Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά...

Ουράνια Συντροφιά... Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος

Να μην μένει ούτε ίχνος αμαρτίας ...

Να μην μένει ούτε ίχνος αμαρτίας ... Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η εξομολόγηση δεν είναι μια απλή συζήτηση με τον πνευματικό-εξομολόγο επί διαφόρων αποριών ή και προβλημάτων του εξομολογουμένου. Αυτό μπορεί να γίνει σε κάποια άλλη ώρα ,εκτός εξομολογήσεως, ή έστω, ως προέκταση της καθαυτό εξομολογήσεως. Ούτε ασφαλώς είναι μια τυπική επίσκεψη στον ιερέα πριν από τις μεγάλες εορτές, με μια κατ’ επιλογήν επισήμανση αμαρτιών ή και απλή εκζήτηση της «ευχής». Στην περίπτωση αυτή η εξομολόγηση λειτουργεί ως άλλοθι της ενοχής του ανθρώπου – «να ησυχάσουμε τη φωνή της συνειδήσεως»- με συνέπεια την παγίωση της αμαρτίας και την σκλήρυνση της ψυχής. Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο εκείνο , που φανερώνει τη γνησιότητα της μετανοίας του πιστού. Πραγματοποιούμενη ενώπιον της Εκκλησίας –στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ενώπιον όλων και αργότερα ενώπιον του εκπροσώπου της Εκκλησίας πνευματικού εξομολόγου- αποτελεί το αποκορύφωμα της εν ταπεινώσει και συντριβή αναγνώρισης από τον πιστό ότι η ζωή του δεν βρίσκεται στην τροχιά του Χριστού και των αγίων ∙ ότι έσφαλε και σφάλλει, στο βαθμό που ή εκούσια ή ακούσια προσέβαλε την αγάπη στο πρόσωπο του Θεού ή των συνανθρώπων του. Παράλληλα όμως με την ομολογία αυτή εκδηλώνει και την ακλόνητη πεποίθησή του στην αγάπη και το έλεος του Θεού, τα οποία αναγνωρίζει ότι υπερβαίνουν την κατάντια του και έχουν τη δύναμη να τον ανορθώσουν και να τον οδηγήσουν σε ανώτερα πνευματικά ύψη: να ακολουθεί το Χριστό! Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η εξομολόγηση αφενός προϋποθέτει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητος του εξομολογουμένου και την πίστη του στην φιλανθρωπία του πανοικτίρμονος Θεού, αφετέρου έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τυχόν λοιπόν προσέλευση στο μυστήριο, χωρίς την απαιτούμενη προετοιμασία με εξομολόγηση εν μετανοία ενώπιον πρώτα του Θεού, αποτελεί εμπαιγμό του μυστηρίου ή το λιγότερο άγνοια της παραδόσεως της Εκκλησίας. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, να προσέρχεται ο εξομολογούμενος απροετοίμαστος , επόμενο είναι να μη γεύεται τα αγαθά και τις δωρεές , που ο Θεός έχει υποσχεθεί να δώσει. Και τα αγαθά αυτά είναι η εξάλειψη κάθε αμαρτίας, αλλά και η δικαίωση του ανθρώπου. «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών , πιστός εστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» ( Α’ Ιω.1,9 ) . Και ο προφήτης Ησαΐας , ήδη από το χώρο της Π. Διαθήκης, διαλαλεί: « Εάν είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα, θα τις κάνω λευκές σαν το χιόνι» ( Πρβλ. Ης. 1,18 ) . Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύει τα παραπάνω: « Η μετάνοια δικαιώνει… Στο ληστή δεν είπε ο Κύριος, σε απαλλάσσω από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά τον βάζει μέσα στον Παράδεισο, δίκαιο. Μη λες λοιπόν πάλι, Αμάρτησα πολύ και πώς θα μπορέσω να σωθώ; Συ δεν μπορείς, μα ο Κύριός σου μπορεί , και τόσο πολύ, ώστε να σβήσει τελείως τα αμαρτήματά σου… Τόσο τέλεια σβήνει τα αμαρτήματα , ώστε να μην μένει ούτε ίχνος από αυτά. Ο Θεός λοιπόν χαρίζει και την ομορφιά μαζί με την υγεία, μαζί με την απαλλαγή από την κόλαση δίνει και τη δικαιοσύνη και κάνει τον αμαρτωλό να είναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Διότι εξαφανίζει το αμάρτημα και το κάνει να μην υπάρχει και να μην έχει γίνει ποτέ. Έτσι τέλεια το εξαφανίζει, δεν μένει ούτε σημάδι, ούτε ίχνος, ούτε απόδειξη, ούτε δείγμα» (Ομιλία η΄, περί μετανοίας ) . Έτσι με την εν μετανοία συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως επανερχόμαστε στο αφετηριακό σημείο του βαπτίσματός μας. Όπως δηλ. τότε που βαπτισθήκαμε, κάθε αμάρτημά μας, ιδίως δε το προπατορικό λεγόμενο με τις κληρονομικές του συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, εξαλείφθηκε, έτσι και τώρα, στο δεύτερο αυτό και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα της μετανοίας, κάθε αμάρτημα που εκάναμε, μετά το πρώτο, εν λόγω ή έργω ή διανοία, εξαλείφεται και μας φέρει καθαρούς και πάλι στο σημείο εκκινήσεως της πνευματικής ζωής. Η ζωή μας στη φάση αυτή επανασυντονίζεται με τους χτύπους της παράδοσης της Εκκλησίας∙ «πιάνουμε» ξανά το σταθμό του Θεού∙ αρχίζουμε και (επι)κοινωνούμε με όλους τους αγίους. «Γιατί έτσι, όπως θα είναι ο νους σου συγχυσμένος ,ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε» ( π. Παϊσιος ) .

Αχ παιδί μου ...ο Χριστός δεν μας εγκατέλειψε ποτέ !

Αχ παιδί μου ...ο Χριστός δεν μας εγκατέλειψε ποτέ ! Ένα πρωινό συζητά ο Γέροντας με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ο ένας είναι ιδεολόγος άθεος και κομμουνιστής. Σε μια στιγμή έρχεται κάποιος απ’ έξω και τους πληροφορεί ότι η Αθήνα έχει γεμίσει από φωτογραφίες του Μάου Τσε Τούγκ με την επιγραφή: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Ήταν η ημέρα κατά την οποία είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτορας. Γέροντας: Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον θρόνο Του και στη θέση Του τοποθετούν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Αυτοί λένε: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και παίρνεις. Άθεος: Και σεις παππούλη, το παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος Βούδα κ.ο.κ.  Ο Χριστός παιδί μου, δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που με σοφία κυβερνά τα πάντα: από το πλήθος των απέραντων γαλαξιών μέχρι τα απειροελάχιστα σωματίδια του μικρόκοσμου. Αυτός που δίνει τη ζωή σε όλους μας. Αυτός που σε έφερε στον κόσμο και σου έχει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορείς να Τον αμφισβητείς, αλλά και να Τον αρνείσαι ακόμη.  Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να τα πιστεύετε όλα αυτά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε;  Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια, έτσι δεν είναι;  Βεβαίως.  Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όσα πιστεύω εγώ είναι ψεύτικα;  …….  Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν αναφέρομαι στον Θεό. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστη, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσεις με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστη η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται.  Μια στιγμή! Μια και μιλάτε για πίστη, τι θα πείτε στους Μωαμεθανούς π.χ. ή στους Βουδιστές; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Κι εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστη είναι καλύτερη από εκείνων;  Με αυτήν την ερώτησή σου τίθεται το κριτήριο της αλήθειας. Διότι βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Έτσι δεν πρόκειται για καλύτερη ή χειρότερη πίστη! Πρόκειται για την μόνη αληθινή πίστη! Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και τα άλλα πιστεύω. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν ασυγκρίτως. Εμείς όμως δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Θεός.  Κοιτάξτε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα…  Αχ παιδί μου! Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκαλο που τους κάθισε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός. Πολλοί από αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες πως είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε ανακηρύξουμε στο μέγιστο των ανθρώπων, τον αγιότατο, τον ηθικότατο, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν αυτά; Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι «ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητας ώστε το να αποσπάσει κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του», «οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός σου». Η επόμενη φράση τους; «Θεός όμως δεν είσαι!». Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνον τότε, αποτελεί την ηθικοτέρα, την αγιοτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητας, ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε όμως δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε από όλα αυτά. Αντιθέτως αν ο Χριστός δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, τότε πρόκειται για την απαισιοτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξη της ανθρώπινης ιστορίας.  Τι είπατε;  Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως όμως αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πραγματικοί μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητας; Ο «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης διακήρυσσε το: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και το Μωυσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα»,κ.τ.λ. Η συμπεριφορά αντιθέτως του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους τους άλλους, θα έπρεπε να έχει ακόμη κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζει σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Συμβαίνει όμως το αντίθετο! Πρώτα πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωαν. η΄46). «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωαν. Ιδ΄30). Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού:«Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωαν. η΄12),«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. Ιδ΄6). Εκτός όμως αυτών, προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο Πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμη και στις ιερότερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ούκ εστί μου άξιος και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ούκ εστί μου άξιος» (Ματθ. ι΄37). «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά τις μητρός αυτής και νύμφη κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι΄35). Απαιτεί ακόμη και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται… Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα… Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ… Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ι΄17 κ.έ.). Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήσει υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι από την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξει την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίσει το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»;(Ιωάν. Ιδ΄6). Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνει αυτά. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να’ λεγε κάτι τέτοια; Θα τον περνούσαν για τρελό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήσει. Για σκέψου τώρα, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρη του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις Του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαριά θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός! Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός όμως και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητάς Του αναγορεύτηκε η ευγενεστέρα και αγιότερα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Η παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιότερο τον απαισιώτερο, ή για να μην υπάρχει παραλογισμός, αλλά να έχει λογική η συνύπαρξη απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένει η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητας μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι είναι και Θεός! Αλλιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιοτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλυτέρας θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται βάση αυτούς τους ίδιους τους περί αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!...  Όσα είπατε είναι πράγματι εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως παρά συλλογισμούς. Ιστορικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν τη Θεότητά του, έχετε;  Σου είπα και προηγουμένως ότι τα πειστήρια της Θεότητός Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν όσο καιρό ήταν εδώ στη γη. Ο Χριστός δεν αρκέστηκε μόνο να διακηρύσσει τις παραπάνω αλήθειες, αλλά επικύρωνε τους λόγους Του και με πλήθος θαυμάτων. Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διαιτάσαι τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπάκουαν, ανέστησε νεκρούς μεταξύ των οποίων και τον Λάζαρο τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό του. Μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματά είναι η Ανάστασή Του. Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών»(Κορ. Ιε΄ 17). Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ο Χριστός όμως ανέστη πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός.  Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πώς τα πιστεύετε;  Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν και μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, η μαρτυρία της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία. Φέρε μου και συ κάποιον να μου πει πώς ο Μαρξ απέθανε και ανέστη και να θυσιάσει τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστέψω ως τίμιος άνθρωπος.  Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεσθε και τον κομμουνισμό;  Το είπες και μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθει πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρώπινης ψυχής θυσιάζεται για κάτι στο οποίο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε και ως σωστή. Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνεις για ιδέες και άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Και όταν λέμε γεγονός εννοούμε, ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν δι «ο ακηκόασι, ο εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών, ο εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν» (Α΄ Ιωάν. Α΄1)» Με βάση ένα πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασχάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια. Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οι Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι ούτε είχαν καμιά ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον είχαν δει αναστάντα. Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι τις φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλαδή σ’ αυτούς, όπως αναφέραμε, ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης. Η δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πει κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν και Τούτον εσταυρωμένον και Αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα οποία εξασφάλιζαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις, και τέλος ο θάνατος. Και όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο και να το σκεφτεί κάποιος. Συνεπώς ούτε εξαπατήθηκαν ούτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως η Τρίτη εκδοχή ότι μας είπαν την αλήθεια. Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω και το εξής: Οι Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα και μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμία προσωπική κρίση. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους.  Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωση του Χριστού νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον οποίον έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός.  Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι το λόγο του ιερού Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθείτε το θαύμα!». Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα- πρώτα έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ο θάνατος είχε επέλθει. Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ημέρα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα. Φαντάζεσαι κάποιον να έχει υποστεί όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις μέρες μετά το «θάνατό» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο θα έπρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορεί να ανοίγει τα μάτια του, κι όχι να περπατά και να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα. Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο - και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκαλα ή μυτερά καρφιά -, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν αναστηθεί, τότε τα λέμε.  Παρά ταύτα όλες οι μαρτυρίες, τις οποίες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί αυτού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλαδή ιστορικοί που να πιστοποιούν την Ανάσταση του Χριστού; Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ.  Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορικοί που να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Ανάστασή Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λπ. Πώς είναι δυνατόν να βεβαιώνει κάποιος την Ανάσταση και ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί και να λαλεί»! Αί δεν γίνεται! Σου θυμίζω πάντως, εφ’ όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το οποίο σου ανέφερα και προηγουμένως: ότι δηλαδή οι μόνοι πραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε και μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλαδή που δεν ανήκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά και εδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.  Γι’ αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ηλίαση και εξ αιτίας της είχε παραίσθηση.  Βρε παιδάκι μου, αν είχε παραίσθηση ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέση υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δει κι όχι τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα! Φαντάζεσαι καμιά πιστή γριούλα στο όνειρό της ή στο παραλήρημά της να βλέπει τον Βούδα ή τον Δία; Τον Άι Νικόλα θα δει και την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει. Και κάτι ακόμα. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχουν και τα εξής θαυμαστά: Πρώτον, τον αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ισχυρών της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Και τρίτον, πίστη δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ηλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. Αν μπορείς εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς, παραδέξου το θαύμα. Και πρέπει να ξέρεις ότι ο Παύλος με τα δεδομένα τη εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρει τι του γίνεται. Θα προσθέσω όμως και κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις΄18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα. Έκτοτε πέρασαν δύο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, η Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς και φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα; Και κάτι τελευταίο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται πως όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφτηκε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, εκείνη την εμακάρισε με τα λόγια: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο.. ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (α΄48). Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ ήταν. Ποίος την ήξερε; Παρά ταύτα από τότε ξεχάσθηκαν αυτοκρατορίες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιός ξέρει ή ποιος θυμάται τη μητέρα του Μεγ. Ναπολέοντος ή τη μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως εκατομμύρια χείλη σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες υμνούν την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, την επαλήθευση του προφητικού αυτού λόγου της Παναγίας; Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν όσον αφορά και σε μια «δευτερεύουσα» προφητεία του Χριστού: Όταν στην οικία του Σύμωνος του λεπρού μια γυναίκα περιέχυσε στο κεφάλι του το πολύτιμο μύρο, είπε ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αυτή εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κς΄13). Πόσος ήταν ο κύκλος των οπαδών Του τότε, για να πει κανείς ότι αυτοί θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία αυτή του Διδασκάλου τους; Και μάλιστα μια τέτοια προφητεία, η οποία με τα κριτήρια του κόσμου δεν έχει και καμία σημασία για τους πολλούς; Είναι ή δεν είναι θαύματα αυτά; Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς όμως, παραδέξου τα ως τέτοια.  Ομολογώ ότι τα επιχειρήματά σας είναι ισχυρά. Έχω όμως να σας ρωτήσω κάτι ακόμη: Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός κι αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν Θεό να παραμένει αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκεται απαθής.  Όχι παιδί μου. Δεν έχεις δίκιο. Ο Χριστός δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου στην ιστορία, ο οποίος είχε τη βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και να πει. Ακόμη κι ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ολόκληρη ζωή μιλούσε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνη απολογία και, αν ζούσε, θα είχε κι άλλα να πει. Μόνο ο Χριστός σε τρία χρόνια δίδαξε ότι είχε να διδάξει, έπραξε ότι ήθελε να πράξει και είπε το «τετέλεσται». Δείγμα κι αυτό της θεϊκής Του τελειότητας και αυθεντίας. Όσο για την εγκατάλειψη την οποία ανέφερες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί». Κατάλαβέ το! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει με την πεπερασμένη λογική του τα «γιατί» αυτά. Μόνο με τον Χριστό εξηγούνται όλα: Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει ο Κύριος να πάρουμε απάντηση σε μερικά από τα «γιατί» αυτά. Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι και Μυρσίναι» με τον τίτλο «Ερωτηματικά». Είπα στο γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη, που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι: Πες μου, πατέρα μου γιατί σε τούτη’ δω τη σφαίρα αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα; Γιατί σαν να’σαν δίδυμα, φυτρώνουνε αντάμα τ’αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα; Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα σκορπιοί φωλιάζουν κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα; Γιατί προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’αμύριστά του κάλλη, μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’αφήνει; Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει το στάχυ, ώσπου να γενεί ψωμάκι και καρβέλι και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο, ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει; Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία; Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του: Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι(=κέντημα). Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε. Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζει πρέπει. Περίμενε σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα και του Θεού το κέντημα απ’την καλή κοιτάξης και τότε…όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις! Ο Χριστός παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας, βοηθός και συμπαραστάτης, μέχρι συντελείας των αιώνων. Αυτό όμως θα το καταλάβεις μόνο αν γίνεις συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθείς με τα Μυστήριά της.

Άγγελοι εν σώματι ...

Άγγελοι εν σώματι ... Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης Ἱερομόναχος – Πνευματικὲς νουθεσίες Περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, Δακρύων καὶ Χάριτος Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή. Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθη στιγμή, ποὺ ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα. Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά! Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρης μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ. Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἐαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή. Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι. Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ. Ἡ εὐχὴ ποὺ λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη. Πολὺ φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη ἐγένετο ἄφαντος. Ἐγὼ κάποτε ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, πολεμήθηκα ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶχα σαρκικὸ πόλεμο. Ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, ἀλλὰ ὁ πόλεμος τῆς σαρκὸς δυνατός. Ἤρχισα μὲ ζέσι νὰ λέγω τὴν εὐχή. Τότε μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνου βλέπω ἕνα ὄνειρο, ἕνα ὅραμα: Ἀπέναντι εἰς τὴν ἐξώπορτα, ἤτανε ἕνας δαίμονας, ὅπως τὸν περιγράφουν πατέρες, μὲ κέρατα, μὲ μαῦρα φτερά, κ.λ.π., καὶ κάγχαζε. Δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ κελλί μου! Συνῆλθα. Πῆγα καὶ τὸ διηγήθηκα κατόπιν εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ. Μοῦ λέγει: Βλέπεις παιδί μου, ὅτι μὲ τὴν εὐχή, τὸν κρατᾷς εἰς τὴν ἐξώπορτα, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πλησιάση! Εἰς ἕνα μοναχό, εἰσήρχοντο λογισμοὶ βλασφημίας. Τοῦ λέγαμε νὰ λέγῃ τὴν εὐχὴ συνέχεια, χωρὶς διακοπή. Αὐτὸς τὸ δικό του. Δὲν ἤκουε. Ἔκανε κι ἄλλες παρακοές. Διὰ τὸν μοναχὸν αὐτόν, προσηύχετο καὶ ὁ Γ. Ἰωσὴφ κι ἐγὼ πάρα πολύ. Μία φορά, μετὰ ἀπὸ πολὺ προσευχὴ ποὺ ἔκανα δι᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε βλέπω σὲ ἀπόστασι τινά, ὡσὰν νὰ ἦτο μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία τραγουδοῦσε καὶ τὸν μοναχὸν διὰ τὸν ὁποῖον προσευχόμουν πρίν, νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν φωνάζω μὲ τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς τίποτε. Δὲν σταματᾷ. Συνεχίζει νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν ξαναφωνάζω. Αὐτὸς πάλι δὲν σταματᾷ. Διὰ τρίτη φορὰ φωνάζω. Πάλι δὲν σταματᾷ. Συνῆλθα. Πληροφορήθηκα οὕτω, ὅτι αὐτὸν δὲν τὸν πειράζει ὁ διάβολος. Δηλαδὴ μόνος του, θεληματικά, πηγαίνει πρὸς τὸν διάβολον. Αὐτὸς μόνος του εἶναι πειρασμός! Ἡ νοερὰ προσευχὴ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, φέρνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πρώτην χάριν τοῦ βαπτίσματος. Προσοχὴ νὰ μὴ λυπήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅταν λυπηθῇ ὁ ἀδελφός, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς προσευχή. Σβήνει ἡ προσευχή! Ὁ Γ. Ἰωσὴφ ἔλεγε εἰς τοὺς ὑποτακτικούς του: Ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω τίποτε. Ἐγὼ θὰ μαγερεύω. Ἐγὼ θὰ σᾶς διακονῶ. Ἀπὸ σᾶς θέλω μόνον μέρα νύχτα προσευχή, μετάνοια, κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, μόνον βία εἰς τὴν προσευχήν, καὶ δάκρυα μέρα – νύχτα. Μιὰ φορὰ εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄννα, εἰς τὸ κελλὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ θέλοντας νὰ προσευχηθῶ δὲν μποροῦσα, διότι κάτω ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐγίνετο μεγάλος θόρυβος, πολὺ φασαρία καὶ φωνές. Σκεπτόμουνα πὼς θὰ κάνω προσευχὴν μὲ τόσον θόρυβον. Τότε λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ τὸ στόμα, δοκίμασα νὰ μπῶ μέσα μου, εἰς τὸν ἐαυτόν μου. Προσπαθοῦσα καὶ προσευχόμουν νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Κύριος! Ἐπὶ μίαν ὥρα δὲν ἄκουγα τίποτε. Ὅταν βγῆκα, ὅταν συνῆλθα, βρὲ λέγω, ποῦ βρισκόμουνα ἐπὶ τόσην ὥρα; Τότε κατάλαβα σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου