Ουράνια Συντροφιά...
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων,
ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα
τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας:
"Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος,
βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν
γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα.
Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο.
Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου
άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου
Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά
κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα,
έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ'
εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό.
Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό
και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι
παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να
φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό
αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος
κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι
κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές
από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν:
-Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν.
Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου
Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα
πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν
όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα:
-Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός
και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για
όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και
να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα
δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η
ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο
Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά,
είπαν κι εκείνες κι έφυγα./Γ.Πορφύριος
Να μην μένει ούτε ίχνος αμαρτίας ...
Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η
εξομολόγηση δεν είναι μια απλή συζήτηση με τον πνευματικό-εξομολόγο επί
διαφόρων αποριών ή και προβλημάτων του εξομολογουμένου. Αυτό μπορεί να
γίνει σε κάποια άλλη ώρα ,εκτός εξομολογήσεως, ή έστω, ως προέκταση της
καθαυτό εξομολογήσεως. Ούτε ασφαλώς είναι μια τυπική επίσκεψη στον ιερέα
πριν από τις μεγάλες εορτές, με μια κατ’ επιλογήν επισήμανση αμαρτιών ή
και απλή εκζήτηση της «ευχής». Στην περίπτωση αυτή η εξομολόγηση
λειτουργεί ως άλλοθι της ενοχής του ανθρώπου – «να ησυχάσουμε τη φωνή
της συνειδήσεως»- με συνέπεια την παγίωση της αμαρτίας και την σκλήρυνση
της ψυχής. Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο εκείνο , που φανερώνει τη
γνησιότητα της μετανοίας του πιστού. Πραγματοποιούμενη ενώπιον της
Εκκλησίας –στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ενώπιον όλων και αργότερα
ενώπιον του εκπροσώπου της Εκκλησίας πνευματικού εξομολόγου- αποτελεί το
αποκορύφωμα της εν ταπεινώσει και συντριβή αναγνώρισης από τον πιστό
ότι η ζωή του δεν βρίσκεται στην τροχιά του Χριστού και των αγίων ∙ ότι
έσφαλε και σφάλλει, στο βαθμό που ή εκούσια ή ακούσια προσέβαλε την
αγάπη στο πρόσωπο του Θεού ή των συνανθρώπων του. Παράλληλα όμως με την
ομολογία αυτή εκδηλώνει και την ακλόνητη πεποίθησή του στην αγάπη και το
έλεος του Θεού, τα οποία αναγνωρίζει ότι υπερβαίνουν την κατάντια του
και έχουν τη δύναμη να τον ανορθώσουν και να τον οδηγήσουν σε ανώτερα
πνευματικά ύψη: να ακολουθεί το Χριστό! Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η
εξομολόγηση αφενός προϋποθέτει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητος του
εξομολογουμένου και την πίστη του στην φιλανθρωπία του πανοικτίρμονος
Θεού, αφετέρου έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τυχόν λοιπόν προσέλευση στο
μυστήριο, χωρίς την απαιτούμενη προετοιμασία με εξομολόγηση εν μετανοία
ενώπιον πρώτα του Θεού, αποτελεί εμπαιγμό του μυστηρίου ή το λιγότερο
άγνοια της παραδόσεως της Εκκλησίας. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, να
προσέρχεται ο εξομολογούμενος απροετοίμαστος , επόμενο είναι να μη
γεύεται τα αγαθά και τις δωρεές , που ο Θεός έχει υποσχεθεί να δώσει.
Και τα αγαθά αυτά είναι η εξάλειψη κάθε αμαρτίας, αλλά και η δικαίωση
του ανθρώπου. «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών , πιστός εστι και
δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (
Α’ Ιω.1,9 ) . Και ο προφήτης Ησαΐας , ήδη από το χώρο της Π. Διαθήκης,
διαλαλεί: « Εάν είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα, θα τις κάνω
λευκές σαν το χιόνι» ( Πρβλ. Ης. 1,18 ) . Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύει
τα παραπάνω: « Η μετάνοια δικαιώνει… Στο ληστή δεν είπε ο Κύριος, σε
απαλλάσσω από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά τον βάζει μέσα στον
Παράδεισο, δίκαιο. Μη λες λοιπόν πάλι, Αμάρτησα πολύ και πώς θα μπορέσω
να σωθώ; Συ δεν μπορείς, μα ο Κύριός σου μπορεί , και τόσο πολύ, ώστε
να σβήσει τελείως τα αμαρτήματά σου… Τόσο τέλεια σβήνει τα αμαρτήματα ,
ώστε να μην μένει ούτε ίχνος από αυτά. Ο Θεός λοιπόν χαρίζει και την
ομορφιά μαζί με την υγεία, μαζί με την απαλλαγή από την κόλαση δίνει και
τη δικαιοσύνη και κάνει τον αμαρτωλό να είναι ίσος με αυτόν που δεν
αμάρτησε. Διότι εξαφανίζει το αμάρτημα και το κάνει να μην υπάρχει και
να μην έχει γίνει ποτέ. Έτσι τέλεια το εξαφανίζει, δεν μένει ούτε
σημάδι, ούτε ίχνος, ούτε απόδειξη, ούτε δείγμα» (Ομιλία η΄, περί
μετανοίας ) . Έτσι με την εν μετανοία συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο
της εξομολογήσεως επανερχόμαστε στο αφετηριακό σημείο του βαπτίσματός
μας. Όπως δηλ. τότε που βαπτισθήκαμε, κάθε αμάρτημά μας, ιδίως δε το
προπατορικό λεγόμενο με τις κληρονομικές του συνέπειες της φθοράς και
του θανάτου, εξαλείφθηκε, έτσι και τώρα, στο δεύτερο αυτό και
επαναλαμβανόμενο βάπτισμα της μετανοίας, κάθε αμάρτημα που εκάναμε, μετά
το πρώτο, εν λόγω ή έργω ή διανοία, εξαλείφεται και μας φέρει καθαρούς
και πάλι στο σημείο εκκινήσεως της πνευματικής ζωής. Η ζωή μας στη φάση
αυτή επανασυντονίζεται με τους χτύπους της παράδοσης της Εκκλησίας∙
«πιάνουμε» ξανά το σταθμό του Θεού∙ αρχίζουμε και (επι)κοινωνούμε με
όλους τους αγίους. «Γιατί έτσι, όπως θα είναι ο νους σου συγχυσμένος
,ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα
όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με
μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε» ( π. Παϊσιος ) .
Αχ παιδί μου ...ο Χριστός δεν μας εγκατέλειψε ποτέ !
Άγγελοι εν σώματι ...
Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης Ἱερομόναχος – Πνευματικὲς
νουθεσίες Περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, Δακρύων καὶ Χάριτος Νὰ λέγῃς παιδί μου
τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ
εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα,
αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται
χωρὶς διακοπή. Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα,
χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ
εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθη στιγμή, ποὺ
ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα. Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ
αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ
τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ
κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν
τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει
τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα
ἀγαθά! Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν
θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο
σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρης μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη
καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός,
μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ.
Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἐαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή.
Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ
λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθη ὅμως καιρός,
ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι,
θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον
τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος
θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι. Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς
εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι
ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν
ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ
ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ. Ἡ εὐχὴ ποὺ
λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη. Πολὺ φοβᾶται ὁ
διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει
τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος
ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς
του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ
ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη
ἐγένετο ἄφαντος. Ἐγὼ κάποτε ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, πολεμήθηκα ἀπὸ τὸν
διάβολο. Εἶχα σαρκικὸ πόλεμο. Ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, ἀλλὰ ὁ πόλεμος τῆς
σαρκὸς δυνατός. Ἤρχισα μὲ ζέσι νὰ λέγω τὴν εὐχή. Τότε μεταξὺ ὕπνου καὶ
ξύπνου βλέπω ἕνα ὄνειρο, ἕνα ὅραμα: Ἀπέναντι εἰς τὴν ἐξώπορτα, ἤτανε
ἕνας δαίμονας, ὅπως τὸν περιγράφουν πατέρες, μὲ κέρατα, μὲ μαῦρα φτερά,
κ.λ.π., καὶ κάγχαζε. Δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ κελλί μου!
Συνῆλθα. Πῆγα καὶ τὸ διηγήθηκα κατόπιν εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ. Μοῦ λέγει:
Βλέπεις παιδί μου, ὅτι μὲ τὴν εὐχή, τὸν κρατᾷς εἰς τὴν ἐξώπορτα, καὶ δὲν
μπορεῖ νὰ σὲ πλησιάση! Εἰς ἕνα μοναχό, εἰσήρχοντο λογισμοὶ βλασφημίας.
Τοῦ λέγαμε νὰ λέγῃ τὴν εὐχὴ συνέχεια, χωρὶς διακοπή. Αὐτὸς τὸ δικό του.
Δὲν ἤκουε. Ἔκανε κι ἄλλες παρακοές. Διὰ τὸν μοναχὸν αὐτόν, προσηύχετο
καὶ ὁ Γ. Ἰωσὴφ κι ἐγὼ πάρα πολύ. Μία φορά, μετὰ ἀπὸ πολὺ προσευχὴ ποὺ
ἔκανα δι᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε βλέπω σὲ ἀπόστασι τινά,
ὡσὰν νὰ ἦτο μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία τραγουδοῦσε καὶ τὸν μοναχὸν διὰ τὸν
ὁποῖον προσευχόμουν πρίν, νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν φωνάζω μὲ τὸ
ὄνομά του. Αὐτὸς τίποτε. Δὲν σταματᾷ. Συνεχίζει νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Τὸν ξαναφωνάζω. Αὐτὸς πάλι δὲν σταματᾷ. Διὰ τρίτη φορὰ φωνάζω. Πάλι δὲν
σταματᾷ. Συνῆλθα. Πληροφορήθηκα οὕτω, ὅτι αὐτὸν δὲν τὸν πειράζει ὁ
διάβολος. Δηλαδὴ μόνος του, θεληματικά, πηγαίνει πρὸς τὸν διάβολον.
Αὐτὸς μόνος του εἶναι πειρασμός! Ἡ νοερὰ προσευχὴ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον,
φέρνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πρώτην χάριν τοῦ βαπτίσματος. Προσοχὴ νὰ μὴ
λυπήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅταν λυπηθῇ ὁ ἀδελφός, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς
προσευχή. Σβήνει ἡ προσευχή! Ὁ Γ. Ἰωσὴφ ἔλεγε εἰς τοὺς ὑποτακτικούς
του: Ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω τίποτε. Ἐγὼ θὰ μαγερεύω. Ἐγὼ θὰ σᾶς διακονῶ. Ἀπὸ
σᾶς θέλω μόνον μέρα νύχτα προσευχή, μετάνοια, κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο
δὲν θέλω, μόνον βία εἰς τὴν προσευχήν, καὶ δάκρυα μέρα – νύχτα. Μιὰ
φορὰ εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄννα, εἰς τὸ κελλὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου,
καὶ θέλοντας νὰ προσευχηθῶ δὲν μποροῦσα, διότι κάτω ἀπὸ τὸ κελλὶ
ἐγίνετο μεγάλος θόρυβος, πολὺ φασαρία καὶ φωνές. Σκεπτόμουνα πὼς θὰ κάνω
προσευχὴν μὲ τόσον θόρυβον. Τότε λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ τὸ στόμα,
δοκίμασα νὰ μπῶ μέσα μου, εἰς τὸν ἐαυτόν μου. Προσπαθοῦσα καὶ
προσευχόμουν νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Κύριος! Ἐπὶ μίαν ὥρα δὲν ἄκουγα τίποτε.
Ὅταν βγῆκα, ὅταν συνῆλθα, βρὲ λέγω, ποῦ βρισκόμουνα ἐπὶ τόσην ὥρα; Τότε
κατάλαβα σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου