Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Μεγάλη Δευτέρα – Μια αλλοιώτικη ελευθερία

Μεγάλη Δευτέρα – Μια αλλοιώτικη ελευθερία

im444agesΠρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η Μεγάλη Δευτέρα είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε τον πάγκαλο Ιωσήφ.
Είναι γνωστή η ιστορία του από την Παλαιά Διαθήκη. Τον πουλάνε τα αδέρφια του δούλο, βρίσκεται στην Αίγυπτο, η γυναίκα του κυρίου του Πετεφρή του επιτίθεται ερωτικά, αυτός την αποπέμπει, κλείνεται στη φυλακή, ερμηνεύει τα όνειρα του Φαραώ για τις παχιές και τις ισχνές αγελάδες, γίνεται στη συνέχεια ουσιαστικά
πρωθυπουργός της Αιγύπτου, σώζει τον πατέρα του Ιακώβ, τ’ αδέρφια του και όλο το λαό του Ισραήλ.
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε για τον Ιωσήφ μια παράξενη φράση: “Τον δουλωθέντα μεν τω σώματι, την ψυχήν δε αδούλωτον συντηρούντα”. Ο Ιωσήφ έγινε δούλος εξωτερικά, στην ψυχή του όμως και στην σκέψη του παρέμεινε ελεύθερος.
Είναι πολύ σπουδαία η φράση αυτή. Ο άνθρωπος συνήθως ταυτίζει την ελευθερία με την έλλειψη κάθε εξωτερικού καταναγκασμού.
Σήμερα, ζούμε ελεύθεροι γιατί δεν έχουμε κάποιον να μας δυναστεύει, γι’ αυτό άλλωστε αγωνιστήκαμε, γι’ αυτό και η κοινωνία μας είναι δημοκρατική. Κάθε φορά μάλιστα που απειλούνται οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα του οιουδήποτε, υπάρχει γενική κινητοποίηση. Το ίδιο και όταν απειλείται η ελευθερία της πατρίδας, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Παρά ταύτα, υπάρχει και μια άλλη μορφή ελευθερίας, η οποία δεν τυγχάνει της προσοχής μας όσο χρειάζεται. Πρόκειται για την ελευθερία της ψυχής. Αυτή δε συνίσταται μόνο στην ελευθερία σκέψης και λόγου, αλλά κυρίως στην ελευθερία της καρδιάς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Σήμερα ισχύει σχεδόν αξιωματικά η αντίληψη ότι η προσωπική ηθική δεν πρέπει να υποτάσσεται σε οιεσδήποτε δεσμεύσεις, ότι η θρησκευτικότητα του ανθρώπου είναι δικαίωμα που κανείς μπορεί αν το ασκεί ή όχι και ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του τα πάντα, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.
Αυτό όμως αποτελεί μια πλάνη, “χείρονα της πρώτης”. Διότι υποδουλώνει τον άνθρωπο στις ανάγκες του και τις επιθυμίες του, τον αφήνει δέσμιο των εξαρτήσεών του, δεν του επιτρέπει να σκεφτεί την εσωτερική του ζωή και τον καθιστά τελικά δούλο της αμαρτίας και της κακίας. Ο άνθρωπος που δεν αγωνίζεται για την εσωτερική ελευθερία υποτάσσει τον εαυτό του στο συμφέρον, αντιμετωπίζει τη ζωή μόνο με την οικονομίστικη και τεχνοκρατική λογική, δεν δέχεται να θυσιάσει τίποτα και τελικά, αντιστρέφονται οι χαρακτηρισμοί του συναξαριού: γίνεται “αδούλωτος τω σώματι και δουλωθείς τη ψυχή”!
Η Εκκλησία, προβάλλοντας το υπόδειγμα του παγκάλου Ιωσήφ, μας δείχνει το ήθος της, που δεν είναι άλλο από την προσπάθεια απόκτησης της εσωτερικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος που διαπνέεται από την ασκητική προοπτική, στερείται των επιθυμιών του, του εγωισμού του, αφήνει κατά μέρος το συμφέρον, προτιμώντας την αγάπη και την προσφορά, λειτουργεί αρμονικά και ισορροπημένα στη σχέση σώματος και ψυχής, τελικά είναι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος.
Στην εποχή της κυριαρχίας των Μέσων, όπου η ελευθερία της σκέψης και της κριτικής παραμένει ένα μεγάλο ζητούμενο, ο καθένας έχει πολλά να διδαχθεί από την πορεία στην ελευθερία που μας προτείνει η Μεγάλη Εβδομάδα. Αρκεί να ζητήσει την ελευθερία, να βρει την αλήθεια κοντά στο Χριστό και να μην περιφρονεί αυτή την πραγματικά υπαρξιακή πορεία, ζώντας την δουλεία των παθών και την ψευδαίσθηση της εξουσίας και της ηδονής. Ο Ιωσήφ νίκησε τον εσωτερικό πόλεμο και τελικά δοξάσθηκε, αποδεικνύοντας ότι η αδούλωτη ψυχή είναι αυτό που αξίζει κανείς να θυσιάσει πολλά. Γιατί μόνο τότε, όπως πάλι λέει το συναξάρι, ο Θεός δίνει “στέφος άφθαρτον”.
 Πηγή: synodoiporia.blogspot.gr 

ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΤΗΝ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑΝ



ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ

ΤΗΝ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑΝ

Ευλογήσαντος του Ιερέως, το Κύριε εισάκουσον, μεθ' ό το Θεός Κύριος, ως συνήθως, και το εξής·

Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Τους προσκυνούντας σην αγίαν εικόνα την αχειρότευκτον, αγνή Θεοτόκε, εν τω πανσέπτω τάφω σου εν Γεθσημανή σκέπε και διάσωζε, των Ιεροσολύμων σέμνωμα, κακώσεων, ακηδίας, ραστώνης και χαμαιζήλων άπαντας παθών, ίνα σε πόθω ψυχής μεγαλύνωμεν.

Δόξα. Και νυν.

Ου σιωπήσομέν ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι. Ει μη γάρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; Τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σού· σους γάρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.

Είτα ο Ν' Ψαλμός και ο Κανών, ού η ακροστιχίς·

«Ιεροσολυμίτισσα Θεοτόκε, βοήθει μοι»

Ωδή α'. Υγράν διοδεύσας.

Ικάνωσον πάντας τους ευσεβείς του όφεως τάχος, Θεοτόκε, την κεφαλήν συντρίψαι πτερνίζοντος το γένος των χοϊκών, Ιεροσολυμίτισσα.

Επίβλεψον, Μήτερ, εξ ουρανού και ίδε τους πόθω προσκυνούντας την σην μορφήν, την άνευ χειρός ιστορηθείσαν βροτείου, ώ Ιεροσολυμίτισσα.

Ωδή β'.

Ρανίδας δακρύων μου σων ευχών απόσμηξον μάκτρω, ευσυμπάθητε Μαριάμ, του σπεύδοντος χάριτί σου θεία τη μητρική, Ιεροσολυμίτισσα.

Ουράνωσον φρόνημα των πιστών ποθείν τα εν πόλω διαμένοντα ακλινώς, και νέκρωσον λογισμούς ατάκτους σων ικετών, Ιεροσολυμίτισσα.

Ωδή γ'. Ουρανίας αψίδος.

Σήν εικόνα κατείδε, Τατιανή, Δέσποινα, έκπληκτος φωτί ηυγασμένην, ω ξένου θαύματος, εν τω κελλίω αυτής άνευ χρωστήρος χρωσθείσαν χοϊκού, Μητρόθεε, κόσμου βοήθεια.

Όλβος πέλει ναού σου του ιερού τάφου σου το αχειροποίητον, Μήτερ, θείον σου έκτυπον, ό προσκυνούντες πιστώς αναβοώμεν· βοήθει σε τοις μακαρίζουσιν εν βίου κλύδωσι.

Λύσον της εμπαθείας σων ικετών ζόφωσιν και ειρήνην τη Εκκλησία δώρησαι, Δέσποινα, ίνα σε πάντες ενί στόματι ανευφημώμεν και μορφήν σου άχραντον κατασπαζώμεθα.

Υπερύμνητε Μήτερ, Γεθσημανής σέμνωμα, σου την αχειρότευκτον όντως κατασπαζόμενοι μορφήν βοώμεν τρανώς· φανέ Ιεροσολύμων, την ημών σκοτόμαιναν δίωξον θλίψεων.

Ειρήνευσον ζωήν σων δούλων και σύντριψον πολεμίους ταις πρεσβείαις σου προς τον σον Υιόν τον ειρήναρχον, ακέστορ σεμνή Ιεροσολύμων.

Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.

Αίτησις και το Κάθισμα. Ήχος β'. Πρεσβεία θερμή.

Λιταίς σου θερμαίς, Ιεροσολυμίτισσα, πιστών οι χοροί εκάστοτε προσφεύγοντες ευλαβώς κραυγάζομεν· προς Θεού αίνον χείρας ανύψωσον ημών σην αχειρότευκτον μορφήν πιστώς προσκυνούντων, Μήτερ άχραντε.

Ωδή δ'. Εισακήκοα, Κύριε.

Μητροπάρθενε Δέσποινα, τάφω εν πανσέπτω σου ασπαζόμενοι, Ιεροσολύμων κλέϊσμα, σην εικόνα χάριτος πληρούμεθα.
Ιεροσολυμίτισσα, Παναγίου Τάφου την αδελφότητα, Θερμοπύλας την φυλάττουσαν πίστεως ενίσχυε και κράτυνε.

Την εικόνα σου, άχραντε, την αχειροποίητον και πανθαύμαστον προσκυνούντες απολαύομεν πλούτου δωρεών της συμπαθείας σου.
Ιαμάτων η χάρις σου ποταμός αστείρευτος ώφθη άπασιν, ώ Ιεροσολυμίτισσα, αλγεινώς νοσούσι, χαριτόβρυτε.

Ωδή ε'. Φώτισον ημάς.

Στήριξον ημάς εν τη πίστει βακτηρία σου προσευχών προς τον Υιόν σου και Θεόν τους υμνούντάς σε, Ιεροσολυμίτισσα.
Στέψον τους πιστώς προσκυνούντάς σου το έκτυπον το σεπτόν αφθάρτω στέφει, ουρανών Βασιλίς κλεινή, Ιεροσολυμίτισσα.

’νωθεν ημίν φως, Ιεροσολυμίτισσα, εγρηγόρσεως κατάπεμψον ταχύ τοις εν ζόφω ακηδίας, φευ, καθεύδουσι.
Θραύσον τους δεσμούς αμαρτίας μου και έλκυσον τον σόν πρόσφυγα προς δόμους ουρανών, θεοτίμητε Ιεροσολυμίτισσα.

Ωδή στ’. Την δέησιν.

Επάκουσον της φωνής δεήσεως των πιστώς ασπαζομένων εικόνα σην αχειρότευκτον, Θεογεννήτορ, Τατιανήν ή ση θέα ευφράνουσα τη λελουσμένη αστραπαίς θεϊκαίς, Ιεροσολυμίτισσα.

Ους άπασι τάχιστα ευήκοον κλίνον τοις επιζητούσι σην χάριν και σην αντίληψιν και προστασίαν, Μήτερ Θεού, Παϊσίου αγλάισμα του Αθωνίτου νεαυγούς ασκητού, Ιεροσολυμίτισσα.

Τω άρτω με σων ευχών διάθρεψον τον πενόμενον οικέτην σου, Μήτερ, ή των πιστών οικονόμος οξεία και των προσφύγων σου διαχειρίστρια, σου τάφου εν Γεθσημανή θησαυρέ, Ιεροσολυμίτισσα.

Οδήγησον πάντων διαβήματα προς λειμώνας αφθαρσίας παντέρπνους τους προσκυνούντας μορφήν σου, Παρθένε, την ιλαράν, Ιεροσολυμίτισσα, ομβροβλυτούσαν τοις πιστοίς του Υιού σου το άμετρον έλεος.

Ειρήνευσον ζωήν σων δούλων και σύντριψον πολεμίους ταις πρεσβείαις σου προς τον σον Υιόν τον ειρήναρχον, ακέστορ σεμνή Ιεροσολύμων.

’χραντε, ή διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως επ' εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Αίτησις και το Κοντάκιον. Ήχος β'. Τοις των αιμάτων σου.

Την αχειρότευκτον θείαν εικόνα σου, περικλεές Ιεροσολυμίτισσα, διακοσμούσαν τον πάνσεπτον τάφον σου πανευλαβώς οι πιστοί ασπαζόμενοι χάριν την σην δαψιλώς εκδεχόμεθα.

Προκείμενον.
Μνησθήσομαι του ονόματος Σου εν πάση γενεά και γενεά.

Στίχος. Το πρόσωπον σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού.
Ευαγγέλιον κατά Λουκάν. (Κεφ. α' 39-49, 56)

Εν ταις ημέραις εκείναις, αναστάσα Μαριάμ επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα, και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ. Και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν· ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με; Ιδού γάρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ· μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου, ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γάρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί· ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού. Έμεινε δε Μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρεις και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.

Δόξα.

Ταις της Θεοτόκου, της Γεθσημανητίσσης, πρεσβείαις, Ελεήμον, ρύσαι βλάβης με πλάνου.

Και νυν.

Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Προσόμοιον. Ήχος πλ. β'. Όλην αποθέμενοι.

Στίχος. Ελεήμον, ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος Σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών Σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Σήν αχειροποίητον και παναγίαν εικόνα, την κοσμούσαν τάφον σου τον σεπτόν, Παντάνασσα, ασπαζόμενοι ευλαβώς κράζομεν· Κεχαριτωμένη, ω Ιεροσολυμίτισσα, ως πάλαι ηύφρανας την Τατιανήν κατιδούσάν σε μονάστριαν πυρσεύμασι περιηυγασμένην και χάριτι χαραχθείσαν θεία αφράστως εν κελλίω τω αυτής ούτω κάμε περιαύγασον φέγγει προστασίας σου.

Ο Ιερεύς. Σώσον, ο Θεός, τον λαόν Σου...

Ωδή ζ'. Οι εκ της Ιουδαίας.

Κατ' εχθρών αοράτων νίκας δίδου, Παρθένε, τοις σοι προσφεύγουσι και πόθω σην εικόνα την Ιεροσολύμων θείαν κλήσιν κατέχουσαν ασπαζομένοις πιστώς, Κυρία Θεοτόκε.

Ευσυμπάθητε Μήτερ, σωφροσύνης πυξία ημάς ανέδειξον τους σε υμνολογούντας εκάστοτε και πόθω εκζητούντας την χάριν σου, ίνα του βίου σοφώς ανύσωμεν την τρίβον.

Βάθρον της παρθενίας, Παναγία Παρθένε, τους καταφεύγοντας τη πανσθενεί σου σκέπη αγνείας μυροθήκας ηδυπνεύστους ανάδειξον διώκουσα των παθών ημών την δυσωδίαν.

Όρμον χειμαζόμενων εν θαλάσση του βίου αεί σε έγνωμεν, των Ιεροσολύμων επώνυμε Παρθένε· όθεν πόθω βοώμέν σοι κατάπαυσον των παθών τας τρικυμίας, Μήτερ.

Ωδή η'. Τον Βασιλέα.

Η εν ταις λύπαις πιστών χορεία, Παρθένε, τη ση χάριτι σπεύδουσα κράζει· δείξόν μοι αφάτου χαράς σκηνάς, Παρθένε.
Θεογεννήτορ, παύσον ροάς των δακρύων οικετών σου πιστώς προσκυνούντων σήν μορφήν εν τάφω Γεθσημανή σεπτώ σου.

Εν ταις ανάγκαις σε οικονόμον γινώσκω και ιάτειραν εν ασθενείαις χαλεπαίς ο πρόσφυξ της χάριτος σου, Μήτερ.
Ιλάσθητί μοι τω προσκυνούντι μορφήν σου, ην βροτών ουκ εχάραξε, Μήτερ, χειρ, ευλογημένη, Γεθσημανής κοσμήτορ.

Ωδή θ'. Κυρίως Θεοτόκον.

Μετόχους αθανάτων αγαθών σους δούλους, Μήτερ Θεού, Ιεροσολυμίτισσα, τους προσκυνούντας εικόνα την σήν ανάδειξον.

Ουδόλως ανανεύων σχέσεως του πλάνου σήν μητρικήν, Ιεροσολυμίτισσα, αιτούμαι χάριν και κράζω· λύσον μου πώρωσιν.
Ιάτρευσον πληγάς μου του τραυματισθέντος νοός εχθρού, Ιεροσολυμίτισσα, απάτη κράζω ο τάλας δούλος σης χάριτος.

Χαράς αστασιάστου πρόξενε, Παρθένε, των ευσεβών, Ιεροσολυμίτισσα, των λυπηρών σων προσφύγων αχλύν εκδίωξον.

Το ’ξιόν έστι... και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.

Δεύτε, ασπασώμεθα την μορφήν της αειπαρθένου, ποιηθείσαν άνευ χειρός αληθώς βροτείου εν Ιεροσολύμοις, και έχουσαν την κλήσιν αυτών την πάνσεπτον.

Χαίροις της νεότητος ποδηγός προς την σωτηρίαν και προστάτις και αρωγός σοι των προσφευγόντων εν πάσαις βίου ζάλαις, Γεθσημανής κοσμήτορ, πάνσεπτε Δέσποινα.

Την σεπτήν μορφήν σου, ην τω φωτί περιηυγασμένην εν κελλίω Τατιανή τω αυτής κατείδεν εν πίστει προσκυνούμεν, Κυρία Θεοτόκε, ως αχειρότευκτον.

Σήν προσωνυμούσαν, Μήτερ Θεού, Ιεροσολύμοις προσκυνούντες πανευλαβώς θαυμαστήν εικόνα λαμβάνομεν αφθόνως την εξ αυτής τοις πάσι χάριν εκβλύζουσαν.

Δεύτε, ασπασώμεθα ευλαβώς σήν σεπτήν εικόνα εν τω τάφω Γεθσημανή, Ιεροσολύμων λαμπράν προσωνυμίαν την φέρουσαν, Παρθένε, θεογεννήτρια.

Παρειμένον ήγειρας θαυμαστώς εν τη Βουλγαρία και ηνέωξας οφθαλμούς εν αυτή αρτίως τυφλής κατασπασθείσης σον έκτυπον, Παρθένε, το αχειρότευκτον.

Δείξον τοις προστρέχουσιν ευλαβώς σω πανσέπτω τάφω προσκυνήσαι την σήν μορφήν τρίβον την ευθείαν απάγουσαν προς πόλον, των Ιεροσολύμων κλέος, Παντάνασσα.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι ’γιοι πάντες, μετά της Θεοτόκου ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.

Το Τρισάγιον και το Απολυτίκιον.

Ήχος πλ. α. Τον συνάναρχον Λόγον.

Βοηθήσαι σοις πρόσφυξι σπεύσον, Δέσποινα, τοις ευλαβώς προσκυνούσι εν τάφω Γεθσημανή τω πανσέπτω σήν μορφήν αχειροποίητον, ομβροβλυτούσαν δαψιλώς ιαμάτων οχετούς και νάματα συμπαθείας τοις σε υμνούσι, Παρθένε, λαμπρώς, Ιεροσολυμίτισσα.

Εκτενής και Απόλυσις, μεθ' ην ψάλλομεν το εξής·

Ήχος β'. Ότε εκ του Ξύλου.

Σήν αχειροποίητον μορφήν, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, κατασπαζόμενοι θησαυρόν υπάρχουσαν όντως πολύολβον του ναού του αγίου σου εν τάφω σεπτώ σου δύναμιν λαμβάνομεν την απορρέουσαν εξ αυτής και πόθω βοώμεν· Χαίρε, Παναγία Παρθένε, αγλαή Ιεροσολυμίτισσα.

Ήχος πλ δ'.

Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Ήχος β'.

Την πάσαν ελπίδα μου εις σέ ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Δίστιχον.

Ιεροσολυμίτισσα, Πατριάρχην σκέπε, βοά Χαραλάμπης.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΤΩ ΜΟΝΩ ΑΛΗΘΙΝΩ ΘΕΩ ΗΜΩΝ


Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου



Παρασκευή, 13 Απριλίου 2012



Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου εἰς τήν  Ἀνάστασιν  τοῦ Κυρίου

Τό παρόν ἔργον τῶν "Χαιρετισμῶν εἰς τήν Θεοτόκον ἐπί τή Ἀναστάσει Τοῦ Κυρίου", εἶναι ἔργον ἀνωνύμου τινός ὅπου εὑρέθη προσφάτως εἰς τινά παλαιόν βιβλίον τοῦ Ἱστορικοῦ  Ι.Ναοῦ μας.*
Δία τοῦτο καί μετά χαρᾶς τό δημοσιεύομεν εἰς ἡμετέραν ὠφέλειαν καί δόξαν τῆς Πανασπίλου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας καί Μητέρας ἠμῶν.
Τούς οἴκους τούτους μετά τῶν Χαιρετισμῶν τούς ἀναγιγνώσκωμεν ἑκάστη κυριακή καί εἰς τάς ἡμέρας τοῦ Πεντηκοσταρίου , ἀλλά καί εἰς οἱανδήποτε ἀνάγκη προκειμένου νά μᾶς χαρίζει ὁ Δωρεοδότης Κύριος διά πρεσβειῶν τῆς Πανάγνου Αὐτοῦ Μητέρας πάσαν Ἀνάστασιν ψυχῆς καί σώματος ἐκ τῶν ἐνθάδέ του βίου λυπηρῶν.

Καλή καί εὐλογημένην Ἀνάστασιν καί καλόν Παράδεισον!
13η Ἀπριλίου 2012

    Πρεσβύτερος Διονύσιος Ταμπάκης
*  Ἱερός Ναός Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Ναυπλίου

*****

ΟΙ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


ΕΙΣ ΤΗΝ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


24 ΟΙΚΟΙ
ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ  ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


Κοντάκιον Ήχος πλ’δ’
- Τῇ Ὑπερμάχῳ-
Ὡς  Ζωηφόρος  Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μήτηρ,
Τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ἀνεδείχθης,
Ἀνυμνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνωμεν.
Ἀλλ’ὡς φέρουσα Ζωῆς Κυρίου νάματα,
Ἐκ θανάτου ψυχικοῦ ἡμὰς ἀπάλλαξον,
Ἵνα κράζωμεν ,
Χαῖρε ἡ  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.


ΣΤΑΣΙΣ  ΠΡΩΤΗ

Ἄγγελος ἑξαστράπτων τῷ μνημείῳ επέμφθη
κηρύξαι τὴν Ἀνάστασιν πάντων

(Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ημών  -ἐκ΄γ΄-)

Καὶ  σὺν τῇ ἀσωμάτῳ αὐτοῦ φωνὴν , Ἀναστάντα  θεωρῶν Σὲ Κύριε ,ἐξίστατο καὶ ἵστατο βοῶν τῇ Θεοτόκῳ  ταῦτα.

Χαῖρε δι’ἧς τὰ μνημεῖα καινούνται
Χαῖρε δι’ἧς τεθνηκότες ζωούνται
Χαῖρε ἡ φωτίζουσα τὰ ταμεῖα τοῦ Ἅδου.
Χαῖρε ἡ συντρίψασα τοὺς μοχλοὺς τοῦ θανάτου.
Χαῖρε τοῦ Παραδείσου τῆς πύλης τὸ ῥόπτρον,
Χαῖρε τοῦ Βασιλέως τὸ πάναγνον  ῥόδον.
Χαῖρε δι’ἧς ὁ Ἀδὰμ τοῦ θανάτου ἀνίσταται
Χαῖρε δι’ἧς τῆς φθορᾶς οἱ Βροτοὶ ἀπηλλάγημεν
Χαῖρε τῶν Μαρτύρων τὸ ἔνδοξον κλέος
Χαῖρε ἡ λαμπρύνουσα τὸ ἡμέτερον γένος
Χαῖρε δι’ἧς ἡ Ζωὴ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν
Χαῖρε δι’ἧς τῶν πιστῶν αἱ καρδία ἀγάλλονται

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.
Βλέποντες οἱ ἐν Ἄδῃ, τοῦ Κυρίου τὴν ἀνείκαστον δόξαν, ἔκραξαν Αὐτῷ θαρσαλέως. Ὁ Θεὸς καὶ   Ζωῆς  χορηγός ,  πως κατεδέχθεις ενθάδε  ἐλθεῖν ὡς κραταιὸς καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου συνθλᾶσαι;  Κράζοντες

Ἀλληλούϊα

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ,Ἰωάννης σὺν Πέτρῳ ζητοῦντες , ἔδραμον, σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον.Καὶ θεωροῦντες κείμενα τὰ ὀθόνια μόνα, ἐβόων μετὰ δέους πρὸς τὴν Θεοτόκον

Χαῖρε τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν οἰκητήριον
Χαῖρε τῶν Ἀποστόλων τὸ μέγα ἐφύμνιον
Χαῖρε πύλη ἀδιόδευτος ὡς ὑπάρχεις ἀληθῶς
Χαῖρε ὄρος καὶ παλάτιον τοῦ Δεσπότου τοῦ παντὸς
Χαῖρε ὅτι βλυστάνεις τῆς ἁγνείας τὰ ἄνθη
Χαῖρε ὅτι  καὶ Μήτηρ καὶ Παρθένος ὑπάρχεις
Χαῖρε ἡ πικραίνουσα τοῦ θανάτου τὴν γεῦσιν
Χαῖρε ἡ γλυκαίνουσα τῶν πιστῶν τάς αἰσθήσεις
Χαῖρε ὅτι ὤλεσας τοῦ θανάτου τὸν θρόνον
Χαῖρε ὅτι ἤνοιξας Παραδείσου τάς θύρας
Χαῖρε δι’ἧς Ἀγγέλων τάξεις εὐφραίνονται
Χαῖρε δι’ἧς δαιμόνων θράση κατήργηνται

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Δύναμις Τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε εἰς τοῦ Ἅδου τῶν χασμάτων τὰ ταμεῖα καὶ ἡ ἀφεγγὴς   αὐτοῦ τυραννὶς ἐσκυλεύθη τῷ Του Λόγου ἁγίῳ Φωτί, ἐν τῷ ψάλειν ἡμᾶς οὕτως

Ἀλληλούϊα

Ἔχουσα Θεανθρώπου τὴν ψυχὴν εἰς τὰ σπλάχνα, τῷ φόβῳ ἡ γῆ ἐκλονείτω. Τὸν γὰρ ἀχώρητον  παντί,  ἑαυτῇ οὐκ εδυνήθη  χωρεῖν καὶ ούτως  ἐβόα πρὸς Τὴν Θεοτόκον.
Χαῖρε ὅτι τὸ θνητὸν ἀφθαρσίας ἐνδύεις
Χαῖρε ὅτι τῶν ψυχῶν τὴν γαλήνην παρέχεις
Χαῖρε φωτὸς ἀϊδίου τὸ χρυσόπλοκον σέλας
Χαῖρε Ἁγίων Πατέρων τὸ πολύτιμον γέρας.
Χαῖρε  φέγγος ἀγλαόμορφον οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ.
Χαῖρε ἄνθος τὸ πανεύοσμον καὶ τοῦ κόσμου χαρμονή.
Χαῖρε τῆς ἁμαρτίας τὸ κέρας συντρίβουσα,
Χαῖρε τῶν πιστῶν τάς καρδίας φαιδρύνουσα
Χαῖρε ὅτι τῶν παθῶν ἀποπλύνεις τὸν ῥύπον
Χαῖρε ὅτι τοῦ Πνεύματος ὑπάρχεις  τὸ ῥεῖθρον
Χαῖρε πλοκῆς ῥᾳδιούργων ἡ λύσις
Χαῖρε δεινῶν προβλημάτων ἡ ῥύστις

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Ζάλην ένδοθεν έχων , πρεσβυτέρων ὁ δῆμος ,εὐθὺς  μηκτυρίζονται πάντες.Τῶν γὰρ θαυμάτων τὸ θαῦμα  μὴ δυναμένων ἔτι συγκαλύψαι, ἐπλήρωσαν ἀργύρια ἱκανὰ τοῖς στρατιώταις, μὴ εἰδότας   ψάλλειν

Ἀλληλούϊα

ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἤκουσαν οἱ Ποιμένες Τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τὴν Ἀνάστασιν Κυρίου ἐκ Τάφου. Καὶ νομίσαντες ὡς λῆρον αὐτήν, ἐδυσπίστουν τῶν Μυροφόρων τὴν φωνὴν ἅπαντες .Ἀλλ’ὡς ἑξῆς καὶ οὔτοι πιστεύσαντες ἐβόων πρὸς Τὴν Θεοτόκον

Χαῖρε Παρθένε τῶν θλιβομένων παραμύθιον
Χαῖρε Μαρία ἁμαρτανόντων ἱλαστήριον
Χαῖρε ἄνθος ἀμαράντινον ,των Ἀγγέλων γλυκασμὸς
Χαῖρε μόνη η μηνύουσα  τὴν αἰώνιον ζωὴν
Χαῖρε ὅτι  ὑπάρχεις Παραδείσου Κυρίου ο νόστος
Χαῖρε ὅτι κατέστης Γεδεών ο πανένδροσος πόκος
Χαῖρε τοῦ διαβόλου τὴν ἰσχὺν καταλύσασα
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων τὴν χάριν αὐξήσασα
Χαῖρε ἡ ἐν σιωπῇ Τὸν Θεὸν ἀνυμνούσα
Χαῖρε ἡ Τὸν Δεσπότην ἀσπόρως τεκούσα
Χαῖρε δι’ἧς ὁ Σατὰν ἐνεπαίχθη
Χαῖρε δι’ἧς ἡ ζωὴ καινουργείται.

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Θεοδρόμον πορείαν ἐπορεύθησαν τότε, εἰς Ἐμμαοὺς οἱ Μαθηταὶ Τοῦ Κυρίου. Καὶ ὡς συνοδίτην ἔχοντες Αὐτὸν ,ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου ἐπέγνωσαν αὔθις, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμνῶμεν τὸ

Ἀλληλούϊα.

΄Ἰδον Μυροφόροι γυναίκαι ,ἐν μνημείῳ ορθρίως , νεανίσκον εν λευκοίς αυγασθέντα.Καὶ ὡς Ἄγγελον νοοῦντες αὐτὸν ,εἰ καὶ τρόμῳ τῇ καρδίᾳ συνέχοντο, ἔσπευσαν τοῖς Ἀποστόλοις κηρύξαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένη

Χαῖρε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου φάους
Χαῖρε ἡ χελιδὼν τῆς φωταυγοὺς  ἡμέρας
Χαῖρε ὅτι τοῦ Σταυροῦ τὴν χολὴν μετέλαβες
Χαῖρε ὅτι  τὸ πικρὸν εἰς χαρὰν μετέβαλες.
Χαῖρε μόνη ἡ πηγάζουσα ζωῆς ὕδωρ τὸ κενὸν
Χαῖρε μόνη  ἡ ἐγειροῦσα Ἀδὰμ τὸν πάλαι χοϊκόν.
Χαῖρε τῆς ἁμαρτίας τὸν λύθρον ἡ πλύνασα
Χαῖρε τοῦ Ἀδὰμ τὴν κατάρα ἡ σβέσασα
Χαῖρε ὅτι τῶν δαιμόνων τάς μορφὰς ἀπελαύνεις,
Χαῖρε ὅτι τῆς ἁμαρτίας τὸ σκότος διώκεις
Χαῖρε ή του σύμπαντος Ἀναστάσεως αὐγή.
Χαῖρε τοῦ προπάτορος ἡ γλυκεῖα χαρμονὴ

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Κήρυκες γεγονότες Μαθηταὶ Τοῦ Κυρίου τῆς δόξῃς καὶ τῆς πρῴην δειλίας  μὴ σχόντες   ,ἐκήρυξαν Τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τοὺς Ἰουδαίους ὡς χυδαίους ,μὴ εἰδότας ψάλλειν

Ἀλληλούϊα

Λάμψας τῇ οἰκουμένῃ φωτισμὸν ἀληθείας, ἐξόρισας τοῦ Ἅδου τὸ σκότος. Τοῦ γὰρ θανάτου ἡ ἰσχὺς μὴ ἐνεγκοῦσα σοῦ Τῷ Θείῳ Φωτὶ πέπτωκεν ,οἱ τούτου δὲ σωθέντες  ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον.

Χαῖρε  ἀνεσπέρου φωτὸς τὸ δοχεῖον
Χαῖρε τῶν χαρίτων Θεοῦ τὸ ταμεῖον
Χαῖρε ὅτι καθαίρεις τῆς ψυχῆς τὸ δυσῶδες
Χαῖρε ὅτι λαμπρύνεις οὐρανοῦ τάς ἁψῖδας.
Χαῖρε ὀλιγοψύχων τὸ τερπνὸν παραμύθιον
Χαῖρε τῶν κοπιόντων καὶ μοχθούντων ἀνάπαυσις
Χαῖρε τῆς ζωῆς ἡμῶν τὸ ἀμυντήριον
Χαῖρε τῶν δεινῶν ἡμῶν  φυγαδευτήριον
Χαῖρε τὸν κοπετὸν τοῦ βίου  κουφίζουσα
Χαῖρε ἡ τῆς ψυχῆς τὴν λύπην διαλύουσα
Χαῖρε ὅτι τῆς χαρᾶς Φωστῆρα ἀνέτειλας
Χαῖρε ὅτι τῆς αράς τὴν λύπην ἠφάνισας

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Μέλλοντος Τοῦ Κυρίου ,τὴν ἀνάπλασιν πάντων, ποιήσαι μετὰ δόξῃς ἀρρήτου, παρεδόθη  τῷ τάφῳ ὡς θνητός. ἀλλ’ἀνέστη ὡς Νυμφίος λαμπρὸς ,διόπερ ἐξεπλάγημεν  τὴν ἄφατον  αυτού  σοφίαν  κράζοντες

Ἀλληλούϊα

ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Νέαν ἔδειξεν κτίσιν, ἀναστήσας ὁ Κτίστης ἐκ φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος. Τοῦ γὰρ θανάτου τὴν ἰσχὺν νεκρώσας ὥσπερ ἔπρεπε,κατήργησεν αὐτὸν, ἵνα σκιρτῶντες ἐν χαρᾷ ὑμνήσωμεν τὴν Παρθένον λέγοντες

Χαῖρε τοῦ ἐχθροῦ ταπεινούσα τὴν ὀφρὺν
Χαῖρε τῶν δεινῶν ἑξατμίζουσα ἀχλὺν
Χαῖρε ἄστρον παμφαέστατον οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ,
Χαῖρε ἄνθος τὸ πανεύοσμον ἐκ λειμώνων ἱερῶν
Χαῖρε δι’ἧς οἱ Ἄγγελοι τοῖς ἀνθρώποις συμμύγνυνται
Χαῖρε δι’ἧς ὁ ἄχρονος τοῖς Βροτοῖς συναλίζεται
Χαῖρε βίβλε Θεοχάρακτε τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ,
Χαῖρε πλὰξ ἡ ἀπογράφουσα σεσῳσμένων τὴν πληθύν.
Χαῖρε ἡ ἐκ θανάτου εἰς ζωὴν ἀγαγοῦσα
Χαῖρε τῶν πρωτοπλαστῶν τὴν αράν ἀναιροῦσα.
Χαῖρε ὁ Φωστὴρ τῆς  Χριστοῦ Βασιλείας
Χαῖρε ἡ αὐγὴ βιοτῆς αἰωνίας.

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Ξένον θαῦμα ἰδόντες ξενωθῶμεν βορβόρου καὶ πάσης ἁμαρτίας καὶ λύθρου. Διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ἀπαθὴς  Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη παθητὸς ἄνθρωπος , βουλόμενος ἐγείραι σὺν αὐτῷ τοὺς ἐν χαρᾷ βοώντας .

Ἀλληλούϊα

Ὅλως ἢν ἐν τῷ τάφῳ καὶ οὐρανῶν  μηδόλως ἀπῆν, ὁ προαιώνιος  Λόγος . Καὶ τῷ εὐγνώμωνι λῃστῇ,τὴν εἰς τὸν  Παράδεισον ὀδοποιήσας εἴσοδον, εδίδαξεν  ἵνα ψάλλει  πρὸς Τὴν Θεοτόκον

Χαῖρε περιστερὰ  καὶ τροφεὺς τῆς ἁγνείας.
Χαῖρε Χριστιανῶν ὁ ἀκατάπαυστος ὕμνος
Χαῖρε η του πλάνου βίου των κρημνών διασώζουσα
Χαῖρε  του μέλλοντος κόσμου την Χαράν ακτινίζουσα.
Χαῖρε τῆς ἡμῶν βιοτῆς εὐλογούσα πορείας
Χαῖρε τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς ἀναιροῦσα κακίας
Χαῖρε ὅτι θανάτου τὸ κράτος ἐπάταξας.
Χαῖρε ὅτι τοῦ Ἅδου τὰ σκῆπτρα ἐσκύλευσας
Χαῖρε ἡ κιβωτὸς τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας
Χαῖρε Ὀσιαρχὼν τὸ   ἀκηλίδωτον  κῦδος
Χαῖρε ἡ  Τὸν  Θεὸν ὡς βρέφος τεκούσα
Χαῖρε   τῶν συμφορῶν ἡμᾶς ἐξελοῦσα

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Πᾶσα πληθὺς τῶν Ἀγγέλων ἐξεπλάγη τὸ μέγα τῆς σῆς Ἀναστάσεως ἔργον. Τὸν γὰρ ἐν τῷ μνημείῳ ὡς νεκρὸν ἐθεώρουν, ἥλιον ζωῆς ἄδυτον και ἡμάς ζωοποιήσαντα, δεχόμενος δε τὸν ὕμνον παρὰ πάντων

Ἀλληλούϊα

Ῥήτορας ψευδολόγους ,Ἰουδαίων ἀκραίους ὁρῶμεν ἐπὶ σὲ Θεῖε Λόγε,ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πῶς, εί Θεὸς εἴ , ἀνθρωπίνως ἔπαθες, ἡμεῖς δὲ τὴν σὴν εὐσπλαχνίαν θαυμάζοντες Τῇ Μητρί Σου βοῶμεν

Χαῖρε δι’ἧς ἡ δόξα Κυρίου ἀνέτειλεν
Χαῖρε δι’ἧς οἱ Δῆμοι Ἀγγέλων χορεύουσιν
Χαῖρε ἡ δεσμεύσασα τῶν δαιμόνων τὸ κράτος
Χαῖρε ἡ προάγουσα  Βασιλείας τὸ νῖκος
Χαῖρε μόνη ἡ ξηράνασα πειρασμῶν τὸν ποταμὸν
Χαῖρε ὄμβρε ἀτελεύτητε  δωρεῶν τῶν πατρικῶν
Χαῖρε τῶν Πρωτοπλαστῶν μόνη λύσις τῆς αράς
Χαῖρε μετανοούντων ἐξαλείφουσα ποινὰς .
Χαῖρε τοῦ ἀπροσίτου φωτὸς τὸ ταμεῖον
Χαῖρε τοῦ ἀθεάτου Θεοῦ τὸ πυξίον
Χαῖρε Προφήτου Προδρόμου τὸ κήρυγμα
Χαῖρε Δαυὶδ Βασιλέως τὸ καύχημα

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Σώσαι θέλων τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων , φθορὰ ὑπαχθέντα, πρὸς τοῦτο τριήμερος ἐγείρεται. Καὶ ἄπνους ὑπάρχων ὡς νεκρὸς δι’ ἡμᾶς ἀνέστη  εὐφροσύνης αἴτιος , ζωὴν παρέχων πᾶσιν τοῖς κραυγάζουσιν

Ἀλληλούϊα



ΣΤΑΣΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τεῖχος εἰ τῶν ὑμνούντων τῶν χαρίτων σου τὸ ἄμετρον πλῆθος.Ὁ γὰρ ἐκ τῆς σῆς νηδύος προελθὼν , ἐκ τάφου σωματικὼς ἡμῖν ἐπέλαμψεν καὶ πάντας Σοὶ προσφωνεῖν διδάξας

Χαῖρε δι’ἧς του εχθρού τυραννὶς καθῃρέθη
Χαῖρε δι’ἧς τοῦ θανάτου ἰσχὺς κατελύθη
Χαῖρε στάμνε χρυσὴ ἡ ἔχουσα τὸ Θεῖον μάναν
Χαῖρε ξύλον ζωῆς ἀνθίζουσα καρποὺς εὐόσμους
Χαῖρε οὐρανίας παστάδος ἡ τελεία χαρμονὴν
Χαῖρε τῆς φρικώδους κακίας ἡ κατάπαυσις Σεμνή.
Χαῖρε μόνη ἐπὶ σελήνης ἰσταμένη Μαρία
Χαίρῃ  ότι τῆς ἁμαρτίας θεραπεύεις μανίαν
Χαῖρε τῆς αἰωνίου ζωῆς τὸ κεφάλαιον
Χαῖρε τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ τὸ προπύργιον
Χαῖρε δι’ἧς τα ποθεινά πηγάζουσιν
Χαῖρε δι’ἧς τα λυπηρά κατήργηνται

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Ὕμνος βροτῶν οὐκ ἀρκέσει ἐξυμνεῖν τὴν Ἁγίαν Σοῦ δόξαν.Ἰσαρίθμους γάρ ταῖς σταγόσιν τοῦ ὄμβρου ᾠδάς  ἂν προσφέρωμεν Σοὶ Ἀναστάντα Κύριε οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὡς ἐποίησας ἡμῖν τοῖς Σοὶ βοῶσιν

Ἀλληλούϊα

Φωτοφόρον Παρθένον καὶ Ἀγγέλων τὸ ᾆσμα, ὁρῶμεν τὴν Σεμνὴν Θεοτόκον.Ὁ  ἀσώματος ἐξ αὐτῆς σωματωθείς, ὁ  καὶ δεσμίους τοῦ Ἅδου ἐλευθερώσας ,ἀνέτειλε φῶς πᾶσι τοῖς τυφλοῖς ,ἵνα κραυγάσωμεν αὐτὴ τοιαῦτα

Χαῖρε ὅτι τοῦ πονηροῦ καταλύεις τὸ θράσος
Χαῖρε ὅτι τοῦ Βασιλέως  σελαγίζεις τὸ φάος.
Χαῖρε τῶν ἀσθενούντων ἡ βεβαία ἀντίληψις
Χαῖρε τῶν νοσημάτων παντοίων ἡ ἴασις
Χαῖρε  ἡ τὸν ὡραῖον ἐκβλαστήσασα στάχυν.
Χαῖρε  τῶν δωρεῶν τοῦ Φιλανθρώπου ἡ κρήνη.
Χαῖρε ὅτι τὰ στέφη τῶν συζυγῶν συμπλέκεις
Χαῖρε  ὅτι  τῶν νέων τάς  πορείας φυλάττεις
Χαῖρε ἡ νεκρώσασα τῶν παθῶν τάς προσβολὰς
Χαῖρε  ἀκυρώσασα τῶν δαιμόνων τάς βουλὰς
Χαῖρε τῶν οὐρανίων ταγμάτων τὸ νῖκος
Χαῖρε τῶν πεπτοκότων δαιμόνων ὁ θρῆνος .

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Χάριν ἄφθονον δοῦναι τοῖς ἀνθρώποις δωρήσασθαι θέλων, ὁ πάντων Ζωοδότης ἀνθρώπων.
Κατεδέχθη ἐν τάφῳ νεκρὸς κατοικεῖσαι, ἵνα τῆς φθορᾶς ἡμᾶς ἀπαλλάξει τοὺς κράζοντας τὸ

Ἀλληλούϊα

Ψάλλοντές Σου τὸν τόκον , τὸν ὡς ξένον ἐν τάφῳ ξενωθέντα ,ἀνυμνοῦμεν τῇ αὐτοῦ Ἀναστάσῃ.Ἐν τῇ σὴ γὰρ οἰκήσας γαστρί, ἡ τῶν απάντων πνοή,ἑξάγνισεν, ἐφώτισεν,ἐδίδαξε ἡμὰς βόαν Σοι ταῦτα

Χαῖρε αμαράντινε στέφανε δόξης
Χαῖρε δωδεκάτειχε πόλις Κυρίου
Χαῖρε ὅτι κατήργησας ἁμαρτίας τὸ κέντρον
Χαῖρε ἡ καινουργήσασα τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος
Χαῖρε ὅτι κατεπάτησας κεφαλὴν τοῦ πονηροῦ
Χαῖρε λύπην ἡ κεράσασα τῶν δαιμόνων τὸν ἐσμόν
Χαῖρε μόνη χριστιανῶν ἡ στερεὰ προστασία
Χαῖρε τῶν ἀπιστούντων ἡ ἐπίμοχθος  ἀπορία .
Χαῖρε ἡ ἀπόδειξις τῆς ἡμῶν σωτηρίας
Χαῖρε ἡ βεβαίωσις τῆς παλιγγενεσίας
Χαῖρε ὅτι  ῥόδα καὶ κρίνα  ἀνθίζεις
Χαῖρε ὅτι Πάσχα  καὶ ἔαρ μυρίζεις

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Ὢ Πανάσπιλε Μῆτερ, ἡ γεννήσασα τὸν πάντων Ζωῆς χορηγὸν καὶ Δεσπότην
(Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.-ἐκ΄γ΄-)

δεξαμένη τήν νυν προσφορὰν ἐκ πασῶν σῶσον ἀναγκῶν ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης ἀξίωσον Ἀναστάσεως τούς σοι βοώντας:

Ἀλληλούϊα.

Ἄγγελος  ἑξαστράπτων τῷ μνημείῳ επέμφθη

κηρύξαι τὴν Ἀνάστασιν πάντων.  Καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ αὐτοῦ φωνὴν, Ἀναστάντα θεωρῶν Σὲ Κύριε, ἐξίστατο καὶ ἵστατο βοῶν τῇ Θεοτόκῳ  ταῦτα.

Χαῖρε δι’ἧς τὰ μνημεῖα καινούνται
Χαῖρε δι’ἧς τεθνηκότες ζωούνται
Χαῖρε ἡ φωτίζουσα τὰ ταμεῖα τοῦ Ἅδου.
Χαῖρε ἡ συντρίψασα τοὺς μοχλοὺς τοῦ θανάτου.
Χαῖρε τοῦ Παραδείσου τῆς πύλης τὸ ῥόπτρον,
Χαῖρε τοῦ Βασιλέως τὸ πάναγνον  ῥόδον.
Χαῖρε δι’ἧς ὁ Ἀδὰμ τοῦ θανάτου ἀνίσταται
Χαῖρε δι’ἧς τῆς φθορᾶς οἱ Βροτοὶ ἀπηλλάγημεν
Χαῖρε τῶν Μαρτύρων τὸ ἔνδοξον κλέος
Χαῖρε ἡ λαμπρύνουσα τὸ ἡμέτερον γένος
Χαῖρε δι’ἧς ἡ Ζωὴ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν
Χαῖρε δι’ἧς τῶν πιστῶν αἱ καρδία ἀγάλλονται

Χαῖρε  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.

Ὡς  Ζωηφόρος  Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μήτηρ,
Τῶν   οὐρανῶν ὑψηλοτέρα  ἀνεδείχθης,
Ἀνυμνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνωμεν.
Ἀλλ’ὡς φέρουσα Ζωῆς Κυρίου νάματα,
Ἐκ θανάτου ψυχικοῦ ἡμὰς ἀπάλλαξον,
Ἵνα κράζωμεν ,

Χαῖρε ἡ  Μήτηρ τῆς Ζωῆς ἡμῶν.