώς
διαφορετικά, νηστείες και εκκλησιαστικές τάξεις, και άλλα παρόμοια.
Πώς λοιπόν να γίνει η ένωση, όταν δεν υπάρχει ενότητα σ’ αυτά; 3. Μεσότης στα δόγματα δεν υπάρχει.
Στη διπλωματία και στην πολιτική χρησιμοποιούνται πολλές έννοιες
αμφίσημες ή αόριστες, εννοούμενες από τον καθένα αναλόγως των
προτιμήσεών του, για να επιτευχθεί η συμφωνία και η προσέγγιση. Μεταξύ
αληθείας όμως και ψεύδους, μεταξύ καταφάσεως και αρνήσεως, μεταξύ φωτός
και σκότους, Χριστού και Βελίαρ, δεν υπάρχει μέσον. Οι γραικολατίνοι ή
οι λατινόφρονες ή οι ουνίτες είναι μιξόθηρες άνθρωποι, αρέσκονται να
κυνηγούν τις αναμίξεις· είναι όπως οι ιπποκένταυροι στη μυθολογία. Ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος τους ονομάζει
κοθόρνους (*) και ανθρώπους που πηγαίνουν όπου φυσάει ο άνεμος. Ένας νεώτερος θα τους παρομοίαζε με το «φούρνο του χότζα».
Η σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας, που πήγε να εφαρμόσει τη μεσότητα στο δόγμα, είναι σαν τη συνέλευση εκείνη που απεφάσισε να κτίσει τον πύργο της Βαβέλ ή σαν το συνέδριο του Καϊάφα που κατέκρινε τον Χριστό. Οι μετασχόντες στην σύνοδο της Φλωρεντίας και συμφωνήσαντες με τους παπικούς είναι αυτοί για τους οποίους ο προφήτης Ιερεμίας λέει· «Οι ηγούμενοι του λαού μου εμέ ούκ ήδεισαν, υιοί άφρονες εισι και ου συνετοί· σοφοί εισι του κακοποιήσαι, το δε καλώς ποιήσαι ουκ επέγνωσαν» (Ιερ. 4,22). 4. Ποία η στάσις μας έναντι των λατινοφρόνων.
Ας τους αποφύγουμε όπως αποφεύγουμε το φίδι. Ας τους αποφύγουμε όπως
αποφεύγουμε τους χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους. Αυτοί είναι οι
«νομίζοντες πορισμόν είναι την ευσέβειαν» (Α΄ Τιμ. 6,5). Αυτοί είναι
«ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους
Χριστού». Αυτοί είναι διάκονοι του σατανά ο οποίος «μετασχηματίζεται εις
άγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. 11,13-15). «Οι τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού
Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και δια της χριστολογίας
και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων»· «ο μέντοι στερεός
θεμέλιος της πίστεως έστηκεν, έχων την σφραγίδα ταύτην» (Ρωμ. 16.18
· Β΄ Τιμ. 2,19).
«Φεύγετε ουν αυτούς αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν· ‘εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, κάν άγγελος εξ ουρανού, ανάθεμα έστω’ (Γαλ. 1,8-9). ‘Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γάρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς’ (Β΄ Ιωαν. 10,11)». Δεν γνωρίζουμε εάν οι σύγχρονοι οικουμενιστές, κληρικοί και λαϊκοί, έχουν υπ’ όψιν τα όσα λέει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Ας τα μελετήσουν και ας ανανήψουν, εάν θέλουν να παραμείνουν ορθόδοξοι.
(*) Κατά λέξη κόθορνος λεγόταν ένα
ειδικό υπόδημα, που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στις αρχαίες τραγωδίες
με παχιά πέλματα και πολύ ψηλό τακούνι. Επειδή προσαρμοζόταν σε αμφότερα
τα πόδια, είτε το δεξί είτε το αριστερό, κατάντησε να σημαίνει τον
επαμφοτερίζοντα άνθρωπο, τον ασθενούς χαρακτήρος, το ευμετάβολο και
καιροσκόπο.
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» ΜΑΪΟΣ 2006.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
|
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016
ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ
Η συμπεριφορά του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού προς τους Λατίνους

Εισαγωγικά
Ο Εφέσου άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θεωρείται μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως και προσαγορεύεται προς τούτο: «Άτλας της Ορθοδοξίας». Όπως ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος υπήρξαν στην εποχή τους άτλαντες της Ορθοδοξίας και κράτησαν με αγώνες και θυσίες την Ορθόδοξη Πίστη αλώβητη από τη λαίλαπα του Αρειανισμού, έτσι και ο άγιος Μάρκος κράτησε αλώβητη την Ορθοδοξία από τη λαίλαπα του Παπισμού, που κατέτρωγε την Εκκλησία ήδη από τη γέννησή της.
Ακολουθώντας τους μεγάλους Πατέρες εφάρμοσε το «κατ’ οικονομίαν» σε πάμπολλες περιπτώσεις, αλλά μόλις υπήρχε κίνδυνος να ανατραπεί ή απλώς να θιγεί το δόγμα, εκεί παρέμεινε άκαμπτος τηρητής της Ι. Παρακαταθήκης, μη δεχόμενος καμία, έστω και ελάχιστη υποχώρηση και εφαρμόζοντας επακριβώς το «κατ’ ακρίβειαν».
Στη θέση του αυτή έμεινε μόνος και εγκαταλειμμένος από τους πάντες, πλην όμως αυτή του η αντίδραση κράτησε την Ορθοδοξία στο ύψος της και οι επόμενοι αιώνες τον δικαίωσαν. Έδωσε και έδειξε τη μεγάλη του αγάπη ακόμη και στους αιρετικούς Λατίνους, γιατί αλγούσε για τα παραπλανημένα αυτά τέκνα της Εκκλησίας και έκανε μύριες προσπάθειες να τους φέρει στην Εκκλησία του Χριστού. Παρεξηγήθηκε και πολεμήθηκε, πλην όμως δικαιώθηκε, γιατί θεωρήθηκε τελικά ο προστάτης της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, όπως και οι προηγούμενοι μεγάλοι Πατέρες (Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Φώτιος, Παλαμάς).
Θεωρούμε, ότι η στάση και η συμπεριφορά του αγίου Μάρκου στους Λατίνους, οι κάποιες υποχωρήσεις του στους Κανόνες, αλλά και η σταθερότητά του στο Δόγμα θα πρέπει να ακολουθούνται και σήμερα, που έχει αναπτυχθεί μια εργώδης προσπάθεια προσέγγισης με τους Λατίνους και επαναφοράς τους στη μία Ποίμνη. Δύσκολη προσπάθεια, που χρειάζεται πολύ λεπτούς χειρισμούς, βαθύτατη γνώση των Πατέρων και της πρακτικής τους και ειδικά του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ενώ έκανε «αβαρίες» στους Κανόνες, έμεινε όμως στερρός στην Πίστη και το Δόγμα. Η στάση του, ίσως θα πρέπει να προβληματίσει όσους διαμαρτύρονται, για κάποιες παραβάσεις κανόνων, όπου προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστον, θα πρέπει να πρυτανεύσει το του αγίου Νεκταρίου, όπου σε ανάλογες περιπτώσεις στην εκκλησιαστική ιστορία, τις δικαιολογούσε, όπου «Πίστις το κινδυνευόμενον» Λέγει π.χ. σχετικά με τη στάση των αντιπροσώπων του Πάπα άγιου Λέοντα: «Πως ήκουσαν τοσαύτα ψεύδη! Πως δεν διερράγησαν εκ της αγανακτήσεως! Πάντως επιβάλλουσα ανάγκη έθετο φυλακήν τοις στόμασιν αυτών. Οι πατέρες έπασχον όμοιον προς τον εν παρεμβολή ιστάμενον και πιεζόμενον υπό του ιδίου συμμάχου προς παραχωρήσεις. Τοιαύτη αληθώς η θέσις των αγίων της Οικουμενικής Συνόδου πατέρων. Εάν η αγανάκτησις απέκρουεν αυτούς, ο σκοπός της συνόδου εματαιούτο, η δε αίρεσις θα ελυμαίνετο την Εκκλησίαν. Η φρόνησις απήτει την ανοχήν χάριν της πίστεως και τούτο εποίησαν οι μακάριοι πατέρες» (Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 151-152). Τι δέχτηκαν λοιπόν οι πατέρες της Δ΄ και τι ανέχθηκαν, χάριν της συνοχής της Εκκλησίας; Μα δέχτηκαντον Πάπα της Ρώμης να υπέρκειται της Συνόδου, κάτι αδιανόητο στις μέρες μας!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Ο Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός
Γενικά
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1393–1445), υπήρξε Μητροπολίτης Εφέσου και μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες της εποχής του. Θεωρείται ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας της ένωσης της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας στη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας, όπου ήταν ο μόνος που αρνήθηκε φανερά να υπογράψει. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των ανθενωτικών, προτείνοντας ακραίες λύσεις για την αποφυγή της ένωσης των δύο εκκλησιών («καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεύμα στον αιρετικό πάπα»). Για το λόγο αυτό εκδιώχτηκε από την αυτοκρατορική αυλή, που επεδίωκε μια συμβιβαστική λύση του ζητήματος, για την αντιμετώπιση του οθωμανικού κινδύνου. Μετά τον θάνατο του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την αναρρίχηση στο Πατριαρχικό θρόνο του ανθενωτικού Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, ανακηρύχθηκε σε Άγιο.
Βίος
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1393 και έλαβε θεολογική και φιλοσοφική παιδεία κοντά σε περίφημους σοφούς της εποχής (Γεώργιο Πλήθωνα, Ιωάννη Χορτασμένο, Μανουήλ Χρυσοκόκκο), χάρη στις δυνατότητες, που του παρείχε η σχετικά ευκατάστατη οικογένεια του, καθότι ο πατέρας του Γεώργιος κατείχε το υψηλό αξίωμα του «Μεγάλου χαρτοφύλακα του θρόνου». Η προσωνυμία του, Ευγενικός, κληρονομήθηκε από τον πατέρα του, όπως και η κατεύθυνση προς την εκκλησιαστική ζωή. Το 1418 ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και μόνασε στη μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, όπου αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1437 εκλέχθηκε Επίσκοπος Εφέσου, μετά την εκδήλωση σχετικού ενδιαφέροντος και από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, με κύριο στόχο να λάβει μέρος στη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας.Λόγω των θεολογικών του γνώσεων ορίστηκε εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στην αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ενωτική σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).
Κύριο επιχείρημα του Μάρκου κατά της ένωσης, και ο λόγος για τον οποίον τελικά αρνήθηκε να υπογράψει τον ενωτικό Όρο της συνόδου, ήταν η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως του Filioque, την οποία θεωρούσε αιρετική. Το κοινό αίσθημα στην Κωνσταντινούπολη ήταν μαζί του, αφού μετά την ολοκλήρωση της συνόδου «είδε το πλήθος δοξάζον αυτόν ως μη υπογράψαντα, και προσεκύνουν αυτόν οι όχλοι καθάπερ Μωυσεί και Ααρόν και ευφήμουν αυτόν και Άγιον εκλάλουν». Η άρνησή του να υπογράψει ανέδειξε τον Μάρκο τον Ευγενικό, ως τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της ανθενωτικής τάσης μέσα στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, αλλά και στόχο της πολεμικής του αυτοκράτορα και της παράταξης των Ενωτικών. Αρνήθηκε την προσφορά του αυτοκράτορα να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και δεν δέχθηκε να συλλειτουργήσει με τον ενωτικό πατριάρχη Μητροφάνη Β΄. Εκοιμήθη το 1445.
Ο πρώτος, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς, Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος, με συνοδική πράξη, όρισε το 1456 ως ημέρα εορτασμού της μνήμης του την 19η Ιανουαρίου και συντάχθηκε ειδική ακολουθία. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και με νεώτερη συνοδική πράξη επί Πατριαρχείας Σεραφείμ Α΄ (1734).
Συγγραφικό έργο
Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο, θεολογικό και λειτουργικό:- Κεφάλαια συλλογιστικά κατά της αφέσεως των Ακινδυνιστών περί διακρίσεως θείας ουσίας και ενεργείας
- Αντίρρησις των λατινικών κεφαλαίων, όπερ αυτού προέτεινον περί του περκατορίου πυρός
- Απολογία προς Λατίνους δευτέρα
- Αποκρίσεις προς τας επενεχθείσας αυτώ απορίας και ερωτήσεις επί ταις ρηθείσαις ομιλίαις παρά των καρδιναλίων και των άλλων λατινικών διδασκάλων
- Συλλογιστικά κεφάλαια προς Λατίνους
- Συλλογαί… περί του αγίου Πνεύματος
- Διάλογος, ου η επιγραφή Λατίνος ή περί της εν τω Συμβόλω προσθήκης
- Συλλογισμοί δέκα, δεικνύοντες ότι ουκ εστί πυρ καθαρτήριον
Συμπεριφορά στους Λατίνους
Η σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας έγινε 385 χρόνια μετά το Σχίσμα Ανατολής και Δύσης, οι δε αιρετικές θέσεις των Λατίνων ήταν απολύτως γνωστές στον άγιο Μάρκο. Παρ’ όλα αυτά ο άγιος έκανε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους Λατίνους, παραβαίνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους ιερούς Κανόνες, που αποκλείουν κάθε επαφή με αιρετικούς. Και τούτο με την ελπίδα της επιστροφής (και όχι της ένωσης). Έτσι:1/ Αναγνώρισε τον αιρετικό Παπισμό, ως «αδελφή Εκκλησία»: Ο ίδιος ο Εφέσου Μάρκος χαρακτηρίζει τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης ως «Αδελφές Εκκλησίες», οι οποίες πρέπει με τη βοήθεια του Θεού να συμφιλιωθούν και αποκαταστήσουν την ειρήνη μεταξύ των. Έτσι λέγει: «Επειδή τοίνυν δια της εκφωνήσεως ταύτης (ήτοι του filioque) η αγάπη λυθείσα συνδιέλυσε την ειρήνην και από τούτου το σχίσμα παρηκολούθησε, νυν δε ευδοκία Θεού βουληθείσα η ρωμαϊκή εκκλησία την ειρήνην ανακαλέσασθαι δια της αγάπης ήρξατο τούτο ποιείν, και αύθις η ημετέρα εκκλησία μετά της αυτής αγάπης προσέδραμε προς την αδελφήν αυτής, μάλλον δε προς αδελφάς. ελπίς έστι άχρι τέλους, του Θεού συνεργούντος, επακολουθήσειν και την ειρήνην και τα σκάνδαλα εκ μέσου γενήσεσθαι, και καθάπερ επί των νοσημάτων, επενεχθήσεσθαι την διόρθωσιν» (Acta Graecorum, σ. 52). Επίσης διαλεγόμενος με την προοπτική της αληθινής επανένωσης με τους Λατίνους, τους ωνόμαζε όχι απλά αδελφούς, αλλά φίλους, πατέρες και αγίους (AG σ. 216, Συρόπουλου, Απομνημονεύματα, VIII, 6, σ. 394, IV, 31, σ. 230, επίσης και Βαφείδης Φ.).
2/ Προσφώνησε τον Πάπα Ευγένιο Δ΄ με ευγενικά λόγια και τίτλους, που δεν αρμόζουν σε αιρετικό: Ας θυμηθούμε λοιπόν την προσφώνηση του Εφέσου αγίου Μάρκου στον αιρετικό Πάπα Ρώμης Ευγένιο Δ΄: «Άκουσε σεβάσμιε Πάπα της Ρώμης και διδάσκαλε της Λατινοσύνης…..» και σε άλλη περίπτωση: «Τω Μακαριωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης», αλλά και τις προσφωνήσεις του προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄: «Ακούσατε, άγιε αυτοκράτορ κύριε Ιωάννη και άγιε πατριάρχα Ιωσήφ…..» (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 91, 93, 245).
3/ Συμμετείχε σε συμπροσευχές με αιρετικούς: Ο ίδιος ο άγιος συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετή-προσευχή στη Φεράρα, αλλά όχι στο συλλείτουργο με τον Πάπα με το τέλος της Συνόδου Φλωρεντίας (πρακτικά συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478), η δε κηδεία και η ταφή του Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έγινε τον Ιούνιο του 1439 στον ΡΚαθολικό ναό της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία παρόντος βέβαια και του αγίου Μάρκου: «Και τη εννάτη ώρα ελάβομεν τον νεκρόν του πατριάρχου και απήλθομεν φορούντες πάντες τας αρχιερατικάς στολάς εν τω ναώ της αγίας Μαρίας της Νοβέλλας και επληρώσαμεν εντός του ναού, πάντα τα της ταφής, και ασπασθέντες κατά το έθος, εθάψαμεν αυτόν εντός του ναού, προς το μέρος του σκευοφυλακίου προς μεσημβρίαν, εποίησαν δε πολλήν τιμήν εις την προπομπήν αυτού οι τε καρδινάλιοι, αρχιεπίσκοποι, και συν αυτοίς οι αυθένται και οι άρχοντες της Φλωρεντίας (…..). Και ετάφη λαμπρώς εν τω μοναστηρίω των μοναχών του σχήματος του αγίου Δομενίκου, εν τω ναώ αυτών, ένθα και ο πάπας ήν κατοικών» (Πρακτικά ….. Vol. V, fasc II, σελ. 445 (21-35).
4/ Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, ότι κατά την διάρκεια των Θεολογικών Διαλόγων με αιρετικούς, οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν αρκετές φορές φράσεις ευγενείας προς αυτούς, χωρίς φυσικά αυτές να ανταποκρίνονται προς την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία ή τα εκκλησιολογικά τους φρονήματα. Είναι απολύτως χαρακτηριστικές οι σχετικές φράσεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου με τους Λατίνους στην Φερράρα το 1438: «Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι… Δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα (δηλ. τον πάπα), προς την ημετέραν κλήσιν… Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα… Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους;…» (Κάλλιστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος….., σελ. 135-136)
Οι ανωτέρω φράσεις ευγενείας του μεγάλου Ομολογητού δεν ανταποκρίνονται φυσικά με ακρίβεια στις αυστηρές, εκκλησιολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Λατίνοι ήταν απερίφραστα «αιρετικοί» (Mansi 31A, 885D), και μάλιστα «εκ πολλών χρόνων αποκεκομμένοι (εκ της Εκκλησίας) και σεσηπομένοι και μυρίοις αναθέμασιν υποκείμενοι» (Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 106)).
5/ Η παρουσία του αγίου Μάρκου στις συνεδριάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν πλήρης και καθολική σε όλες τις συνεδριάσεις, πλην δυο, όπου του απαγορεύθηκε η συμμετοχή. Έτσι:
α/ Στη σύνοδο Φερράρας:
Πραγματοποιήθηκαν 14 συνεδριάσεις από 9.4.- 13.12.1438, στις οποίες ΟΛΕΣ συμμετείχε ο άγιος Μάρκος
β/ Στη σύνοδο Φλωρεντίας:
Πραγματοποιήθηκαν πολλές συνεδριάσεις από 26.2.- 6.7.1439, στις οποίες όλες παρέστη ο άγιος Μάρκος, εκτός από ΔΥΟ συνεδριάσεις (21.3 και 24.3.1439), στις οποίες του απαγορεύθηκε η συμμετοχή από τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκλεισε στο κελί του με φρουρά (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 124).
Συμπέρασμα: ο άγιος Μάρκος συμμετείχε σε όλες τις συνεδριάσεις, εκτός από δυο και όχι με δική του υπαιτιότητα. Σε όλες τις άλλες συμμετείχε και από καμία δεν απουσίασε αυτοβούλως.
Μπορεί να θρηνούσε και να αλγούσε, για το κατάντημα των ορθοδόξων αρχιερέων, αλλά ήταν υπάκουος στα κελεύσματα του αυτοκράτορα.
6/ Παραδέχτηκε το βάπτισμα των Λατίνων, ως έγκυρο, μετά τη σύνοδο: Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι: «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι ο τελευταίος δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων (δηλ. το ράντισμα). Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν.
Σύνοψη
Ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ήταν απόλυτα διατεθειμένος υπέρ του Διαλόγου. Ήταν ειλικρινής, πιστός άνδρας με καλό χαρακτήρα, ο οποίος ενεργούσε για το καλό ολόκληρης της Εκκλησίας. Με τα κίνητρα αυτά ήθελε να συμβάλει στην αποκατάσταση της κοινωνίας και την ομολογία της αυτής πίστης με την αδελφή, δυτική εκκλησία. Και ακριβώς, για τους λόγους αυτούς, τόνιζε: «Ημείς, ω φίλοι πατέρες, ουκ αντιλέγειν αλλήλοις απλώς ουδέ τα παρ’ αλλήλων λεγόμενα ανατρέπειν συνεληλύθημεν. Τούτο γαρ φιλοτιμίας έχεται μάλλον ή της προς αλήθειαν φερούσης οδού, αλλ’ ίνα κοινή συζητούντες έκαστον των ανακυπτόντων εις μέσον και μετά πάσης ακριβείας ειρηνικώς τε και απλώς και φιλικώς αυτό εξετάσαντες, ούτω τα εξής περαίνομεν, άχρις αν επί τη κοινή ζητούμενον αμφότεροι τέλος καταντήσωμεν, όπερ εστίν η της αληθείας εύρεσις» (AG 187). Καυτηριάζει λοιπόν εδώ, ο άγιος Μάρκος, την τακτική που επικρατούσε, δηλ. οι δυο πλευρές φρόντιζαν να βρουν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα, για να διαλύσουν και εξουθενώσουν τις απόψεις του αντιπάλου και τοιουτοτρόπως στις διαμάχες αυτές χάνονταν ο κύριος σκοπός, δηλ. η επίλυση των προβλημάτων.
Ο άγιος Μάρκος δεν επεδίωκε επιφανειακή και ψεύτικη καταλλαγή ή εκκλησιαστικοπολιτική ή ακόμη και μόνο πολιτική συμβατική συνύπαρξη. Ούτε ενεργούσε εγωιστικά, για να προβληθεί ο ίδιος. Ουδείς λόγος περί υποχωρήσεων, ουδείς λόγος περί υποταγής, ουδείς λόγος περί απεμπολήσεως της αληθείας, αλλά επιδιώξεως της συμφωνίας εν αληθεία, για την αποκατάσταση της αρμονίας και της ενότητας, δια του Διαλόγου. Δεν επεδίωκε λοιπόν τον διάλογο, για να νικήσει με τα ισχυρότερα επιχειρήματά του τους αντιπάλους και να θριαμβολογήσει εγωιστικά. Και στο σημείο αυτό καταφαίνεται η αγαθή του πρόθεση και διάθεση που βασιζόταν στο πνεύμα των αρχαίων και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας.
Εκείνο, λοιπόν, το οποίον έφερε τον άγιο Μάρκο στη σύνοδο αυτή, όπου σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των διαπραγματεύσεων και του Διαλόγου, ήταν η εκκλησιαστική του συνείδηση και η πεποίθησή του, ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί το ιερό αίτημα της αποκατάστασης της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας στην καθόλου Εκκλησία Ανατολής και Δύσης, η οποία έπρεπε να στηρίζεται στην αγάπη και την αλήθεια της πίστεως. για το λόγο αυτό ήταν υπέρ του Θεολογικού Διαλόγου, υπέρ του Οικουμενικού (και όχι βέβαια Οικουμενιστικού) Διαλόγου, θα λέγαμε σήμερα, με τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικότητας, της αλήθειας και της αγάπης.
Για το σκοπό αυτό, δεν δίστασε ακόμη και να παραδεχτεί, ότι η αιρετική παρασυναγωγή της Ρώμης ήταν η αδελφή εκκλησία, δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι το Σώμα της Εκκλησίας (στο οποίον βέβαια συμπεριλαμβάνοντο και οι Λατίνοι) είναι διηρημένο («ου γαρ ανέχεται….. ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι», ως ανωτέρω). Δεν δίστασε ακόμη να παραδεχτεί, ότι είναι και αυτός ο ίδιος τέκνο του (αιρετικού βεβαίως) Πάπα («….. αγιώτατε πάτερ υπόδεξαι τα σα τέκνα…..», ως ανωτέρω)!
Δυστυχώς όμως, τόσον η σύνοδος γενικά, όσο, (και αυτό είναι ακόμη χειρότερο), και οι αδελφοί του από την Ανατολική Εκκλησία δεν τον ακολούθησαν. Και τελικά δεν μπόρεσε να ακουστεί, αφού ο αυτοκράτορας δεν του επέτρεψε να λάβει μέρος στις δυο πιο κρίσιμες συζητήσεις. Το γεγονός ότι έμεινε τελικά μόνος, δεν μειώνει ούτε το ανάστημά του, ούτε και την ορθότητα της πίστεώς του, η οποία δεν καθορίζεται μόνο με την απλή, νομοτυπική πλειοψηφία αποφάσεων. Η αλήθεια όμως δεν εξαρτάται από την αριθμητική πλειοψηφία. Μάρτυρας είναι η ιστορία. Με την απόλυτη πεποίθηση λοιπόν για την ορθότητα της πίστεώς του, δεν μπορούσε να απαρνηθεί την πίστη του και να αποδεχθεί τις αποφάσεις της συνόδου εκείνης, απλούστατα συμφωνώντας με την πλειοψηφία της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ολόκληρη η Ορθοδοξία μέχρι σήμερα είναι αδύνατο να συμφωνήσει και να αποδεχθεί τις αποφάσεις εκείνες.
Σύγχρονη πρακτική
Θα αναρωτηθεί κανείς; Άραγε, τι κάνουμε εμείς σήμερα; Προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την τακτική του αγίου Μάρκου, αντιτιθέμεθα σ’ αυτήν ή τηρούμε μια κάποια άλλη (διπλωματική) στάση, στις σχέσεις μας με τους Λατίνους; Τους αναγνωρίζουμε, ως αιρετικούς ή δεν τους αναγνωρίζουμε, διαλεγόμαστε, συγχρωτιζόμαστε, συμπροσευχόμαστε, παραδεχόμαστε ή απορρίπτουμε κάποιες θέσεις τους, τι τέλος πάντων κάνουμε σήμερα;
Είναι αλήθεια, ότι μετά το Σχίσμα Ρώμης – ΚΠολης το 1054, οι σχέσεις μεταξύ των δυο εκκλησιών πάγωσαν. Αυτό δεν συνέβη βέβαια και με τ’ άλλα Πατριαρχεία, όπου οι σχέσεις διακόπηκαν πολύ αργότερα: Τον 13ο αι. για την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα και τον 14ο για την Αλεξάνδρεια (Ράνσιμαν). Οι θέσεις των Λατίνων έχουν ελεγχθεί από πληθώρα αγίων, κατά καιρούς και έχουν καταδικαστεί από πολλές Πανορθοδόξους Συνόδους, του 18ου και του 19ου αι. δεν έχουν όμως μέχρι σήμερα καταδικαστεί από Οικουμενική Σύνοδο με τελεσίδικη απόφαση. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν χαρακτηρίζει τη Ρώμη, ως αιρετική. Παρ’ όλη τη διακοπή των σχέσεων Ανατολής-Δύσης υπήρξαν κατά καιρούς ποικίλλες επαφές και μεμονωμένες άτυπες συναντήσεις. Από τις αρχές του 20ου αι. ξεκίνησαν κάποιες τυπικές επαφές και συναντήσεις μεταξύ Ρώμης και ΚΠολης, που οδήγησαν το 1964 στην άρση των αναθεμάτων του 1054 (όπου το ανάθεμα της Ρώμης αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον Πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο και όχι την Εκκλησία της ΚΠολης ή άλλη Εκκλησία) και έκτοτε οι συναντήσεις πύκνωσαν, συστάθηκαν δε και επιτροπές θεολογικών διαλόγων, που κατά καιρούς συνεδριάζουν, με θέματα, όπως το πρωτείο, το Φιλιόκβε και άλλα. Έκτοτε άρχισαν να γίνονται και επισκέψεις των Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα της Ρώμης και ειδικά επισκέψεις και του Πάπα στο Φανάρι, στις θρονικές εορτές, όπου εκεί επισυμβαίνουν και συμπροσευχές ή ακόμη και σε κάποιες άλλες συναντήσεις σε συνέδρια και σε μεικτές επιτροπές. Η στάση αυτή και ειδικά οι συμπροσευχές έχουν δυσαρεστήσει ορισμένους παραδοσιακούς κληρικούς και πιστούς, οι οποίοι αρχίζουν να δημιουργούν αντιδράσεις και να εκφράζονται σε ένα ρεύμα αντίθετο σε διαλόγους και συμπροσευχές, την λεγόμενη αντι-οικουμενιστική κίνηση. Κάποιοι, περισσότερο ζηλωτές προχωρούν ακόμη και σε αποτειχίσεις από Επισκόπους, τους οποίους κατηγορούν, ως οικουμενιστές, ακόμη και ως αιρετικούς.
Ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα των αντι-οικουμενιστών κατά των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι κυρίως οι ποικίλου είδους συμπροσευχές, που τελούνται μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι Ορθόδοξοι κληρικοί «συμπροσεύχονται, συνεορτάζουν και συλλειτουργούν με τους αιρετικούς Φράγκους………. και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συμπροσευχήθηκε στις Η.Π.Α. ακόμη και με ιεροφορεμένες παπαδίνες».
Θεωρείται, ότι οι ανωτέρω συμπροσευχές προκαλούν πράγματι μεγάλο σκανδαλισμό στους πιστούς, καθώς μάλιστα απαγορεύονται αυστηρά από όλους τους αγίους Πατέρες. «Επιπλέον», σύμφωνα με την Επιστολή της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (13-6-1999), «μία τοιαύτη πρακτική συμπροσευχών αντίκειται σαφώς εις τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας………. Εφ’ όσον, άλλωστε, ουδεμία προοπτική διαφαίνεται εις τους ετεροδόξους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν τα αιρετικά δόγματα και τας αντευαγγελικάς διδασκαλίας, εις τι θα εξυπηρετήσουν αι συμπροσευχαί, παρά εις την άμβλυνσιν του Ορθοδόξου αισθητηρίου και συγκρητιστικήν σύγκλησιν;»
Βέβαια κάποιοι ισχυρισμοί των αντιδρώντων, ότι Ορθόδοξοι κληρικοί συλλειτουργούν με αιρετικούς είναι τελείως αναληθείς, καθώς ουδεμία ένωση μαζί τους έχει πραγματοποιηθεί και πιστεύεται, ότι ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Οι δε συμπροσευχές, όσο απογοητευτικές και αν είναι, αποτελούν παραβάσεις ιερών κανόνων και μόνο. Ως εκ τούτου η τακτική των αντιδρώντων να χαρακτηρίζουν ως αιρετικούς, όσους συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, και να προτρέπουν σε διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους θεωρείται ότι είναι αντιπατερική. Δεν υπάρχει ούτε ένας ιερός κανόνας ή πατερική διδασκαλία που να εκφράζει τέτοιες απόψεις. Αν επιτρέποντο οι διασπάσεις λόγω της παράβασης των ιερών κανόνων και μόνο, τότε σήμερα δεν θα υφίστατο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως αναληθής τέλος και άνευ σοβαρών αποδείξεων κρίνεται επίσης η άποψη, που κυκλοφορεί, περί δήθεν «συμπεριλήψεως του Πάπα εις τα δίπτυχα, τουλάχιστον από το 1968 και εντεύθεν».
Ακόμη και ο ιε΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου, στον οποίον στηρίζονται πολλοί αντι-οικουμενιστές, ομιλεί για διακοπή μνημοσύνου κληρικού, που διδάσκει «κατεγνωσμένη αίρεση». Δια τους μη εισέτι καταδικασθέντες κληρικούς όμως που διδάσκουν τέτοια αίρεση, η διακοπή μνημοσύνου είναι δυνητική (προαιρετική) και όχι υποχρεωτική. Αν σκανδαλίζεται ο κληρικός, διακόπτει το μνημόσυνο, αν δεν σκανδαλίζεται, δεν διακόπτει, δεν αφορά δε σε λαϊκούς (άγιος Νικόδημος, Πηδάλιο, σελ. 358, π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός). Προς τούτο ο κανόνας αυτός δεν επιβάλλει επιτίμιο σ’ όσους δεν σκανδαλίζονται και δεν διακόπτουν το μνημόσυνο. Αντίθετη άποψη έχει εκφράσει ο π. Ε. Τρικαμηνάς (Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου κανόνος……….), όπου αναφέρει διάφορες πατερικές θέσεις απομάκρυνσης των Ορθοδόξων από αιρετικούς.
Η θύελλα των διαμαρτυριών έχει επικεντρωθεί στις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Λατίνων, πλην όμως δεν υπάρχει καμία διαμαρτυρία για τις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οι οποίες διενεργούνται εδώ και αιώνες! Είναι γνωστόν, ότι οι Μονοφυσίτες έχουν καταδικαστεί από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με την παραδοχή, ότι ο Χριστός έχει μόνο μια φύση, τη θεία. Αυτό δεν ήταν όμως δυνατόν να αποτρέψει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς αυτούς, οι οποίες ξεκίνησαν και τυπικά 200 χρόνια μετά την καταδίκη τους και συνεχίζονται μέχρι σήμερα αδιάκοπα! Πρόκειται, για την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου εκεί έχουμε συμπροσευχές μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, εδώ και 1370 χρόνια και πιο συγκεκριμένα:
Με το διάταγμα του Σουλτάνου Ομάρ Χατάμπ, η αφή του αγίου φωτός γίνεται με μια συγκεκριμένη εθιμοτυπία: «Ἡ εθιμοτυπία αύτη βασίζεται επί ρητών διατάξεων των παρ’ ημίν Σουλτανικών ορισμών, εις ένδειξιν των πρωτείων ημών εν τω Πανιέρω Ναώ κατά τα υπό του Ομάρ Χαττάπ και των διαδόχων αυτού χορηγηθέντα προνόμια τω Γένει των Ορθοδόξων Ρωμαίων» (Umar ibn al–Khattab, 640 μ.Χ, Επίσημη ιστοσελίδα Πατριαρχείου Ιεροσολύμων).
Τι συμβαίνει πράγματι; Το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου, ο Ναός της Αναστάσεως πλημμυρίζει από πιστούς Ορθόδοξους και Μονοφυσίτες (Αρμένιους, Κόπτες και Συροϊακωβίτες), για την τελετή αφής του αγίου φωτός. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο για την τελετή, μαζί με Αρμένιο κληρικό. Εκεί αφού προσευχηθούν, ο Πατριάρχης παραδίδει το άγιο φως, πρώτα στον αιρετικό κληρικό και κατόπιν μετά το άνοιγμα της θύρας και πριν παραδώσει το άγιον Φως στους Ορθοδόξους πιστούς, εισέρχονται εντός του Π. Τάφου δυο αιρετικοί κληρικοί (Κόπτης και Συροϊακωβίτης), οι οποίοι παραλαμβάνουν το άγιο Φως από τα χέρια του Πατριάρχη. Αφού εξέλθουν αυτοί, τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης και παραδίδει το Φως στους Ορθόδοξους. Είναι γνωστόν από τους Ι. Κανόνες, ότι συμπροσευχές με αιρετικούς απαγορεύονται με την ποινή της καθαίρεσης. Άραγε, μήπως υπάρχουν συμπροσευχές που επιτρέπονται και δεν υπάρχει επιτίμιο ή η μακρόχρονη πρακτική κατακυρώνει παράδοση, μιας και οι σχετικές τελετές χρονολογούνται από τον 7ο αι; Γιατί, άλλες συμπροσευχές, σε άλλα σημεία του κόσμου επικρίνονται σφόδρα και για τις συγκεκριμένες (όπου μετέχουν κληρικοί και λαϊκοί) τηρείται σιγή ιχθύος;
Επανερχόμεθα στον άγιο Μάρκο και τη συμπεριφορά του στους Λατίνους και την συγκρίνουμε με την συμπεριφορά π.χ. του Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τους Λατίνους. Ο άγιος Μάρκος ασφαλώς ήξερε, ότι ο Πάπας ήταν αιρετικός. Τότε γιατί αυτή η παρεξηγήσιμη συμπεριφορά του; Μπορούμε να διερευνήσουμε τα κρυπτά της καρδίας του; Υποθέτουμε, ότι το έπραξε σαν ύστατη προσπάθεια ένωσης με τους Λατίνους (κατά τη δική του έκφραση) και όχι επιστροφής τους, η οποία προσπάθεια τελικά απέτυχε. Μήπως ο Πατριάρχης ακολουθεί την τακτική του αγίου Μάρκου, για την ένωση; Μπορεί να εμβαθύνουμε στα κρύφια της καρδίας του; Εικασίες μπορούμε να κάνουμε: Εάν η πρόθεσή του είναι αγαθή και συμβεί κάποιο θετικό βήμα (πράγμα φοβερά δύσκολο, αν όχι ουτοπικό), τότε θα υπάρξει έπαινος. Αν όμως η πρόθεσή του δεν είναι αγαθή, αν είναι ύπουλη, αν σκοπεύει σε ίδιον όφελος, αν καταστρατηγεί το δόγμα, αν ωθεί την καθόλου Εκκλησία στο βόθυνο, τότε η καταδίκη του είναι σίγουρη. Ελπίζουμε να ισχύει το πρώτο, προς δόξαν Θεού! Εμείς όμως άχρι καιρού και με οδηγό το «κατ’ οικονομίαν» (όπως ακριβώς έκανε και ο άγιος Μάρκος), οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και συγκρατημένοι.
Πηγές
Βικιπαίδεια: Λήμμα: Εφέσου Μάρκος.Βασιλειάδη Ν.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών
Βλαστού Κάλλιστου: Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος
Δημητρακόπουλου Α. Ορθόδοξος Ελλάς
Θεοδωρόπουλου Ε. Τα δυο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός
Θ.Η.Ε. Λήμμα: Μάρκος Ευγενικός
Καρμίρη Ι.: Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
Λαρεντζάκη Γρ.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.
Παπαδάκη Β. Αρχιμ. Το Σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Επίσημη ιστοσελίδα
Πηδάλιον. ιε΄ κανόνας ΑΒ΄ Συνόδου
Πισιδίας Μεθόδιου: Έλληνες και Λατίνοι
Ράνσιμαν Στ. Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα
Συρόπουλου Σ. Απομνημονεύματα.
Τρικαμηνά Ε. Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Gill I. Actorum Graecorum Cincilii Fiorentini (AG)
Μansi 31Α, 885D
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
O Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός περί της "εκκλησιαστικής υποστάσεως" του Παπισμού
"O Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός περί της "εκκλησιαστικής υποστάσεως" του Παπισμού" τιτλοφορείται η ανακοίνωση του γραφείου αιρέσεων και παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς που απαντά σε άρθρο του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεωργίου Τσέτση.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 8η Μαΐου 2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ» ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Προ ολίγων ημερών ένα νέο άρθρο του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεωργίου Τσέτση με τίτλο «Τι είναι η Πρεσβυτέρα Ρώμη; “Μόρφωμα” ή Εκκλησία»; δημοσιεύτηκε στα ιστολόγια «Amen» και «Φως Φαναρίου». Στο άρθρο αυτό ο ως άνω κληρικός, μεμφόμενος την «επί των ημερών μας αλματωδώς εξαπλούμενη κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αντιρρητική και πολεμική αρθρογραφία παντοίου είδους ζηλωτών και ακραίων συντηρητικών Ιεραρχών, Πρεσβυτέρων και Θεολογούντων λαϊκών» και την υπ’ αυτών «ευρυτάτη χρήση ποικίλων απαξιωτικών εκφράσεων», όπως «“θρησκευτική παρασυναγωγή”, “κοσμικό μόρφωμα”, “παπικό κράτος”»,προσπαθεί να ανατρέψει την κακώς, κατά την άποψή του, αμφισβητούμενη «Εκκλησιαστική υπόσταση της Πρεσβυτέρας Ρώμης» και την«εγκυρότητα της Αποστολικής διαδοχής του Προκαθημένου της». Προς τον σκοπόν αυτόν δεν εδίστασε να «επιστρατεύσει» τον μέγα πρόμαχο της Ορθοδοξίας και αντίπαλο του Παπισμού Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, παραθέτοντας ορισμένα αποσπάσματα φράσεών του, τα οποία ειπώθηκαν κατά την ληστρική σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας.
Κατ’ αρχήν μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι ο αρθρογράφος σε κανένα σημείο του άρθρου του δεν χαρακτηρίζει ως «Άγιο» τον Άγιο Μάρκο, αλλά τον ονομάζει απλώς «Μάρκο Ευγενικό». Πρόκειται άραγε απλώς για αβλεψία του, ή υποδηλώνει κάτι βαθύτερο; Μας εκπλήσσει επίσης το γεγονός, ότι προκειμένου να στηρίξει τις απόψεις του, επικαλείται ένα από τα «ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που έδωσε προ ετών για τους Αγίους Πατέρες, που καταπολέμησαν τον παπισμό, (προφανώς μεταξύ των αγίων αυτών συγκαταριθμείται και ο Άγιος αυτός), ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, καθότι οι Άγιοι αυτοί εθεωρήθησαν ως οι «κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών»![1] Εάν λοιπόν ο συγγραφέας πιστεύει, ότι ο Άγιος Μάρκος υπήρξε «ατυχές θύμα του αρχεκάκου όφεως», τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να προβάλει κάποιους λόγους του για να θεμελιώσει πάνω σ’ αυτούς την εκκλησιαστική υπόσταση της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», διότι ποτέ κανείς δεν πρόκειται να δώσει σημασία και βαρύτητα στους λόγους ενός ανθρώπου, που κατάντησε θύμα του διαβόλου. Εάν πάλι πιστεύει το αντίθετο, τότε θα πρέπει να διαχωρίσει την θέση του και με παλληκαριά και γενναιότητα να εκφράσει την διαφωνία του προς τον εκκλησιαστικό προϊστάμενό του.
Σχετικά με τα αποσπάσματα φράσεων του Αγίου, τα οποία παραθέτει, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Είναι συνήθης τακτική πολλών, (συνήθως αιρετικών), προκειμένου να βγάλουν τα συμπεράσματα που θέλουν, να αποσπούν και να απομονώνουν βιβλικά χωρία, ή φράσεις αγίων Πατέρων, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα συμφραζόμενα, αλλά και την γενικότερη ιστορική συνάφεια και την όλη ατμόσφαιρα των γεγονότων και των περιστάσεων με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι φράσεις αυτές. Το ερμηνευτικό αυτό σφάλμα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν εν γνώσει, ή εν αγνοία των παραθεωρούν και αποσιωπούν άλλους λόγους και φράσεις των εν λόγω Αγίων Πατέρων, επί τη βάσει των οποίων μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα το «πνεύμα» και ο σκοπός και εκείνων των λόγων, που φαίνεται να ευνοούν τα συμπεράσματά τους. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, είναι μεν αληθές ότι ο Άγιος κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου προσφώνησε τον πάπα ως «Μακαριώτατον Πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης», ως «τον των ιερέων (του Θεού) πρωτεύοντα», τον Παπισμό ως «αδελφή Εκκλησία» και την Εκκλησία ωσάν να ευρίσκετο σε κατάσταση διασπάσεως: «τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς αλλήλων επείγονται ένωσιν».
Αλλ’ είναι επίσης αληθείς και οι άλλοι λόγοι του προς την Σύνοδον, όταν αυτή πλησίαζε προς το τέλος της (στην Φλωρεντία), στους οποίους χαρακτηρίζει τους παπικούς όχι μόνον ως σχισματικούς, αλλά και ως αιρετικούς: «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί. Και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών, διά το, το γένος είναι εκείνων πολύ ισχυρότερον ημών. Ημείς δε ού δι’ άλλο τι εσχίσθημεν αυτών, ει μη ότι εισίν αιρετικοί. Διό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς, ει μη εκβάλωσι την προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσιν το σύμβολον καθώς και ημείς».[2] Τους αυτούς δε χαρακτηρισμούς αποδίδει στους παπικούς και αργότερα, μετά την υπογραφή του «όρου» της ψευδο-ενώσεως (τον οποίον βέβαια «όρον» αυτός δεν υπέγραψε), σε επιστολή του, την οποία απηύθυνε προς τους «απανταχού της γης» χριστιανούς. Έγραφε: «Εφ’ όσον οι Παπικοί εξακολουθούν να σφάλουν «περί την θεολογίαν του Αγίου Πνεύματος (δηλαδή την κακοδοξία του filioque), εις ό βλασφημήσαι κινδύνων ο χαλεπώτατος, αιρετικοί εισίν άρα» και εμείς οι Ορθόδοξοι «ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».[3] Σε άλλη επιστολή του προς τον ιερομόναχο Θεοφάνη, μεταξύ άλλων έγραφε[4]: Εγώ «Μάρκος ο αμαρτωλός» σας λέγω, ότι εκείνος ο οποίος μνημονεύει τον Πάπαν, ως Ορθόδοξο αρχιερέα, είναι ένοχος και όποιος φρονεί τα δόγματα των Λατίνων θα κατακριθεί με τους Λατίνους και θα θεωρηθεί «ως παραβάτης της πίστεως».[5]
Σε άλλη εγκύκλια επιστολή του, «Προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς»[6], την οποία έγραψε όταν ήταν εξόριστος στη Λήμνο (περί το 1440), ονομάζει και πάλι τους Λατίνους χωρίς περιστροφές «αιρετικούς» διότι φρονούν «άτοπα και δυσσεβή», ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ονομάζει τους Λατινόφρονας (προδρόμους των σημερινών Οικουμενιστών) «μιξοθήρας ανθρώπους», δηλαδή κατά το ήμισυ ανθρώπους και κατά το ήμισυ θηρία, επειδή αφ’ ενός μεν παραδέχονται με τους Λατίνους ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», αφ’ ετέρου δε παραδέχονται με τους Ορθοδόξους, ότι τούτο εκπορεύεται μόνον «εκ του Πατρός». Την δε ψευδο-σύνοδον Φεράρας–Φλωρεντίας αποκαλεί «Καϊαφαϊκόν συνέδριον».[7]
Κατά την «Απολογίαν»[8] του την οποία έγραψε ολίγον προ της προς Κύριον εκδημίας του, έγραφε: «πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον αποδιΐσταμαι (όσον απομακρύνομαι) τούτου και των τοιούτων (του ενωτικού πατριάρχου Μητροφάνους και των λατινοφρόνων γενικώς), εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας». Σε άλλο σημείο της «Απολογίας» του δηλώνει ότι και μετά θάνατον ακόμη αποστρέφεται κάθε κοινωνίαν με τους αιρετικούς και λατινίσαντας και παραγγέλει ώστε, ούτε στην κηδεία του, ούτε στο μνημόσυνό του να παραστεί κανείς από αυτούς.[9] Μετά από όσα παρά πάνω αναφέραμε, θα έπρεπε, νομίζουμε, ο αγαπητός π. Γεώργιος, εάν ήθελε να μην «κολοβώσει» τον άγιο και να μην δώσει μια παραπλανητική εικόνα γι’ αυτόν να μνημονεύσει και όσα περί Παπισμού είπε ο Άγιος περί το τέλος της ψευδο-συνόδου (στην Φλωρεντία), όπως επίσης και μετά την ψευδο-σύνοδο μέχρι της οσιακής κοιμήσεώς του.
Τι λοιπόν συμβαίνει εν προκειμένω; Πως συμβιβάζονται οι πρώτοι (εισαγωγικοί) λόγοι του με τους μεταγενέστερους, με τους οποίους φαίνεται να έρχεται ο Άγιος σε τελεία αντίθεση; Και εν πάση περιπτώσει σε ποιούς πρέπει να δώσωμε μεγαλύτερη και βαρύνουσα σημασία; Κατ’ αρχήν είναι αδύνατον να εννοήσουμε, ότι ο υπέροχος αυτός άνδρας ο «θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσιν», ο οποίος «έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας, εναντίον βασιλέων και τυράνων», σύμφωνα με τον βιογράφο του Μανουήλ τον Ρήτορα[10], ο «παντοίας θείας σοφίας ανάπλεως», σύμφωνα με άλλη μαρτυρία του Θεοδώρου Αγαλλιανού[11], να υπήρξε είτε καιροσκόπος «εκκλησιαστικός διπλωμάτης», είτε ανιστόρητος θεολόγος, ώστε να αγνοεί την επί Μεγάλου Φωτίου συνελθούσα Σύνοδο του 879-880 (Η΄ Οικουμενική) και την εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσα Σύνοδο του 1351 (Θ΄ Οικουμενική), οι οποίες απερίφραστα κατεδίκασαν τις γνωστές ήδη αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Όπως επίσης δεν αγνοούσε την από του 11ου αιώνος επελθούσα διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Ο Άγιος εγνώριζε σαφέστατα και επίστευε ακράδαντα και πριν από τη έναρξη της ψευδο-συνόδου, ότι ο παπισμός είναι αίρεση. Άρα λοιπόν οι εισαγωγικοί του εκείνοι λόγοι δεν εκφράζουν το βαθύτερο πιστεύω του, αλλά αποτελούν έκφραση του φλογερού πόθου του και της επιθυμίας του να επανέλθει η αιρετική Ρώμη στους κόλπους της Εκκλησίας.
Αποτελούσαν λόγους οικονομίας, που αποσκοπούσαν στο να φιλοτιμήσουν τους παπικούς σε προσέγγιση και να τους παρακινήσουν σε μετάνοια. Επί πλέον δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός, ότι ο άγιος όταν έλεγε τους λόγους εκείνους, δεν είχε ακόμη λάβει άμεση και προσωπική εμπειρία του τι εστί παπική διπλωματία. Τι εστί παπική αδιαλλαξία και θηριωδία. Δεν μπορούσε να φαντασθεί τις δόλιες μεθοδεύσεις, τις ραδιουργίες και τα σκοτεινά παρασκήνια, στα οποία θα κατέληγε το «καϊαφαϊκό» εκείνο συνέδριο. Όπως μαρτυρεί στα απομνημονεύματά του ο Σύλβεστρος Συρόπουλος,[12] αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, όταν έπαυσαν οι δημόσιες συζητήσεις «κρύφα και συνεσκιασμένως πάντα εγίνοντο». Ο βασιλεύς με μικράν μόνον ομάδα «ιδία και μυστικώς ελάλει μετά του πάπα». Δεν μπορούσε να φαντασθεί τις δωροδοκίες, τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις (που έφθασαν μέχρι στερήσεως τροφής), τις οποίες θα υφίστατο τόσον αυτός όσον και τα υπόλοιπα μέλη της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας εκ μέρους του Πάπα, προκειμένου να κάμψη το φρόνημα των Ορθοδόξων, ώστε να υπογράψουν τον «όρο» της συνόδου με τα παπικά δόγματα.
Οι Έλληνες υπέγραψαν τελικά «στένοντες και τρέμοντες», «εθελοακουσίως»[13], δεχόμενοι αφόρητες πιέσεις τόσον από τον αυτοκράτορα, όσον και από τον πάπα. Αν ο Άγιος εγνώριζε εκ των προτέρων όλα αυτά, ούτε καν θα εδέχετο να λάβει μέρος σε μια τέτοια ψευδο-σύνοδο. Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι ο Άγιος με το να μην υπογράψει τον προδοτικό «όρο» της συνόδου, ουσιαστικά εκήρυξε ως ακύρους και τους εισαγωγικούς εκείνους λόγους του.
Στη συνέχεια ο π. Γεώργιος προχωρεί σ’ έναν, κατά την γνώμη μας, άστοχο και εντελώς ανιστόρητο συλλογισμό. Διερωτάται, «Διατί η Ορθόδοξος Ανατολή, ενώ ευθύς μετά την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού από την εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451), ανέδειξε Ορθοδόξους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, εις αντικατάστασιν των αιρετικών Κοπτών και Συρο-ιακωβιτών Πατριαρχών, δεν έπραξε το ίδιο με την περίπτωση του Προκαθημένου της Δυτικής Εκκλησίας;». Συγκρίνει την περίοδο της παντοδυναμίας του Βυζαντινού κράτους του 5ου αιώνος, όπου τόσο η Αλεξάνδρεια, όσο και η Αντιόχεια ήταν επαρχίες του Βυζαντινού κράτους και η Εκκλησία είχε τη στήριξή του για να αποκαταστήσει την εκκλησιαστική τάξη, με τον 15ο αιώνα και μετέπειτα, όπου το μεν Βυζάντιο κατέρρεε, ενώ η Δύση βρισκόταν υπό την επιρροή των βαρβάρων ηγεμόνων, και κυρίως των Φράγκων, στους οποίους περιήλθε ο πατριαρχικός θρόνος της Δύσεως ήδη από το έτος 1019. Ρωτάμε: Ποιά πολιτική ή Εκκλησιαστική αρχή θα τολμούσε να εγκαταστήσει Ορθόδοξο Επίσκοπο στη θέση του Φράγκου πλέον Πάπα; Ας κάνει τον κόπο ο π. Γεώργιος να μελετήσει τον μακαριστό πρωτοπρεσβύτερο Ιωάννη Ρωμανίδη, τον κορυφαίο αυτόν Θεολόγο του 20ου αιώνος, για να πληροφορηθεί για τον ρόλο των Φράγκων στην εδραίωση του παπισμού.
Περαίνοντες θεωρούμε ότι τέτοιου είδους δημοσιεύματα, όπως το παραπάνω, καταδεικνύουν την αγωνιώδη προσπάθεια των Οικουμενιστών να βρουν ερείσματα στους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Ενημερώνουμε τον πιστό λαό του Θεού, να είναι προετοιμασμένος να δει και άλλα παρόμοια δημοσιεύματα, διότι ο οικουμενιστικός κατήφορος έχει ανάγκη από Ορθόδοξα δεκανίκια και τον συμβουλεύουμε να μη δίνει καμιά σημασία σ’ αυτά, διότι το δεκανίκι, ουδέποτε μπορεί να αντικαταστήσει το πόδι!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ο Υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος Θεολόγος
[1]Βλ. «Επίσκεψις» αρ. 563, 30.11.1998, σελ. 6.
[2]Mansi 31A, 885DE.Bλ. και «Πρακτικά της αγίας και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου», εκδ.Gill, PontificumInstitutumOrientalium, Studiorum, Roma 1953, Vol. V, fasc. II, σελ. 400 (25-53).
[3] Μ. Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fascII, σελ.144(29-33).
[4] Νικολάου Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, Εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο «Σωτήρ», Αθήναι 2007, σελ.177.
[5] Επιστολή κυρού Μάρκου του Εφέσου, Προς Θεοφάνην, PG 160, 1096-1100.
[6]Μ. Εφέσου του Ευγενικού, Τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοιςΟρθοδόξοιςΧριστιανοίς, PG 160, 112-204.
[7]Νικολάου Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος…ο.π. σελ.178
[8]Απολογία του αγιωτ. Μητροπολίτου Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού, ρηθείσα επί τη τελευτή αυτού αυτοσχεδίως, PG 160, 536BC-536CD.
[9]Νικολάου Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος…ο.π. σελ.201.
[10] Μανουήλ του μεγάλου Ρήτορος, Λόγος περί Μάρκου του (…) Εφέσου…, CFDS, Ser. A΄, Τομ. Χ, fascII, σελ.212(28-29). 209(31-36).
[11]Δοσιθέου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Ιάσιον 1705, σελ. 611.
[12]S. Sguropulym, εκδ.R.Creyghton, τομ. Χ, κεφ. ιη΄, σελ.310
[13] Βλ. Γ. Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα…Τομ. ΙΙΙ, σελ.45,80.
Πέμπτη 23 Απριλίου 2015
Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία
Λίγα περί της πλάνης του απόλυτου προορισμού.
Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία.
Η κατανόηση της θεολογίας του ι. Αυγουστίνου που
επέδρασε «[…] όχι μόνο στην διδασκαλία της Δ. Εκκλησίας, αλλά και στον
ευρύτερο πνευματικό βίο του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως […]», έχει
άμεση σχέση «[…] με τις αφετηριακές προϋποθέσεις της θεολογίας του».
(Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 566). Στο έργο του
«Εξομολογήσεις», ο Αυγουστίνος περιγράφει την μεταστροφή του στον χριστιανισμό μετά από μια πολυτάραχη κοσμική ζωή.
Η
βάση της θεολογίας του επομένως ξεκινά με την προσωπική «[…] εμπειρική
βίωση της αγωνίας και του αγώνα για την αλήθεια και τη λύτρωση» (σελ.
566). Ωστόσο, ενώ άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο αντιμετωπίζοντας τους
σχισματικούς Δονατιστές και τους αιρετικούς Πελαγιανιστές, η θεολογία του παρουσίασε και πολλά εσφαλμένα σημεία.Αυτό οφείλεται στο ότι «[…] ο ι. Αυγουστίνος δεν γνώριζε επαρκώς την ελληνική γλώσσα […]», με αποτέλεσμα ότι «[…] δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει τη θεολογική παράδοση των μεγάλων πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων της Ανατολής […] Η περιορισμένη γνώση της εκκλησιαστικής παραδόσεως εξηγεί τόσο τη κριτική στάση του έναντι των προγενέστερων Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως λχ του Κυπριανού, όσο και την άνεση να προβάλλει νέες διδασκαλίες, όπως λχ τη διδασκαλία για τον απόλυτο προορισμό […]» (σελ. 566).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι «[…] κινήθηκε πέρα από τα καθιερωμένα όρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως […]» (σελ. 567). Έτσι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Δονατιστές, οι οποίοι συνέδεαν τα Μυστήρια της Εκκλησίας με τον ηθικό βίο του τελούντος, αλλά και τους Πελαγιανιστές που αρνούνταν τον κληρονομικό χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος, που έχει να κάνει με την διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως, ώστε ο άνθρωπος (κατά την άποψή τους) έχοντας από τον Θεό όλες τις δυνάμεις για την επίτευξη της σωτηρίας του, να μπορεί από μόνος του να σωθεί, έχοντας την Θεία Χάρη σε δευτερεύουσα θέση, έπεσε στην πλάνη του «προορισμού». Κατέληξε να θεωρεί «[…] ότι η παροχή της θείας χάριτος ως δωρεάς του Θεού είναι ακαταγώνιστη από την ανθρώπινη θέληση, η οποία δεν μπορεί και να απορρίψει τη θεία αυτή δωρεά» (σελ. 567).
Ο ι. Αυγουστίνος μίλησε για προορισμό στην σωτηρία, ενώ ο Καλβίνος, αιώνες αργότερα, προχώρησε περισσότερο στο να διδάξει ότι υπάρχει προορισμός και για την απώλεια, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι απόψεις του Αυγουστίνου για τον προορισμό ήταν κατάλοιπα της Μανιχαϊστικής αιρέσεως, από την οποία πέρασε κάποιο διάστημα της ζωής του. Ο Β. Στεφανίδης, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, συμπληρώνει: «Επί εννεαετίαν είχε διατελέσει κατηχούμενος των Μανιχαίων, οι οποίοι ηρνούντο την ελευθέραν θέλησιν του ανθρώπου (Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις)» (σελ. 249).

Οι συνέπειες της διδασκαλίας του απόλυτου προορισμού για την σωτηρία στο εκκλησιολογικό κομμάτι.
Μια από τις βασικές αρχές στην θεολογία του ι. Αυγουστίνου είναι και η ακόλουθη: «[…] Ο ι. Αυγουστίνος δέχτηκε ότι η παροχή της θείας χάριτος προηγείται και κατά τινά τρόπο είναι ανεξάρτητη από τη λήψη του Αγίου Πνεύματος» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 568), πράγμα αντίθετο από την διδασκαλία της Εκκλησίας τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση που «[…] προέβαλε τη χορήγηση της θείας χάριτος ως αποκλειστικό έργο του Αγίου Πνεύματος» (σελ. 568). Αυτό όμως άνοιγε διάπλατα την πόρτα στο να θεωρήσουμε ότι η παροχή της θείας χάρης δεν έχει να κάνει με την κανονικότητα της Εκκλησίας, εφόσον άλλο ήταν η θεία χάρη και άλλο η λήψη του Αγίου Πνεύματος, στην σκέψη του Αυγουστίνου.
Επόμενο ήταν λοιπόν, ότι «[…] οι βαπτιζόμενοι έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας λαμβάνουν εγκύρως (valide) το βάπτισμα, αλλά κατέχουν τη θεία χάρη δυνάμει μόνο και όχι ενεργεία […] το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών είναι μεν έγκυρο, γιατί σε αυτό παρέχεται άμεσα από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά ανενεργό και παράνομο, γιατί τελέστηκε έξω από τους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας. Το βάπτισμα αυτό αποκτά τη νομιμότητα (licite) και την αποτελεσματικότητα (effectus) του βαπτίσματος της Εκκλησίας μόνον όταν ο βαπτισμένος εγκαταλείψει την αίρεση ή το σχίσμα και εισέλθει στους κόλπους της» (σελ. 569- 570). Αυτά, ασφαλώς έρχονται σε αντίθεση με την διδασκαλία της Εκκλησίας που βρίσκει τον εκφραστή της στο πρόσωπο του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, ο οποίος έζησε νωρίτερα.
Ο ι. Αυγουστίνος, με τις παραπάνω θέσεις του, ήρθε «[…] σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούς ή και σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη […]» (σελ. 569). Ο Κυπριανός Καρθαγένης είχε διακρίνει ότι άλλο πράγμα είναι η πηγή της χάριτος, δηλαδή το έργο του Χριστού, και άλλο πράγμα η παροχή αυτής της χάρης, που χορηγείται δια των αγίων Μυστηρίων, κάτι που δεν είχε κάνει ο Αυγουστίνος. Εφόσον, κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη μπορεί να έρθει (ΚΑΙ) έξω από τα όρια της κανονικής Εκκλησίας με την αποδοχή του κύρους του βαπτίσματος των αιρετικών και των σχισματικών, αυτό ανοίγει τον δρόμο ώστε και οι εκτός Εκκλησίας να ισχυρίζονται «χριστιανικότητα». Και όντως, έτσι έγινε αιώνες αργότερα· «Οι Εκκλησιολογικές συνέπειες τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την Προτεσταντική μεταρρύθμιση […]» (σελ. 570).
Η Εκκλησιολογία του Αυγουστίνου, η βάση για την θεωρία της «αόρατης εκκλησίας» των Προτεσταντών, παραλλαγμένη.
«Η Εκκλησιολογία του ι. Αυγουστίνου, με κριτήριο τη σχέση της θείας χάριτος προς το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας, θα μπορούσε να παρασταθεί με τρεις ομόκεντρους εμπεριεχόμενους κύκλους. Ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αληθινή Εκκλησία, στην οποία όχι μόνο παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά και ενεργεί εν Αγίω Πνεύματι. Ο εξωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αίρεση ή το σχίσμα, στα οποία παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά δεν ενεργεί την εν Αγίω Πνεύματι σωτηρία, γι’ αυτό και τα μυστήρια είναι μεν υποστατά και έγκυρα, αλλά ανενεργά. Ο εξώτατος κύκλος ταυτίζεται με το χώρο, στον οποίο η υπάρχουσα για όλους τους ανθρώπους πηγή της σωτηρίας ούτε παρέχει ούτε ενεργεί τη θεία χάρη. Βεβαίως, ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται από μεν τους Ρωμαιοκαθολικούς με την Εκκλησία τους, από δε τους Προτεστάντες με την αόρατη Εκκλησία. Κατά την Προτεσταντική θεολογία, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες ή ομολογίες αποτελούν τμήματα του εξώτερου κύκλου, στον οποίο όμως, αντίθετα προς την διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου, παρέχεται και ενεργεί η θεία χάρη» (σελ. 571).
Στο θεολογικό σύστημα του Αυγουστίνου, επόμενο είναι να χωράει και η πλανεμένη διδασκαλία του «προορισμού». Κατά τον Αυγουστίνο, η θεία χάρη που απορρέει από το λυτρωτικό έργο του Χριστού «[…] παρέχεται μόνο στους εκλεκτούς του Θεού, ο οποίος έτσι διαχωρίζει τους προορισμένους για την αιώνια σωτηρία και έχει καθορίσει τον αριθμό των εκλεκτών. Ο απόλυτος προορισμός γίνεται ευθέως από τον Θεό, παρά το γεγονός ότι η παροχή και η ενέργεια της θείας χάριτος συνδέεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο απόλυτος όμως προορισμός είναι προορισμός για τη σωτηρία, ενώ ο Θεός δεν προορίζει ευθέως και τους μη σωζομένους για τη απώλεια. Τους αφήνει να συρθούν μόνοι τους στην καταδίκη της απώλειας» (σελ. 571). Αυτό. όπως θα δούμε, έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του Προτεστάντη Ι. Καλβίνου, ο οποίος μίλησε για προορισμό ακόμα και για τον χαμό!
Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, από όπου και παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα, γράφει συμπερασματικά: «[…] τα κανονικά όρια της Εκκλησίας γίνονται αδιόρατα, γι’ αυτό και η Προτεσταντική διδασκαλία για την «αόρατη Εκκλησία» θεμελιώνεται κυρίως στην διδασκαλία αυτή του ι. Αυγουστίνου […] ο απόλυτος προορισμός ενισχύει την άμεση και προσωπική επικοινωνία με τον Θεό και αποδυναμώνει τα ενδιάμεσα αισθητά μέσα (κλήρο, μυστήρια κα)» (σελ. 572). Ακόμα, ο Β. Στεφανίδης αναφέρει σχετικά: «Η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί του απολύτου προορισμού προεκάλεσεν έριδας, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον διετηρήθη και μεταβιβάσθη εις τας προτεσταντικάς εκκλησίας, κυρίως εις τον Καλβινισμόν […] συμφώνως προς τον απόλυτον προορισμόν, ο Αυγουστίνος εδέχετο την Εκκλησίαν ως σύνολον των προορισμένων εις σωτηρίαν, ως κοινωνίαν των επί της γης και εν τοις ουρανοίς αγίων, η οποία φυσικά, είναι αόρατος» (Εκκλ. Ιστορία, σελ. 338).

Ιωάννης Καλβίνος, γαλ. Jean Calvin,
πραγματικό όνομα Jehan Cauvin,
(10 Ιουλίου 1509- 27 Μαΐου 1564)
Ο απόλυτος προορισμός του αιρεσιάρχη Ι. Καλβίνου.
Ο Β. Στεφανίδης γράφει: «[…] οι τρεις μεταρρυθμισταί εδέχθησαν τον απόλυτον προορισμόν, αλλά ο Λούθηρος παραμέρισεν αυτόν, ενώ ο Ζβίγγλιος και μάλιστα ο Καλβίνος διετήρησαν αυτόν. Ο Καλβίνος εδέχετο την αυστηράν μορφήν του απολύτου προορισμού» (σελ. 604).
Έτσι, αναφέρεται από ετερόδοξη πηγή· «Την καρδιά της Καλβινιστικής θεολογίας αποτελεί η διδασκαλία του απολύτου προορισμού, που βασίζεται στην απόλυτη μεγαλειότητα του Θεού και στο «λογικό» συμπέρασμα ότι «ο Θεός όρισε ορισμένους για την αιώνια ζωή και άλλους για αιώνια κατάκριση, όπως έγραψε ο Καλβίνος […] αβίαστη έρευνα (ακαδημαϊκή και μη) ξεκαθάρισε σήμερα, όπως και στο παρελθόν με απόλυτη βεβαιότητα, ότι αυτή η διδασκαλία δεν είχε θέση στη διδασκαλία της πρώτης Ελληνόφωνης Χριστιανικής εκκλησίας […] το δόγμα της «ελευθέρας θελήσεως» φαίνεται ότι ήταν γενικώς αποδεκτό στην πρώτη Εκκλησία» (Παγκόσμια Πεντηκοστή, πρώτος τόμος, σελ. 251- 252).

Η Ορθόδοξη θέση για την συνέργια του Θεού
και του ανθρώπου για την σωτηρία.
Πριν περάσουμε σε Πατερικές αναφορές ενδεικτικά, οφείλουμε να γράψουμε τι αναφέρει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος στην τρίτη έκδοση της «Ομολογίας της Ορθοδόξου Πίστεως», όπως την παραθέτει ο καθηγητής Ι. Καρμίρης.
Αναφέρει στον τρίτο όρο· «Πιστεύομεν τον άκρως αγαθόν Θεόν εξ αιδίου ους εξελέξατο εις δόξαν προορίσαι, ους δ’ αυ απεδοκίμασεν εις κατάκρισιν παραχωρήσαι· ουχ ότι δε τούτους ούτως ηβουλήθη δικαιώσαι, τούτους δε αναιτίως παραχωρήσαι και κατακρίναι· ανοίκειον γαρ τούτο τω Πατρί των όλων και απροσωπολήπτη και θέλοντι πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν Θεώ· αλλ’ ότι τούτους μεν προειδότα καλώς τω αυτεξουσίω χρησομένους, προορίσαι ως αγαθός και πολυέλεος, τούτους δε κακώς, κατακρίναι ως δίκαιος […] Το δε λέγειν τους παμμιάρους αιρετικούς (ως κείται εν τώδε τω κεφαλαίω) τον Θεόν προορίζει ή κατακρίνειν μηδαμώς εις τα έργα αποβλέποντα των προοριζομένων ή κατακρινομένων, βέβηλον και ανόσιον οίδαμεν […] Αποστρεφόμεθα δε τους τα τοιαύτα και λέγοντας και φρονούντας, και χείρους αυτούς των επ’ ασεβεία διαβεβοημένων είναι ομολογούμεν». (Περιοδικό ‘’Θεολογία’’, τόμος Κ 1949, τεύχος 3, σελ. 465- 467, από τον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, γράφει στον Λέανδρο·
«Η ανθρώπινη φύση, θαυμάσιε, είναι βέβαια επιδεκτική του κακού, όμως δεν κατέχει τα κακά από την φύση της, αλλά τα αποκτά με τη δική της θέληση, και έχει ως αποτέλεσμα να χάνει τα καλά» (Επιστολή 271, ΕΠΕ 1).
Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης αναφέρει·
«[…] ως αυτεξούσιος ο άνθρωπος έχων το θέλειν και το μη θέλειν, δυνατός ων εν αμφοτέροις» (ΒΕΠΕΣ 5, 376).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών διδάσκει ότι εάν ο άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα της επιλογής, δεν θα υπήρχε λόγος να επιβραβευτεί ή να κατακριθεί.
«[…] Αλλά επειδή οι πάντες της αυτής εισί φύσεως, δυνάμενοι τε κατασχείν και πράξαι το αγαθόν, και δυνάμενοι πάλιν αποβαλείν αυτό, και μη ποιήσαι […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156), δηλαδή όλοι έχουμε ίδια φύση, μπορώντας να πράξουμε το αγαθό ή να μην το πράξουμε, εν πλήρη ελευθερία. Ενώ συνεχίζει, «[…] το αυτεξούσιον επιδείκνυσι του ανθρώπου, και το συμβουλευτικόν του Θεού […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 156).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει ότι ο Θεός τίμησε τον άνθρωπο «[…] με το αυτεξούσιον, δια να ανήκει το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει […] του δίνει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου […]»
(Λόγος εις τα Θεοφάνεια, ΕΠΕ 5).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει·
«Για αυτό δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους η απόγνωσις, αν και ο Πονηρός την υποβάλλει με ποικίλους τρόπους, όχι μόνο σε εκείνους που ζουν αδιάφορα, αλλά μερικές φορές και στους αγωνιστάς. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός μετανοίας, το γεγονός και μόνο ότι ζει ακόμη ο αυτός που αμάρτησε για αυτόν που θέλει να επιστρέψει προς τον Θεό εγγυάται την από αυτόν υποδοχή. Διότι με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο […]»
(Προς μοναχή Ξένη, περί παθών και αρετής, ΕΠΕ 8, σελ. 365).
Σε άλλη σημείο, διερωτάται· «Ποιος είναι ο δημιουργός της αργίας; Ποιος άλλος είναι εκτός από την ραθυμία της θελήσεώς μας;» (Ομιλία ΛΣΤ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 105).
Σε άλλο σημείο, μιλάει ακόμα πιο καθαρά για την ισορροπία μεταξύ της χάριτος του Θεού και της δικής μας προαιρέσεως: «Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, αλλά έχει ανάγκην της άνωθεν χάριτος. Και με όλον τον λόγον Του δι’ αυτό φροντίζει, να αποδείξει δηλαδή ότι αυτή η πίστις χρειάζεται γενναίαν ψυχήν, η οποία να προσελκύεται από τον Θεόν. Αλλά ίσως ερωτήσει κάποιος· Εάν κάθε τι που σου δίδει ο Πατήρ, έρχεται προς Εσέ και όσους ημπορέσει να ελκύσει και κανείς δεν ημπορεί να έλθει εις Εσέ, εάν δεν του έχει δοθεί άνωθεν, πρέπει να απαλλαγούν από κάθε κατηγορίαν και από κάθε αμαρτίαν εκείνοι, εις τους οποίους δεν δίδει ο Πατήρ. Αυτά είναι ψιλά λόγια και προφάσεις. Διότι χρειαζόμεθα βεβαίως και την ιδικήν μας θέλησιν (κείμενο: προαιρέσεως). Διότι και η διδασκαλία και η πίστις είναι απόδειξις θελήσεως (κείμενο: προαιρέσεως). Εδώ λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε άλλον, «Εκείνο το οποίο Μου δίδει ο Πατήρ», παρά ότι· Δεν είναι τυχαίον πράγμα η πίστις εις Εμέ, ούτε έργον των ανθρωπίνων συλλογισμών, αλλά χρειάζεται και η άνωθεν αποκάλυψις και η ευσεβής ψυχή που δέχεται την αποκάλυψιν’’» (Ομιλία ΜΕ Εις το κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 13 Α, σελ. 307).
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Αλλά πιο σωστό είναι να σκεπτόμαστε τούτο· το ότι δηλαδή το αγαθό είναι δώρο του Θεού. Και αυτό είναι η ελευθερία και η αυτεξουσιότητα, που με την κατάχρηση εκ μέρους των ανθρώπων έγινε το όργανο για την αμαρτία» (Β’ Ομιλία «Εις τον Εκκλησιαστή», Π. Μπρούσαλη, σελ. 59).
Ο Μ. Βασίλειος· «Έπειτα, αν ακόμη και εις τας πράξεις της κακίας και της αρετής τα αίτια δεν ευρίσκωνται εις την προαίρεσίν μας, αλλά είναι αναπόφευκτα γεγονότα που οφείλονται εις την μοίραν μας, τότε περιττοί και οι νομοθέται που νομοθετούν τι πρέπει να κάνωμεν και τι να μη κάνωμεν, περιττοί και οι δικασταί που τιμούν την αρετήν και τιμωρούν την πονηρίαν […] ούτε η δικαιοσύνη θα βραβεύεται, ούτε η αμαρτία θα τιμωρείται, αφού οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε κατά την προαίρεσίν των» (Εξαήμερος, ΣΤ λόγος, ΕΠΕ 4, σελ. 241).
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος το ότι στην αποστολική εποχή δεν υπήρχε «βιομηχανία θαυμάτων», αλλά ο Θεός ενεργούσε όταν Εκείνος ήθελε δια των αποστόλων, το αιτιολογεί για να φανεί το αυτεξούσιο των ανθρώπων. Όπως εξηγεί:
«Όλα αυτά γίνονταν για κάποιο σκοπό, το να κάνουν δηλαδή σε μερικές περιπτώσεις θαύματα και σε μερικές άλλες να φαίνονται ότι είναι ανίσχυροι, για να γίνει με τον τρόπο αυτό φανερή η πίστη των απίστων και των πιστών, και για να δοκιμασθεί και να φανερωθεί η ελεύθερη βούληση (κείμενο: το αυτεξούσιον), αν βέβαια δεν σκανδαλίζονται μερικοί από το γεγονός αυτό της αδυναμίας των αποστόλων. Διότι εάν πραγματοποιούσαν όλα όσα ήθελαν οι απόστολοι, με κάποιο εξαναγκασμό, εξ αιτίας των θαυμάτων θα φύτευαν μέσα στους ανθρώπους τη θεοσέβεια, και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να φανεί η ελευθερία της βούλησης (κείμενο: το αυτεξούσιον), ούτε η πίστη και η απιστία· διότι ο Χριστιανισμός είναι «λίθος πάνω στον οποίο σκοντάφτουν οι άπιστοι, και πέτρα από την οποία γκρεμίζονται’’» (Ομιλία ΚΣΤ, τόμος 7, σελ. 407).
Για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αναφέρει·
«Η σοφία του Θεού, που είναι άπειρη και ακατάληπτη, προσφέρει τις δωρεές της Θείας Χάριτος με ανερμήνευτο και ανεξιχνίαστο τρόπο στο ανθρώπινο γένος, για να δοκιμάσει με πολλούς τρόπους την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, ώστε να φανούν όλοι όσοι αγαπούν τον Κύριο με όλη τους την καρδιά και υπομένουν κάθε κίνδυνο και κάθε κόπο για το Θεό» (Ομιλία ΚΘ, τόμος 7, σελ. 469).
Για την συνέργια Θεού και ανθρώπου στην σωτηρία, αναφέρει·
«Όταν πάλι προσφέρουμε την ελεύθερη θέλησή μας, τότε όλο το έργο που αυτός πραγματοποιεί το αποδίδει σε μας […] πιστεύουμε ότι ο Ίδιος μας συγκεντρώνει κοντά Του· από εμάς ζητάει μόνο την ελεύθερη θέληση. Πως όμως θα δείξουμε τη θέλησή μας, παρά μόνο με τον προσωπικό μας κόπο;»
(Ομιλία ΛΖ, τόμος 7, σελ. 543).
Ο Άγιος Νείλος, γράφοντας επί παραδείγματι για τον λογισμό της φιλαργυρίας που δημιουργείται ενώ κάποιος βλέπει χρυσό, δεν καταλογίζει την ευθύνη ούτε στο υλικό του χρυσού, ούτε στον λογισμό αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά στην προαίρεση του ανθρώπου που δέχτηκε τον λογισμό αυτό.
«Έστω ότι από τον εχθρό σου στάλθηκε ο λογισμός της φιλαργυρίας. Αυτόν τον λογισμό λοιπόν διαίρεσέ τον στον νου που τον δέχτηκε, και στη σκέψη του χρυσού, και στον ίδιο τον χρυσό, και στο πάθος της φιλαργυρίας. Και τότε ρώτησε, ποιο από αυτά είναι αμαρτία. Ποιο από τα δύο· ο νους; Και πως αυτός είναι εικόνα του Θεού; Μήπως η σκέψη του χρυσού; Και αυτό ποιος λογικός θα το έλεγε; Μήπως ο ίδιος ο χρυσός είναι αμαρτία; Τότε γιατί έγινε; Μένει λοιπόν αυτό που δεν είναι πράγμα υπαρκτό στην ουσία, ούτε σκέψη κάποιου πράγματος, ούτε ασώματος, αλλά κάποια μισάνθρωπη ηδονή, η οποία γεννιέται από το αυτεξούσιο και αναγκάζει το νου να χρησιμοποιεί κακώς τα κτίσματα του Θεού, την οποία ηδονή ο νόμος του Θεού μας έχει διδάξει να την κόβουμε»
(Κεφάλαια περί πονηρών λογισμών, τόμος 11 Β, σελ. 365).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων·
«Δεν θα ανεχθούμε τους κακούς ερμηνευτές του χωρίου· «από αυτό γνωρίζουμε τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του διαβόλου», που δέχονται πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που από την φύση τους είναι σωσμένοι ή καταδικασμένοι. Διότι ούτε ερχόμαστε αναγκαστικά σ’ αυτήν την υιοθεσία, αλλά γιατί το θέλουμε, ούτε ο Ιούδας ήταν εκ φύσεως γέννημα του διαβόλου και της απώλειας. Αν ήταν έτσι, δεν θα έδιωχνε στην αρχή, με το Όνομα του Ιησού Χριστού, τους δαίμονες, αφού «ο Σατανάς δεν βγάζει Σατανά», ούτε πάλι ο Παύλος θα γινόταν από διώκτης Απόστολος. Αλλά η υιοθεσία εξαρτάται από τη θέλησή μας, όπως είπε και ο Ιωάννης, «Όσοι τον δέχτηκαν τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού, σε αυτούς, δηλαδή, που πιστεύουν στο Όνομά Του». Όχι, λοιπόν, πριν από την πίστη, αλλά με την πίστη, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, αξιώθηκαν να γίνουν παιδιά του Θεού» (Κατήχηση Ζ, Ά τόμος Γ. Μαυρομάτη, σελ. 201).
Ο προορισμός από μόνος του, δεν είχε ποτέ καμία θέση στην διδασκαλία της Εκκλησίας. Όχι μόνο δεν είναι χριστιανική πίστη, αλλά έχει ειδωλολατρικές καταβολές, όπως είδαμε. «Ους προεγνω και προωρισεν συμμορφους της εικόνος του υιού αυτού εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοις ους δε προωρισεν τούτους και εκάλεσεν και ους εκάλεσεν τούτους και εδικαιωσεν ους δε εδικαίωσεν τούτους και εδόξασεν» (Ρωμαίους, η 29). Δηλαδή, ο Θεός πρώτα προγνωρίζει και μετά προορίζει, και πάλι με βάση την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Απλά, επειδή είναι εκτός χρόνου ο Θεός, γνωρίζει τα πάντα, χωρίς όμως να παραβιάζει το αυτεξούσιο.
«Ο δε των όλων Θεός πόρρωθεν οίδεν άπαντα ως Θεός. Ου μη ανάγκην επάγει τω δείνι εις κατόρθωσιν αρετής, τω δείνι δε εις εργασίαν κακίας» (Θεοδώρητος).
«Προγινώσκει τους αξίους της κλήσεως, ειθ’ ούτω προορίζει…Προορισμόν εννόει το αμετάθετον του Θεού αγαθόν θέλημα» (Θεοφύλακτος).
Μελέτη: Στυλιανός Μπαφίτης
Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou
exprotestant.blogspot.gr
Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015
"Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως"
Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα
αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ
καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη
σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μία προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη τῆς τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση της Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ του σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.
Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ
σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο
ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία
ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ
διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ
κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ
Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν
συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν
αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο
ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.
Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ
βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ
καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα,
ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ
ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι.
Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν
εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ
μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο
ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος
προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος,
προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς
θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ
πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ᾿ αὐτὸ τὸ
φόνο.
Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ του παθητικοῦ
Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς
του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του. Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς
τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ
κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μᾶς
κάποιος Πιλάτος;
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό,
ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος,
ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο
ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό
τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ
«ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ
ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ
τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν
φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν
εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγή τους ἦταν «Σταύρωσον
αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους,
οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς
συνήθειες, καὶ γι᾿ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου,
πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι
κάθε συμπαίκτης σ᾿ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν
πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο
στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς
εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ του κόσμου,
μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν
τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.
Αὐτὸ μας μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ
Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ
τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ
ἀκολουθείτω μοὶ» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ
κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί,
τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται
συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ
κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιὰ μᾶς, ἢ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ
συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται
ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο, καλὸ ἢ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ
σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς
μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή
σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο
«οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ
κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἢ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ
νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ
τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες
δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι
ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἢ τουλάχιστον δὲν
κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποῦ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό,
καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία
του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ
τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν
κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς
κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίση,
μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς
καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.
------------------------------------------------------------
Ευαγγελική περικοπή Γ΄ Κυριακής των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)
Κατά Μάρκον η´ 34 - 38 και θ΄ 1
(Η΄)34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν
αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν
ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον
ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει
ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ
τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
(Θ΄)1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν
ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Ερμηνευτική απόδοση υπό Ι.Θ. Κολιτσάρα
(Η΄)34 Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις
αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας
απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας
πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη
τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ
εχάραξα. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα
χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει
την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν
του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον,
εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η,
τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από
τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν
της ψυχής; 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και
δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν
αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα
εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη
ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους
αγγέλους”.
(Θ΄)1 Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από
αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού
ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και
να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως
του Αγίου Πνεύματος”.
------------------------------------------------
πηγή: saint
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)