Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Αριστοτελισμός και Νεοπλατωνισμός στο δόγμα του Θεού του Ακινάτη σαν «Ipsum Esse»(2)

Enrico Berti

(ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ -- ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ)

Θωμάς Ακινάτης
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάσουμε με συντομία την θέση που έλαβε ο Ακινάτης απέναντι σ’αυτή την απόρριψη του Αριστοτέλη. Στον σχολιασμό της Μεταφυσικής παραφράζει έξυπνα την επιχειρηματολογία της ενδέκατης απορίας, δίνοντας παρ’όλα αυτά την εντύπωση πώς θεωρεί τα επιχειρήματα που υιοθετεί ο Αριστοτέλης εναντίον της αποδοχής ενός ουσιωδώς είναι σαν μία έκφραση όχι και τόσο καθοριστική τής σκέψεως του, αλλά μόνον μία φάση αμφιβολίας. Έτσι στο τέλος της επιχειρηματολογίας του δηλώνει: «Το ipsum unum et ens(το είναι ένα και το όν)που  γίνεται αποδεκτό στο ΧΙΙ βιβλίο της Μεταφυσικής, δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι Ένα, όπως σκεπτόταν οι Πλατωνικοί αλλά είναι αιτία και αρχή της ενότητος των» (Thom. Αρ.In Metaph ΙΙΙ lect XIII 501).

Αυτή η ερμηνεία μέσω ενός αυστηρού σχολιασμού της Αριστοτελικής Μεταφυσικής φαίνεται εντελώς αστήρικτη. Πρώτα απ’όλα στην λύση της ενδέκατης απορίας, η οποία παρουσιάστηκε απο τον Αριστοτέλη όχι στο ΧΙΙΙ βιβλίο, αλλά στο Χ, αυτός, αναφερόμενος στην συζήτηση που διεξήχθη στο ΙΙΙ αποδέχεται οριστικώς τα αντίθετα επιχειρήματα απο όσους δέχονται ένα ουσιωδώς είναι ή ένα ουσιωδώς ΕΝΑ (Μεταφ. Χ2, 1053b 16-26).Επιπλέον στο βιβλίο ΧΙΙ, στο διάσημο βιβλίο όπου εκτίθεται η θεωρία της καθαρής ενέργειας, ο Αριστοτέλης δέν βεβαιώνει καθόλου πώς αυτό πρέπει να κατανοηθεί σαν ένα ουσιώδες είναι ή ένα ουσιωδώς ΕΝΑ. Αφήνει την εντύπωση αντιθέτως πώς αποδέχεται ακριβώς το αντίθετο, όταν βεβαιώνει, πολύ πιθανόν σε αντιπαράθεση με τον Πλάτωνα, όπως είδε επίσης και ο Ακινάτης,  πώς η ουσία της καθαρής ενέργειας, του καθαρού ενεργεία, δέν είναι η ενότης, η οποία εκφράζει μόνον μέτρο, και επομένως σχέση πρός άλλο, αλλά είναι η απλότης η οποία εκφράζει πώς ένα πράγμα είναι καθ’εαυτό. (Μεταφ. ΧΙΙΙ 7, 1072 α 32-34)

Ας αποφύγουμε όμως τώρα το πρόβλημα της ενότητος που θα δυσκολέψει τα πράγματα και άς επιστρέψουμε στο πρόβλημα του Είναι. Όταν λοιπόν ο Ακινάτης βεβαιώνει, στο χωρίο που προαναφέραμε, πώς το ipsum unum et ens, το οποίο γίνεται αποδεκτό κατά την κρίση του απο τον Αριστοτέλη στο ΧΙΙ βιβλίο της Μεταφυσικής, δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι Ενα, όπως νόμιζαν οι Πλατωνικοί, αλλά είναι αιτία και αρχή της ενότητος των, είναι ξεκάθαρο επίσης πώς εννοεί ότι αυτό παρ’ότι δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι, είναι αιτία και αρχή του Είναι τους.

Αριστοτελισμός και Νεοπλατωνισμός στο δόγμα του Θεού του Ακινάτη σαν «Ipsum Esse»

Enrico Berti

(ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ -- ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ)

Ένα απο τα δόγματα στα οποία φανερώνεται πιό έντονα η στοχαστική πρωτοτυπία του Θωμά Ακινάτη σε σχέση με τον Αριστοτέλη, είναι χωρίς αμφιβολία η έννοια του Θεού σαν Esse ipsum subsistens, δηλ. σαν ένα ens per essentiam (ένα κατεξοχήν όν, ένα ουσιωδώς όν), του οποίου η ουσία είναι το ίδιο το Είναι. Πραγματικά αυτή η θεωρία δέν υποστηρίζεται καθόλου από τον Αριστοτέλη, για τον οποίο ο Θεός, δηλ. το πρώτο ακίνητο, δέν είναι το ίδιο το Είναι, αλλά είναι ένα κάποιο όν, του οποίου η ουσία δέν είναι το Είναι αλλά η σκέψη. Για να πούμε την αλήθεια, αυτό το δόγμα δέν μπορούμε να το καταχωρήσουμε εντελώς σαν μία πρωτότυπη προσφορά του Ακινάτη, διότι είναι ήδη παρόν, όπως και ο Ακινάτης εξάλλου θυμάται, σε πάρα πολλούς χριστιανούς στοχαστές της πατριστικής περιόδου, συμπεριλαμβανόμενου του Αυγουστίνου. Διότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς αναφέρουν, για επιβεβαίωση της συλλήψεως του Θεού σαν το υπέρτατο Είναι, το ipsum esse, το διάσημο χωρίο της Εξόδου, στο οποίο ο Κύριος ξεκαθαρίζει στον Μωυσή ότι είναι «Αυτός που είναι» (Έξ. III,14). Ο Ετιέν Ζιλσόν ισχυριστηκε πως το συγκεκριμένο δόγμα δέν κατάγεται από την ελληνική φιλοσοφία, στην οποία ήταν απολύτως άγνωστο, αλλά από την Βίβλο, και συνιστά την λεγόμενη «μεταφυσική της Εξόδου». Αλλά ο πατήρ Κορνήλιος Φάμπρο έδειξε πως η έννοια του Ακινάτη, του απόλυτου Είναι ή του ουσιωδώς Είναι, είναι παρούσα, εάν όχι στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, οπωσδήποτε στον Παρμενίδη. Έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ενάντια στον Χάϊντεγκερ, πως το Είναι με την πιό αληθινή έννοια του όρου, το οποίο ανεκαλύφθη από τον Ελεάτη, δέν έχει εντελώς ξεχαστεί κατά την διάρκεια της δυτικής σκέψεως, αλλά παρέμεινε παρόν, παρ’ όλα αυτά, σε έναν άλλον Χριστιανό στοχαστή, δηλ. στον Θωμά Ακινάτη.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

To νού σού, μάς κλέβει η ''ζωή'' - π. Ανδρέας Κονάνος


«...Τι μεγάλο πράγμα είναι αυτό που το λέμε "σωτηρία"! 


Να σώσω την ψυχή μου! 

Μου το είπε ένα παιδί. Παιδί! 

Είκοσι πέντε χρονών άνθρωπος! 

Και μου λέει:

Tο θέμα είναι να μην χάσω την ψυχή μου! 

Να σώσω την ψυχή μου θέλω.

Δεν με ενδιαφέρει πώς και πού και τί. 

Αν θα είμαι εδώ, αν θα γίνω μοναχός, αν θα πάω στο Άγιο Όρος,

Αν θα παντρευτώ, αν θα γίνω ιεραπόστολος. Δεν μ' ενδιαφέρει αυτό.

''Μ' ενδιαφέρει πώς θα σώσω την ψυχή μου μέσα από οποιοδήποτε δρόμο".


Και όμως, μας πνίγουν οι ματαιότητες της ζωής και ξεχνάμε αυτό το μεγάλο θέμα και μας κλέβει η ζωή. Μας κλέβει η ζωή....


(π. Ανδρέας Κονάνος - Κύριε, μαλάκωσε την καρδιά μου)

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Το Αγιο Πνεύμα ως ¨΄ερως απόρρητος “μεταξύ Πατρός και Υιού κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.(Γ. Δ. Μαρτζέλου.Καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ )


Εἰσαγωγή
Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στηριζόμενοι κατά βάση στό ἰωάννειο χωρίο «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»[1] χαρακτηρίζουν γενικότερα τό Θεό, εἴτε λόγω τῆς ἀγαπητικῆς ἐνδοτριαδικῆς κοινωνίας τῶν θείων προσώπων εἴτε λόγω τῆς ἐξωτριαδικῆς σχέσης του μέ τόν κόσμο, ὄχι μόνο ὡς «ἔρωτα» καί «ἀγάπη», ἀλλά καί ὡς «ἐραστό» καί «ἀγαπητό»[2]. Ὡστόσο κανείς τους, ἀπ’ ὅσο εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε,  δέν ἔφτασε στό σημεῖο νά χαρακτηρίσει ἕνα μόνο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος, καί ἰδιαίτερα τό Ἅγ. Πνεῦμα ὡς «ἔρωτα», καί μάλιστα «ἔρωτα ἀπόρρητο» μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ὅπως τό ἔκανε γιά πρώτη φορά τό 14ο αἰώνα ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[3]. Ὅπως παρατηρεῖ χαρακτηριστικά ἐν προκειμένω ο π. Ἰωάννης Meyendorff, «δεν φαίνεται δυνατό νά βροῦμε σέ ὁλόκληρη τη βυζαντινή θεολογική γραμματεία ἕνα παράλληλο χωρίο με αὐτό», ἐννοώντας τό χωρίο αὐτό, ὅπου τό Ἅγ. Πνεῦμα χαρακτηρίζεται ὡς “ἔρως ἀπόρρητος” μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ[4].

Πράγματι. ἑρμηνεύοντας ὁ Παλαμᾶς τήν ψυχολογική τριάδα «νοῦς – λόγος – πνεῦμα»  πού εἶναι διάχυτη κυρίως στήν ἑλληνορθόδοξη πατερική παράδοση γιά τήν ἀπεικόνιση τόσο τῆς ἑνότητας ὅσο καί τῆς ἰδιαιτερότητας τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος[5], δέν ἀρκεῖται ἁπλῶς στόν ὅρο «πνεῦμα» τῆς ἀνωτέρω ψυχολογικῆς τριάδος, προκειμένου νά ἐκφράσει τήν ἐνδοτριαδική σχέση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλά  τόν ἑρμηνεύει μέ βάση τήν εἰκόνα τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἔρωτα πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό νοῦ καί τό λόγο ἤ τήν ἐνυπάρχουσα σ’ αὐτόν γνώση. Συγκεκριμένα, ἀναφερόμενος στό Ἅγ. Πνεῦμα, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἐκεῖνο δέ τό Πνεῦμα τοῦ ἀνωτάτω Λόγου, οἷόν τις ἔρως ἐστίν ἀπόρρητος τοῦ Γεννήτορος πρός αὐτόν τόν ἀπορρήτως γεννηθέντα Λόγον. ᾧ καί αὐτός ὁ τοῦ Πατρός ἐπέραστος Λόγος καί Υἱός χρῆται πρός τόν Γεννήτορα. ἀλλ’ ὡς ἐκ τοῦ Πατρός ἔχων αὐτόν συμπροελθόντα, καί συμφυῶς ἐν αὐτῷ ἀναπαυόμενον… Τούτου τοῦ ἀνωτάτω ἔρωτος τήν εἰκόνα, καί ὁ κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κτισθείς ἡμῶν ἔχει νοῦς, πρός τήν παρ’ αὐτοῦ καί ἐν αὐτῷ διηνεκῶς ὑπάρχουσαν γνῶσιν. Παρ’ αὐτοῦ καί ἐν αὐτῷ καί τοῦτον (δηλ. τόν ἔρωτα) ὄντα, καί συμπροϊόντα παρ’ αὐτοῦ τῷ ἐνδοτάτῳ λόγῳ»[6]. Ἔτσι ἡ διάχυτη στήν πατερική παράδοση ψυχολογική τριάδα «νοῦς – λόγος – πνεῦμα» παίρνει ἐν προκειμένω στόν Παλαμᾶ μιά νέα καί πρωτότυπη μορφή. τή μορφή «νοῦς – λόγος ἤ ἐνυπάρχουσα σ’ αὐτόν γνώση – ἔρως», μέ τήν ὁποία ὁ ἱερός πατήρ ἐπιχειρεῖ νά παραστήσει εἰκονικά τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν τίς ἀΐδιες ὑπαρκτικές σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος.
          Ἄν λάβουμε ὑπόψη ὅτι γενικότερα ἡ θεολογία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά δημιουργική σύνθεση τῆς προγενέστερης πατερικῆς παράδοσης, χωρίς μάλιστα πρωτοτυπία στά στοιχεῖα πού τή συνθέτουν[7], πῶς θά μποροῦσε νά ἐξηγήσει κανείς τήν πρωτοτυπία πού παρουσιάζει στήν Τριαδολογία του ἡ θεώρηση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ὡς ἀμοιβαίου ἔρωτα μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ; Γιά νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα αὐτό θά πρέπει κατ’ ἀρχήν νά δοῦμε ἐν συντομία πῶς νοεῖται κατά τόν Παλαμᾶ ἡ ἀνωτέρω ψυχολογική τριάδα ὡς εἰκόνα τῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος καί κατόπιν νά ἀναζητήσουμε τήν πηγή τῆς πρωτοτυπίας του, καθώς καί τό λόγο πού τόν ὁδήγησε στήν υἱοθέτησή της.
α. Ἡ  ψυχολογική τριάδα τοῦ Παλαμᾶ ὡς εἰκόνα τῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος

St. Gregory Palamas on the procession of the Holy Spirit Logos second Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Λόγος δεύτερος




Ὧν μέν οὖν ἔδει καί αὐτῷ τῷ τῶν εὐσεβούντων καταλόγῳ πρός διασάφησίν τε καί βεβαίωσιν τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος καί δι᾿ ὧν ἐν βραχεῖ τό δυσσεβές ἅπαν τῶν ἐνισταμένων ἀναφαίνεται Λατίνων, πρότερον εἰς δύναμιν διεξελθόντες, ἅ δέ αὐτοί προτείνουσι καθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς εὐσεβείας, καί δι᾿ ὧν ἰσχυρίζονται μηδέν καινοτομεῖν, ἀλλά τοῖς αὐτοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις συνῳδά φρονεῖν καί λέγειν καί τοῖς κατά Χριστόν θεολογήσασι κατ᾿ οὐδέν ἀπᾴδοντα, ταῦτα δέ μήπω πάνθ᾿ ἑξῆς εἰς τοὐμφανές παραγαγόντες μηδέ ἀπελέγξαντες, νῦν ἴδωμεν καθ᾿ ἕκάστον ἅττα λέγουσι καί τίσι λογσιμοῖς ἤ καί γραφικοῖς ρήμασί τε καί νοήμασι χρησάμενοι, μᾶλλον δέ παραχρησάμενοι, τῆς θεολέκτου τε καί πατροπαραδότου διαπεπτώκασιν ὁμολογίας. Καί τό δεινότατον ἁπάντων, οὐδ᾿ ἐπαναλῦσαι καί ἀσφαλῶς ἐπιλαβέσθαι οὗ διαπεπτώκασιν ἐθέλουσιν, ἀλλά τοῖς πρός ἐπανόρθωσιν διδοῦσι χεῖρα, ἀληθείας λόγου δύναμιν πρός ἀλήθειαν ἀναγωγόν, οἷά τινες ὡς ἀληθῶς ἀνάγωγοι, δυσχεραίνουσί τε ἐς τά μάλιστα καί ἀντιλέγουσι.
Τό μέν οὖν διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾿ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς˙ καί ταὐτόν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστη τῶν ἐκκλησιῶν οὔσῃ, τῷ μεγίστῳ τῶν ζώων ἐλέφαντι. Ὅν φασι «μηδ᾿ ὕπνον καιρόν ἐπ᾿ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρός ἄνεσιν, τοῖς δέ πλαγίοις ἄρθροις μικρόν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι˙ ἄν δέ πού τι παθών καταπέσῃ, μηκέτ᾿ ἀνίστασθαι δύνασθαι. Ἀλλά τοῖς μέν ἐλέφασι τό βάρος τοῦ σώματος αἴτιον καί ἡ πολυσαρκία δύσχρηστός τε οὖσα καί κάτω πιέζουσα, καθάπερ τις ἐπικειμένη μόλυβδος πολυτάλαντος, τοῖς δέ Λατίνοις ὁ τύφος οἶμαι τό μόνον, μικροῦ δέω λέγειν, πάθος ἀνίατον, ὅ καί τῷ μόνῳ πονηρῷ κρίμα κατά τόν ἀπόστολον ἰδιαίτατον˙ δι᾿ ὅ κἀκεῖνος εἰς αἰῶνας ἀνίατος.

St. Cyril of Alexandria, Homily against homosexuals-Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος κατά των ομοφυλοφίλων

Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Λόγος κατά τῶν ὁμοφυλοφίλων
Εἰσαγωγή
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς ἀποκλειστικό Της σκοπό τή σωτηρία καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ψυχική καί σωματική [1], ὡς ὁμοίωση πρός τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μεταξύ τῶν πνευματικῶν μέσων πού ἡ Ἐκκλησία μετέρχεται εἶναι καί ὁ ἐν ἀγάπῃ ἔλεγχος, ἡ στηλίτευση· καί ἡ δριμύτητα τοῦ ἐλέγχου εἶναι εὐθέως ἀνάλογη τόσο μέ τήν ἀναισθησία καί πώρωση πού ἔχει νά ἀντμετωπίσει ἐκ μέρους τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καί μέ τήν ζημία πού ἐπαπειλεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία [2].
Ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας (376-444) τόν ὁποῖον παρακάτω δημοσιεύουμε σέ μετάφραση, ἀφορᾷ στή μεγάλη ἁμαρτία καί διαστροφή τῆς ἐνεργοῦς ὁμοφυλοφιλίας καί ἀμφι-φυλοφιλίας (“bisexuality”), μολονότι ἐπιγράφεται «Λόγος στηλιτευτικός κατά εὐνούχων» [3]. Συμφώνως πρός τήν εὐαγγελική διαίρεση τῆς «εὐνουχίας» ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό [4], ὑπάρχουν εὐνοῦχοι πού γεννήθηκαν ἔτσι, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού εὐνουχίσθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ πνευματικῶς εὐνοῦχοι, γιά τούς ὁποίους ἡ «ἀπενεργοποίηση» τῶν σαρκικῶν λειτουργιῶν εἶναι κατόρθωμα [5], ἐπιτηδευόμενο γιά τήν εἴσοδο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ συγκεκριμένος λόγος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στρέφεται ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τή σωματική δυσλειτουργία ἤ ἀναπηρία τοῦ εὐνουχισμοῦ τήν ἔστρεψαν ὄχι πρός τόν πνευματικό ἀγῶνα, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως ἀδράνησαν οἱ γενετήσιες λειτουργίες τους, ἀλλά πρός τόν γυναικισμό καί τήν ἐκθήλυνση (κιναιδισμό, σοδομισμό, «ὁμοφυλο-φιλία») ἤ τήν πιό ἄνετη (λόγῳ ἀδυναμίας τεκνοποιήσεως) ἐπιτέλεση τῆς μοιχείας καί πορνείας [6] (πορνεία ὀνομάζεται ἐκκλησιαστικῶς, ἡ ἄνευ γάμου μείξη ἤ συμβίωση καί ὄχι μόνον ἡ ἀγοραία –δηλαδή ἐπί χρήμασι- σχέση) [7].

Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημητρόπουλο καί τήν παλαιόθεν ἰσχύουσα ἐπιστημονική ἄποψη (φιμωμένη σήμερα γιά λόγους ... «πολιτικῆς ὀρθότητος») οἱ ὁρμονικές διαταραχές βοηθοῦν στήν ἐκδήλωση τοῦ γυναικισμοῦ καί δυνητικῶς, ἀργότερα, τῆς γενετησίου διαστροφῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας: «Καί δή οἱ μέν ἀπό παιδικῆς ἤ ἐφηβικῆς ἡλικίας εὐνουχισθέντες οὐδέποτε ἀποκτοῦν ἀνδρικά χαρακτηριστικά, παραμένουν ἐσαεί ἀγένειοι, ἐκθηλύνονται βαθμηδόν κατά τήν σωματικήν διάπλασιν, τήν ὁμιλίαν καί τήν ψυχοσύνθεσιν καί παραμένουν μονίμως καθυστερημένοι διανοητικῶς, οἱ δέ εἰς ὥριμον ἡλικίαν εὐνουχισθέντες διατηροῦν μέν μονιμώτερον τά ἐξωτερικά τοῦ ἀνδρός χαρακτηριστικά, ἀλλά βαθμηδόν καί οὗτοι ἀποκλίνουν εἰς τήν θηλυμορφίαν καί τήν θηλυπρέπειαν, καταντῶντες ἐνίοτε εἰς νοσηράς διαστροφάς τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου, οὐχί δέ σπανίως καί εἰς φρενοπάθειαν» [8].

ΑΜΦΙΕΣΙΣ - ΕΞΑΧΡΕΙΩΣIΣ - ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ…


Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ἀπεκδύεται τόν παλαιό του ἑαυτό ἐνώπιον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τόσο καί περισσότερο καλύπτει διά τοῦ ἐνδύματος τό σῶμα του, δηλαδή τόν ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ.   

Ὑπάρχουν κάποια πράγματα εἰς τήν ζωή καί εἰς τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν δικλεῖδες ἀσφαλείας γιά τήν συνοχή, τήν ὀρθή πορεία καί τήν ἀνάπτυξι τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας. Σέ περίπτωσι πού ἕνας ἤ περισσότεροι ἤ καί ὁμάδες ὁλόκληρες ἀνθρώπων περιφρονοῦν τούς κανόνες αὐτούς καί ἐφαρμόζουν τά ἀντίθετα, τότε νομοτελειακῶς ἐπέρχεται ἡ κοινωνική ἀλλοίωσις καί αὐτός ὁ ὄλεθρος.
Ἄνευ ἀντιρρήσεως, μία τέτοια «βαλβίδα ἀτομικῆς καί βεβαίως κοινωνικῆς ἀσφαλείας», πού εἰς τάς ἡμέρας μας ἔχει σχεδόν ἀχρηστευθῆ, εἶναι ἡ ἐνδυμασία. Ἡ ἐνδυμασία καί ἡ ἐμφάνισις, ὄχι μόνον τῶν γυναικῶν, ἀλλά καί τῶν ἀνδρῶν οὐ μήν ἀλλά καί αὐτῶν τῶν ἐφήβων ἀκόμη καί τῶν μικρῶν παιδιῶν. Τό θέμα αὐτό εἶναι ἄκρως σοβαρό καί στήν οὐσία του πνευματικό. Διά τοῦτο μέ συνοχή καρδίας καί πόνο γιά τό σημερινό κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου πού ὡδήγησε στόν ἐκφυλισμό πού ὅλοι βιώνομε, θά ἐγγίξωμε τό θέμα τῆς σεμνότητος, τῆς σωστῆς ἐνδυμασίας καί τῆς ἐν γένει ἀξιοπρεποῦς ἐμφανίσεως καί συμπεριφορᾶς.
Δυστυχῶς, ὄχι μόνον οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, ἀλλά καί αὐτοί πού λέγουν ὅτι πιστεύουν καί ὅτι ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησίαν, παρουσιάζουν ἐπί τοῦ θέματος τέτοιαν σύγχυσιν πού ἀκούονται νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό θέμα τῆς ἀμφιέσεως δέν ἔχει σχέσι μέ τήν Εὐαγγελική διδασκαλία. Βεβαίως, μέ τήν θέσι τους αὐτή ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ἔχουν κἄν γεῦσι ἀπό Ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Ἀλλά πρίν περάσωμε εἰς τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί εἰς τό τί διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἄς ρίξωμε μία σύντομη ματιά εἰς τό τί διδάσκουν οἱ σοφοί πρόγονοί μας. Ἐδῶ πλέον δέν μᾶς ἐλέγχουν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι πού δέν ἐγνώριζαν τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Πλάτων γράφει: «Θεωρῶ χαμένον, ἐκεῖνον πού ἔχασε τήν αἰδῶ», δηλαδή τήν ἐντροπήν. Ὁ δέ Ἡρόδοτος ὑποστηρίζει ὅτι: «Ὅταν ἡ γυναῖκα ἀποβάλῃ τόν χιτῶνα, ἀποβάλει καί τήν αἰδῶ». Καί ὁ Πλούταρχος θά τονίσῃ: «Ἡ μυαλωμένη γυναῖκα οὔτε τόν πῆχυ τοῦ χεριοῦ της δέν ἀφήνει ἐλεύθερο γιά νά τόν βλέπουν δημοσίᾳ». Ὁμολογουμένως, θά ἀρκοῦσαν αὐτές οἱ φράσεις πού ἐσημειώσαμε ἐκ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε νά λήξῃ κάθε περαιτέρω συζήτησις «τοῖς νοῦν ἔχουσι» περί τοῦ θέματος.  
Ὅμως γιά νά θαυμάσωμε τούς «Χριστιανούς» πρό Χριστοῦ, ἄς κλείσωμε τήν παράγραφο τῶν προγόνων μας μέ τούς σοφούς γίγαντες τοῦ πνεύματος, Σωκράτη καί Ἀριστοτέλη. «Ὅποιος δέν σέβεται τήν αἰδῶ, πρέπει νά τιμωρῆται μέ τήν μεγαλυτέρα τῶν ποινῶν, διότι τοῦτο θεωρεῖται ἀσθένεια τῆς Πόλεως», διδάσκει ὁ ἁπάντων ἀνδρῶν σοφώτερος Σωκράτης. Ὁ δέ Ἀριστοτέλης ἐδίδασκε στόν μαθητή του Μέγα Ἀλέξανδρο: «Τό χρῶμα τῆς ἐντροπῆς (κόκκινον) εἶναι τό ὡραιότερον».
Ἀλλά ἐάν αὐτά ἐδίδασκαν οἱ σοφοί καί οἱ φιλόσοφοι, ἐμπνεόμενοι ἐκ τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» καί γνωρίζοντες ἄριστα τήν δομήν τῆς κοινωνίας καί τούς κανόνες τῆς εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς πού διέπουν μία πολιτισμένη κοινωνία, ἄς σκεφθοῦμε τό κατάντημα τῶν σημερινῶν λεγομένων Χριστιανῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά τους διαφέρει παρασάγγας ἀπό τήν συμπεριφορά ἐκείνων πού ἐλάτρευαν «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ»! 
Καί μιᾶς καί ἀναφερθήκαμε εἰς τόν Ἀριστοτέλη καί εἰς τόν Μέγα Ἀλέξανδρο, γιά ὅσους ἰσχύει ὁ Εὐρυπίδειος μακαρισμός «ὄλβιός ἐστιν ὅστις ἱστορίας ἔσχε μάθησιν», θά γνωρίζουν καί τό περιστατικό μέ τόν βασιλέα Φίλιππο καί πῶς ἡ διακριτική παρατηρητικότης ἑνός αἰχμαλώτου σέ μία ἄκρως προσωπική λεπτομέρεια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἄνακτος τῆς Μακεδονίας τοῦ ἔσωσε τήν ζωήν.